Θεόφιλος ο νεοφανής και λαμπρότατος αστήρ ήτο από την νήσον Ζάκυνθον, ναύτης την τέχνην, ταξιδεύων με πλοίον. Έτυχε δε κατά συνεργείαν του δαίμονος να σκανδαλισθή με τον πλοίαρχον· όθενερχόμενος με το πλοίον εις την Χίον, την πατρίδα του πλοιάρχου, ανεχώρησεν από εκείνον. Εύρε τότε αυτόνΑγαρηνός τις, όστις εζήτησε να τον πάρη εις το ιδικόν του πλοίον, αλλ’ επειδή αυτός δεν ηθέλησε να κάμη ταξίδι με Αγαρηνόν, μήτε όλως να είναι μαζί του, διότι απεστρέφετο πολύ το γένος των Αγαρηνών, ο Αγαρηνός τον εβίασε πολύ, προσεπάθει δε να τον πάρη έστω και δια της βίας. Αλλ’ επειδή ο Θεόφιλος ηναντιώνετο εις τούτο, εθυμώθη ο βάρβαρος, μη έχων δε τι άλλο να κάμη, τον εσυκοφάντησεν ότι εφόρει εις το κεφάλι τον σκούφον των Αγαρηνών. Ευρεθέντες δε άλλοι πολλοί Αγαρηνοί ώρμησαν εναντίον του και σύροντες αυτόν και κτυπώντες τον επήγαν εις τον κριτήν, και εψευδομαρτύρησαν κατ’ αυτού.
Ο δε κριτής απεφάσισεν, ότι αφού εφόρεσε σημείον τουρκικόν εις την κεφαλήν του, πρέπει να γίνη Τούρκος. Ταύτα ακούων ο Μάρτυς ίστατος ακλόνητος εις την πίστιν του Χριστού, και παντελώς η γνώμη του δεν μετεβάλλετο. Εκείνοι δε προσεπάθουν με διαφόρους τρόπους να τον φέρωσιν εις την θρησκείαν των, και πότε μεν τον εκολάκευον και υπέσχοντο εις αυτόν πολλά, πότε δε τον ηπείλουν, αλλά δεν κατώρθωσαν τίποτε, επειδή ο Μάρτυς εφώναζεν· «Εγώ δεν αρνούμαι τον Χριστόν μου ποτέ, αυτόν πιστεύω, αυτόν ομολογώ». Τότε βλέποντες ότι δεν ημπορούν να τον φέρουν εις την θέλησίν των, περιέτεμον αυτόν και παρά την θέλησίν του, έπειτα δε τον επήρε μαζί του άνθρωπός τις του βασιλέως, όστις έτυχε εκεί, δια να τον φέρη εις την Κωνσταντινούπολιν και να τον προσφέρη δώρον του βασιλέως, επειδή ήτο πολύ εύμορφος νέος, ων τότε έως δέκα οκτώ ετών. Ενώ δε ακόμη ευρίσκετο εις την Χίον ο ευλογημένος Θεόφιλος παρεκάλει τον Θεόν μετά δακρύων πολλών να τον λυτρώση από τας χείρας των και να του δείξη οδόν να φύγη και την βαρβαρότητα εκείνων και τον ψυχικόν κίνδυνον, εις τον οποίον ευρίσκετο. Ο δε Θεός, ο ποιών το θέλημα των φοβουμένων αυτόν, εισήκουσε παρευθύς της δεήσεως του δούλου του Θεοφίλου· κατά δε την εσπέραν εκείνην όπου επήγαν οι Αγαρηνοί να προσκυνήσουν κατά την συνήθειάν των, αφήσαντες τον Μάρτυρα μόνον εις τον οίκον, τον εφώτισεν ο Θεός και οπλίσας εαυτόν με το σημείον του Σταυρού, έφυγεν εκείθεν και εκρύβη εις τόπον, τον οποίον ουδείς εγνώριζεν. Ελθόντες εκείνοι από το προσκύνημά των και μη ευρόντες τον Θεόφιλον, ήναψαν φώτα και τον εζήτουν εις τους οίκους των Χριστιανών, αλλ’ ο Θεός τον εσκέπαζε και δεν τον εύρον. Ων δε κεκρυμμένος τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, επείνασεν ο ευλογημένος· όθεν εξήλθε το μεσονύκτιον και επήγεν εις τον οίκον του πλοιάρχου του, όστις του έδωκε και έφαγε, κατόπιν δε ποιήσας εις εαυτόν το σημείον του Σταυρού έφυγε κρυφίως και επήγεν εις μίαν Εκκλησίαν, εις την οποίαν εκλείσθη έως ότου εύρεν ευκαιρίαν και έφυγεν. Επήγε τότε εις την Σάμον, όπου παραμείνας ολίγον καιρόν, επέστρεψε πάλιν εις την Χίον αναζητών τον πλοίαρχόν του δια να υπάγη μαζί του. Οι δε Αγαρηνοί βλέποντες αυτόν τον εγνώρισαν και ώρμησαν εναντίον του με πολύν θυμόν. Όθεν αρπάζοντες αυτόν τον επήγαν εις το κριτήριον και εμαρτύρησαν μεθ’ όρκου ότι είχε γίνει Αγαρηνός. Ο δε Μάρτυς εφώναζε· «Χριστιανός είμαι, και Χριστιανός θέλω να αποθάνω». O δε παράνομος κριτής εδέχθη την μαρτυρίαν των ασεβών εκείνων, και με μανίαν μεγάλην εβίαζε τον ευλογημένον Θεόφιλον να μείνη εις την θρησκείαν των, την οποίαν τάχα εδέχθη πρότερον· ο όντως όμως Θεόφιλος αντέλεγεν· «Μη μοι γένοιτο τούτο ποτέ, δεν αφήνω, δεν αφήνω την πίστιν μου, ήτις είναι φως, δια να δεχθώ την ιδικήν σας μιαράν και ψευδή θρησκείαν, ήτις είναι σκότος. Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να αποθάνω». Ήτο δε τότε ο μακάριος Μάρτυς, καθώς είπομεν ανωτέρω, έως δέκα οκτώ ετών ηλικίας, πολλά δε ειπών υπέρ της Χριστιανικής Πίστεως, όχι ως εις ναύτης αγράμματος, αλλά ως εις Θεολόγος· «Ου γαρ υμείς εστε οι λαλούντες», λέγει ο Χριστός, ήναψε τον θυμόν του τυράννου, όστις εξεμάνη κατ’ αυτού. Όθεν τον έστειλε παρευθύς εις την σκοτεινήν φυλακήν, εις την οποίαν έμεινε κεκλεισμένος τρία ημερόνυκτα, έπειτα τον έφερεν έμπροσθέν του εις δευτέραν εξέτασιν, προέβαλε δε και πάλιν τας αυτάς φλυαρίας εις τον Μάρτυρα, να μένη δηλαδή εις την θρησκείαν των, προσεπάθει δε να πείση αυτόν με κολακείας, αλλά και με φοβερισμούς τον εβίαζεν· ο δε Μάρτυς απεκρίνατο· «Δεν φοβούμαι τον πρόσκαιρον τούτον θάνατον, διότι μοι παρέχει ζωήν αιώνιον· ούτω μοι υπόσχεται ο Χριστός μου· ΄ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται΄». Επειδή λοιπόν με παρρησίαν και ελευθερίαν είπε πολλά ο Μάρτυς εις τον τύραννον και εις τους συγκαθημένους και εις τους συμπαρεστώτας εκεί (οι οποίοι έλεγον πολλά βλάσφημα κατά της Χριστιανικής Πίστεως) και ήλεγξε την αλογίαν και την ανοησίαν των, ωργίσθησαν εκείνοι και ηγριώθησαν ως θηρία. Όθεν του έδωκαν πολλούς και σκληρούς δαρμούς και μετά τους δαρμούς πάλιν τον εφυλάκισαν. Εκβαλόντες είτα και πάλιν τον Μάρτυρα εκ της φυλακής, τον παρέστησαν εις τρίτην εξέτασιν έμπροσθεν του κριτού, όστις μη δυνηθείς να αλλάξη την γνώμην αυτού ούτε με κολακείας ούτε με υποσχέσεις ούτε με απειλάς, απεφάσισε τέλος να καή ο Μάρτυς ζωντανός. Ο δε γενναίος και ακατάπληκτος του Κυρίου Μάρτυς έτρεχεν εις ένα τοιούτον φρικτόν θάνατον με πολλήν χαράν και αγαλλίασιν της ψυχής του, ως να ήτο προσκεκλημένος εις βασιλικήν τράπεζαν και παντελώς δεν εφοβείτο την υλικήν φλόγα, επειδή είχεν ανημμένην μέσα εις την καρδίαν του την άϋλον φλόγα και το νοητόν πυρ της αγάπης του Σωτήρος Χριστού. Ελθόντες λοιπόν εις εν μέρος όπου ήτο Μοναστήριον γυναικών και Ναός του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, ήναψαν εκεί το πυρ και με υπερβολήν σκληρότητος και απανθρωπίας επρόσταξαν αυτόν τον ίδιον Μάρτυρα Θεόφιλον να φέρη εις τον ώμον του τα ξύλα και να κάμη μεγάλην την φλόγα, με την οποίαν έμελλε να καή αυτός ο ίδιος. Ο δε γενναίος εκείνος υπήκουσε μετά χαράς και με πολλήν προθυμίαν τα έφερεν. Ω της ανδρείας σου και γενναιότητος, Μεγαλομάρτυς του Χριστού Θεόφιλε! Ω της διακαούς και διαπύρου σου αγάπης προς τον Χριστόν! Όντως Θεόφιλος εφάνης, καθώς το όνομά σου το φανερώνει. Αφού λοιπόν συνήχθη εκεί πλήθος πολύ των Αγαρηνών με φωνάς πολλάς και θόρυβον μέγαν, ητοίμασαν πυράν μεγάλην δια να ρίψουν εντός αυτής τον Μάρτυρα. Τότε έκαμεν ο Μάρτυς την προσευχήν του και τον σταυρόν του και λέγων «Εις χείρας σου, Χριστέ μου, παραδίδω την ψυχήν μου», εισήλθε μόνος του εις εκείνην την πυράν, έψαλλε δε ο γενναίος καιόμενος το «Ο Θεός ευλογητός ει», και με ύμνους ευχαριστηρίους εδόξαζε τον Θεόν, όστις τον ηξίωσε να μαρτυρήση υπέρ του Παναγίου του ονόματος. Ούτω παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού και έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον τη εικοστή Τετάρτη του Ιουλίου μηνός, εν έτει 1635 από Σωτήρος Χριστού. Ο δε Θεός, ο δοξάζων τους αυτόν αντιδοξάζοντας, εδόξασεν αυτόν όχι μόνον εν ουρανώ αλλά και εν τη γη· ότι, καιομένου του σώματός του, μεγάλη και θαυμαστή ευωδία εξήρχετο από την πυράν, η οποία τους μεν πιστούς επαρηγόρει και εχαροποίει, τους δε απίστους ελύπει και κατήσχυνεν. Όθεν δια να μη είναι καθαρά η ουράνιος εκείνη ευωδία εις αισχύνην και εντροπήν των, και δι’ ατιμίαν και καταφρόνησιν του Μάρτυρος, έρριψαν εντός της πυράς ένα χοίτον να καίηται ομού με το μαρτυρικόν σώμα, δια να αναδίδεται η δυσοσμία του καιομένου κρέατος και όχι η ευωδία του αγίου λειψάνου· αλλ’ εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, διότι ευθύς ως έκαυσεν η φλοξ τα δεσμά, με τα οποία είχον τα πόδια του ζώου δεδεμένα, έτρεξεν εκείνο και έφυγεν, έμεινε δε πάλιν η προτέρα ευωδία καθαρά και ανεπίμικτος, μάλιστα δε περισσότερον ηύξησεν εις δόξαν του Μάρτυρος και αισχύνην των Αγαρηνών. Αφού δε έσβυσεν η πυρά, εζήτησαν τα οστά του Μάρτυρος οι Χριστιανοί και ευρόντες μερικά άκαυστα τα ηγόρασαν με χρήματα πολλά, από τα οποία ευρίσκεται έως την σήμερον μέρος εις τον Ναόν του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τον όντα εις την Πηγάδαν, όπου και η μνήμη του Μάρτυρος Θεοφίλου τελείται, και μέρος εις τον Ναόν του Τιμίου Προδρόμου εις την Ατζικήν, και μέρος εις το Μοναστήριον του Αγίου Μηνά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου