Παύλος ο Όσιος πατήρ ημών κατήγετο από την Κωνσταντινούπολιν. Πατήρ του ήτο Μιχαήλ ο βασιλεύς ο Κουροπαλάτης, ο και Ραγκαβέ λεγόμενος, ο οποίος μη υποφέρων να βλέπη τας καθημερινάς αταξίας όπου τότε εγίνοντο, ως ειρηνικός όπου ήτο και θεοφοβούμενος, παρητήθη της βασιλείας, γενόμενος μοναχός εις ένα Μοναστήριον ιδικόν του κτίριον, την κλήσιν Μυρέλαιον, και ζήσας θεαρέστως ανεπαύθη εν Κυρίω· η μήτηρ αυτού ήτο η θαυμαστή κατά την αρετήν Προκοπία, θυγάτηρ Νικηφόρου βασιλέως του Γενικού και αδελφή Σταυρακίου του βασιλέως.
Αύτη εις το όραμά της την νύκτα όπου επρόκειτο να γεννήση, είδεν ότι εγέννησεν επάνω εις μίαν θημωνίαν σίτου ένα αρσενικόν αρνίον, όταν δε κατέβη από την θημωνίαν ήλθαν δύο λέοντες δια να το καταξεσχίσουν, το δε αρνίον αντιπολεμούσε με αυτούς, και ότι βλέπουσα η βασίλισσα τούτο, έτρεξε με μεγάλην σπουδήν δια να βοηθήση το αρνίον, όταν δε επήγε κοντά εις αυτό, είδεν ότι δεν ήτο αρνίον, αλλά παιδίον αρσενικόν, εβάστα δε εις χείρας του ένα σταυρόν, με του οποίου την δύναμιν εθανάτωσε τους λέοντας. Εξεγερθείσα τότε του ύπνου η μήτηρ αυτού, εγέννησε τον μακάριον Προκόπιον, ότι ούτως ωνομάσθη εις το Άγιον Βάπτισμα. Το όραμα τούτο εσήμαινε τα εξής. Το αρνίον εσήμαινε την ακακίαν και πραότητα του παιδός· το αρσενικόν, την ανδρείαν, το δε να θανατώση τους δύο λέοντας δια του σταυρού εικόνιζε, πως έμελλε να γίνη Μοναχός, να βαστάση τον σταυρόν του Χριστού, ήτοι την νέκρωσιν των παθών και τας πολλάς θλίψεις επάνω εις τον ώμον του και με αυτόν να νικήση και να θανατώση τους δύο φοβερούς λέοντας, δηλαδή τους δύο μεγάλους εχθρούς του Μοναχού, τον διάβολον με όλας του τας δυνάμεις, και τον κόσμον με όλας του τας δόξας και τας απολαύσεις· η δε θημωνία του σίτου εσήμαινεν, ότι δια του διδασκαλικού του λόγου και του παραδείγματος της αγγελικής του ζωής πολλάς πεινασμένας ψυχάς έχει να θρέψη, και πολλούς αχυρώδεις και αχρήστους έχη να τους κάμη αξίους, να συγκλεισθούν εις την ουράνιον αποθήκην και να φανούν άρτος γλυκύς ενώπιον του Θεού. Χαρά λοιπόν μεγάλη έγινεν εις ολόκληρον την Κωνσταντινούπολιν δια την γέννησιν του παιδίου, το οποίον εφαίνετο από μικρόν, ότι έχει να καταστή μέγας. Αφού δε απεγαλακτίσθη ο παις, έκαμε και ο πατήρ αυτού την παραίτησιν της βασιλείας, ως είπομεν, εβασίλευσε δε αντ’ αυτού ο Λέων ο Αρμένιος, ο οποίος, φοβούμενος μήπως, όταν έλθη εις ηλικίαν ο Προκόπιος, πάρη από αυτόν την βασιλείαν του πατρός του έστειλε και τον ευνούχισαν. Όταν ο Άγιος έφθασεν εις τον δωδέκατον χρόνον της ηλικίας του, εδόθη όλος εις την μάθησιν των Ιερών γραμμάτων, με την ευφυϊαν δε την φυσικήν όπου είχε και με την επιμέλειαν και τους κόπους όπου έκαμεν εις την σπουδήν, υπερέβη όλους τους τότε σοφούς, καθώς το βεβαιούν τα συγγράμματά του, ο εις τα Εισόδια της Θεοτόκου λόγος του, οι κατ’ ήχον οκτώ Κανόνες προς τους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας και ο Ιαμβικός Κανών όπου έχει εις τον Τίμιον Σταυρόν· καθώς επίσης το μαρτυρεί και ο βασιλεύς Ρωμανός εις τον ίδιον χρυσόβουλλόν του λόγον, ονομάζων τον Άγιον ύπατον των Φιλοσόφων. Όταν λοιπόν ο Άγιος ήλθεν εις τοιαύτην τελειότητα και έφθασε και εις την μακαρίαν θεωρίαν, ήτις επροξενήθη εις αυτόν από την πράξιν της αρετής, την οποίαν ειργάζετο παιδιόθεν, εστοχάζετο την ματαιότητα του κόσμου, στρέφων δε εις τον νουν του το ρητόν του Αγίου Μακαρίου το λέγον· «Ψυχή η μη των κοσμικών απαλλαγείσα φροντίδων, ούτε τον Θεόν αγαπήσει γνησίως, ούτε τον διάβολον αξίως βδελύξεται», έκρινε καλόν να αναχωρήση εις την έρημον και το περισσότερον, διότι όλοι καθημερινώς τον θαυμαστόν Προκόπιον είχαν εις το στόμα των και άλλος μεν τον επαινούσε δια την προς πάντας αγάπην οπού είχεν, άλλος δια την ταπείνωσίν του, άλλος δια την σοφίαν του και άλλοι δια την εγκράτειαν, την σωφροσύνην, την ελεημοσύνην, την καταφρόνησιν της κοσμικής δόξης και φαντασίας· και με ένα λόγον, άλλο δεν ήκουες, παρά τον Προκόπιον επαινούμενον. Δια να φύγη όθεν ο Μακάριος τους επαίνους των ανθρώπων, ανεχώρησεν από την Κωνσταντινούπολιν και αλλάσσων τα ενδύματά του, εφόρεσε παλαιόρασα ξεσχισμένα ως πτωχός επαίτης και τρέχει ως διψασμένη έλαφος εις το Άγιον Όρος αγνώριστος. Περιερχόμενος δε όλον το Όρος, ήλθεν και εις το Μοναστήριον της αοιδίμου βασιλίσσης Πουλχερίας της παρθένου, αυτό το οποίον τώρα ονομάζεται Ξηροποτάμου και το οποίον είχον τότε καταστρέψει προ τινος οι Άραβες, οίτινες ήλθον ληστρικώς εις το όρος· (ούτοι πολλά Μοναστήρια χαλάσαντες τότε, πολλούς ανέδειξαν Μάρτυρας, ως πάλαι τους εν Σινά και Ραϊθώ). Βλέπων ο Άγιος την τοποθεσίαν εκείνην ωραίαν και ησυχαστικήν, έκαμε μίαν μικράν καλύβην πλησίον εις τα κατεδαφισμένα τείχη της Μονής και εκάθισε μόνος μόνω τω Θεώ διαλεγόμενος. Πλησίον εις το μέρος εκείνο ήτο και ένας ησυχαστής άριστος και ενάρετος, Κοσμάς ονομαζόμενος, από τον οποίον εζήτησε και εκουρεύθη Μοναχός ο μακάριος Προκόπιος, μετονομασθείς Παύλος, από τότε δε έβαλε τον εαυτόν του εις μεγαλυτέραν τάξιν και ευκοσμίαν· ενήστευε και προσηύχετο όσον ουδείς, η στρωμνή του άλλο δεν ήτο παρά η γη, λίθος δε το προσκεφάλαιον, το εργόχειρόν του ήτον η κατάνυξις, τα δάκρυα η αγάπη προς πάντας και η ταπείνωσις η άμετρος· εστοχάσθη όμως, ότι δια να έλθη ο Μοναχός εις τελειότητα, χρειάζεται να αποκτήση και τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, όπως λέγει ο θείος Παύλος, ήτοι την πνευματικήν αγάπην, χαράν, ειρήνην, μακροθυμίαν, χρηστότητα, αγαθωσύνην, πίστιν, πραότητα, εγκράτειαν, τα οποία επιτυγχάνων ο Όσιος με πολύν κόπον και αγώνα, έγινε γνωστός εις όλους τους Πατέρας και πάντες τον εθαύμαζαν και τον επαινούσαν, καθώς φαίνεται και εις τον βίον του Αγίου Αθανασίου του εν τω Άθω. Παρ’ όλον δε οπού ο πάνσοφος Παύλος προσεποιείτο ότι ήτο αγράμματος, βάρβαρος και χωρικός, εν τούτοις ανεδείχθη ως πόλις επάνω όρους κειμένη, τόσον ώστε έφθασεν η φήμη του έως και εις τον πρώτον του Όρους. Είχε δε συνήθειαν ο Όσιος Παύλος να πηγαίνη εις την κελλιακήν Μονήν την του Πρωτάτου ονομαζομένην τρεις φοράς τον χρόνον εις τας τρεις μεγάλας εορτάς. Όταν δε ποτέ επήγε εκεί, κατά την συνήθειάν του, τον καλεί ο Πρώτος και τον ερωτά κατά μόνας, ποίος και πόθεν είναι, ο δε Άγιος του απεκρίθη με φωνήν ιλαράν και με πρόσωπον χαριέστατον· «Πτωχός Μοναχός είμαι, ως με βλέπεις, αγιώτατε πάτερ, από ένα παλαιοχώρι Ξηροπόταμον ονομαζόμενον». Ούτως έλαβε την επωνυμίαν εις το να λέγεται Παύλος ο Ξηροποταμηνός· από αυτό και η υπ’ αυτού ανακαινισθείσα Μονή της Πουλχερίας ονομάζεται Μονή του Ξηροποτάμου, της οποίας η ανακαίνισις εγένετο τοιουτοτρόπως. Όταν εβασίλευσεν ο αοίδιμος βασιλεύς Ρωμανός ο γέρων, όστις ήτο συγγενής του Αγίου, κατέβαλε μεγάλας προσπαθείας δια να τον ανακαλύψη, πέμψας μάλιστα βασιλικούς απεσταλμένους δια να ερευνήσουν πανταχού· κατόπιν δε πολλών ερευνών τον ανεύρον εις το Άγιον Όρος όπου μετά πολλάς παρακλήσεις και με προτροπάς του Πρώτου, ακόμη δε και με βίαν επείσθη ο Άγιος να μεταβή εις Κωνσταντινούπολιν, ένθα και τις δύναται να διηγηθή την χαράν την οποίαν έλαβον οι συγγενείς του και ολόκληρος η Κωνσταντινούπολις βλέπουσα Άγγελον με σώμα ανθρώπινον και λόγον διδασκαλικόν· έκυψαν τα βασιλικά σημεία και οι άρχοντες και επροσκυνούσαν τον πτωχόν εκείνον Μοναχόν, όστις δεν είχεν άλλο τι παρά τα παλαιόρασα και τον Σταυρόν. Τοιούτον αξιοθαύμαστον πράγμα είναι, αγαπητοί μου αδελφοί, η αρετή, και τοιούτους αναδεικνύει τους εργάτας της. Συνέπεσε δε τότε να είναι κατάκοιτος ο βασιλεύς Ρωμανός με θανατηφόρον ασθένειαν, και ευθύς ως μετέβη ο Όσιος και έθεσε τας χείρας του επάνω εις αυτόν, ω του θαύματος! έγινεν υγιής ο βασιλεύς, καθώς ο ίδιος το αναφέρει εις το χρυσόβουλλόν του. Το θαύμα τούτο εδόξασεν έτι περισσότερον τον Άγιον, όστις από τας πολλάς παρακλήσεις του βασιλέως παρέμεινεν εις την Κωνσταντινούπολιν, φυλάττων την ιδίαν μοναδικήν τάξιν και καταβάλλων τους ιδίους ασκητικούς αγώνας, τους οποίους κατέβαλλε και εις την έρημον, διδάσκων συνάμα τα τέκνα του βασιλέως· όταν δε συνεπληρώθη ο καιρός κατά τον οποίον έκρινε πως έπρεπε να αναχωρήση, μετέβη εις τον βασιλέα και του λέγει· «Βασιλεύ, καθώς το οψάριον, όταν εξαχθή από το ύδωρ, δεν δύναται πλέον να ζη, τοιουτοτρόπως και ο Μοναχός, όστις εξέλθη από την καλύβην του, δεν είναι δυνατόν να ζη εις την εργασίαν του Θεού. Δια τούτο ήλθον να σας αποχαιρετήσω και να αναχωρήσω δια την καλύβην μου, όπου θα συνευρίσκωμαι πάντα με τον βασιλέα μου Θεόν». Τούτο ακούσας ο βασιλεύς ελυπήθη σφόδρα· όμως δεν ηδύνατο να τον εμποδίση, επειδή είχε μεγάλην ευλάβειαν προς αυτόν, και του λέγει· «Επεθύμουν, πάτερ Άγιε, να μη χωρίσωμεν ποτέ, εφ’ όσον ζω, δια να σε έχω παρηγορίαν και διδάσκαλον προς σωτηρίαν μου, πλην δεν δύναμαι να σε εμποδίσω· μόνον σε παρακαλώ, λάβε όσον πλούτον νομίζεις αρκετόν να τον διανείμης δια την ψυχήν μου». Τότε είπε προς αυτόν ο Άγιος· «Εγώ ούτε πλούτον χρειάζομαι, ούτε να τον διανείμω γνωρίζω· έχεις εδώ πολλούς πτωχούς, και δίδε τους όσον νομίζεις· τούτο μόνον σε παρακαλώ, εάν αγαπάς, να ανακαινίσης το Μοναστήριον της αοιδίμου βασιλίσσης Πουλχερίας, το οποίον είναι κατηδαφισμένον, δια να είναι το μνημόσυνόν σου αιώνιον». Την πρότασιν ταύτην του Οσίου εδέχθη ο βασιλεύς με μεγάλην χαράν, και έστειλεν ευθύς ανθρώπους βασιλικούς με έξοδα ιδικά του και έκτισεν εκ θεμελίων την ιεράν Μονήν εις κάλλος ασύγκριτον· κατόπιν έστειλε και τον ίδιόν του υιόν Θεοφύλακτον, όστις ήτο τότε Πατριάρχης, και ενεκαινίασε τον Ναόν. Όταν δε ο Όσιος Παύλος επρόκειτο να αναχωρήση από την Κωνσταντινούπολιν, τον έφερεν ο βασιλεύς μέσα εις το θησαυροφυλάκιον και του προσέφερε τον τίμιον ξύλον του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, ως φαίνεται γεγραμμένον εις το χρυσόβουλλον του βασιλέως Ρωμανού με τας ιδίας αυτού λέξεις λεγούσας· «Εισήλθον μετά τινων της Συγκλήτου εν τω θησαυροφυλακίω της βασιλείας μου, και των Τιμίων ξύλων του ζωοποιού Σταυρού το μέγιστον πάντων και θαύματος άξιον ευρών, (φέρει γαρ εισέτι εν εαυτώ τα του δεσποτικού πάθους μνημόσυνα, μίαν των ήλων οπήν, αφ’ ων η τεθεωμένη σαρξ του Κυρίου μου περιεπάρη, και το καθ΄΄αρσιον των αμαρτιών ημών, ήτοι η λιβάς του Παναγίου κατεκενώθη αίματος, ύψος έχον μετά των εγκαρσίων και του ιστού, ωσεί ενός πήχεως, και μιάς παλαιστής· πλάτος δε ωσεί δύο δακτύλων, και βάθος ωσεί ενός δακτύλου, ολκή δε το παν αυτού ωσεί δραχμάς εκατόν)· και ανά χείρας λαβών τούτον τον Άγιον θησαυρόν, την φρικτήν σημαίαν του ουρανίου Βασιλέως, το εν ουρανώ φανησόμενον σημείον του Υιού του ανθρώπου, του μέλλοντος κρίναι ζώντας και νεκρούς, τούτο δη το θειότατον όργανον της σωτηρίας ημών, ευλαβώς επέθηκα ταις του οσιωτάτου Παύλου του Ξηροποταμηνού αγίαις χερσίν, όπως, έως αν έλθη ο Κύριος, αναφαίρετον ανάθημα η τη ρηθείση σεβασμιωτάτη Μονή της βασιλείας μου, εφοδιάσαντες αυτό μετά εκκλησιαστικής και στρατιωτικής προπομπής, ίνα αποθέσωσι τούτο εν τω της Μονής αγίω Βήματι, προς αγιασμόν και στηριγμόν της αυτοκρατορικής ημών Μονής». Λαβών το τίμιον ξύλον ο μακάριος Παύλος ήλθεν εις το Άγιον Όρος, ένθα μετά την τελείαν ανακαίνισιν της Μονής και τον εγκαινιασμόν του Πατριάρχου εναπέθεσε το τίμιον ξύλον εις το άγιον Βήμα, κατά την βασιλικήν προσταγήν. Επειδή όμως η φήμη του Οσίου εξήλθεν εις πάσαν την γην και εσυνάχθησαν πλήθη Μοναχών, εργαζομένων την αρετήν, φεύγων ο Όσιος την ταραχήν, αφήκε την Μονήν να επιστατήται από άλλον ενάρετον αδελφόν, αυτός δε αναχωρήσας εγκατεστάθη εις τους πρόποδας του Άθωνος, διάγων ησυχαστικώς την ζωήν του. Μετέβησαν όμως και εκεί αρκετοί επιποθούντες να έχωσι τον Όσιον διδάσκαλον και παρέμειναν πλησίον του, έγινε δε η έρημος ως πόλις· οι δε μαθηταί, οίτινες προσήλθον εκεί, ήσαν εξήκοντα. Όθεν φοβούμενος μήπως τους συλλάβουν ή τους θανατώσουν οι Άραβες, οίτινες ελεηλάτουν τότε συχνά το Άγιον Όρος, πάλιν δια μέσου των ευσεβών βασιλέων έκτισε και εκεί άλλο Μοναστήριον, εις τιμήν του Αγίου Γεωργίου, το οποίον και μάχρι σήμερον φέρει την επωνυμίαν του Οσίου, Άγιος Παύλος λεγόμενον· πλην όταν επερατώθη το Μοναστήριον ήτο πολύ γέρων και ώφειλε να συναριθμηθή μετά των πατέρων του. Εγνώρισε λοιπόν εκ θείας αποκαλύψεως την ημέραν του θανάτου του, και προσκαλεσάμενος άπαντας τους μαθητάς του και της του Ξηροποτάμου Μονής και της νέας, και ανοίξας το άγιόν του στόμα, τους εδίδαξε πολλά ψυχωφελή, λέγων και τούτο. «Τεκνία, μετά δύο ημέρας εκπορεύεται η ψυχή μου εκ του δυστήνου μου σώματος· ηξεύρετε δε πως επολιτεύθην εγώ εν τω Αγίω τόπω τούτω, και πως πάσας τας εντολάς των Πατέρων μου εκ νεότητός μου εφύλαξα· ούτω παρακαλώ και υμάς, αγαπητοί μου, να τας φυλάξετε και του λόγου σας μέχρι αίματος· εγώ εις τον καιρόν της νεότητός μου, όταν ήτο η αίρεσις των εικονομάχων, τόσον ηγωνίσθην, ώστε ήμουν έτοιμος να χύσω το αίμα μου δια αγάπην του Χριστού, και πολλούς ραβδισμούς και πληγάς υπέμεινα, έως όπου ηφανίσθη η μιαρά αίρεσις των εικονομάχων με γραφικάς αποδείξεις και πατρικάς μαρτυρίας. Και αυτά σας τα λέγω, όχι υπερηφανευόμενος, αλλά δια να υποφέρετε κάθε πειρασμόν και θλίψιν μεγαλοψύχως, προσμένοντες τα στέφανα εκ Θεού». Ακούσαντες δε οι αδελφοί τους λόγους τούτους εθρήνησαν πικρώς και μετά δακρύων είπον· «Ω πάτερ, μη αφήσης ημάς ορφανούς και ερήμους των πνευματικών σου διδαχών· ημείς από την αγάπην, όπου είχομεν προς την αγιωσύνην σου, ενομίζαμεν, πως δεν θέλεις απέλθει ποτέ της παρούσης ζωής και τώρα, ακούσαντες αυτόν τον πικρόν λόγον, εθλίβη μεγάλως η καρδία μας, επειδή σε είχαμεν παρηγορίαν εις τας θλίψεις μας και βοηθόν εις τους πειρασμούς μας, επειδή και πατέρα και μητέρα και αδελφόν εσένα εγνωρίζαμεν». Ταύτα και τούτων περισσότερα ακούσας ο Όσιος εδάκρυσεν, επειδή ήτο ευκατάνυκτος και είχε την χάριν των δακρύων εις όλην του την ζωήν· μίαν δε φοράν, όταν τον ηρώτησεν εις αδελφός, λέγων· «τι να κάμω, Πάτερ μου, δια να αποκτήσω το δάκρυον της κατανύξεως»; Του απεκρίθη· «έχε πάντοτε τον νουν σου εις το φοβερόν κριτήριον του Χριστού και εις τας αμαρτίας σου, και δεν θέλουν λείψει από σε τα δάκρυα». Και αφού εδάκρυσεν, ως είπομεν, είπε προς τους παρεστώτας· «Μη κλαίετε, αδελφοί, αλλά συγχωρήσατέ μοι, επειδή έφθασεν ο καιρός, τον οποίον πάντοτε η μεν ψυχή μου επεθύμει, η δε σάρξ εφοβείτο· αναστάς δε ενεδύθη τον συνακτικόν του μανδύαν, και ποιήσας ικανήν προσευχήν, μετέλαβε των αχράντων Μυστηρίων, ευθύς δε τότε έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τόσον ώστε οι παρευρεθέντες εκεί έπεσαν χαμαί, μη δυνάμενοι να βλέπουν τόσην λάμψιν αστράψασαν εις το πρόσωπον του Οσίου. Αφού λοιπόν μετέλαβεν εκάθησεν ηλλοιωμένος την καλήν αλλοίωσιν, και λέγων την συνήθη ευχήν την οποίαν πάντοτε έλεγεν, ήτοι το «Η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον, Τριάς Αγία δόξα σοι», ήρχισε πάλιν να τους λέγη νουθεσίας πολλάς· προ πάντων δε είπεν· «Έχετε, τέκνα και αδελφοί, την αγάπην, την ευχήν, την ταπείνωσιν και την υπακοήν· διότι όποιος Μοναχός δεν έχη αυτάς τας αρετάς, δεν πρέπει να λέγεται Μοναχός, αλλά κοσμικός». Όταν δε ετελείωσε την διδαχήν, είπεν· «Αλλοίμονον εις τον Μοναχόν εκείνον, όστις έχει συναναστροφάς μετά των αγενείων, διότι ο τοιούτος δεν θέλει ιδεί ποτέ το πρόσωπον του Θεού». Τότε απλώσας τους πόδας και σχηματίσας με ευταξίαν τον εαυτόν του, και υψώσας χείρας και όμματα προς τον ουρανόν, αφήκεν εις χείρας Θεού την μακαρίαν του ψυχήν, τη κη΄ (28η) του Ιουλίου μηνός. Οι δε Μοναχοί της Ιεράς Μονής, ετοιμάσαντες το πλοίον, και κατεβάσαντες εις τον αιγιαλόν το ιερόν αυτού λείψανον με ύμνους και ωδάς πνευματικάς, το έβαλαν εις το πλοίον, δια να το υπάγουν εις τον Λογκόν να το ενταφιάσουν, καθώς τους παρήγγειλεν ο Άγιος· ήτο δε τότε εσπέρας, και πλέοντες την νύκτα δια τον Λογκόν, το πρωϊ (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ!) ευρέθησαν εις την Κωνσταντινούπολιν. Μαθών τούτο ο βασιλεύς, η Σύγκλητος, ο Πατριάρχης και ολόκληρος ο Κλήρος της Εκκλησίας, ενδυθέντες την ιερατικήν στολήν και ανάψαντες φώτα μετά θυμιαμάτων, παρέλαβον το άγιον λείψανον του Οσίου με ύμνους και ψαλμωδίας και το εναπέθεσαν εις την μεγάλην Εκκλησίαν, ασπαζόμενοι αυτό μετά πολλής ευλαβείας ευχαριστούντες τον Κύριον ότι τους επλούτισε με τοιούτον θησαυρόν. Οι δε μαθηταί του Αγίου, αφού ησπάσθησαν το άγιον λείψανον και επεκαλέσθησαν τας ευχάς του Οσίου, αγοράσαντες άρτους ζεστούς, εμβήκαν εις το πλοίον και πλέοντες συνεζήτουν περί του Αγίου· αλλ’ ως θαυμαστά τα έργα Σου, Κύριε! Εντός ολίγου ευρέθησαν έμπροσθεν του λιμένος του Μοναστηρίου τω, ελθόντες δε εις την ιεράν Μονήν, διηγήθησαν εις τους Πατέρας τα γενόμενα, δεικνύοντες και τους άρτους, οίτινες ήσαν ακόμη ζεστοί· οι δε ακούσαντες ταύτα εξέστησαν, θαυμάζοντες εις την μεγάλην παρρησίαν την οποίαν είχεν ο αοίδιμος Παύλος προς τον Θεόν· ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου