Ευπραξίας της Οσίας μητρός ημών η θαυμαστή πολιτεία και η πνευματική ανδρεία πάντα νουν εξέπληξεν Αγγέλων και ανθρώπων και εις αυτήν αληθώς εφαρμόζεται το του σοφού Σολομώντος «Γυναίκα ανδρείαν τις ευρήσει; Τιμιωτέρα δε έστι λίθων πολυτελών η τοιαύτη». Απαριθμών είτα ο αυτός Σολομών τα κατορθώματα της ανδρείας γυναικός, λέγει, ότι αύτη επεξεργάζεται το έριον και το λίνον, συνάγει αφθόνως πόρους ζωής και πλούτον, καταφυτεύει αμπελώνας εκ των καρπών των χειρών της, τους βραχίονάς της εκτείνει εις την άτρακτον, και καθίσταται εν ενί λόγω η ελπίς και παρηγορία του ανδρός της και άλλα τινά και ευτελή έργα εργάζεται, άτινα εισί πολύ κατώτερα των πλεονεκτημάτων της όντως γενναίας ψυχής. Αν λοιπόν αι τοιαύται γυναίκες εθεωρήθησαν και ωνομάσθησαν υπό του σοφού Σολομώντος ανδρείαι, πολύ δικαιότερον είναι να ονομασθώσιν ανδρείαι αι κατά Θεόν μεταβαλούσαι την εαυτών φύσιν εις ανδρικήν, και ανδρικώς κατά των παθών αυτών παλαίσασαι και θριανβεύσασαι· διότι η λέξις ανδρεία, ως ώρισαν αυτήν οι περί αρετών φιλοσοφήσαντες, σημαίνει την αφοβίαν και γενναιότητα, την οποίαν δεικνύει ο πάσχων προς παν φοβερόν και επίπονον.
Και φοβερόν μεν και λίαν φρικώδες είναι ο κατά των ασάρκων δαιμόνων πόλεμος, λίαν δε επίπονος είναι η τήξις και ταπείνωσις της σαρκός δια της εγκρατείας και πάσης άλλης σκληραγωγίας. Όσαι λοιπόν γυναίκες ανέλαβον τοιούτον πόλεμον και δια σωματικής σκληραγωγίας κατέστειλαν τας σαρκικάς επαναστάσεις και εις ουδεμίαν εξ αυτών υπεχώρησαν, πως δεν είναι εύλογον να ονομασθώσιν ανδρείαι και να επαινώνται και θαυμάζωνται πλέον ή η γυνή εκείνη, ήτις εκρίθη υπό του Σολομώντος αξία να ονομασθή ανδρεία; Εκ τούτων των γυναικών μία και επισημοτάτη είναι η τρισένδοξος Ευπραξία, ήτις είναι ενδόξου καταγωγής, πολύ δε ενδοξοτέρα και περιφανεστέρα ως προς την κατά Θεόν πολιτείαν. Πατρίς μεν της Αγίας είναι η βασιλίς των πόλεων Κωνσταντινούπολις (οικείον δε είναι εις ημάς το καλόν τούτο και ουκ επείσακτον), οι δε γονείς αυτής ήσαν συγκλητικοί και πρώτοι των γερουσιαστών. Το δε γένος αυτής ήτο συγγενές προς το γένος του τότε βασιλέως. Εβασίλευε δε τότε Θεοδόσιος ο επονομασθείς Μέγας, εν έτει τπ΄ (380), όστις σοφώς εκυβέρνα το πηδάλιον της αυτοκρατορίας του. Αντίγονος ωνομάζετο ο περιφανής εκείνος ανήρ, τιμώμενος και αγαπώμενος υπό του βασιλέως όχι τόσω δια την συγγένειαν, όσω δια την χρηστότητα των ηθών του και την δεξιότητα και εμπειρίαν αυτού περί τα πολιτικά. Τούτον αείποτε συνεβουλεύετο ο βασιλεύς. Πλούσιος δε ων σφόδρα, έλαβεν εις γυναίκα την Ευπραξίαν, ευγενή, πλουσίαν και τοις τρόποις χρηστήν. Αμφότεροι δε μετεχειρίζοντο τον πλούτον αυτών ουχί προς απόλαυσιν ματαίων ηδονών, αλλά προς βοήθειαν των ενδεών και δια τροφήν των πεινώντων, περιβολήν των γυμνών, και εν γένει ειπείν μετέδιδον αφειδώς τον πλούτον αυτών και, κατά τον Απόστολον Παύλον, έσπειρον επ’ ευλογίαις και επ’ ευλογίαις εθέριζον. Διότι ο πλούτος αυτών, εκχυνόμενος καθ’ ον τρόπον προανεφέρθη, μάλλον ηύξανε και επληθύνετο δια της άνωθεν επιχορηγίας του Θεού, αφορώντος εις την θεοφιλή και φιλελεήμονα αυτών προαίρεσιν. Ούτω λοιπόν θεαρέστως πολιτευόμενοι οι άνθρωποι ούτοι ηξιώθησαν να αποκτήσωσι θυγατέρα, πρόξενον γενομένην εις τους γονείς ανεκφράστου χαράς και ευφροσύνης. Κατά δε την τελετήν των γενεθλίων οι γονείς πλείστας όσας ευεργεσίας και δωρεάς εχορήγησαν εις τους εν ανάγκαις ευρισκομένους. Ότε δε το θυγάτριον κατηξιώθη του λουτρού της παλιγγενεσίας, ωνομάσθη υπό του πατρός αυτού Ευπραξία, επί τω σκοπώ του να μιμηθή τους χρηστούς τρόπους και χαρακτήρας της ομωνύμου αυτού μητρός. Και το μεν θυγάτριον ανετρέφετο και ηύξανεν, ο δε Αντίγονος είπέ ποτε προς την εαυτού γυναίκα, ότι ο σκοπός του γάμου επληρώθη ήδη χάριτι Θεού, τουτέστιν η παιδοποιϊα, εφεξής λοιπόν ας συζώμεν απέχοντες και καθαρεύοντες της εκ της σαρκικής κοινωνίας ηδονής, ίνα απολαύσωμεν της πνευματικής εκείνης ηδονής, ήτις ουδέποτε παρέρχεται. Ταύτα ακούσασα η καλή εκείνη γυνή απήντησε· «Προ πολλού είχον κατά νουν τον σκοπόν τούτον, και εκ καρδίας επεθύμουν και ηυχόμην υπέρ της εκπληρώσεως αυτού, αλλ’ εδίσταζον να ανακοινώσω εις σε την επιθυμίαν μου ταύτην. Αφού όμως ο Θεός ενέπνευσε και εις σε την αυτήν αγαθήν επιθυμίαν, ας σπεύσωμεν προθύμως να εκπληρώσωμεν αυτήν, συνοικούντες αδελφικώς, προς δε και δι’ ων έχομεν χρημάτων ας φανώμεν πρόθυμοι να ανταλλάξωμεν την επουράνιον Βασιλείαν. Επειδή δε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός την εις τους πένητας γενομένην ελεημοσύνην θεωρεί ως γενομένην εις εαυτόν (διότι είπεν· «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε»), ας διανείμωμεν τον πλούτον μετ’ εκείνου, όστις έδωκεν αυτόν εις ημάς, ίνα και της ατελευτήτου αυτού βασιλείας συγκληρονόμοι γενώμεθα». Και η μεν γυνή ταύτα είπεν, ο δε Αντίγονος, μεγάλως ευχαριστηθείς δια ταύτα, ηυχαρίστησε τον Θεόν, διότι εύρε την σύζυγον αυτού σύμφωνον. Τοιαύτας λοιπόν συνθήκας έθεσαν μεταξύ των αμφότεροι ομοφώνως. Εξηκολούθουν επομένως να απέχωσι της προς αλλήλους σαρκικής μίξεως και να μεταδίδωσι τα εαυτών αγαθά τοις δεομένοις. Διήγον δε τον εαυτών βίον εργαζόμενοι παν είδος αρετής. Ούτω δε επιζήσας ο Αντίγονος εν έτος και ευαρεστήσας τω Θεώ πολλώ μάλλον ή πρότερον, μετέστη εκ του προσκαίρου τούτου βίου εις τας αιωνίους Μονάς. Μαθόντες τον θάνατον του Αντιγόνου ο βασιλεύς και οι περί αυτόν ελυπήθησαν σφόδρα, ενθυμούμενοι την πίστιν και χρηστότητα των ηθών εκείνου, επαρηγόρουν δε την Ευπραξίαν, επιθυμούντες, όσον ηδύναντο, να μετριάσωσι την λύπην αυτής δια την συμφοράν. Αύτη δε προσπεσούσα εις τους πόδας του βασιλέως και της βασιλίσσης παρεκάλει αυτούς μετά δακρύων, ίνα προστατεύσωσι την θυγατέρα αυτής, μείνασαν ορφανήν πατρός, έλεγε δε προς αυτούς· «Εις τον Θεόν πρώτον παρατίθεμαι ταύτην, και δεύτερον εις υμάς· αν λοιπόν ενθυμήσθε τον πατέρα αυτής, ευεργετήσατε ταύτην». Οι συγκινητικοί ούτοι λόγοι απέσπασαν από των οφθαλμών των βασιλέων θερμά και πολλά δάκρυα, μετά δε ταύτα υπεσχέθησαν πάσαν δυνατήν προστασίαν. Μετά παρέλευσιν χρόνου τινός, ο βασιλεύς Θεοδόσιος εύρε δια την θυγατέρα του Αντιγόνου μνηστήρα τινά, υιόν ενός των εξοχωτάτων συγκλητικών, ευγενή, πλούσιον, νεαρόν, περικαλλή τε και χαριέστατον. Ο νέος ούτος εμνηστεύθη την κόρην δια της πλήρους συγκαταθέσεως της μητρός αυτής. Του δε γάμου η εκτέλεσις ανεβλήθη, ένεκα της ανηλικιότητος της Ευπραξίας, εξαετούς ήδη ούσης. Τα μεν λοιπόν αφορώντα την μικράν Ευπραξίαν ούτως ωκονόμησεν ο βασιλεύς μετά της μητρός, ήτις, θεαρέστως παιδαγωγούσα το θυγάτριόν της, μετήρχετο και αυτή πάσαν αρετήν και μάλιστα την σωφροσύνην, φυλάττουσα άμεμπτον την κοίτην του κεκοιμημένου ανδρός της. Αλλ’ εις όσα εκείνη κατέβαλλε μεγαλυτέραν σπουδήν και προσοχήν, εις ταύτα και ο πολυμήχανος δαίμων εμηχανάτο δεινοτέρας επιβουλάς. Εμβάλλει λοιπόν έρωτα λυσσώδη εις τινα των προυχόντων προς την γυναίκα· ούτος, καλώς γινώσκων ότι δια το σεμνόν αυτής ήθος δεν ηδύνατο ουδέποτε να λάβη αυτήν γυναίκα, μετεχειρίσθη μεσίτιδα προς εκπλήρωσιν της επιθυμίας του την βασίλισσαν, ήτις και ανεκοίνωσε το πράγμα εις την Ευπραξίαν, επαινούσα τον νυμφίον και παρακινούσα αυτήν να συναινέση εις τον γάμον, αλλ’ ως εφαίνετο ελάλει προς κωφόν, οι δε λόγοι αυτής ουδόλως εισήρχοντο εις τας ακοάς της σώφρονος εκείνης γυναικός. Επειδή δε ηνωχλείτο πολλάκις βαρέως ποτέ στενάξασα και τους οφθαλμούς της δακρύων πληρώσασα, ανεφώνησεν· «Ας μη συμβή ποτέ εις εμέ, καθαρώτατε νυμφίε μου Χριστέ Βασιλεύ, να αθετήσω τας προς τον αγνόν σύζυγόν μου συνθήκας και να επιτρέψω εις άλλον νυμφίον να μολύνη την κοίτην εκείνου». Ταύτα πάντα τα γενόμενα μαθών ο αυτοκράτωρ και λυπηθείς σφόδρα επέπληξε την βασίλισσαν, διότι επεχείρησε να πείση γυναίκα σεμνήν και την παρθενίαν ασπασαμένην να εισέλθη εις δεύτερον γάμον. Πληροφορηθείσα δε η σώφρων εκείνη γυνή, ότι δι’ αυτήν ο βασιλεύς ήτο δυσηρεστημένος κατά της βασιλίσσης, εθλίβη μεγάλως, και σκεψαμένη απεφάσισε ν’ απέλθη εκ Κωνσταντινουπόλεως και να μεταβή εις Αίγυπτον προς επίσκεψιν δήθεν ενός κτήματος το οποίον είχεν εκεί. Αφού δε ήλθεν εις Αίγυπτον μετά της θυγατρός της, διήρχετο εκεί τον καιρόν της φροντίζουσα επιμελώς περί των πτωχών και το πλείστον του χρόνου διήγεν εντός θείων Ναών και των Μοναστηρίων, επιχορηγούσα εις τους Μοναχούς τα προς το ζην αναγκαία. Μαθούσα δ’ ότι εν Θηβαϊδι υφίσταται ασκητήριον πολλών μαναζουσών (διότι υπήρχον εις αυτό περί τας εκατόν τριάκοντα), επεθύμησε να έλθη και προς εκείνας, κατά την συνήθειάν της, δια να μεταδώση και εις αυτάς τα χρειώδη. Απέρχεται λοιπόν εκεί μετά της θυγατρός και πολλών θεραπόντων. Ο βίος, τον οποίον διήγον αι ασκήτριαι του τόπου εκείνου, ήτο θαυμαστός, διότι και εγκράτειαν μετήρχοντο αυστηράν και πολύ εσκληραγώγουν τα εαυτών σώματα, απέχουσαι παντελώς του ευφραίνοντος την καρδίαν οίνοτ, ωσαύτως και ελαίου του ηδύνοντος τον φάρυγγα, δι’ άρτου μόνον τρεφόμεναι και ακροδρύων τινών· αν δε ποτε υφίστατο ανάγκη να μεταλάβωσι τροφής αναπαυτικωτέρας της συνήθους, η τροφή αύτη ήσαν τα λάχανα και τα όσπρια άνευ ελαίου· στρωμναί δε αυτών ήσαν ένα ψιάθιον και τριών πήχεων ράκος, τα δε ενδύματα αυτών ήσαν τρίχινα, τα οποία και εσκέπαζον και εσκληραγώγουν τα σώματά των. Ενήστευον δε πάσαι διαφόρως· αι μεν έτρωγον την εσπέραν εκάστης ημέρας, άλλαι δε ημέραν παρ’ ημέραν, έτεραι δε μετά δύο ημέρας και τινες μετά περισσοτέρας. Οσάκις δε ησθένουν, δεν έκαμνον χρήσιν φαρμάκων, αλλά παιδείαν νομίζουσαι την ασθένειαν ευηρεστούντο εις τας ασθενείας, κατά τον μέγαν Απόστολον, υπεδέχοντο δε τους πειρασμούς ως πατρικήν τιμωρίαν, τότε δε εβεβαιούντο ότι δεν ήσαν νόθαι, αλλά γνήσιαι θεράπαιναι του Θεού. Ουδέποτε εξήρχοντο της θύρας της Μονής. Τοιούτον λοιπόν βίον διάγουσαι ευηρέστουν εις τον Θεόν, όστις και δια τούτο πολλά σημεία δι’ αυτών εποίει. Ελθούσα λοιπόν η Ευπραξία μετά της θυγατρός της εις την Μονήν εκείνην και εκ του πλησίον γνωρίσασα ταύτας, υπερεθαύμασε την πολιτείαν αυτών και εφεξής συνεχώς επεσκέπτετο την Μονήν, προσφέρουσα κηρία και αρώματα. Παρεκάλεσε δε κάποτε την Ηγουμένην, ίνα δεχθή ετήσιόν τινα πρόσοδον χρυσού προς προμήθειαν των αναγκαίων, και προς τον σκοπόν του να μνημονεύωσιν αυτής, ως και της θυγατρός και του κεκοιμημένου ανδρός της επί των προσευχών των. Η Ηγουμένη απεποιήθη την προσφοράν, ειπούσα ότι ουδεμίαν έχουσι ανάγκην χρημάτων. Επειδή όμως η Ευπραξία βαθέως εθλίβη δια την αποποίησιν ταύτην, η προεστώσα, προς ανακούφισιν της θλίψεως εκείνης, είπε προς την Ευπραξίαν· «Έλαιον δίδε εις ημάς προς φωταψίαν του Ναού μας και αρώματα προς θυμίασιν, και ταύτα ας είναι εις οσμήν ευωδίας, εις θυσίαν δεκτήν ευάρεστον τω Κυρίω»· αύτη δε προθύμως εχορήγει ταύτα. Συχνότερον δε επισκεπτομένης της Ευπραξίας και της θυγατρός αυτής την Μονήν λέγει ποτέ εις την κόρην η προεστώσα· «Αγαπάς, τέκνον, την Μονήν και τας αδελφάς, και θέλεις να μένης μεθ’ ημών»; Η δε απεκρίνατο· «Και αγαπώ και θέλω να μένω μεθ’ υμών, αν και η μήτηρ μου συναινέση εις τούτο». Η δε Ηγουμένη, δοκιμάζουσα την κόρην, λέγει προς αυτήν με ιλαρότητα: «Τίνα μάλλον αγαπάς, ημάς ή τον μνηστήρα σου»; Και η κόρη απήντησε· «Ούτε εγώ είδον εκείνον, ούτε εκείνος εμέ· πως λοιπόν δύναμαι να αγαπήσω εκείνον, τον οποίον ουδέποτε είδον; Σας όμως, επειδή σας είδον και σας βλέπω, επομένως και αγαπώ». Ταύτα ακούσασα η μήτηρ εδάκρυσεν υπό της χαράς δια την σύνεσιν και τας αποκρίσεις της θυγατρός της, ανωτέρας ούσας της επταετούς ηλικίας της. Περί δε την εσπέραν λέγει η μήτηρ προς αυτήν· «Ας επανέλθωμεν, τέκνον, εις τον οίκον ημών». Λέγει η κόρη· «Συ άπελθε, μήτερ μου, εγώ όμως θα μείνω ενταύθα». Η δε προεστώσα λέγει προς αυτήν· «Ύπαγε μετά της μητρός σου, κυρία μου· διότι δεν είναι εις σε επιτεραμμένον να συζής μαζί μας πριν ή συνταχθής μετά του Χριστού». Η δε κόρη απήντησε παρευθύς· «Συντάσσομαι και εγώ μαζί σας και δεν συναπέρχομαι μετά της μητρός μου». Η προεστώσα ανταπήντησεν· «Άπελθε, τέκνον, μετά της μητρός σου, διότι ενταύθα ούτε στρωμνήν έχεις, αλλ’ ούτε να αναπαυθής δύνασαι». Η δε κόρη προσέθεσε· «Μαζί σας θα κοιμηθώ και εγώ όπως και σεις». Επειδή δε ουδόλως επείθετο να αναχωρήση, παρ’ όλας τας παραινέσεις της μητρός, θέλουσα η Ηγουμένη να εκφοβίση αυτήν, είπεν· «Αν θελήσης να μείνης εδώ, υποχρεούσαι να μάθης γράμματα και να νηστεύης μέχρις εσπέρας». Αύτη δε ουδαμώς δειλιάσασα, προθύμως υπεσχέθη να εκπληρώση πάντα τα καθήκοντα, τα οποία εξεπλήρουν και αι λοιπαί αδελφαί. Αφού λοιπόν είδεν η μήτηρ την ακλόνητον αυτής πεποίθησιν, λαβούσα την χείρα αυτής και παρουσιάσασα αυτήν έμπροσθεν της εικόνος του Χριστού, υψώσασα τας χείρας της εις τον ουρανόν, προσηύχετο μετά δακρύων ως εξής· «Μονογενές Υιέ του Θεού, ο γεννηθείς εκ Παρθένου, ο Νυμφίος των αγνών και καθαρών ψυχών, ο προστάτης των ορφανών, προστάτευσον ταύτην, ήτις σε επόθησε, και πρόσδεξαι αυτήν, ήτις προσφέρεται προς σε εκούσιον αφιέρωμα, δώρον τιμιώτερον λίθων πολυτελών και διαφύλαξον αυτήν καθαράν και άμωμον νύμφην δια σε τον καθαρώτατον Νυμφίον, τετρωμένην υπό της προς σε αγάπης και δραμούσαν εις οσμήν μύρου σου». Ταύτα προσευχηθείσα προς τον Κύριον, εστράφη προς την θυγατέρα της και λέγει προς αυτήν· «Ο Θεός, τέκνον, είθε να σε στηρίξη εις τον φόβον του, τον οποίον ο θεοπάτωρ Δαυϊδ ωνόμασεν αρχήν της σοφίας, διότι ούτος εις τους ήδη αρχομένους να ζώσι κατά Θεόν είναι βάσις και θεμέλιον, διότι όπου φόβος Θεού, εκεί και τήρησις των εντολών του, εις την οποίαν επακολουθεί η κάθαρσις του σώματος και της ψυχής, αύτη δε η κάθαρσις συνεπιφέρει τον άνωθεν φωτισμόν και την έλλαμψιν, αύτη δε η έλλαμψις θα πληρώση τέλος τον ακόρεστον πόθον σου». Μετά τους λόγους τούτους παρέδωκε την θυγατέρα της εις την Ηγουμένην, δακρύουσα, στενάζουσα και τοσούτον συγκινημένη, ώστε και τας άλλας Μοναχάς εκίνησεν εις δάκρυα, μετά δε ταύτα ανεχώρησεν εκ της Μονής. Η δε Ηγουμένη μετ’ ολίγον εισελθούσα εις τον Ναόν και ποιήσασα ευχήν εξέδυσε την Ευπραξίαν και ενέδυσεν αυτήν ενδύματα μοναχικά. Μετά δε τινας ημέρας ελθούσα η μήτηρ εις την Μονήν και ιδούσα την θυγατέρα αυτής ενδεδυμένην το μοναχικόν σχήμα, ηρώτησεν αν αρέση εις αυτήν το σχήμα τούτο. Αύτη δε απεκρίνατο· «Και υπέρ μου αρέσκει, διότι ως εδιδάχθην είναι αρραβών του μυστικού γάμου, του οποίου αξιοί ο νυμφίος Χριστός τας γνησίως αγαπώσας αυτόν». Ταύτα η μήτηρ ακούσασα επηυχήθη εις αυτήν την απόλαυσιν του νυμφώνος εκείνου και ασπασαμένη τας εν τη Μονή ασκουμένας αδελφάς ανεχώρησε. Περιερχομένη δε τα ασκητήρια της Θηβαϊδος, εχορήγει εις τους εις αυτά ασκουμένους όσα είχον ανάγκην. Δια τας ελεημοσύνας ταύτας εφημίζετο πανταχού. Μετ’ ολίγου δε χρόνου παρέλευσιν η Ηγουμένη της Μονής είπε προς την Ευπραξίαν, ελθούσαν προς επίσκεψιν της θυγατρός της· «Λόγον θα είπω προς σε, ο οποίος ας μη σε θορυβήση ποσώς· ιδού εγώ κατά τον Προφήτην Ησαϊαν σου παραγγέλλω να τακτοποιήσης τα κατά τον οίκον σου, διότι μέλλεις μετ’ ολίγον να αποθάνης, ως εις εμέ την αμαρτωλήν εφανέρωσεν ο Θεός κατ’ όναρ και θα μεταβής εις τας σκηνάς, εις ας μετέβη και ο σύζυγός σου Αντίγονος, όστις είναι ηξιωμένος υπό του Θεού μεγάλης παρρησίας και δόξης». Ταύτα ακούσασα η Ευπραξία και καλέσασα την θυγατέρα της είπε· «Τέκνον, ως ανήγγειλεν εις εμέ η διδάσκαλός σου, εγγίζει το τέλος της ζωής μου, συ δε μένεις κληρονόμος της περιουσίας του πατρός σου και εμού. Ταύτην την παραίνεσιν σου δίδω τελευταίαν, μεταχειρίσου δηλαδή την κληρονομίαν σου κατά το θέλημα του Κυρίου, και οικονόμησον φρονίμως, ίνα και εγώ και ο πατήρ σου εύρωμεν αμοιβήν τινα ενώπιον του αδεκάστου Κριτού και συ δε ουχί μικράν. Μη αθετήσης την υπόσχεσιν την οποίαν έδωκες του να ευαρεστής εις τον Θεόν, εις τον οποίον ανετέθης. Την Ηγουμένην θεώρει ως άλλην μητέρα σου, υπάκουε εις τας εντολάς αυτής καθ’ όλα, προς τας αδελφάς προσφέρου μετριοφρόνως, και διακόνει αυτάς μεθ’ όλης της προθυμίας. Μη υπερηφανεύεσαι δια την ευγένειάν σου και την βασιλικήν σου καταγωγήν, διότι πάντων των ανθρώπων εις είναι ο Δημιουργός, ο Πλάστης της φύσεως και πάντων ο Κύριος, όστις δεν θεωρεί ανάξιον εαυτού να ονομάζηται Πατήρ· αν δε πάντες οι άνθρωποι έχωμεν κοινόν Πατέρα τον Θεόν, πως τολμά τις να ονομάζη τον μεν ευγενή, τον δε αγενή; Εις τας προσευχάς μνημόνευε του πατρός σου και εμού υπέρ της σωτηρίας ημών». Ταύτας τας συμβουλάς δώσασα η μήτηρ εις την θυγατέρα της, θρηνούσαν πικρώς τον αποχωρισμόν αυτής, μετ’ ολίγον εξέπνευσε και ούτω μετέβη εκ της κοιλάδος ταύτης του κλαυθμώνος εις τα αγαπητά του Κυρίου σκηνώματα και εις τας αυλάς αυτού, τας οποίας επεπόθει ως έλαφος διψώσα. Η δε θυγάτηρ άπασαν την εν Αιγύπτω περιουσίαν αυτής διανείμασα εις τους πτωχούς, επεμελείτο της ασκήσεως. Μαθών ο αυτοκράτωρ τον θάνατον της γυναικός του Αντιγόνου ελυπήθη μεγάλως, ο δε μνηστήρ της θυγατρός παρεκάλεσε τον βασιλέα να μεταφέρη εξ Αιγύπτου την μνηστήν αυτού, ίνα την συζευχθή. Πεισθείς ο βασιλεύς εις τας παρακλήσεις του μνηστήρος, γράφει προς την Ευπραξίαν δια ταχυδρόμου, ίνα επιστρέψη εις Κωνσταντινούπολιν προς τέλεσιν των γάμων αυτής. Αύτη δε λαβούσα την επιστολήν του βασιλέως ανταπέστειλεν αυτώ λέγουσα· «Εγώ ήδη εμνηστεύθην τον Χριστόν, εκλεξαμένη αυτόν ως νυμφίον· επομένως δεν δύναμαι να εγκαταλείψω αυτόν και να προτιμήσω αντ’ αυτού άλλον παρερχόμενον μετ’ ολίγον, αλλ’ ουδέ η έννομος βασιλεία σου δύναταί ποτε να επιτρέψη το ανόμημα τούτο· αν δε η ευσεβής βασιλεία σου ευαρεστήται να αποδώση χάριν τινά εις τους γονείς μου, παρακαλώ ταύτην να απονείμη εις εκείνους, τουτέστι να διανείμη εις τους πτωχούς την εκεί περιουσίαν εκείνων. Τούτο ποιών, εις εκείνους μεν θα φανής ευγνώμων δια τας εκδουλεύσεις τας οποίας έδειξαν προς σε, εμέ δε θα απαλλάξης φροντίδων πολλών, παρέχων εις εμέ την ευκαιρίαν του να ασκούμαι αθορύβως και απερισπάστως, σεαυτόν δε θα καταστήσης άξιον πολλού μισθού παρά τω Θεώ». Ταύτην την επιστολήν σφραγίσασα η Ευπραξία επέδωκεν εις τον ταχυδρόμον· ότε δε έλαβε ταύτην ο βασιλεύς εθαύμασε την κόρην και εξεπλήρωσε την παράκλησιν αυτής. Και ταύτα μεν ούτως ωκονομήθησαν. Η δε Ευπραξία, αποθέσασα πάσαν περί τούτου φροντίδα, επεδόθη ολοψύχως εις την άσκησιν, την νηστείαν, την αγρυπνίαν και την προσευχήν, τον νουν της αείποτε έχουσα εις τα ουράνια, προορώσα τον Κύριον εκ δεξιών της δια παντός ίνα μη σαλευθή, και τους οφθαλμούς της δια παντός έχουσα προς τον Κύριον, ίνα αυτός εκσπάση εκ παγίδος τους πόδας της, και αναβάσεις εν τη καρδία αυτής διατιθεμένη και εκ δυνάμεως εις δύναμιν πορευομένη και επιτείνουσα καθημερινώς την άσκησιν και αναβαίνουσα ως δια βαθμίδων εις την τελειότητα· διότι μέχρι τινός μετελάμβανε τροφής καθ’ εσπέραν, βραδύτερον δε ημέραν παρ’ ημέραν, κατόπιν ανά δύο ημέρας, ύστερον ανά τρεις και πάλιν ανά τέσσαρας· η δε τροφή αυτής ήτο άρτος μόνον και ύδωρ. Αλλ’ άραγε δια τοσαύτης νηστείας ταλαιπωρούσα το σώμα, απείχε της διακονίας ή διηκόνει μεν, αλλ’ οκνηρότερον; Ή είχεν ανάγκην άλλου τινός προστάσσοντος αυτήν να υπηρετή; Τις όμως άλλος προθυμότερον από αυτήν ετακτοποίει τους κοιτώνας των αδελφών ή διηυθέτει τας στρωμνάς εκάστης προς ανάπαυσιν; Τις προ εκείνης μετέφερέ ποτε ύδωρ προς χρείαν των αδελφών; Ή τις εν τω αρτοποιείω ή μαγειρείω υπηρέτει ταχύτερον εκείνης; Ούτω δε δι’ όλης της ημέρας κοπιάζουσα παρημέλει άραγε τον συνήθη κανόνα της; Ουχί ποτέ, αλλά μάλιστα απήρχετο εις τον Ναόν προ των εκεί συναθροιζομένων αδελφών. Ύστερον δε των άλλων αδελφών εξερχομένη του Ναού, ευθύς εδίδετο εις την υπηρεσίαν των αδελφών. Επειδή δε εις το ασκητήριον ήτο συνήθεια, κατά την οποίαν οσάκις συνέβαινε τις εκ των αδελφών να ιδή τινά φαντασίαν απήγγελλε την φαντασίαν εις την προεστώσαν, αύτη δε διέτασσε να τεθώσι λίθοι υπό την στρωμνήν αυτής και επί της στρωμνής να επιρριφθή τέφρα, και η φαντασθείσα να κοιμάται επί τοιαύτης στρωμνής έως δέκα νύκτας, η υπηρεσία αύτη ανετέθη εις την Ευπραξίαν. Ήδη δε, προχωρησάσης της ηλικίας της, ήρχισε να ενοχλήται από σαρκικούς λογισμούς, και ποτε φαντασία τις εμπαθής συνέβη εις αυτήν, ένεκα της οποίας έθεσεν υπό την στρωμνήν αυτής λίθους και επ’ αυτής επέχυσε στάκτην. Ταύτην δε ιδούσα η Ηγουμένη ηννόησε τον σαρκικόν αυτής πόλεμον και προσκαλέσασα αυτήν είπε· «Διατί, Ευπραξία, δεν μοι ανήγγειλας την επανάστασιν της σαρκός σου»; Αύτη δε πεσούσα εις τους πόδας αυτής είπε· «Ησχύνθην να φανερώσω εις σε το πάθος μου, δέσποινα». Είπεν η Ηγουμένη· «Να μη εντρέπεσαι, τέκνον μου, διότι το πάθος τούτο είναι φυσικόν, και αν ημείς δε δώσωμεν αφορμήν τινα εις πανάστασιν της σαρκός, είμεθα όλως ανεύθυνοι· οφείλομεν όμως να ταπεινώσωμεν το σώμα, ίνα καθαρθώμεν των φυσικών τούτων παθών· προς τούτο δε συντελεί ο φόβος του Θεού και η σκληραγωγία· και μόνον δι’ αμφοτέρων τούτων των μέσων δυνάμεθα να κατευνάσωμεν τας ορμάς των παθών και να σβύσωμεν την πύρωσιν της σαρκός· μη φοβήσαι λοιπόν, αλλ’ ανδρίζου και γενναίως αντίστηθι προς τας σαρκικάς επαναστάσεις· διότι, αν και πολεμούμεθα υπό της σαρκός, όμως έδωσεν εις ημάς ο Θεός το λογικόν δια του οποίου δυνάμεθα να νικήσωμεν και δουλώσωμεν τα πάθη· τοιουτοτρόπως θα κριθώμεν άξιοι και των ανεκλαλήτων εκείνων βραβείων· ώστε παρασκευάζου προς τους αγώνας, διότι ουδείς ποτε κοιμώμενος νικά». Μετά τους λόγους τούτους η Ευπραξία απήλθε πλήρης εντροπής και κατανύξεως, και έτοιμος ήδη ούσα προς σφοδροτέρους αγώνας. Μετά τινας δε πάλιν ημέρας συνέβη να ίδη καθ’ ύπνον φαντασίαν, αλλ’ επειδή εντρέπετο να αναγγείλη εις την Ηγουμένην το συμβάν εις αυτήν, εξωμολογήθη αυτό εις τινα των αδελφών, Ιουλίαν το όνομα, αύτη δε προέτρεψεν αυτήν να το ανακοινώση εις την διδάσκαλον ανερυθριάστως· διότι και εκείνη ότε ήτο νεωτέρα πολλάκις περιέπιπτεν εις όμοια πάθη. Εκ των λόγων τούτων ενθαρρυνθείσα η νέα προσέρχεται εις την προεστώσαν και φανερώνει τον πόλεμον της σαρκός της· αύτη δε είπε· «Μη φοβού, τέκνον, αλλ’ αγωνίζου· διότι ταύτα είναι του πονηρού προσβολαί και ακροβολισμοί τινες. Αν δε φανής γενναία κατά τούτο, θα καταβληθή και θα φύγη ο εχθρός». Έπειτα ηρώτησεν αυτήν μετά πόσας ημέρας τρώγει· αύτη δε απήντησε μετά τέσσαρας· η δε διδάσκαλος προσέταξεν αυτήν να τρώγη μετά πέντε, και η Ευπραξία προθύμως εδέχθη την προσταγήν. Θέλουσα δε η προεστώσα να ταπεινώση έτι μάλλον την νεάνιδα, διέταξεν αυτήν να μεταφέρη τους εν τη Μονή κειμένους λίθους εις άλλο μέρος, αύτη δε παρευθύς λαμβάνουσα επ’ ώμων ένα έκαστον εξ αυτών μετέφερεν αυτούς όπου ήθελε προσταχθή, διότι όχι μόνον κατά την ψυχήν ηνδρίζετο, αλλά και κατά την σωματικήν δύναμιν, ήδη δε μετά την μεταφοράν των λίθων η Ηγουμένη λέγει εις την Ευπραξίαν· «οι λίθοι δεν ετέθησαν εις τόπον καλόν· λάβε λοιπόν αυτούς και μετάφερε εις άλλο μέρος». Αύτη δε κατά προσταγήν μετέφερε πάλιν τους λίθους μη βοηθουμένη υπ’ ουδεμιάς των άλλων αδελφών, αν και οι λίθοι ήσαν μεγάλοι και πολύ υπέρτεροι γυναικείας δυνάμεως· αλλ’ η Ευπραξία ήτο γενναιοτέρα των άλλων συμμοναστριών αυτής και κατά την καρτερίαν και κατά την δύναμιν, τούτου δε ένεκα προσετάσσετο να εκτελή εργασίαν επ’ εργασίας, προς ταλαιπωρίαν της σαρκός αυτής. Αύτη δε προθύμως και αγογγύστως εξετέλει παν έργον κατά την αποστολικήν παραίνεσιν· τούτο δε βλέπουσαι αι άλλαι Μοναχαί εθαύμαζον αυτήν και της ηύχοντο να λάβη παρά Θεού καρτερίαν και δύναμιν. Δια ταύτα δε και ο διάβολος συχνότερον διήγειρεν εις την φαντασίαν αυτής καθ’ ύπνον απρεπείς φαντασίας, μάτην κοπιάζων και αποκρουόμενος ως το βέλος εκείνο, το οποίον προσπίπτει εις στερεώτερον σώμα. Κοιμωμένη δε ποτε η Ευπραξία είδε συνεργεία του πονηρού τον συγκλητικόν, μετά του οποίου είχε μνηστευθή, απελθόντα εις την Μονήν μετά χαρακτήρος στρατιωτικού, και ότι λαβών αυτήν εξήγαγεν εκ της Μονής και ανεχώρησε, φέρων μεθ’ εαυτού και την Ευπραξίαν. Και τοιαύτη μεν ήτο η φαντασία, η δε Ευπραξία εστέναζε καθ’ ύπνον και εξέπεμπεν οικτροτάτας φωνάς, κραυγάζουσα· «Ω της βίας!» και καλούσα εις βοήθειαν τας αδελφάς. Αφυπνισθείσα δε εκ των γοερών τούτων φωνών η Ηγουμένη και αι λοιπαί αδελφαί εννόησαν, ότι φάντασμά τι συνέβη εις αυτήν και καλέσασαι αυτήν δια του ονόματός της εξήγειραν εκ της κλίνης και ηρώτων τι παθούσα εκραύγαζε και εστέναζε και ωδύρετο. Αύτη δε τεταραγμένη και ασθμαίνουσα εφανέρωσε το ενύπνιον. Μετά δε ταύτα η Ηγουμένη παραλαβούσα την Ευπραξίαν και τας λοιπάς αδελφάς εστάθη εις προσευχήν μέχρι πρωϊας, παρακαλούσα τον Θεόν να παύση τους πειρασμούς της νεάνιδος ταύτης. Αφού δε ανέτειλεν η ημέρα, αι μεν λοιπαί αδελφαί συγκαθήμεναι ειργάζοντο εκάστη το έργον της, η δε Ευπραξία, εν τω μέσω ισταμένη, ανεγίνωσκεν εις τρόπον ώστε να ακούωσιν όλαι· έπειτα ετακτοποίει τας στρωμνάς των αδελφών και μετέφερεν ύδωρ, έκοπτε δε και ξύλα και εκόμιζεν εις το μαγειρείον, μετά ταύτα δε ησχολείτο εις το αρτοποιείον, φέρουσα μετ’ άλλων το άλευρον και ψήνουσα τους άρτους και παραθέτουσα εις τας αδελφάς και τον οίνον διανέμουσα. Αν δε και εκοπίαζε τόσον εις πάσαν διακονίαν, δεν έλειπεν από τας ιεράς συνάξεις· ταύτα δε μη δυνάμενος να βλέπη ο εχθρός, διήγειρεν εις αυτήν σφοδρότερον πόλεμον της σαρκός· αύτη δε ανήγγελλε τας προσβολάς εις την προεστώσαν και παρεκάλει να επιτραπή εις αυτήν να τρώγη μόνον άπαξ της εβδομάδος· η δε Ηγουμένη επέτρεψεν εις αυτήν το ζητούμενον, επευχηθείσα να ενισχυθή υπό του Θεού κατά του διαβόλου. Εφεξής λοιπόν έτρωγεν άπαξ της εβδομάδος· αλλ’ όμως αν και η σαρξ αυτής εξηντλείτο υπό της νηστείας, δεν παρημέλει την υπηρεσίαν της και δεν εκοπίαζεν ήδη ολιγώτερον ή πρότερον· δια τούτο εθαύμαζον αυτήν αι αδελφαί λέγουσαι ότι παρατηρούσαι προσεκτικώς είδον ότι επί εν ολόκληρον έτος ουδέποτε εκάθισεν ούτε εν ημέρα, ούτε εν νυκτί, ει μη ότε κατεκλίνετο εις την στρωμνήν της· και όλαι μεν αι άλλαι αδελφαί εθαύμαζον αυτήν και ηγάπων, μία όμως εξ αυτών, ονομαζομένη Γερμάνα, ήτις και από δούλην κατήγετο (ιδικόν σου, ω φθονερέ δαίμον, είναι και τούτο το έργον) βλέπουσα την Ευπραξίαν επαινουμένην παρ’ όλων των αδελφών κυριεύεται υπό φθόνου, και περί το μαγειρείον απασχολουμένη προσέρχεται εις την νεάνιδα και λέγει προς αυτήν· «Συ, Ευπραξία, αν και τρώγεις άπαξ μόνον της εβδομάδος, αντέχεις· αν όμως και εις ημάς επιβάλη η Ηγουμένη τον αυτόν κανόνα, τότε τι θα γίνωμεν, αν δεν δυνηθώμεν να υποφέρωμεν ταύτην την νηστείαν»; Αύτη δε απήντησεν: «Δεν είναι ούτω, αδελφή μου, διότι η Ηγουμένη ουδεμίαν υποχρεοί να εγκρατεύηται υπέρ την δύναμίν της». Η δε φθονερά εκείνη γυνή έτι μάλλον πικρανθείσα εκ της απαντήσεως της Ευπραξίας ανταπήντησε· «Και τις δεν γινώσκει την αναισχυντίαν σου και την υπόκρισίαν σου και ότι πάντα ποιείς ίνα διαδεχθής την Ηγουμένην μετά τον θάνατόν της; Αλλ’ έχω πεποίθησιν ότι παρ’ όλα ταύτα δεν θέλεις κατορθώσει τον σκοπόν σου». Ταύτα ακούσασα η άκακος εκείνη ψυχή και εννοήσασα τον φθόνον, προσέπεσεν εις τους πόδας αυτής και είπε· «Συγχώρησόν μοι, κυρία μου, και ευχήσου υπέρ εμού, διότι ήμαρτον και προς σε». Αύτη δε έτι μάλλον υβρίσασα την Ευπραξίαν απεμακρύνθη. Αφού δε εγένοντο ταύτα γνωστά εις την προεστώσαν, τοσαύτην αγανάκτησιν εξήγειραν εις αυτήν κατά της Γερμάνας, ώστε εχώρισεν αυτήν και των θείων Μυστηρίων και των Συνάξεων. Η δε Ευπραξία παρεκάλει την Ηγουμένην να συγχωρήση την υβρίσασαν αυτήν· αλλ’ επειδή δεν την έπειθεν, ήδη παρελθόντος ενός μηνός, παραλαβούσα τινάς των πρεσβυτέρων αδελφών προσήλθεν εις την Ηγουμένην και παρεκάλει αυτήν να λύση τον δεσμόν της Γερμάνας. Ούτως η προεστώσα άλλοτε μεν επικρίνουσα την πράξιν άλλοτε δε διδάσκουσα, την πράξασαν εσυγχώρησεν. Αλλ’ ο εχθρός δεν έπαυσε πολεμών την Ευπραξίαν. Εν μια λοιπόν νυκτί εξήγειρεν εις αυτήν πόλεμον της σαρκός δια φαντασιών· αύτη δε εξελθούσα μεθ’ ορμής εκ της κοίτης και σταθείσα εν υπαίθρω ύψωσε τας χείρας της προς τον Θεόν παρακαλούσα να καταπαύση τον σαρκικόν αυτής πόλεμον. Ίστατο λοιπόν ούτως εν υπαίθρω τεσσαράκοντα ημέρας κατά συνέχειαν, μηδεμιάς των αδελφών εχούσης την άδειαν να πλησιάση προς αυτήν. Ίστατο δε άσιτος και ορθία. Ήδη όμως καταβληθέντος του σώματος ένεκα της μακράς νηστείας και της στάσεως, κατέπεσεν άφωνος και σχεδόν αναίσθητος. Τότε λοιπόν προσελθούσα η Ηγουμένη και εγείρασα αυτήν δια των αδελφών, εφώνησε· «Τέκνον, Ευπραξία, βλέψον προς με και λάλησον». Αλλ’ η Ευπραξία έμεινεν άφωνος· έπειτα προσέφερεν εις αυτήν τροφήν και ειπούσα «εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού φάγε», ενέβαλεν άρτον εις το στόμα αυτής και εκείνη έφαγε και έπιε, και ούτω μετά τινας ημέρας ήρχισε να ενδυναμούται και να αγωνίζεται ως και πρότερον, εν καιρώ μεν θέρους καιομένη υπό του ηλίου, εν καιρώ δε χειμώνος παγώνουσα υπό του ψύχους· αλλ’ όμως ουδέν ηδύνατο να ολιγοστεύση την προθυμίαν την οποίαν είχε του να εργάζεται πάντοτε την αρετήν. Αλλ’ ο εχθρός των ευσεβών, επειδή δεν ηδυνήθη να υποσκελίση την Ευπραξίαν εξαπατών αυτήν δια των σαρκικών ηδονών, εσκέφθη να επιβουλευθή την ζωήν της Οσίας. Ενώ δε ποτε εξέβαλλεν ύδωρ εκ του φρέατος περιπλέξας τους πόδας αυτής κατέρριψεν εντός αυτού· ανελθούσα δε εκ του βυθού του ύδατος εις την επιφάνειαν αυτού και λαβούσα το σχοινίον, εκ του οποίου εκρέματο ο κάδος, ανέκραξε· «Κύριε, σώσιν με». Τότε αι λοιπαί Μοναχαί, ακούσασαι τας γοεράς αυτής φωνάς, έτρεξαν όλαι και ανέσυρον αυτήν εκ του φρέατος· αύτη δε εξελθούσα είπεν· «Ακλόνητον πεποίθησιν έχουσα, ω πονηρέ δαίμον, εις τον Σωτήρα μου Θεόν, δεν θα φοβηθώ ποτέ τας επιβουλάς σου, αλλά θα αντιταχθώ κατά σου όσον δύναμαι γενναιότερον. Και μέχρι τούδε μετέφερον το ύδωρ με μίαν στάμνον, από σήμερον όμως με δύο». Ούτω δε έπραττε πάντοτε. Αύτη μεν λοιπόν τόσον γενναίως επολέμει κατά του εχθρού, αυτός δε και πάλιν αυτήν επεβουλεύετο και ποτε, ενώ έκοπτε ξύλα, ο δαίμων επέφερε κατά των ποδών της Οσίας την αξίνην και επλήγωσεν αυτήν εις την πτέρναν, εκ της πληγής δε ταύτης τοσούτον αίμα έρρευσεν, ώστε η Αγία ελιποθύμησε. Συναθροισθείσαι τότε αι αδελφαί πέριξ εκείνης εθρήνουν, η δε Ηγουμένη ραντίσασα το πρόσωπον αυτής δι’ ύδατος επανέφερεν εις εαυτήν· αύτη δε συνελθούσα είπε προς τας αδελφάς· «Μη κλαίετε· διότι ο Κύριος δεν θα με αφήση να βλαβώ υπό του πονηρού». Αφού δε εσταμάτησε το αίμα, παρεκινείτο υπό των αδελφών ίνα χειραγωγουμένη αναπαυθή επί της στρωμνής της· αύτη δε στραφείσα πέριξ και ιδούσα τα ξύλα διεσκορπισμένα είπε· «Ζη Κύριος, δεν απέρχομαι πριν ή συλλέξω τα ξύλα». Ειπούσης δε της Ιουλίας· «Εγώ, αδελφή μου, αντί σου τα συλλέγω, συ δε, επειδή έχεις ανάγκην να αναπαυθής, άπελθε». Αύτη πάλιν απήντησεν· «Ζη Κύριος, δεν θα αναβώ επί της κλίνης μου πριν ή συναθροίσω τα διεσκορπισμένα ξύλα μου». Παρευθύς δε γεμίσασα τας αγκάλας αυτής απήλθεν· αλλ’ αναβαίνουσα την κλίμακα, ευθύς ως έφθασεν εις την ανωτάτην βαθμίδα, περιπλεχθείσα τους πόδας, κατέπεσε κατά πρόσωπον επάνω εις τα ξύλα, τα οποία έφερεν· εν δε τούτων τοσούτον βαθέως εβυθίσθη εις το πρόσωπόν της, και τόσον πλησίον των οφθαλμών, ώστε όλαι αι αδελφαί ενόμισαν ότι ετυφλώθη κατά τον ένα οφθαλμόν. Ο μεν λοιπόν πονηρός επεβουλεύετο αυτήν διαφοροτρόπως· ο δε Κύριος καθωδήγει αυτήν δια τον λίαν ευάρεστον εις αυτόν βίον τον οποίον διήγεν. Εγείρασαι λοιπόν αι αδελφαί την Ευπραξίαν πεσούσαν, και επιτηδείως εκβαλούσαι εκ του προσώπου αυτής το εμπαγέν ξύλον άνευ ουδεμιάς βλάβης του οφθαλμού, παρεκάλουν αυτήν θερμώς να κατακλιθή προς ανάπαυσιν, αλλ’ αύτη ουδόλως επείθετο, και είπεν ότι δεν θα αναπαυθή, πριν ή τελειώση την συνήθη υπηρεσίαν των αδελφών. Πληγωμένη λοιπόν κατά τε τον πόδα και τον οφθαλμόν υπηρέτει τας αδελφάς και προ των άλλων παρευρίσκετο εις τας συνάξεις· διότι ο πολύς προς τον Θεόν ζήλος της έκαμεν αυτήν να μη αισθάνηται τους εκ των τραυμάτων πόνους· αλλά δεν ήτο εύκολον εις τον πονηρόν να υποφέρη ταύτα, όστις, πνέων εκδίκησιν, εμηχανάτο διαφόρους τρόπους προς όλεθρον αυτής και ποτε αναβάσαν την Ευπραξίαν μετά της Ιουλίας εις το υπερώον το κείμενον επάνω των τριών ορόφων, ίνα φέρη εκείθεν αναγκαίον τι δια τας Μοναχάς, ο διάβολος, κατά παραχώρησιν του Θεού, θελήσαντος ίνα φανερωθή η αρετή της Ευπραξίας δια του πειρασμού, κατεκρήμνισεν αυτήν άνωθεν εις την γην. Και η μεν Ιουλία, νομίσασα ότι συνετρίβη η Οσία, εκραύγαζε και εθρήνει, αι δε Μοναχαί και η Ηγουμένη μαθούσα ότι εκρημνίσθη η Ευπραξία και αναλογιζόμενη το ύψος, από του οποίου εκρημνίσθη, συνέδραμον εις την Ευπραξίαν ως εις νεκράν. Αύτη όμως εγερθείσα, (διότι ο Κύριος εβάσταζεν αυτήν ότε έπιπτεν) είπε· «Μη κλαίετε, αδελφαί, διότι, ως βλέπετε, εσώθην, ουδόλως βλαβείσα εκ της πτώσεως». Εκπλαγείσαι λοιπόν όλαι είπον· «όντως εξάκις λυτρούται ο δίκαιος εξ αναγκών, αλλά και εβδόμην φοράν επίσης απαλλάσσεται». Αλλ’ άρα γε απέκαμε πλέον ο των δικαίων εχθρός του να επιβουλεύεται την Ευπραξίαν, εννοήσας πλέον ότι ο Θεός βοηθεί τους δικαίους; Η αποχή από πάσης επιβουλής είναι πολύ μακράν της μοχθηράς του διαβόλου φύσεως· δια τούτο, ότε εν τω μαγειρείω έλαβε ποτε το σκέπασμα του λέβητος δια να λάβη το βράζον ύδωρ, χύση δε εντός αυτού άλλο, ο διάβολος, περιπλέξας τους πόδας αυτής, την έρριψε κατά γης και ανατρέψας αυτήν εξεκένωσεν αυτό κατά του προσώπου της. Αλλά καθώς ο πονηρός δεν έπαυε του να πολεμή την Ευπραξίαν, ούτως ουδέ ο Θεός έπαυε του να την βοηθή· διότι εξαπέστειλε τον Άγγελον αυτού φύλακα και λυτρωτήν της Οσίας εκ των παγίδων του εχθρού· διότι αν δεν υπήρχεν η εξ ύψους βοήθεια, ήθελε καταφλεχθή το πρόσωπον της Ευπραξίας υπό του βράζοντος ύδατος· αλλά τούτο έμεινεν όλως αβλαβές, ωσεί ήθελεν επιχυθή επ’ αυτού ψυχρόν ύδωρ. Όθεν η μεν Ευπραξία εξήλθεν αβλαβής, αι δε άλλαι Μοναχαί μαθούσαι το γεγονός συνέδραμον μετά θορύβου και ταραχής· ιδούσαι δε την Ευπραξίαν αβλαβή, εξεπλάγησαν· επί μάλλον δε εθαύμαζον, εφ’ όσον έβλεπον το εν τω λέβητι εναπομείναν ύδωρ έτι κοχλάζον. Εκ του γεγονότος τούτου όλαι αι αδελφαί επείσθησαν ότι θεία χάρις επεσκίασε την Ευπραξίαν και έλεγον ότι είναι γνησία δούλη του Θεού και μεγάλως ο Θεός προνοεί περί ταύτης. Αύτη δε δια του εναρέτου βίου της τοσούτον ευηρέστει εις τον Θεόν, ώστε ηξιώθη και της θαυματουργικής χάριτος. Υπήρχε συνήθεια εις τους κατοικούντας πέριξ του τόπου εκείνου να φέρωσιν εις την Μονήν τους ασθενούντας παίδας· τούτους κατόπιν παρελάμβανον αι πρεσβύτεραι των αδελφών και έφερον εντός του Ναού, ευχόμεναι υπέρ αυτών προς τον Θεόν και ούτως εθεραπεύοντο από της κατεχούσης αυτούς ασθενείας. Γυνή δε τις, έχουσα παιδίον παράλυτον και κωφάλαλον, κατά την συνήθειαν ήλθεν εις την Μονήν φέρουσα το οκταετές αυτής παιδίον ως φορτίον σχεδόν άψυχον. Ελθούσα δε η θυρωρός εις την Ηγουμένην ανήγγειλε τα κατά την γυναίκα. Αύτη δε λέγει εις την Ευπραξίαν· «Άπελθε και λαβούσα το παιδίον εισάγαγε εις τον Ναόν». Αύτη δε απελθούσα και ιδούσα το παιδίον αναίσθητον και ακίνητον σχεδόν, ευσπλαγχνισθείσα αυτό ενηγκαλίσθη και είπεν· «Ο Θεός, τέκνον, όστις σε εδημιούργησεν, είθε να σε θεραπεύση». Και παρευθύς μετά τον λόγον τούτον κραυγάζον το παιδίον εκάλει την μητέρα του. Ότε δε έμαθε τούτο η Ηγουμένη, προσκαλέσασα την μητέρα του παιδίου, λέγει προς αυτήν· «Ήλθες ενταύθα, αδελφή, να εκπειράσης ημάς»; Αύτη δε ωρκίζετο ότι το παιδίον εκ γενετής είναι παράλυτον και κωφάλαλον, εις τρόπον ώστε ούτε περιεπάτησε ποτε, ούτε ήκουσεν, ούτε ωμίλησε μέχρι του χρόνου, κατά τον οποίον λαβούσα αυτό εις χείρας η αδελφή απήλθεν. Η δε προεστώσα απήντησεν· «Ίδε λοιπόν, έχεις ήδη το παιδίον σου υγιές, όθεν άπελθε ευχαριστούσα τον Θεόν». Υφ’ όλων λοιπόν των αδελφών η Ευπραξία ωμολογείτο ότι είναι θεοφιλής. Υπήρχεν εν τη Μονή γυνή τις προ πολλών ετών κατεχομένη υπό του δαίμονος, καταφυγούσα εις την Μονήν προς ίασιν· επειδή δε ήτο πολύ αγρία και επικίνδυνος εις τους πλησιάζοντας, εδένετο δι’ αλύσεων, εκραύγαζε δε και ήφριζε δια του στόματός της και έτριζε τους οδόντας της, φόβον και τρόμον εμπνέουσα όχι μόνον εις τους βλέποντας αυτήν, αλλά και εις τους ακούοντας, ουδέ ετόλμα τις να πλησιάση αυτήν, αλλά και ότε προσέφερον εις αυτήν τροφήν, προσέδενον αυτήν εις την ράβδον και την έδιδον από μακράν. Πολλάκις λοιπόν η προεστώσα μετά των πρεσβυτέρων αδελφών προσηύχοντο προς τον Θεόν υπέρ της απαλλαγής αυτής από του δαίμονος, και όμως εισέτι η γυνή εκυριεύετο υπ’ αυτού. Λέγει λοιπόν η Ηγουμένη εις την Ευπραξίαν· «Τέκνον, θέλω ίνα συ προσφέρης την τροφήν εις την ενοχλουμένην υπό του δαίμονος, αν δεν φοβήσαι». Αύτη δε ευπειθώς παραλαβούσα το αγγείον, εντός του οποίου εκόμιζον την τροφήν, απήλθεν. Η δε δαιμονιώσα, αρπάσασα αυτό ητοιμάζετο να το ρίψη εναντίον της Ευπραξίας, αλλ’ αύτη λαβούσα την χείρα αυτής, είπε· «Στάσου και μη ατακτείς, διότι άλλως θα σου προξενήσω πληγάς δια της ράβδου της Ηγουμένης». Εκείνη δε παρευθύς ησύχασε· τότε λέγει προς αυτήν· «Κάθισε, αδελφή, και φάγε». Αύτη δε έφαγε και έπιε και ησύχασεν. Έκτοτε λοιπόν η Ευπραξία εκόμιζεν εις αυτήν την τροφήν, και ότε ήρχιζεν ο δαίμων να την ταράττη, έλεγον προς αυτήν αι αδελφαί· «Ησύχασε, διότι θα έλθη η Ευπραξία να σε δείρη». Ευθύς δε έπαυε τον θόρυβον και ησύχαζεν. Όλαι μεν αι άλλαι αδελφαί και ηγάπων την Οσίαν και εθαύμαζον· η δε Γερμάνα, περί της οποίας είπομεν ανωτέρω, κεκρυμμένον εισέτι έχουσα εις την καρδίαν αυτής τον φθόνον, είπεν· «Εάν δεν έλθη η Ευπραξία, δεν δύναται η δαιμονόληπτος να λάβη τροφήν και παρ’ άλλης; Ας δοθή και εις εμέ η τροφή αυτής, και εγώ θα την υπηρετήσω». Λαβούσα δε την τροφήν απέρχεται και λέγει εις την δαιμονιώσαν· «Αδελφή, λάβε την τροφήν σου και φάγε». Αύτη δε ευθύς εφώρμησεν εναντίον της, και συλλαβούσα αυτήν εξέσχισε τα ενδύματά της, έρριψε δε την αθλίαν ταύτην κατά γης και επιπεσούσα κατά του τραχήλου αυτής επέφερε δήγματα οδυνηρά. Μη δυνάμεναι δε να βοηθήσωσι την Γερμάναν αι αδελφαί, συνεταράχθησαν και μετά κραυγών προσεκάλουν την Ευπραξίαν εις βοήθειαν· αύτη δε εξελθούσα δρομαίως εκ του μαγειρείου απήλλαξε την Γερμάναν από τας χείρας της δαιμονολήπτου τετραυματισμένην και καθημαγμένην, και επιπλήξασα αυτήν είπε· «Με τοιούτον τρόπον φέρεσαι εις την υπηρετούσαν σε αδελφήν; Ζη Κύριος, αν ακόμη μίαν φοράν τολμήσης να πράξης το αυτό, θα λάβω την ράβδον της Ηγουμένης και θα σε δείρω σφοδρότατα». Τους λόγους τούτους ακούσασα η δαιμονιώσα συνεστάλη και ησύχασε. Μετά τινας ημέρας, ελθούσα η Ευπραξία προς επίσκεψίν της, εύρε ταύτην εξεσχισμένα έχουσα τα ιμάτια, καθημένην δε γυμνήν και τρώγουσαν κόπρον· ιδούσα δε αυτήν εις τοιαύτην οικτράν κατάστασιν συνεκινήθη βαθέως, και πολλά δάκρυα χύσασα, ανήγγειλε τα περί αυτής εις την προεστώσαν, αύτη δε διέταξε την Ευπραξίαν να ενδύση την γυναίκα και να προσφέρη εις αυτήν τροφήν, όπερ και εποίησεν η Ευπραξία. Η δε δαιμονιώσα, λαβούσα τροφήν, ησύχασε· της δε Ευπραξίας οι οφθαλμοί επληρώθησαν δακρύων. Λυπουμένη δε την δαιμονιώσαν παρεκάλει τον Θεόν να απαλλάξη αυτήν του δαίμονος, εξηκολούθει δε ταύτην την παράκλησιν και μετά την επέλευσιν της νυκτός. Την δε πρωϊαν λέγει η προεστώσα εις την Ευπραξίαν· «Διατί, τέκνον μου, δεν συμπαρέλαβες και βοηθόν εις τας υπέρ της δαιμονιώσης προσευχάς; Δεν ακούεις του Κυρίου λέγοντος, «όπου είναι συνηθροισμένοι δύο ή τρεις εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών»; Πλην μάθε ότι ο Θεός εισήκουσε της δεήσεώς σου, και απήλλαξε δια σου ταύτην εκ του πονηρού δαίμονος, αλλά πρόσεχε μη υπερηφανευθής επί τούτω». Η δε καλή Ευπραξία, ακούσασα τους λόγους τούτους, προσέπεσεν εις τους πόδας αυτής, λέγουσα: «Τις ειμί εγώ, κυρία μου, ίνα αξιωθώ τοιαύτης χάριτος, εγώ, ήτις είμαι αναξία και της παρούσης ζωής, και βλέπω τον ήλιον εξ αγαθότητος του Υψίστου»; Η δε Ηγουμένη απήντησεν· «Πορεύου, θύγατερ, και φέρε εις πέρας το χάρισμα του Θεού, ίνα το όνομα αυτού δοξασθή και δια σου». Αύτη δε ταχέως εισελθούσα εις τον Ναόν και πεσούσα χαμαί, κατέβρεχε το έδαφος δια των δακρύων της, παρακαλούσα τον Κύριον, ίνα απομακρύνη το δαιμόνιον από την γυναίκα. Έπειτα εγερθείσα εκείθεν, πλησιάζει εις την πάσχουσαν και ποιήσασα το σημείον του Σταυρού επί του μετώπου αυτής, είπεν· «Ο Θεός, όστις σε εποίησε, ας σε θεραπεύση και σε απαλλάξη από της ενεργείας του πονηρού». Το δε ακάθαρτον πνεύμα εφώναξεν επί παρουσία όλων των αδελφών (διότι όλαι είχον συνδράμει να ίδωσι τα διατρέχοντα)· «Διατί με διώκεις, ω κακότροπε, εκ της κατοικίας μου, την οποίαν κατείχον τοσούτον χρόνον; Δεν θα εξέλθω εξ αυτής». Η δε Αγία απήντησε· «Δεν σε διώκω εγώ, αλλ’ ο Νυμφίος μου Χριστός, όστις και πάλαι εξεδίωξεν εκ τινος δαιμονιζομένου λεγεώνα δαιμονίων· αν τυχόν δεν εξέλθης το ταχύτερον, θα σε διώξω και μη θέλοντα δια της μεγάλης ράβδου». Επειδή δε το πονηρόν πνεύμα επέμενεν έτι ανθιστάμενον, η Ευπραξία λαβούσα την ράβδον της Ηγουμένης εμαστίγωσε την δαιμονιώσαν τρις και τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν υψώσασα είπεν· «Ελέησον την πάσχουσαν, Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, και αποδίωξον απ’ αυτής το δαιμόνιον». Παρευθύς τότε, ω του θαύματος! η δαιμονιώσα εξέβαλεν αφρούς εκ του στόματός της, έτριζε τους οδόντας και έτρεμεν. Ο δε δαίμων ετράπη εις φυγήν και η γυνή εσωφρονίσθη. Ούτως αι Μοναχαί ανύμνουν τον Θεόν και εθαύμαζον την Ευπραξίαν δια την χάριν, την οποίαν έλαβε παρά Θεού. Αύτη όμως όχι μόνον δεν υπερηφανεύθη δια το γενόμενον θαύμα, αλλά και μάλλον ταπεινή εφαίνετο, και λαβούσα την σωφρονισθείσαν έλουσε δι’ ύδατος και εκαθάρισεν αυτήν εκ του ρύπου και ενέδυσε δια καθαρών ενδυμάτων, και εισαγαγούσα εις τον Ναόν εδόξαζε τον Θεόν. Ούτω μεν λοιπόν δια πολλών εναρέτων πράξεων η Ευπραξία ευαρεστούσα εις τον Χριστόν είχε λάβει παρ’ αυτού τοσαύτην χάριν. Ήδη όμως ο Νυμφίος αυτής Χριστός, εραστής των αγνών ψυχών, απεφάσισε να μη αφήση επί πολύν χρόνον την νύμφην αυτού να αναστρέφεται επί της γης, αφού ήτο αξία να κατοική εις τους ουρανούς· όθεν και αποκαλύπτεται εις την Ηγουμένην δι’ οπτασίας η μετάστασις της Ευπραξίας. Η αγγελία αύτη ενδομύχως ελύπησε την Ηγουμένην, εις τρόπον ώστε εφανερούτο η λύπη αυτής και εις τας λοιπάς Μοναχάς, αίτινες προσερχόμεναι ένεκα τούτου εις την Ηγουμένην ηρώτων να μάθωσι ποίον το αίτιον της βαθείας αυτής λύπης. Επειδή όμως ουδεμίαν ελάμβανον απάντησιν, έτι μάλλον περιεργαζόμεναι, επιμόνως απήτουν να μάθωσι το ερωτώμενον· τέλος η Ηγουμένη απήντησε· «Δεν ήθελον να αποκαλύψω εις υμάς το πράγμα, διότι εγίνωσκον ότι μεγάλως και θα σας ελύπει· επειδή όμως δεν δύναμαι να καταστείλω την επιμονήν σας, μάθετε ότι αύριον η Ευπραξία απέρχεται του κόσμου τούτου· αλλά ας μη γίνη γνωστόν το τοιούτον». Οι λόγοι ούτοι εκίνησαν εις θρήνους πάσας τας Μοναχάς, μία δε εξ αυτών δραμούσα και ευρούσα την Ευπραξίαν μετά της Ιουλίας ψήνουσαν άρτους εν τω κλιβάνω είπεν· «Αδελφή Ευπραξία, πολύς περί σου λόγος και θρήνος γίνεται μεταξύ των αδελφών». Η είδησις αύτη ετάραξε την Ευπραξίαν, ήτις στραφείσα προς την Ιουλίαν είπεν· «Ύπαγε, αδελφή μου, και μάθε τα διατρέχοντα». Αύτη δε απελθούσα εύρε την προϊσταμένην διηγουμένην το εξής όραμα· Δύο νεανίαι ενδεδυμένοι λευκά ιμάτια παρουσιάσθησαν εις την Ηγουμένην λέγοντες· «Πέμψον την Ευπραξίαν προς τον Βασιλέα». Έπειτα άλλος τις ελθών προστακτικώς λέγει προς την Ηγουμένην· «Παράλαβε την Ευπραξίαν και άπελθε, διότι ζητεί αυτήν ο Δεσπότης». Και αύτη μεν εκπληρούσα την προσταγήν απήρχετο συμπαραλαβούσα την Ευπραξίαν, προπορευομένην των νέων· φθάσασα δε εις τινα μεγαλοπρεπή πύλην ανακτόρων και εισελθούσα δι’ αυτής είδεν εν τοις ανακτόροις τοιαύτην και τοσαύτην πολυτέλειαν και καλλονήν, οποίαν αδύνατον είναι να περιγράψη τις· εντός δε τούτων υπήρχε και τις νυμφικός θάλαμος, μηδεμίαν έχων ομοιότητα προς τα έργα της ανθρωπίνης χειρός, αλλ’ έργον, ως φαίνεται, δυνάμεως πανσόφου και θείας. Ταύτα έλεγεν η Ηγουμένη ότι είδε μεν, αλλά δεν επετράπη να προσεγγίση, ειμή εις την Ευπραξίαν, ήτις και προσευξάμενη ενώπιον του Δεσπότου Χριστού περιστοιχουμένου υπό μυρίων αγγελικών ταγμάτων και απειραρίθμων Αγίων, προσέπεσε προς τους πόδας αυτού και προσεκύνησεν αυτόν. Έπειτα φανείσα η Μήτηρ του Κυρίου έλαβε την Ευπραξίαν και δείξασα εις αυτήν τον νυμφώνα εκείνον, είπεν· «Ιδού η αμοιβή των κόπων σου· ο νυμφών ούτος θα είναι εις σε ανάπαυσις αιωνία, αλλ’ άπελθε ήδη, και μετά δέκα ημέρας θα έλθης και θα απολαύσης αυτού». Ταύτα διηγηθείσα η προεστώσα προσέθηκεν· «Αύριον συμπληρούται η δεκάτη ημέρα, κατά την οποίαν η Ευπραξία θα αποχωρισθή αφ’ ημών». Αι μεν λοιπόν πρεσβύτεραι των αδελφών εθλίβοντο δια το άκουσμα τούτο, η δε Ιουλία οδυρομένη επανήλθεν εις το αρτοποιείον· προς ταύτην η Ευπραξία λέγει· «Ειπέ μοι, αδελφή μου, παν ό,τι ήκουσας και την αιτίαν του κλαυθμού σου». Αύτη δε απεκρίθη· «Θρηνώ, αδελφή μου, ότι ήδη αποχωριζόμεθα, διότι συ αύριον αποθνήσκεις». Ευθύς δ’ ως ήκουσε τους λόγους τούτους η Ευπραξία δακρυρροούσα έπεσε χαμαί δεομένη του Θεού, ίνα μακροθυμήση επ’ αυτήν και χαρίση εις αυτήν τον τρέχοντα χρόνον, ίνα μετανοήση δια τας αμαρτίας αυτής, διότι, ως έλεγεν, ήτο έτι δήθεν αμετανόητος και ανέτοιμος. Αύτη μεν λοιπόν ταύτα και άλλα τοιαύτα εβόα κειμένη, η δε Ηγουμένη, μαθούσα τους θρήνους της Ευπραξίας, αποστέλλει τινάς εκ των πρεσβυτέρων αδελφών να φέρωσιν αυτήν ενώπιόν της. Ελθούσαν δε λέγει προς αυτήν· «Μη κλαίε, τέκνον μου Ευπραξία, αλλά μάλλον χαίρε, διότι απέρχεσαι προς τον Νυμφίον σου Χριστόν, τον οποίον από της νηπιακής σου ηλικίας επόθησας, και θα συζής μετ’ αυτού και θα απολαύσης των αγαθών, άτινα οφθαλμός ανθρώπου ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν αυτού ουκ ανέβη. Παρακαλώ σε, φίλη μου θύγατερ, ίνα καθικετεύης τον Δεσπότην Χριστόν και υπέρ εμού, όπως και εγώ μετ’ ολίγον απελθούσα εκ των ενταύθα συνυπάρχω μετά σου αξιωθείσα των αυτών Μονών». Προσπεσούσα τότε η Ευπραξία εις τους πόδας της Ηγουμένης εθρήνει και εκόπτετο λέγουσα· «Δεήθητι, τιμία μου Μήτερ, του Δεσπότου Χριστού, ίνα μοι χορηγήση καιρόν προς μετάνοιαν». Ενώ δε έκειτο χαμαί, κατελήφθη υπό τρόμου, τον οποίον διεδέχθη σφοδρός πυρετός· ούτω δε διακειμένη μετεκομίσθη εις τον Ναόν. Προς δε το εσπέρας η Ηγουμένη εις μεν τας λοιπάς επέτρεψε να απέλθωσι και μεταλάβωσι τροφής, αυτή δε μετά της Ιουλίας παρέμεινε πλησίον της κατακεκλιμένης Ευπραξίας, την οποίαν η Ιουλία θρηνωδώς παρεκάλει λέγουσα· «Ενθυμού, αδελφή μου, ότι ενταύθα είμεθα αχώριστοι· μη με λησμονήσης, λοιπόν, αλλ’ ικέτευσον τον Δεσπότην Χριστόν, ίνα προσλάβη και εμέ ταχέως, όπως και εκεί αχώριστοι διατελώμεν». Άμα δε ανέτειλεν η ημέρα, η μεν Οσία ευρίσκετο εις τας τελευταίας αναπνοάς της ζωής της, η δε Ηγουμένη, συγκαλέσασα τας μοναζούσας δια της Ιουλίας, επέτρεψεν εις αυτάς να ασπασθώσι την Ευπραξίαν· προσελθούσα δε μετ’ αυτών και η απαλλαγείσα του πονηρού πνεύματος γυνή δια πρεσβειών της Ευπραξίας, ολοφυρομένη κατησπάζετο τας χείρας αυτής λέγουσα· «Αι χείρες αύται πολλάκις υπηρέτησαν εμέ την αναξίαν, αι χείρες αύται εφυγάδευσαν απ’ εμού το πονηρόν πνεύμα». Εν τω μεταξύ δε τούτω η Ευπραξία εξέπνευσε, το τριακοστόν ήδη έτος της ηλικίας της άγουσα, το δε ιερόν αυτής λείψανον κατετέθη πλησίον του λειψάνου της μακαρίας μητρός της. Η Ιουλία επί τρεις συνεχώς ημέρας εκάθητο επί του τάφου δεομένη της μακαρίας Ευπραξίας, ίνα προσληφθείσα και αύτη συζή μετ’ αυτής αχωρίστως, κατά δε την τετάρτην ημέραν προσελθούσα περιχαρής εις την Ηγουμένην είπεν· «Ιδού, προσκαλεί και εμέ ο Δεσπότης Χριστός, δυσωπηθείς υπό των υπέρ εμού δεήσεων της Ευπραξίας». Αποθνήσκει λοιπόν και εκείνη, αφού ησπάσθη τας αδελφάς και θάπτεται μετά της Ευπραξίας· μετά δε τριάκοντα ημέρας από του θανάτου της Ευπραξίας, συγκαλέσασα η Ηγουμένη τας αδελφάς, επρότεινεν εις αυτάς να εκλέξωσι διάδοχον αυτής· «διότι και εμέ, είπεν, ο Κύριος προσκαλεί δια πρεσβειών της καλής Ευπραξίας, μετά της οποίας απέρχομαι και εγώ η αναξία να συζώ». Ταύτα ακούσασαι αι Μοναχαί κατελήφθησαν υπό βαθυτάτης λύπης και εν τοιαύτη καταστάσει διατελούσαι εξέλεξαν την νέαν Ηγουμένην αυτών, την οποίαν αφού η πρώην Ηγουμένη παρήνεσε δια μακρών ως και τας λοιπάς Μοναχάς, ίνα υποτάσσονται εις αυτήν και επιμελώνται της αρετής, ασπασαμένη αυτάς, παρέδωκεν εις τον Κύριον το πνεύμα αυτής, το δε σώμα ετάφη εις τον τάφον της Οσίας Ευπραξίας, όστις κατέστη ανεξάντλητος θαυμάτων πηγή, δι’ ων δοξάζεται και υμνείται η Αγία Τριάς, η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου