Ευδόκιμος ο θαυμάσιος ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοφίλου του εικονομάχου εν έτει ωκθ΄ (829), είλκε δε το γένος από την Καππαδοκίαν, γεννηθςίς και ανατραφείς από γονείς ευσεβείς· ο πατήρ του εκαλείτο Βασίλειος και η μήτηρ του Ευδοκία, επίσημοι κατά το γένος, κατά την περιουσίαν πλουσιώτατοι, κατά δε το αξίωμα ένδοξοι και περιφανείς, επειδή ο Βασίλειος είχε το αξίωμα του Πατρικίου. Έχων δε ο Ευδόκιμος τοσούτον γένος λαμπρόν, δεν ετιμάτο τόσον δια την λαμπρότητα του γένους του, όσον εδοξάζετο και εθαυμάζετο δια τας αρετάς, τας οποίας ετέλει μετά προθυμίας εκ προαιρέσεως ο αείμνηστος. Ότι το να γίνουν παίδες ένδοξοι και αξιωματούχοι από γονείς ευγενείς ευρίσκονται εις τον κόσμον πάμπολλοι· αλλά το να φυλάξουν πολιτείαν ενάρετον και άκραν σωφροσύνην, συναναστρεφόμενοι εις το μέσον του κόσμου, εκεί όπου προτιμάται και επιτηδεύεται η ηδονή και η τρυφή, δυσκολώτατα ευρίσκονται.
Ούτος λοιπόν ο μακάριος παις, δοθείς υπό των γονέων του εις την σπουδήν των γραμμάτων, δεν εχρειάσθη να παρακινηθή εις την σπουδήν από τον φόβον και τους ραβδισμούς των διδασκάλων, αλλά αυτός τον εαυτόν του είχε κέντρον να παρακινήται εις τούτο, μάλιστα δε να καταγίνεται με κάθε λογής επιμέλειαν, ημέρας και νυκτός, εις την ανάγνωσιν των θείων Γραφών, εις των οποίων την μελέτην ηυφραίνετο η τρισόλβιος εκείνη ψυχή περισσότερον, παρά εκείνοι όπου ευρίσκονται εις τραπέζια πολυέξοδα και διασκεδάζουν μετά χορών και τυμπάνων. Όθεν εις τούτον τον Άγιον ήρμοζε το προφητικόν ρητόν· «ως γλυκέα τω λάρυγγί μου τα λόγια σου, Κύριε, υπέρ μέλι και κηρίον εν τω στόματί μου». Η καθ’ αυτό δε απασχόλησίς του ήτο να πηγαίνη εις τους θείους Ναούς, να ακούη τας ιεράς ακολουθίας και τα θεία λόγια και όλως δι’ όλου εσπούδαζε να γίνη Ναός καθαρός Θεού ζώντος κατά τον μέγαν Απόστολον. Παρεκίνει πολλάκις ο εχθρός της αληθείας πολλούς νέους συνηλικιώτας του Ευδοκίμου να τον αναγκάζουν, δια να πηγαίνουν εις διασκεδάσεις και απολαυστικάς διατριβάς, εις κυνήγια και εορτάς· αλλ’ αυτός ο αοίδιμος μίαν διασκέδασιν και τρυφήν και απόλαυσιν είχε, να προσεύχηται και να καταγίνεται εις την ανάγνωσιν των ψυχωφελών βιβλίων· όχι καθώς κάμνουν μερικοί, οι οποίοι προσεύχονται, χωρίς να έχουν τον νουν των εις την προσευχήν, και να αναγινώσκουν, χωρίς να προσέχουν, ούτε εις εκείνα όπου αυτοί αναγινώσκουν, ούτε εις εκείνα τα οποία ακούουν αναγινωσκόμενα από άλλους, αλλ’ αυτός ως αληθής δούλος του Κυρίου, και όταν προσηύχετο, και όταν ανεγίνωσκεν, είχεν όλον τον νουν, την ψυχήν και πάσαν την διάνοιαν προσηλωμένην εις τα ιερά λόγια όπου εμελέτα. Την δε σωφροσύνην και καθαρότητα, την τιμιωτέραν πασών των άλλων αρετών, ήτις και κάμνει ισάγγελον τον άνθρωπον, τόσον την ηγάπησεν ολοψύχως ο μακάριος, ώστε ημπορούσε με θάρρος να λέγη και αυτός, με τον δίκαιον εκείνον και πολύαθλον Ιώβ, ότι· «Ποτέ δεν ηκολούθησεν η καρδία μου εις τον οφθαλμόν μου», αν δηλαδή κατά τύχην μη θέλων έβλεπέ τι σκανδαλώδες· «Ει τω οφθαλμώ μου επηκολούθησεν η καρδία μου» (Ιώβ). Το δε μεγαλύτερον από τούτο είναι, ότι και απεφάσισεν ο αοίδιμος να μη βλέπη εις γυναικείον πρόσωπον παντάπασιν, έως ότου ευρίσκεται εις την παρούσαν ζωήν. Όθεν και όσον καιρόν έζησεν, εκτός της μητρός του άλλην γυναίκα ή παρθένον ούτε εκύτταξεν εις το πρόσωπον, ούτε ωμίλησε με καμμίαν. Κοντά δε εις την σωφροσύνην, έσμιξεν ομού και την ελεημοσύνην, συντροφευμένην με άκραν ιλαρότητα· ίνα, δια μεν της σωφροσύνης λαμπρύνεται το πρόσωπον ενώπιον του Θεού, δια δε της ελεημοσύνης τρέφεται η ψυχή με την χάριν του Αγίου Πνεύματος. Τόσον δε πολύ μετεχειρίζετο την ελεημοσύνην, ώστε και εκείνα όπου είχεν αυτός ανάγκην δια να ζήση τα εχάριζεν εις τους πτωχούς, όχι μόνον χρήματα, αλλά και ει τι άλλο ήθελεν έχουν ανάγκην. Τόσον δε εβοήθει τους πτωχούς, ώστε και αν ακόμη ήτο ανάγκη να πωληθή σκλάβος δι’ άλλων την ελευθερίαν, μετά χαράς το έστεργε· διότι ήξευρεν ο μακάριος, ότι ο καρπός της αγάπης είναι η ελεημοσύνη· όθεν και ήτο πατήρ των ορφανών, κυβερνήτης των χηρών, ενδυμασία των γυμνών, χορτασμός των πεινασμένων, παρηγορία των λυπουμένων. Τοιούτος ων θαυμάσιος δια τας αρετάς του, ηξιώθη, χωρίς την θέλησίν του, και βασιλικής αξίας· αλλά με όλον τούτο, δεν εξέπεσε ποσώς από το να φαντάζεται τα κάλλη του ουρανού· μάλιστα συλλογιζόμενος, ότι η αξία του εδόθη δώρον από τον Θεόν, εδούλευεν αυτόν χρεωστικώτερον, αφιέρωσε δε τον εαυτόν του εις τον θείον έρωτα· εψηφίσθη ακόμη ούτος ο Άγιος και στρατοπεδάρχης της Καππαδοκίας, εις επαρχίαν λεγομένην Χαρσιανά· ο οποίος ως φρόνιμος οικονόμος δεν μετεχειρίζετο το αξίωμα δια τιμήν και δόξαν ιδικήν του, καθώς το κάμνουν οι περισσότεροι, οι οποίοι λαμβάνουν κανέν αξίωμα, δια να δοξάζωνται οι ανόητοι και να πλεονεκτούν, και δεν βάζουν οι ταλαίπωροι εις τον νουν των την φοβεράν εξέτασιν, όπου μέλλει να κάμη εις αυτούς ο δίκαιος κριτής· αλλ’ ο μακάριος Ευδόκιμος δεν ήτο τοιούτος, μόνον όλη του η επιμέλεια και φροντίς ήτο δεδομένη εις το να κυβερνά μικρούς τε και μεγάλους εν οσιότητι και δικαιοσύνη· αλλά και αυτήν την ψυχήν, εάν ήθελε παραστή ανάγκη, εθυσίαζε δια το υπήκοον αυτού. Και τι να λέγω τα πολλά; Τέλειος ήτο ο μακάριος Ευδόκιμος εις πάσαν αρετήν· εις την αγάπην του πλησίον αμίμητος, δια την οποίαν απέφευγεν από κάθε είδος καταλαλιάς· όχι δε μόνον αυτός εφυλάττετο από την κατάκρισιν, αλλά με κάθε τρόπον ημπόδιζε και τους άλλους να λαλώσι κανένα εναντίον λόγον, όστις να εγγίζη εις τον πλησίον· εδίδασκεν ακόμη ότι κάθε ένας πρέπει να μανθάνη περισσότερον να ακούη, παρά να ομιλή· με τοιαύτην μακαρίαν διαγωγήν εχρημάτισε σκεύος εκλογής και διδάσκαλος και με λόγον και με έργον τύπος και παράδειγμα και ζώσα εικών, εις εκείνους οίτινες τον συνανεστρέφοντο, έως ότου έφθασεν εις το μακάριον τέλος της παρούσης ζωής, εκεί εις την Καππαδοκίαν, ζήσας τριάκοντα τρεις χρόνους, κατά μεν την ηλικίαν νέος, κατά δε την σύνεσιν και γνώσιν πρεσβύτατος. Γνωρίσας δε το τέλος του ο δίκαιος, δεν εταράχθη· επειδή όλη του η ζωή ήτο μία μελέτη θανάτου· ένα και μόνον τον ελύπει, ότι ήτο μακράν η μήτηρ αυτού και δεν ήτο εκεί εις το τέλος της ζωής του. Ήλθεν όμως η τελευταία ώρα, να υπάγη ο μακάριος προς Κύριον και ήλθον εκεί πολλοί να τον επισκεφθώσιν· αφού δε τους ωμίλησεν ικανώς δια την ενθύμησιν του θανάτου, τους ώρκισεν εις τον Θεόν να τον ενταφιάσουν με τα ίδια ενδύματα, τα οποία εφόρει, και να μη κάμουν εις αυτόν εκείνα τα συνειθισμένα, όπου κάμνουν εις τους άλλους νεκρούς· τότε έκαμε νεύμα, και αφού εξήλθον όλοι έξω, ήρχισε να προσεύχεται προς Θεόν λέγων ταύτα, τα οποία ήκουσαν μερικοί από εκείνους και τα εφανέρωσαν ύστερον. «Κύριε ο Θεός μου, καθώς δεν ηθέλησα έτι ζων να φανή η πολιτεία μου, ούτω παρακαλώ και η τελευτή μου να γίνη χωρίς καμμίαν χάριν, ούτε να θαρρήση τις, ότι σοι ευηρέστησα» · έπειτα λέγων το «εις χείρας σου παραδίδω, Κύριε, το πνεύμα», εξήλθεν εκείνη η αγιωτάτη ψυχή εν έτει ωκθ΄ (829) Ιουλίου 31, κατά τους χρόνους Θεοφίλου του εικονομάχου. Τότε οι εκεί παρευρεθέντες, ευλαβούμενοι την παραγγελίαν του Αγίου, όχι μόνον του άφησαν τα φορέματα όπου εφόρει, αλλά και την κλίνην όπου εκοιμάτο, ήτις ήτο κατεσκευασμένη από ξύλα και μόνον, αυτήν, καθώς ήτο, την έρριψαν εις τον τάφον του Αγίου. Αλλά δεν ήτο δυνατόν να κρυφθή ο ήλιος εις το νέφος, ούτε ο λύχνος υπό τον μόδιον· διότι όσον αυτός ο τρισμακάριος εκρύπτετο, τοσούτον ο Κύριος τον εφανέρωνε δια την ωφέλειαν των πολλών· διότι, Ηλίας τις ονόματι, είχε δαιμόνιον φοβερόν, αφού δε παρήλθον πολλαί ημέραι μετά τον θάνατον του Αγίου, έτυχε να διέλθη από το μέρος εκείνο, όπου έκειτο το άγιον λείψανον, ευθύς δε τότε το δαιμόνιον ήρχισε και εβασάνιζε τον Ηλίαν, και τινάσσον αυτόν με μεγάλους σπαραγμούς τον έρριψεν εις την γην ως νεκρόν και ούτως εξήλθε και ηλευθερώθη ο άνθρωπος. Δια να δοξάση λοιπόν ο Κύριος τον δούλον του, διεδόθη ως δια σάλπιγγος τούτο το θαύμα όπερ έγινεν εις τον Ηλίαν, εις πολλά μέρη, και ήρχετο πλήθος πολύ, φέροντες ασθενείς από διάφορα πάθη και ιατρεύοντο εις τον τάφον του Αγίου. Γυνή τις είχε παιδίον, το οποίον ήτο παράλυτον και από τας δύο χείρας και μη δυνάμενον να τας κινήση παντάπασιν· ευθύς δε ως ήλθεν εις το μνήμα του Αγίου εκείνην την ημέραν, ιατρεύθη. Και άλλο πάλιν παιδίον ήτο παράλυτον, όχι μόνον κατά τας χείρας, αλλά και κατά τους πόδας, το οποίον ελθόν με την ομοίαν πίστιν εις τον τάφον του Αγίου, έλαβε και την υγείαν ομοίαν με το πρώτον παιδίον. Ακόμη και η κανδήλα του Αγίου ήτο μία βρύσις των ιάσεων· διότι ευθύς ως εχρίοντο οι ασθενείς με το έλαιον της κανδήλας, εθεραπεύοντο. Άλλη δε γυνή, έχουσα πνεύμα ακάθαρτον, ευθύς ως ήγγισεν εις τον τάφον του Αγίου, έφυγε το δαιμόνιον. Και άλλη πάλιν γυνή, βασανιζομένη από χρόνων ικανών από δεινόν και ανίατον πάθος, επήγε μετά πίστεως εις τον τάφον του Αγίου, και λαμβάνουσα χώμα το ανέμιξε περισσότερον με τα δάκρυά της παρά με το νερόν και το έκαμε λάσπην, αλείψασα δε με αυτήν το πάθος έλαβεν ευθύς την ποθουμένην υγείαν της. Τούτο το χώμα, το από τον τάφον του Αγίου, όχι μόνον ενήργει εις εκείνους όπου επήγαινον εκεί, αλλά και εις εκείνους όπου ήσαν μακράν, ή δεν ηδύναντο να υπάγουν· διότιεστέλλετο τούτο εις τους ασθενείς και εχρίοντο με αυτό και ο καθείς ελάμβανε, κατά την πίστιν, και την υγείαν του. Και τούτο ακόμη ήτο χάριτος υπερβολή εις τούτον τον Άγιον, επειδή ευθύς ως εχρίοντο οι ασθενείς και επεκαλούντο το όνομά του, ευθύς εθεραπεύοντο. Αδύνατον πράγμα είναι να περιγράψη τις όλα τα θαύματα τούτου του Αγίου. Καιρός δε είναι να είπωμεν τώρα και δια την μετάθεσιν του τιμίου του σώματος από τα Χαρσιανά εις την Κωνσταντινούπολιν. Η φήμη των θαυμάτων του Αγίου εξήλθε και επλεόνασεν εις πάσαν πόλιν και χώραν, πολλοί δε εθαύμαζον και ηπόρουν πως ένας άνθρωπος νέος εις την ηλικίαν, όστις ευρίσκετο εν μέσω τοσούτων θορύβων, με αξιώματα και αρχοντίας, κατώρθωσε τόσας αρετάς, τας οποίας μόλις κατορθώνουν οι ασκηταί εις τας βαθυτάτας ερήμους, φυλάξας τόσην καθαρότητα και σωφροσύνην· ακούοντες δε και τα άπειρα και ταχύτατα θαύματα όπου έκαμνεν, εξίσταντο πάντες. Όθεν και οι περισσότεροι άνθρωποι δι’ αυτόν τον Άγιον διηγούντο και εμελέτων. Αυτή, λέγω, η φήμη του θανάτου και των θαυμάτων του Αγίου, επειδή ηκούσθη και εις τους γονείς του, ελυπήθησαν μεν αυτοί σφοδρότατα δια τον θάνατον του υιού των, ακούοντες όμως τα θαύματα όπου έκαμνε, παρηγορούντο, και είχον διάπυρον έρωτα δια να βεβαιωθούν και με την όρασιν. Λοιπόν η μήτηρ του Αγίου, νικωμένη από το πάθος της φιλοτεκνίας, δεν έβαλεν εις τον νουν της το μάκρος του τόπου, ούτε εσυλλογίσθη τους κόπους και τους κινδύνους της οδοιπορίας, αλλά εκίνησε με μεγάλην προθυμίαν και επήγεν εις τον τάφον του φιλτάτου και αγιωτάτου αυτής υιού, βλέπουσα δε εκεί το πλήθος των μετά πάσης ευλαβείας προσερχομένων και τα θαύματα, τα οποία εγίνοντο από το ιερόν εκείνο μνήμα, όπου δαιμονιζόμενοι και από άλλα διάφορα πάθη πάσχοντες εθεραπεύοντο ταχύτατα, έπεσε και ενηγκαλίσθη τον τάφον του υιού της και έκλαιε μεν αυτόν ως νεκρόν, ευλαβουμένη δε και θαυμάζουσα δια την χάριν των θαυμάτων, την οποίαν έλαβε παρά του Θεού, εκαυχάτο και αυτή, ως μήτηρ του Αγίου. Όθεν η ευλογημένη εκείνη έκαμε και τον θρήνον συμπεπλεγμένον μαζί με έπαινον, τοιαύτα λέγουσα· «Τέκνον μου γλυκύτατον· τέκνον, το φως των ομματιών μου· τέκνον, ανεκδιήγητον καλόν εις ημάς τους γονείς σου· πόθεν εις τον εαυτόν σου η τόση χάρις των ιαμάτων; Βέβαια αυτή η χάρις δίδεται παρά Θεού εις εκείνους, οίτινες πολιτεύονται με καθαρότητα και αγώνας, με κρυπτούς πόνους και αρετάς· αυτή η χάρις δίδεται από τον Θεόν εις τους αληθινούς δούλους του, ως προοίμιον των μελλόντων εκείνων αγαθών της ουρανίου Βασιλείας· δια μέσου σου, τέκνον μου, και έγινα και ονομάζομαι μήτηρ μακαρία και τρισόλβιος· δεν συνθέτω πλέον εις τον εαυτόν σου θρήνους και οδυρμούς μητρικούς, αλλά ως εις φίλον και ηγαπημένον Θεού προσφέρω άσματα και ύμνους πνευματικούς· δεν σε ονομάζω πλέον καρπόν της εμής κοιλίας, αλλά υιόν Θεού κατά χάριν· εγώ σε εγέννησα σαρκικώς, αλλά τώρα αντιγεννώμαι από σε πνευματικώς· δεν αισχύνομαι να σε ονομάσω πατέρα μου, επειδή δια τας αρετάς σου ιδικός σου πατήρ είναι αυτός ο πατήρ ο ουράνιος· συγγενείς έχεις τους Αγίους Αγγέλους και τους χορούς των Αγίων· κάμε την χάριν, φίλτατε, και εις ημάς τους γεννήτοράς σου, τους οποίους περισσότερον μας δαμάζει η λύπη σου, παρά το πολυχρόνιον γήρας· ήθελες αποδώσει την πληρωμήν δια την ανατροφήν σου εις εμέ την σαρκικήν σου μητέρα, ανίσως με την μεσιτείαν σου με οικειοποιήσης εις τον ουράνιόν σου πατέρα· ως ανταμοιβήν εις τον γεννήσαντά σε πατέρα θα δώσης, ανίσως και προξενήσης εις αυτόν ανάπαυσιν του γηρατείου του, τον κόλπον του Αβραάμ. Τοιαύτην παρακάλεσιν προσφέρουν εις σε, τέκνον μου ευλογημένον, γήρας πατρικόν, και πόνοι κοιλίας μητρικής, και μαστοί γάλακτος τους οποίους εθήλασας, και σειρά των συγγενών σου· γνωρίζω των γεννητόρων σου, τους οποίους, είναι ιδική του εντολή, να τιμούν τα τέκνα· επειδή η τιμή όπου γίνεται από τα τέκνα εις τους γονείς, εις τον Θεόν αναφέρεται, διότι αυτός είναι πάντων πατήρ και δημιουργός». Ταύτα ειπούσα η ευλαβής μήτηρ του Αγίου, επρόσταξε και εσήκωσαν την πλάκα από το μνήμα και εξήγαγον έξω την λάρνακα όπου έκειτο το ιερόν λείψανον, εκεί δε εφάνη θαύμα παράδοξον και πολλά ικανόν να πιστώση τα λαληθέντα· δεκαοκτώ μήνες είχον παρέλθει αφ’ ης ενεταφίασαν τον Άγιον, τόσον δε καιρόν ευρισκόμενον μέσα εις την γην εκείνο το σεβάσμιον λείψανον δεν έπαθε κανένα συμβεβηκός από όσα συμβαίνουν αναγκαίως εις τα νεκρά σώματα· ούτε ήλλαξε το πρόσωπον· ούτε έγινε καμμία σήψις, ή ολίγη καν διαφθορά εις κανένα μέλος του σώματος· ούτε εμαράνθη, ούτε εμαύρισε ποσώς εκείνο το αγιώτατον σώμα· αλλ’ εφαίνετο το πρόσωπον φαιδρόν, ανθηρόν, χαριέστατον με όλους τους χαρακτήρας, παρόμοιον με ανθρώπου κοιμωμένου και όχι νενεκρωμένου· μόνον δε ένα κίνημα έλειπε, δια να φανή ο Άγιος ζωντανός. Ακόμη και τα ενδύματα, με τα οποία τον ενεταφίασαν, έμειναν καθώς τα έβαλαν εις την αρχήν. Ηξεύρομεν όλοι ότι εις τα νεκρά σώματα ακολουθεί, χωριστά από την δυσωδίαν του σώματος, και τα ενδύματα να αναδίδουν κάποιαν μούχλαν βαρείαν και σήψιν βρωμεράν· αλλά εις το τρισόλβιον Ευδόκιμον και αυτό το σώμα και τα ενδύματα ανέδιδον ευωδίαν θαυμάσιον και ηδονήν, και εις την θεωρίαν και εις την όσφρησιν τόσον, ώστε δεν εφαίνετο ότι ηνοίχθη τότε μνήμα νεκρού, αλλά κανένα περιβόλι ωραιότατον με φυτά και άνθη ευωδέστατα. Εκεί ευρέθη τότε εις Ιερομόναχος, ονόματι Ιωσήφ, ο οποίος έλαβε το ιερόν λείψανον, δια να το σηκώση όρθιον, ευθύς δε ως το ενηγκαλίσθη εστάθη όρθιον,ως να ήτο ζωντανόν. Όθεν φοβηθείς φόβον μέγαν, έπεσεν έμπροσθεν εις τους πόδας του Αγίου και τον παρεκάλει, ως ζωντανόν, να αφήση να πάρουν τα ενδύματά του δια ευλάβειαν· ούτως ήρχισε πρώτον και αφήρεσε τον χιτώνα και του εφόρεσεν άλλον· έπειτα αφήρεσεν από τους πόδας του εκείνο όπου εφόρει, με τόσην ευκολίαν, ώστε εφαίνετο, ωσάν να εβοήθει και ο ίδιος ο Άγιος εις τούτο. Αφού δε τον εξέδυσε, τον κατέστησε πάλιν εις τον πρώτον σχηματισμόν, δοξάζων ομού με τους παρευρεθέντας τον Θεόν τον δοξάζοντα τους Αυτόν αντιδοξάζοντας. Συμπεραίνεται λοιπόν ότι οικονομικώς απεκαλύφθη ο τάφος του Αγίου, δια να φανή η μεγίστη χάρις, με την οποίαν τον εδόξασεν ο Θεός, ώστε να φυλάξη υπέρ φύσιν το σώμα του αδιάφθορον, το οποίον φανερωθέν, έφριξαν οι δαίμονες και έφευγαν ως υπό αστραπης διωκόμενοι· και βέβαια ανίσως κρυπτόμενον εις την γην το εφοβούντο και έφευγον από τους ανθρώπους, πόσω μάλλον το εφοβούντο φαινόμενον και εν δόξη αγιότητος απαστράπτον. Μετά ταύτα έγινε μεγάλη φιλονεικία μεταξύ της μητρός του Αγίου και των εντοπίων· διότι η μεν μήτηρ του Αγίου ήθελε να πάρη το άγιον λείψανον να το υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, λέγουσα, ότι ούτος ο αστήρ ανέτειλεν εκ της εμής κοιλίας· οι δε εντόπιοι έλεγον· αληθώς από σε ανέτειλεν, αλλ’ εις ημάς εβασίλευσε και πως είναι δυνατόν να μας υστερήσης τοιαύτης χάριτος, η οποία εδώ εξήπλωσε τας ακτίνας των τοσούτων θαυμάτων; Η άμπελος, ναι, από σε είναι, αλλ’ εις ημάς απέδωκε τον καρπόν των χαρίτων· ο Θεός ούτως ηυδόκησε· λοιπόν μη αντιτείνης εις την απόφασιν του Θεού· μη φθονήσης εις ημάς τας θεϊκάς χάριτας· μη θέλης να υστερήσης από τόσον πλήθος την ωφέλειαν ψυχής τε και σώματος, φθάνει σε η δόξα, όπου εφάνης μήτηρ τοιούτου Αγίου. Ταύτα ακούσασα εκείνη, ως φρονίμη, ανεχώρησεν ήσυχα προς τα ίδια, παρήλθον όμως εν τω μεταξύ ημέραι πολλαί, και ο διαληφθείς Ιερομόναχος εκείνος Ιωσήφ, ευρισκόμενος εκεί, επέτυχε τον καιρόν και έκλεψε τον θησαυρόν, έφυγε δε χωρίς να πάρουν είδησιν οι εντόπιοι· φεύγων δε ο Ιωσήφ με το άγιον λείψανον κρυφίως, εφανερώθη από το μύρον όπου έσταζεν από αυτό, και από τα θαύματα όπου εγίνοντο εις τον δρόμον. Διότι μία γυνή δαιμονιζομένη εφέρετο εις τον δρόμον από μερικούς, έτυχε δε να ευρεθή εκεί όπου ήτο το άγιον λείψανον· τότε ηγριώθη το δαιμόνιον και έκαμε την γυναίκα να φωνάζη, υβρίζουσα τον Άγιον και πηδώσα ατάκτως· και ούτως εξήλθε διωχθέν υπό της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, έμεινε δε υγιής η γυνή, και έστρεψεν εις τον οίκον της, δοξάζουσα τον Κύριον. Και άλλη τις παρθένος, έχουσα φοβερόν πάθος, ευθύς ως επλησίασεν εις το άγιον λείψανον μετά πίστεως έλαβε την ίασιν. Τοιουτοτρόπως θαυματουργών ο Άγιος, απεδόθη εις τους γονείς του δώρον πολύτιμον. Τότε εκείνη η θεοφιλής μήτηρ μετά πόθου, ως φιλότεκνος, έκαμε θήκην αργυράν του ιερού λειψάνου, το οποίον κατέθεσεν εις τον περικαλλή Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου, τον οποίον είχε κτίσει πρότερον. Έγινε δε η του θείου λειψάνου μετακομιδή εις Κωνσταντινούπολιν και κατάθεσις αυτού εν τω Ναώ της Υπεραγίας Θεοτόκου την έκτην του παρόντος Ιουλίου. Εγίνοντο δε και εκεί καθ’ εκάστην άπειρα θαύματα. Τοιαύτην και τοσαύτην χάριν έλαβεν ο Άγιος Ευδόκιμος παρά Θεού, δια την υπερβολήν της ελεημοσύνης· διότι περισσότερον προθυμίαν είχεν αυτός εις το να δίδη παρά εκείνοι, όπου εζητούσαν, εις το να λαμβάνουν· έσπειρεν ο μακάριος επ’ ευλογίαις, εδώ πρόσκαιρα, και τώρα θερίζει τους καρπούς μυριοπλασίους αιώνια εις την ουράνιον Βασιλείαν, ης αξιωθείημεν και ημείς τη πρεσβεία του αυτού τρισμάκαρος Ευδοκίμου. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου