Νήφων ο θείος ούτος πατήρ ημών είχε πατρίδα την Πελοπόννησον, γεννηθείς από γονείς λαμπρούς μεν κατά κόσμον και ευγενείς, λαμπροτέρους δε και ευγενεστέρους κατά την ευσέβειαν και την αρετήν, Μανουήλ και Μαρίαν ονομαζομένους· αναγεννηθείς δε ωνομάσθη Νικόλαος, ερχόμενος δε εις ηλικίαν εδόθη εις σχολείον δια να μάθη τα ιερά γράμματα· έχων δε εξ αρχής γηραλέα φρονήματα, δεν κατεγίνετο εις άλλας παιδαριώδεις πράξεις, ως τα άλλα παιδία, αλλά ως σοφή μέλισσα επήγαινεν εις διδασκάλους σοφούς και εναρέτους δια να συνάξη το μέλι της αρετής, ακροατής και μιμητής γινόμενος όλων των καλών και ψυχωφελών μαθημάτων και παραδειγμάτων· είχε δε και τόσον δεξιόν νουν, ώστε εις ολίγον καιρόν επέρασεν όλους τους συμμαθητάς του εις τα μαθήματα· εδιάβαζε συχνάκις και τους βίους των Αγίων Πατέρων και ηυφραίνετο η ψυχή του, εσπούδαζε δε κατά το δυνατόν να τους μιμήται εις τας αρετάς· ήτο και φύλαξ της σωφροσύνης θαυμάσιος, τόσον δε προθύμως εδόθη εις την εγκράτειαν, ώστε με άρτον μόνον και ύδωρ ανεπλήρωνε την χρείαν του σώματος· ομοίως και εις κάθε άλλην αρετήν ηγωνίζετο.
Κατά τας ημέρας εκείνας διήλθεν από το σχολείον εις Ιερομόναχος, Ιωσήφ ονόματι, διδάσκαλος άκρος και ενάρετος πολλά, και συναναστραφείς με αυτόν ο καλός Νικόλαος, και συνομιλήσας ικανώς, τον παρεκάλεσε να τον πάρη εις την συνοδείαν του, χωρίς να λάβη άλλος τις είδησιν· διότι εφοβείτο να μη τον εμποδίσουν. Ο δε Ιωσήφ, δεξάμενος μετά χαράς αυτόν, ανεχώρησε κρυφίως και τον εδίδασκε την φιλοσοφίαν· πηγαίνοντες δε εις την Επίδαυρον, ήκουσαν ότι εις τα μέρη εκείνα ησκήτευεν εις ασκητής, Αντώνιος καλούμενος, ενάρετος πολλά και μιμητής κατά πάντα του μεγάλου Αντωνίου. Όθεν προσήλθον εις αυτόν και οι δύο δια να τον απολαύσουν, και να λάβουν την ευλογίαν του. Αφού δε συνωμίλησαν αρκετά μετ’ αυτού, και ήκουσαν τα θεία λόγια του, ηυφράνθησαν κατά την ψυχήν· έπειτα ο μεν Ιωσήφ, λαβών την τελευταίαν ευχήν του γέροντος, ανεχώρησεν· ο δε Νικόλαος, πεσών εις τους πόδας του Αντωνίου, τον παρεκάλει μετά δακρύων να μείνη μαζί του, ο δε Αντώνιος εξηγήσας εις αυτόν τους κόπους της ασκήσεως και την σκληραγωγίαν, και εξόχως το νέον της ηλικίας του, εσπούδαζε να τον εμποδίση· αλλ’ ο Νικόλαος, καταφλεγόμενος από τον θείον έρωτα, μάλλον επέμεινε παρακαλών και λέγων· «Ό,τι με προστάξης, πάτερ, μετά χαράς σοι υπακούω, μόνον μη με στερήσης της συνοδείας σου». Βλέπων ο γέρων την πολλήν προθυμίαν του νέου τον εδέχθη, και του έδωκε κελλίον και κανόνα δια να αγωνίζεται· ο δε καλός Νικόλαος εδόθη όλος εις τους αγώνας της ασκήσεως, μιμούμενος κατά πάντα τον γέροντα, τον οποίον και μετ’ ολίγον καιρόν παρεκάλεσε να τον ενδύση το μοναχικόν ένδυμα. Ο δε θείος Αντώνιος είπε προς αυτόν· «Επειδή, τέκνον, θέλεις να λάβης το σχήμα των μοναχών, ήξευρε, ότι έχεις να δοθής εις περισσοτέρους αγώνας και κόπους της ασκήσεως, δια να μη σε εύρη κοιμώμενον ο εχθρός και σε διασπαράξη, ως επίβουλος και φθονερός που είναι εις ημάς τους μοναχούς· όθεν και πρέπει να αγωνιζώμεθα, δια να απολαύσωμεν την αιώνιον ζωήν, δια μέσου της στενής και τεθλιμένης οδού». Ταύτα και άλλα περισσότερα λέγων ο γέρων προς αυτόν τον ενέδυσε το μοναχικόν ένδυμα, μετονομάσας αυτόν Νήφωνα. Από τότε λοιπόν ηγωνίζετο ο μακάριος Νήφων πολύ περισσότερον εις όλους τους αγώνας της μοναχικής πολιτείας, και όταν του ήρχετο λογισμός πλούτου ή γονέων ενθύμησις, τα οποία δεν παρέλειπεν ο εχθρός να του φέρη δια να τον απατήση, έτρεχεν ευθύς προς τον γέροντα, και προσπίπτων μετά δακρύων εις τους πόδας του εξωμολογείτο και ενδυναμούμενος από αυτόν και παρηγορούμενος, ελάμβανε την ευλογίαν του και επήγαινεν εις το κελλίον του. Το δε εργόχειρόν του ήτο η καλλιγραφία, με την οποίαν εκέρδιζε τα προς το ζην αναγκαία, διότι ήτο άριστος καλλιγράφος. Εφύλαττε δε ταύτα ο μακάριος Νήφων· αργόν λόγον δεν ωμίλησε ποτέ, ούτε εγέλασεν εις την σκήτην ούτε βιβλίον εκκλησιαστικόν ανέγνωσε χωρίς να χύση δάκρυα, ούτε και λόγον ακόμη ωμίλησε ποτέ, χωρίς την ευλογίαν του γέροντός του· όθεν έγινε τέλειος εις όλας τας τάξεις της μοναδικής πολιτείας. Δεν παρήλθε πολύς καιρός και ο αοίδιμος Αντώνιος εκοιμήθη εν Κυρίω, ο δε Νήφων έκλαιεν απαρηγόρητα την στέρησιν του πνευματικού του πατρός. Ενταφιάσας δε αυτόν και κάμνων ικανόν καιρόν εις την ησυχίαν, ήκουσεν ότι εις την πόλιν της Νάρδας υπήρχεν εις σοφώτατος διδάσκαλος, κατά πολλά ενάρετος, Ζαχαρίας ονόματι, όστις προ ολίγων ημερών είχεν έλθει από το Άγιον Όρος· ποθών δε να απολαύση από αυτόν καρπούς σοφίας και να μάθη και του Όρους τας τάξεις, επήγεν εις αυτόν και εξομολογηθείς παρεκάλει αυτόν να μείνη εις την συνοδείαν του, ο δε Ζαχαρίας, αποδεξάμενος αυτόν, εδίδασκε την ποθουμένην σπουδήν. Αλλ’ επειδή τον καιρόν εκείνον ήτο μεγάλη σύγχυσις και ταραχή εις τας Εκκλησίας, δια την ψευδοσύνοδον που έγινε τότε εις Φλωρεντίαν υπό Ιωάννου του Παλαιολόγου, και οι Ανατολικοί δεν ήθελαν να την δεχθούν παντελώς, δια τούτο ο σοφός Ζαχαρίας ομού με τον ιερόν Νήφωνα μετέβησαν εις την Ασκάλωνα, διδάσκοντες επ’ Εκκλησίαις τους Χριστιανούς να ίστανται στερεοί εις την Ορθοδοξίαν και εις τους όρους των Αγίων Αποστόλων και των Οικουμενικών Συνόδων. Εκείθεν αναχωρήσαντες επήγαν εις την πόλιν της Κρόγιας, ο δε αυθέντης του τόπου Γεώργιος ο Σκενδέρμπεης εδέχθη αυτούς μετά πάσης τιμής και ευλαβείας, ότι και πρότερον είχεν ακούσει την φήμην των και με μεγάλην του χαράν περιποιηθείς αυτούς εκράτησε μαζί του εις το παλάτιόν του, κάμνων και πνευματικόν του πατέρα τον σοφώτατον Ζαχαρίαν. Κατ’ εκείνον τον καιρόν απέθανεν εν Κωνσταντινουπόλει ο βασιλεύς Ιωάννης ο Παλαιολόγος, εβασίλευσε δε αντ’ αυτού Κωνσταντίνος ο αδελφός αυτού, ο οποίος συγκροτήσας Σύνοδον εκήρυξεν άκυρον την εν Φλωρεντία Σύνοδον. Παρελθόντος δε ολίγου καιρού, κρίμασιν οις οίδεν ο Άγιος Θεός, υπέταξαν την Κωνσταντινούπολιν οι Τούρκοι κατά το αυνγ΄ (1453) έτος από Χριστού· ήτο δε μεγάλη ζάλη και ταραχή εις όλα τα μέρη από τας αιματοχυσίας των πολέμων, και έτρεχον οι Χριστιανοί από τόπου εις τόπον δια να κρύπτωνται. Τότε και ούτοι οι μακάριοι εκρύβησαν ολίγον καιρόν εις εν όρος, έως ότου έπαυσεν η σύγχυσις· έπειτα ήλθον εις την πολιτείαν της Αχρίδος, μέσα εις την οποίαν ευρίσκετο Μοναστήριον της Υπεραγίας Θεοτόκου, εις αυτό δε έμειναν ομού με τους άλλους αδελφούς· ο δε ιερός Νήφων επέμενε σπουδάζων τα μαθήματα του διδασκάλου του Ζαχαρία. Κατά δε τας ημέρας εκείνας εκοιμήθη εν Κυρίω ο αρχιερεύς Αχρίδος Νικόλαος, και συνταχθέντες οι Επίσκοποι και οι κληρικοί και όλον το πλήθος παρεκάλουν τον ιερόν Ζαχαρίαν να δεχθή το αξίωμα της αρχιερωσύνης, επειδή ήτο περιβόητος εις όλους δια την αρετήν και την σοφίαν του· ο δε, ταπεινών τον εαυτόν του, έλεγεν, ότι δεν είναι άξιος να αναλάβη τοιούτον βάρος ψυχών, αφού μόλις και μετά βίας ημπορεί να σώση την ιδικήν του ψυχήν. Αλλ’ εκείνοι δεν έπαυον δεόμενοι και παρακαλούντες αυτόν, έως ότου τον κατέπεισαν και εδέχθη την ψήφον. Αφού δε εχειροτονήθη αρχιερεύς ο ιερός Ζαχαρίας, μετά τινας ημέρας ο μακάριος Νήφων εζήτει να του δώση την ευλογίαν του, δια να υπάγη εις το Άγιον Όρος να ησυχάση, ο δε Αρχιερεύς είπε προς αυτόν· «Τώρα είχον χρείαν μεγάλην να σε έχω εις την συνοδείαν μου, τέκνον, δια να παρηγορούμαι και να ελαφρύνωμαι από το βάρος, που ανέλαβον εις τους ώμους μου μη θέλων, και τώρα ζητείς να με αφήσης; Εις καιρόν ανάγκης χρειάζονται οι φίλοι και τα τέκνα, δια να βοηθήσουν τους κινδυνεύοντας πατέρας. Μη με στερήσης, τέκνον μου Νήφων, της πανολβίας σου θέας». Ενώ δε ο Αρχιερεύς έλεγε μετά δακρύων ταύτα, έτρεχον ποταμηδόν τα δάκρυα από τον θείον Νήφωνα, ώστε δεν ηδύνατο να αποκριθή. Έμειναν δε την νύκτα εκείνην και οι δύο αγρυπνούντες, και προς το λυκαυγές αποκοιμηθείς ο Αρχιερεύς είδεν εις το όραμά του Άγιον Άγγελον, όστις του είπε να αφήση τον Νήφωνα να υπάγη όπου βούλεται, ότι είναι σκεύος εκλεκτόν του Αγίου Θεού. Το πρωϊ, κάμνων ευχήν ο Αρχιερεύς, απέλυσε τον θείον Νήφωνα, λέγων· «Ύπαγε, ω τέκνον, όπου σε οδηγήση ο Κύριος, τον οποίον παρακαλώ ο ανάξιος να με αξιώση να σε ίδω πάλιν εις την παρούσαν ζωήν, όταν θέλη η θεία του πρόνοια». Τότε ο μακάριος Νήφων, λαβών συνοδοιπόρον την ευχήν του Αρχιερέως, έτρεχεν εις το Άγιον Όρος ως αετός υπόπτερος, ελθών δε εις την σεβασμίαν Μονήν του Βατοπαιδίου και προσκυνήσας τα ιερά θαυμάσια της Υπεραγίας Θεοτόκου, εζήτησε και εύρεν εκεί πολλούς εναρέτους άνδρας, των οποίων έγινε πρόθυμος ζηλωτής· έπειτα πηγαίνων εις τας Καρυάς συνήντησε τον πρώτον του Όρους, Δανιήλ καλούμενον, άνθρωπον ενάρετον πολλά και διακριτικόν· ο οποίος ιδών αυτόν εχάρη πολλά και ασπασάμενος αυτόν είπεν· «Εγώ, ω σοφώτατε Νήφων, έμαθον από πολλούς περί σου και παρεκάλουν τον Θεόν να με αξιώση να σε ίδω προ του θανάτου μου, και ιδού ότι ο Πανάγαθος εισήκουσε την ταπεινήν μου δέησιν· όθεν παρακαλούμεν σε να διδάξης τους αδελφούς, οι οποίοι εσυνάχθησαν προθύμως δια σε». Ο δε ταπεινόφρων Νήφων έλεγεν· «Δεν είμαι άξιος, Οσιώτατοι Πατέρες, να δίδω ιατρικά εις τους υγιείς και εμπείρους ιατρούς, αλλ’ εγώ μάλιστα χρειάζομαι θεραπείαν από αυτούς». Τότε του λέγει ο θείος Δανιήλ· «Δεν πρέπει να φυλάττης τους θείους λόγους μόνον δια σε, πάτερ, αλλά να τους μεταδίδης και εις τους άλλους, δια να τους ωφελής». Όθεν κλίνας την κεφαλήν ο Άγιος και ποιήσας την συνηθισμένην μετάνοιαν, ήρχισε να λαλή τα πάνσοφά του λόγια, ώστε όλοι εθαύμαζον την σύνεσιν των λόγων του, ότι τόσον γλυκύς ήτο εις το λέγειν, ώστε δεν ηδύνατό τις να τον χωρισθή, αλλά από την γλυκύτητα των λόγων του ελησμόνει και την σωματικήν τροφήν. Περιερχόμενος δε την σκήτην των Καρυών εύρισκε πολλούς εναρέτους άνδρας και εχαίρετο η ψυχή του· έπειτα επήγε και εις το σπήλαιον, όπερ ονομάζεται Κρήτη, εις το οποίον κατώκουν ασκηταί θαυμάσιοι, επορεύοντο δε με σκληραγωγίαν, τους οποίους θαυμάζων δια την υπερβολικήν των υπομονήν, έμεινε μετ’ αυτών διδάσκων και διδασκόμενος, ζων με την καλλιγραφίαν. Μετά ταύτα προσκληθείς από τους προεστώτας της μεγάλης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου να υπάγη και εκεί, δια να λάβουν ωφέλειαν από τους μελιρρύτους λόγους του, δια να μη φανή παρήκοος επήγε μετά χαράς, ως πρόθυμος μιμητής του Δεσπότου. Διδάξας δε αυτούς ικανόν καιρόν ήκουσε δια την Μονήν του Τιμίου Προδρόμου την καλουμένην του Διονυσίου· ότι δηλαδή ήσαν εις αυτήν πολλοί ενάρετοι και εφύλαττον όλας τας τάξεις της μοναδικής πολιτείας, έχοντες κοινόβιον και όλα τα πάντα κοινά, κατά τον μέγαν Βασίλειον, διάγοντες πολιτείαν ισάγγελον. Ποθών όθεν να γνωρίση και τους Πατέρας εκείνους, ανεχώρησεν από την Λαύραν και επήγεν εις αυτήν, βλέπων δε το δύσβατον και σκληρόν του τόπου τόσον εχάρη ο μακάριος, ώστε του εφαίνετο ότι έβλεπε τον θείον Πρόδρομον ενδιαιτώμενον εν όρεσι και σπηλαίοις και εσθίοντα ακρίδας και μέλι άγριον, όλην δε την νύκτα εκείνην έμεινεν άγρυπνος, παρακαλών τον Τίμιον Πρόδρομον να τον αξιώση να μείνη εις εκείνον τον σεβάσμιον τόπον. Ποιήσας τότε μετάνοιαν εις τον Ηγούμενον ενεδύθη ευθύς το θείον και αγγελικόν σχήμα, γενόμενος σταυροφόρος, παρακληθείς δε από τους αδελφούς, δια να λάβη το αξίωμα της ιερωσύνης, έλεγεν, ως ταπεινόφρων, ότι δεν ήτο άξιος· έπειτα πάλιν παρακληθείς πολλά εισήκουσε και εχειροτονήθη κατά βαθμόν αναγνώστης, υποδιάκονος, Διάκονος και Ιερεύς. Ηγωνίζετο όθεν από τότε ο Άγιος περισσότερον εις τους πνευματικούς αγώνας, εις αγρυπνίας, εις νηστείας, εις προσευχάς, και εις αγάπην προς πάντας ανόθευτον· και δια να είπω με συντομίαν, μέγας φωστήρ ήτο ο τρισόλβιος, περιλάμπων όχι μόνον την Μονήν του Διονυσίου, αλλά και όλον το Άγιον Όρος, καθώς εμαρτύρησεν ένας ενάρετος γέρων, Πετρώνιος ονόματι, ο οποίος μένων μίαν νύκτα ομού με τον θείον Νήφωνα έξω από την Μονήν εν τω μέσω της νυκτός, εσηκώθη να προσευχηθή και βλέπει τον Άγιον ιστάμενον όρθιον, και έχοντα υψωμένας τας χείρας και τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν, γεμάτον δε όλον από φως, το οποίον ανέβαινεν έως εις τον ουρανόν και έλαμπε πανταχόθεν, ώστε από την λάμψιν εκείνην έπεσε κατά γης ως νεκρός ο Πετρώνιος. Ο δε Άγιος τον εσήκωσεν εκστατικόν, αφού δε ήλθεν εις τον εαυτόν του, έπεσεν εις τους πόδας του· αλλ’ ο μακάριος Νήφων εζήτει να αποκρύψη από αυτόν την θείαν όρασιν. Όμως ο Πετρώνιος επήγεν εις τον Ηγούμενον μυστικά, και είπε την όρασιν· εις τον οποίον απεκρίθη ο προεστώς· «Τούτο, πάτερ Πετρώνιε, δηλοί την άκραν καθαρότητα του ανδρός, και ότι δια μέσου αυτού θέλουν φωτισθή πολλοί, φυλάττου δε να μη είπης αυτό εις άλλον τινά, δια να μη το ακούση και αναχωρήση από ημάς, φεύγων τον έπαινον, και ζημιωθώμεν τοιούτον άνθρωπον, τον οποίον ο Άγιος Θεός μας εχάρισε καταφυγήν και στήριγμα εις τας ημέρας μας». Κατά δε τον καιρόν εκείνον δύο άρχοντες Θεσσαλονικείς ήλθον εις προσκύνησιν των ιερών Μοναστηρίων του Αγίου Όρους, ευρεθέντες δε εις την Μονήν του Διονυσίου, κατά την ημέραν που ελειτουργούσεν ο Άγιος εις το καθολικόν, και ακούσαντες την μελίρρυτον διδασκαλίαν του, εθαύμασαν, ως γραμματισμένοι όπου ήσαν και αυτοί· και μετά το τέλος ενωθέντες με τον Άγιον ηυφράνθησαν από τας ψυχωφελείς παραγγελίας του. Επιστρέψαντες δε εις την πατρίδα των διεφήμιζον εις όλους τους Θεσσαλονικείς άπαντα τα του θείου Νήφωνος. Εις δε τας ημέρας εκείνας εκοιμήθη ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παρθένιος, συναθροισθέντες δε οι Επίσκοποι και όλος ο κλήρος των Θεσσαλονικέων, όλοι κοινώς απεφάσισαν να εκλέξουν ως ποιμένα των τον πάνσοφον Νήφωνα. Όθεν και αποσταλέντες δύο Επίσκοποι και άλλοι κληρικοί επήγαν εις την σεβασμίαν Μονήν του Διονυσίου, συνομιλήσαντες δε κατά μόνας με τους προεστώτας, τους παρεκάλουν να παρακινήσουν τον Άγιον δια να δεχθή τας ψήφους, εκείνοι δε βαρέως αναστενάξαντες είπον· «Ποίος είναι εκείνος ο οποίος δίδει, Άγιοι Αρχιερείς, τον διδάσκαλόν του εις άλλους; Ημείς είμεθα πεινασμένοι και πως να δώσωμεν την βρώσιν και πόσιν μας; Τόσον κατήντησεν η περιβόητος Θεσσαλονίκη, να μη έχη τινά άξιον δια ποιμένα και ήλθετε εις ημάς τους ταπεινούς να μας στερήσετε το φως των οφθαλμών μας, εις καιρόν όπου βλέπετε μόνοι σας εις ποίους κρημνώδεις και δυσβάτους τόπους κατοικούμεν, ώστε και από τα αναγκαία του σώματος στερούμεθα; Ο Κύριος μας εξαπέστειλε τον παρηγορητήν εις τας θλίψεις μας και τώρα να τον στερηθώμεν οι δυστυχείς; Πολύ δύσκολον μας φαίνεται. Κατ’ αλήθειαν μέγας κίνδυνος μας απειλεί, αν ζημιωθώμεν τοιούτον φωστήρα· αλλά και όλη η αδελφότης βεβαιότατα θα δοκιμάση θλίψιν αμέτρητον». Ταύτα δε εκείνοι ειπόντες ανεχώρησαν. Οι δε Επίσκοποι και οι κληρικοί, βλέποντες ότι δεν κατώρθωσαν τίποτε, παρεκάλουν με θερμά δάκρυα τον Άγιον Θεόν και τον Τίμιον Πρόδρομον να μη επιστρέψουν άπρακτοι· ο δε Άγιος, ερωτών τον Ηγούμενον δι’ αυτούς, δεν έλαβεν απάντησιν από την άκραν λύπην που είχεν· αλλ’ ο Άγιος, ων πεφωτισμένος από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, ηννόησε και του είπε· «Μη λυπήσαι, πάτερ, ότι εγώ θα είμαι μαζί σας, και εις τον ψυχοσωτήριον τούτον τόπον έχω να δώσω το κοινόν χρέος, καθώς παρεκάλεσα τον θείον Πρόδρομον, όταν ήλθον εις το Μοναστήριον και εισήκουσε την δέησίν μου». Ο δε Καθηγούμενος είπε προς αυτόν· «Γένοιτό σοι, αγαπητέ, ως εζήτησας από τον θείον Πρόδρομον· βλέπεις όμως αυτούς, δια τους οποίους με ηρώτησες; Επίσκοποι είναι της Θεσσαλονίκης και απεστάλησαν από όλον τον κλήρον και τον λαόν δια να σε πάρουν ποιμένα των και ημείς μένομεν ορφανοί από σε· μάλιστα δε εγώ δεν σε βλέπω πλέον». Τούτο δε έλεγεν, ων πεφωτισμένος από τον Θεόν· διότι, όταν ήλθε το δεύτερον ο μακάριος Νήφων εις την Μονήν, ήτο αποθαμένος ο Ηγούμενος και δεν τον είδε πλέον, ως προεφήτευσε. Ταύτα λέγων έχυνε ποταμηδόν δάκρυα. Ακούσας ταύτα ο ταπεινόφρων Νήφων έπεσε κατά γης μέσα εις τον Ναόν και βρέχων με δάκρυα το έδαφος έλεγε· «Ποίος είμαι εγώ ο ταπεινός και αμαρτωλός δια να δεχθώ εις τον καταπληγωμένον τράχηλόν μου τοιούτον βαρύτατον ζυγόν»; Οι δε αδελφοί ακούσαντες τον οδυρμόν του Αγίου έδραμον όλοι εις την Εκκλησίαν, δια να ίδουν τις ήτο η αιτία της τοσαύτης λύπης του. Τότε ο Ηγούμενος, βλέπων ότι εσυνάχθη όλη η αδελφότης εις τον Ναόν, τους ανήγγειλεν άπαντα τα των Επισκόπων και κληρικών. Καθώς δε το ήκουσαν οι αδελφοί περιεκύκλωσαν τον Άγιον κλαίοντες και οδυρόμενοι τόσον, ώστε ήκουσαν την ταραχήν οι Επίσκοποι και οι κληρικοί και ήλθον εις το μέσον και έδωκαν εις χείρας του Αγίου τα γράμματα παντός του κλήρου των Θεσσαλονικέων. Ο δε Άγιος κλαίων έλεγεν· «Εγώ, Άγιοι Αρχιερείς, με το να είμαι καταπληγωμένος από τας πολλάς μου αμαρτίας, ήλθον εις τούτον τον τόπον να ησυχάσω και να δώσω τέλος, και πως ημπορώ να φύγω την οδόν της μετανοίας και να αναλάβω τόσων ψυχών την φροντίδα, όταν μόλις δύναμαι να σώσω την αμαρτωλήν μου ψυχήν»; Οι δε Επίσκοποι έλεγον· «Μη φανής, πάτερ, εναντίος εις την θείαν απόφασιν, ότι όλοι κοινώς με μίαν γνώμην και φωνήν σε ζητούν δια Ποιμένα των». Τότε ο Ηγούμενος, ως εκ Πνεύματος Αγίου πεφωτισμένος, είπεν· «Ύπαγε, ω πάτερ τίμιε, ότι ούτως είναι το θέλημα του Θεού να αυξήση το τάλαντον και να σωθούν πολλοί δια σου· ενθυμού δε πάντοτε ταύτην την ιεράν Μονήν και την αγάπην ημών και των αδελφών, βοήθει δε ημίν με τας συχνάς σου προσευχάς και με ό,τι άλλο σωματικόν αναγκαίον δύνασαι προς κυβέρνησίν μας· ημείς δε θα σε έχωμεν πάντοτε εις την μνήμην μας, ως κοινοβιάτην και τέκνον του ιερού μας Μοναστηρίου· διότι ο Κύριος ταύτην την νύκτα επρόσταξεν εμέ τον ανάξιον να μη εμποδίσωμεν την οδόν σου». Ταύτα δε ειπών κατεφίλησε τον μακάριον Νήφωνα· ομού και όλοι οι αδελφοί μετά δακρύων ησπάσαντο αυτόν, ο οποίος τέλος πάντων είπεν· «Ας γίνη, πατέρες μου και αδελφοί, το θέλημα του Κυρίου, καθώς ορίζετε· όμως κίνδυνος μέγας ακολουθεί εις εμέ τον ανάξιον και εύχεσθε υπέρ εμού προς Κύριον». Και τοιουτοτρόπως παραλαβόντες οι Επίσκοποι τον Άγιον ανεχώρησαν χαίροντες. Πηγαίνοντες δε εις την Θεσσαλονίκην, έδραμον τόσον πλήθος λαού δια να ίδουν τον Άγιον και να λάβουν την ευλογίαν του, ώστε εστενοχωρούντο ποίος να προλάβη πρότερον. Όταν δε ήλθεν η Κυριακή εχειροτόνησαν αυτόν Αρχιερέα και Ποιμένα των. Ο δε Άγιος ύστερον από ολίγας ημέρας, βλέπων τους Χριστιανούς συγχυσμένους από τους λατινόφρονας και την καινοτομίαν της εν Φλωρεντία ψευδοσυνόδου, εδίδασκε καθ’ εκάστην τα θεία δόγματα των Αποστόλων και των θείων Συνόδων, αποβάλλων τελείως τας καινοτομίας και τας σοφιστικάς αποδείξεις των Λατίνων, τους παρήγγελλε δε να φυλάττουν την Ορθοδοξίαν ανόθευτον· παρηγόρει δε αυτούς και δια τας αταξίας και τους πειρασμούς των νεωστί βασιλευόντων, παρακινών αυτούς να υπομένουν αγογγύστως τας θλίψεις και τα βάσανα της αιχμαλωσίας, δια την ελπίδα των επηγγελμένων αγαθών, και να φυλάττουν την πίστιν ασάλευτον. Τους δε ανελεήμονας και ασπλάγχνους πλουσίους παρεκίνει, με τας πανσόφους διδασκαλίας του, να ευσπλαγχνίζωνται και να ελεούν τους πτωχούς· διότι τόσον εύσπλαγχνος ήτο και φιλόπτωχος, ώστε πολλάκις επήγαινε μόνος του δια νυκτός τα αναγκαία εις τους ασθενείς και αδυνάτους· με την γλυκύτητα δε των λόγων του έσυρε καθ’ ένα εις το θείον θέλημα· ακόμη και πολλούς απίστους μετέβαλεν ο πάνσοφος εις την πίστιν του Χριστού και καθ’ εκάστην επέστρεφον από την πλάνην των. Όθεν ηκούσθη πανταχού η φήμη του και έτρεχον πολλοί εις αυτόν, έφθασε δε και εις την μεγάλην Εκκλησίαν και επεθύμουν και οι Αρχιερείς να τον απολαύσουν. Μετά δύο χρόνους προσεκλήθη από την ομήγυριν των Αρχιερέων εις την Κωνσταντινούπολιν, δια υποθέσεις αναγκαίας της Εκκλησίας. Τούτο δε έγινε κατ’ οικονομίαν Θεού, δια να τεθή το φως εις υψηλότερον τόπον και να φωτίζη πάντας. Πηγαίνων λοιπόν ο Άγιος εις την Κωνσταντινούπολιν, έγινε δεκτός με κάθε τιμήν από τον Πατριάρχην και τους Αρχιερείς και από όλον τον κλήρον και τον λαόν δια την αρετήν του και την σοφήν κυβέρνησιν του ποιμνίου του. Εύρε δε εκεί και τον διδάσκαλόν του Ζαχαρίαν και ασπασάμενοι αλλήλους εχάρησαν υπέρμετρα· ούτως επληρώθη η προφητεία του θείου Ζαχαρίου, όστις είπεν, ότι θέλουν συναντηθή πάλιν εις την παρούσαν ζωήν. Αλλά μετ’ ολίγον ημέρας ασθενήσας ο αγιώτατος Ζαχαρίας απήλθε προς Κύριον, και το ιερόν του λείψανον εκήδευσεν εντίμως και ευλαβώς ο θείος Νήφων. Έπειτα από ολίγον καιρόν εκοιμήθη εν Κυρίω και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και χωρίς αναβολήν καιρού όλοι οι Αρχιερείς και κληρικοί ανεβίβασαν με βασιλικήν εξουσίαν εις τον οικουμενικόν θρόνον και μη θέλοντα τον σοφώτατον Νήφωνα· ο οποίος έχων τον θείον ζήλον εις την αγίαν ψυχήν του εκήρυττε μεγαλοφώνως τα θεία δόγματα, διδάσκων καθ’ εκάστην ως άλλος Απόστολος, νουθετών, επιτιμών μετρίως, και σπουδάζων διαφόρους τρόπους, δια να αποδιώξη τους λύκους μακράν από την ποίμνην του Χριστού και να στερεώση την Ορθοδοξίαν και με τα θεία και πάνσοφα λόγια του εκέρδαινε και πολλούς απίστους, οι οποίοι ελάμβανον μυστικά από αυτόν το θείον βάπτισμα και ενδυναμούμενοι με τας ευχάς του ηρνούντο και πατρίδα και γένος και έφευγον μακράν, δια να μη κινδυνεύουν από τους ασεβείς. Εχαίρετο λοιπόν η Εκκλησία του Χριστού έχουσα τοιούτον φωστήρα εις πάσαν την οικουμένην διαλάμποντα, ώστε εις τους καιρούς εκείνους δεν ευρίσκετο άλλος τις όμοιός του. Αλλ’ ο μισόκαλος διάβολος δεν υπέφερε να βλέπη τοιαύτα καλά, αλλ’ εκίνησε μερικούς κληρικούς, σκανδαλοποιούς, δια να εξορίσουν τον Άγιον μακράν από την ποίμνην του. Κάμνοντες λοιπόν φατρίας εναντίον του καλού ποιμένος, ώρμησαν με βασιλικήν εξουσίαν και τον εδίωξαν από το Πατριαρχείον. Ο δε θείος Νήφων, μη ηξεύρων τελείως δια ποίαν αιτίαν διώκεται με τόσον παράλογον θυμόν, ηπόρει και ελυπείτο όχι διότι εξεβλήθη του θρόνου, αλλά δια την στέρησιν της σωτηρίας των Χριστιανών, γνωρίζων ότι όλα τα κινούμενα κατ’ αυτού είναι εκ του πονηρού διαβόλου· όθεν και παρεκάλει τον Κύριον να συγχωρήση το αμάρτημα των σκανδαλοποιών και να τους δώση καλήν επιστροφήν, δια να μετανοήσουν, αυτός δε επορεύετο την οδόν αυτού χαίρων, ότι ελυτρώθη από τας φροντίδας και ότι ηδύνατο να απολαύση την ποθουμένην του ησυχίαν. Πηγαίνων δε εις την Σωζόπολιν, ησύχαζεν εις εν Μοναστήριον του Τιμίου Προδρόμου, το οποίον επόθει ολοψύχως, διάγων ζωήν υπερθαύμαστον, τόσον ώστε η φήμη του διεδόθη εις όλα τα μέρη εκείνα και έτρεχον όλοι οι Χριστιανοί δια να βλέπουν τον Άγιον και να ακούουν την ψυχωφελή διδασκαλίαν του. Διατρίβων δε εις το Μοναστήριον δύο ολόκληρους χρόνους, προσεκλήθη πάλιν εις την Κωνσταντινούπολιν και ανέβη εκ δευτέρου εις τον οικουμενικόν θρόνον, έλαμψε δε και πάλιν το φως επί την λυχνίαν και εφωτίσθη όλη η οικουμένη με τας συχνάς διδαχάς του. Αλλά μη υποφέρων πάλιν ο διάβολος την παρουσίαν του Αγίου, εμηχανεύθη εναντίον του άλλην μέθοδον δια να τον διώξη πάλιν· μίαν δε ημέραν επιστρέφων εις το Πατριαρχείον από μίαν Εκκλησίαν όπου ελειτούργησεν, έτυχε να απαντήση αίφνης εις την οδόν τον βασιλέα, σταθείς δε ολίγον εχαιρέτησεν αυτόν κατά το πρέπον· ο δε υπερήφανος βασιλεύς, θέλων ισόθεον τιμήν, ύβρισε τον Άγιον, ότι δεν ηξεύρει να τιμά τους βασιλείς καθώς πρέπει. Ο δε ταπεινόφρων μηδέν λαλήσας ανεχώρησε, λέγων καθ’ εαυτόν· «Και τούτο τέχνη σου είναι, πονηρέ διάβολε». Ελθών δε ο βασιλεύς εις τα βασίλεια διέταξε να εξορίσουν τον Άγιον εις την Αδριανούπολιν, προστάξας να τον φυλάττουν εκεί διωρισμένοι στρατιώται. Eκείνοι δε οι οποίοι τον συνώδευον του έκαμνον καθ’ οδόν πολλά κακά, αλλ’ ο Θεός τον εφύλαξεν αβλαβή, εκεί δε τον άφησαν να κατοική εις μίαν Εκκλησίαν του Αγίου Στεφάνου με μεγάλην φύλαξιν· ο δε Άγιος, ευχαριστών τον Θεόν, ότι του εδόθη εις παρηγορίαν η Εκκλησία του Πρωτομάρτυρος, έχαιρε και εδόξαζε τον Κύριον εις τον οποίον παρεδόθη ολοψύχως μη ελπίζων εις καμμίαν ανθρωπίνην βοήθειαν. Επειδή δε η φήμη του Αγίου διεδόθη και εις την Βλαχίαν, επεθύμει ο τότε εξουσιαστής, Ράδουλος το όνομα, να ίδη τον Άγιον. Πηγαίνων δε εις την βασιλεύουσαν δια να πληρώση τους βασιλικούς φόρους, διήλθεν από την Αδριανούπολιν και μεταχειριζόμενος κάθε τρόπον έλαβε την άδειαν από τους βασιλικούς ανθρώπους να συναντήση τον Άγιον· αφού δε επήγε, κλίνας την κεφαλήν προσεκύνησεν αυτόν με μεγάλην ευλάβειαν, και καταφιλήσας με πόθον αμέτρητον την αγίαν του δεξιάν είπεν· «Εγώ, Δέσποτα Άγιε, επόθουν διακαώς να αξιωθώ να ίδω την πανόλβιον θέαν σου και να λάβω την ευχήν σου και την ευλογίαν σου. Ας είναι λοιπόν δεδοξασμένος ο Θεός, όστις με ηξίωσε την σήμερον και την απήλαυσα. Όμως λυπούμαι βαθέως δια τους πειρασμούς, τους οποίους δοκιμάζεις». Απεκρίθη ο Άγιος· «Εκλαμπρότατε εξουσιαστά, δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών», ως ο θείος Παύλος γράφει, αλλού δε λέγει ότι «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι». Πρέπει λοιπόν να υπομένωμεν της παρούσης ζωής τας περιστάσεις μετά χαράς, καθώς και οι θείοι Απόστολοι, όταν εμαστιγώθησαν από τους Ιουδαίους έχαιρον, ότι ητιμάσθησαν δια το όνομα του Κυρίου, καθώς ιστορεί ο θείος Λουκάς εις τας Πράξεις των Αποστόλων. Ο δε μακάριος Παύλος γράφει εις τας Επιστολάς του· «Νυν χαίρω εν τοις παθήμασί μου». Έχαιρον δε οι τρισόλβιοι εις τας θλίψεις, υπομένοντες αυτάς ευχαρίστως, διότι είχον την μακαρίαν ελπίδα, αλλ’ ημείς οι δυστυχείς είμεθα ολιγόψυχοι, και δεν ημπορούμεν να υπομείνωμεν». Ακούων ταύτα ο εξουσιαστής κατενύχθη και του λέγει· «Παρακαλώ την αρχιερωσύνην σου να έλθης εις την Βλαχίαν να μας διδάξης, διότι είμεθα παντελώς έρημοι από πνευματικήν διδασκαλίαν και από ποιμένα διδακτικόν. Εκεί θέλεις αναπαυθή και όλοι θέλουν σε δεχθή μετά πάσης χαράς. Μόνον δος μοι τον λόγον σου δια να μεσιτεύσω εις τους ασεβείς να λάβωμεν την άδειαν». Δεχθείς ο Άγιος εις τούτο εμεσίτευσεν ο Ράδουλος και έλαβεν αυτόν μαζί του εις την Βλαχίαν, όλοι δε εκεί τον εδέχθησαν ως Απόστολον του Κυρίου. Ο δε εξουσιαστής του λέγει· «Από την σήμερον, πάτερ, σε έχομεν οδηγόν και ποιμένα μας, δια να μας οδηγήσης εις οδόν σωτηρίας και να έχης την εξουσίαν εις τα Εκκλησιαστικά, ό,τι δε προστάξης να γίνεται». Ο δε θείος Νήφων είπε προς αυτόν· «Επαινώ την καλήν σου γνώμην και εύχομαι να την έχης έως τέλους· πλην παρακαλώ, ό,τι επιχειρήσω προς διόρθωσίν σας, να το δεχθήτε ευχαρίστως· εάν δε και ο ίδιος σφάλης, να δέχεσαι πνευματικήν νουθεσίαν. Όταν ο κοινός λαός ίδη τον εξουσιαστήν, ότι δέχεται διόρθωσιν μετανοίας, τότε και αυτοί με ευκολίαν διορθώνονται· πάλιν δε εξ εναντίας, όταν ο εξουσιαστής καταπατή τον νόμον και αθετή τους ιερούς κανόνας, τότε γίνεται εις όλους μεγάλη πτώσις· διότι οι άνθρωποι εύκολα κλίνουν εις το κακόν». Ο δε εξουσιαστής λέγει προς τον Άγιον· «Ό,τι κάμης, Πάτερ, δια το συμφέρον της ψυχής μας, μετά χαράς το δεχόμεθα». Τότε λοιπόν ο πάνσοφος Νήφων επρόσταξε να γίνη τοπική Σύνοδος, να συναχθούν όλοι οι Ιερείς των Εκκλησιών, οι Ηγούμενοι των Μοναστηρίων, και οι άρχοντες του παλατίου με τον εξουσιαστήν και συναχθέντων όλων ήρχισεν ο μακάριος να κηρύττη προς αυτούς εκ τα θεία λόγια και να τους παρακινή εις τα καλά ήθη, με αποδείξεις των θεοπνεύστων Γραφών και των θείων Πατέρων και να τους αποκόπτη από κάθε κακήν συνήθειαν, ώστε όλοι εδέχθησαν την μελίρρυτον διδασκαλίαν του, πεισθέντες δε εις τα θεία λόγια του προσεπάθουν να διορθώσουν όλας τας τάξεις και τα ληθη των. Εχειροτόνησε δε ο Άγιος και δύο Επισκόπους, και δίδων εις αυτούς διωρισμένας επισκοπάς, τους παρήγγειλε να επιμελούνται το ποίμνιον του Χριστού, διότι έχουν να δώσουν λογαριασμόν δι’ αυτούς εις το φοβερόν Κριτήν. Έπειτα στραφείς προς τον Εξουσιαστήν είπεν εις επήκοον πάντων. «Και συ, τέκνον Ράδουλε, όστις έχεις την εξουσίαν εις τας χείρας σου, πρέπει να νουθετής όλους τους υπηκόους σου και να παιδεύης τους ατάκτους· να μη φιλοπροσωπής μήτε εις μέγαν μήτε εις μικρόν, αλλά να κάμνης δικαίαν κρίσιν, ότι η κρίσις είναι του Αγίου Θεού, καθώς λέγει η θεία Γραφή. Ταύτα διδάσκων με πολλήν ταπείνωσιν ο Άγιος απέλυσε την Σύνοδον κρατήσας τους Ιερείς και Μοναχούς, όσοι ήσαν από μακρινούς τόπους ικανόν καιρόν έως να τους διορθώση· όλοι δε εδόξαζον τον Θεόν, διότι τους απέστειλε τοιούτον φωστήρα, και τους ωδήγησεν εις την οδόν της αληθείας, τον ωνόμαζον δε νέον Χρυσόστομον. Ελειτουργούσε δε ο Άγιος εκάστην Κυριακήν και εορτήν, δια να συντρέχουν όλοι εις την Εκκλησίαν, να ακούουν την διδασκαλίαν του και προσεπάθει ο θαυμάσιος με κάθε τρόπον να τους απομακρύνη από την κακήν συνήθειαν της μέθης· ότι ήσαν όλοι σχεδόν παραδεδομένοι εις αυτό το πάθος με υπερβολήν· από αυτό δε γεννώνται όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα και εξόχως η ακάθαρτος πορνεία και η βδελυρά αρσενοκοιτία, εις την οποίαν είχον παρασυρθή οι περισσότεροι· δια τούτο επάσχιζεν ο πάνσοφος να σβέση την φλόγα της μέθης· με την αδιάκοπον δε διδαχήν του επέστρεφον εις μετάνοιαν πλήθος πολύ και διωρθώνοντο. Αλλ’ ο μισόκαλος διάβολος, τι ενεργεί πάλιν κατά του Αγίου, δια να εμποδίση το θείον κήρυγμά του; Εις σημαίνων άρχων από την Μπογδανίαν, ων κακότροπος και κακόφρων, δια να απαλλαγή από την αυθεντικήν εξουσίαν, έφυγεν από την πατρίδα του, εγκαταλείπων και σύζυγον και τέκνα και οικίαν και ήλθεν εις την Βλαχίαν, συνάψας δε στενήν φιλίαν με τον ηγεμόνα Ράδουλον, ηθέλησε να κατοικήση εκεί και να λάβη άλλην γυναίκα. Όθεν ο εξουσιαστής, μολονότι εγνώριζεν ότι ο Μπόγδανος είχε γυναίκα εις τον τόπον του, παρέβλεψε τους νόμους και κανόνας Πατέρων, και του έδωκε παρανόμως την ιδίαν του αδελφήν. Ακούσασα τούτο η νόμιμος σύζυγός του, έγραψε γράμμα προς τον Άγιον προσκλαίουσα και φανερώνουσα εις αυτόν, ότι είναι έγγαμος και έχει τέκνα. Λαβών δε ο Άγιος το γράμμα εκάλεσε τον Μπόγδανον και του ωμίλησε με πραότητα και ταπείνωσιν τα πρέποντα δια να εγκαταλείψη την παρανομίαν και να έχη την νόμιμον γυναίκα του, αλλ’ εκείνος, κακότροπος ων και αμετανόητος, ανεχώρησεν από τον Άγιον με πολλάς απειλάς· παρουσιασθείς δε εις τον εξουσιαστήν εξήγειρε τούτον κατά του Αγίου και εζήτει να τον εκδιώξη από την Βλαχίαν. Αλλ’ ο θείος Νήφων, μη δειλιάσας παντελώς τας απειλάς, επήγεν εις το μέγαρον του εξουσιαστού και του έδωκεν εν πρώτοις το γράμμα, που έστειλεν η νόμιμος σύζυγός του. Έπειτα, ανοίγων τον θείον Νόμον, τους παρεκάλει να μη καταφρονήσουν την θείαν απόφασιν και τους θείους Κανόνας της Εκκλησίας μας. Ο δε Ράδουλος, απορρίψας το προσωπείον της προτέρας ευλαβείας, ωργίσθη και με ύφος άγριον λέγει εις τον Άγιον· «Δεν πρέπει, Δέσποτα, να δεικνύης τόσην αυστηρότητα εις ημάς, αλλά να έχης εντροπήν και φόβον εις τους εξουσιαστάς· εγώ και πρωτύτερα ήθελα να σου είπω, ότι ευθύς ως σε έφερα εδώ κατεπάτησας και ηθέτησας όλας τας παραδόσεις και τάξεις μας, και μετέβαλες, σύμφωνα με την γνώμην σου, όλα τα πράγματα· όθεν από την σήμερον ούτε την διδασκαλίαν σου θέλομεν, ούτε τας παραδόσεις και τάξεις σου· ότι ημείς είμεθα άνθρωποι του κόσμου και δεν ημπορούμεν να ακολουθούμεν την γνώμην σου». Ταύτα ακούσας ανελπίστως ο Άγιος, του λέγει· «Εκλαμπρότατε εξουσιαστά, ουδέποτε επίστευον ότι θα μου έλεγες τοιαύτα πράγματα· δεν ήλθες η εκλαμπρότης σου δύο και τρεις φοράς με τους άρχοντάς σου και με παρεκάλεσας να έλθω εδώ δια ωφέλειαν των ψυχών σας; Δείξον μοι, υψηλότατε, ποίαν κακήν παράδοσιν και τάξιν σας έδωκα και ηθέτησα τας ιδικάς σας· ω αλλοίμονον! Τώρα βλέπω φανερά, ότι μέλλει να έλθη μεγάλη οργή εναντίον σας και λυπούμαι δια τας ψυχάς σας, δια δε τον εαυτόν μου ουδόλως φροντίζω, ότι έχω το θάρρος μου όλον εις Εκείνον τον οποίον εκ νεότητός μου επόθησα και ποθώ και δια την αγάπην του οποίου θεωρώ μεγάλην χαράν μου να χύσω και το αίμα μου, αν είναι ανάγκη. Ήξευρε, αυθέντα, ότι όλη η ιδική μου δύναμις είναι ο Νόμος της Εκκλησίας, δια την οποίαν ο Κύριός μου έχυσε το πανάγιον αίμα του δια να την καθαρίση από κάθε αμαρτίαν και να την αγιάση· θα είναι δε καθαρά και αγία με την εργασίαν των θείων εντολών, τας οποίας ποθώ να φυλάξω έως τέλους της ζωής μου». Ταύτα ειπών εξήλθεν από το μέγαρον και ελθών εις την Εκκλησίαν επρόσταξε τους επί της ευταξίας να συνάξουν τον λαόν, διδάξας δε αυτούς ικανώς, εφόρεσε την αρχιερατικήν στολήν και αφώρισε τον παράνομον Μπόγδανον και εκείνους οι οποίοι τον εβοήθουν εις την παρανομίαν, απαγορεύσας της Εκκλησίας αυτόν ομού με την μοιχαλίδα, ως παραβάτας του Νόμου. Έπειτα νουθετήσας πολλά τον λαόν, προείπεν όσα έμελλον να γίνουν εις την Βλαχίαν, ως και ότι ο Ράδουλος και ο Μπόγδανος έμελλον να λάβουν κακόν θάνατον και να απολεσθούν με την ανομίαν των, αποθέσας δε την αρχιερατικήν στολήν επάνω εις την Αγίαν Τράπεζαν και ασπασθείς τας αγίας Εικόνας ανεχώρησεν. Ακούσας ταύτα ο Ράδουλος εξέδωκεν ορισμόν εις όλην την πολιτείαν να μη τον ονομάζουν πλέον Αρχιερέα, ούτε να του προσφέρουν καμμίαν τιμήν και περιποίησιν, όστις δε ακουσθή, ότι του έδωκεν άρτον ή άλλο τι, ή ότι τον εδέχθη εις την οικίαν του, να ζημιούται την ζωήν του και τα πράγματά του να δημεύωνται. Όθεν έδωκεν ο Άγιος τόπον τη οργή, και επήγεν εις μίαν άκραν της χώρας, εις ένα μικρόν οικίσκον, έχων όλην του την ελπίδα εις τον Θεόν, ο οποίος ως πολυέλεος έστειλεν εις αυτόν τα προς χρείαν, καθώς έστειλε παλαιά και εις τον Προφήτην Ηλίαν την τροφήν δια του κόρακος, και εις τον Δανιήλ δια του Αββακούμ· διότι εν αρχοντόπουλον από την γενεάν των Βασσαράβων, Νεάγκος ονομαζόμενον, τέκνον του Αγίου πνευματικόν, βλέπον αυτόν εις τόσην στενοχωρίαν ελυπείτο υπερβαλλόντως και του έφερεν όλα τα προς την χρείαν μόνος του δια ευλάβειαν κρυφίως, φοβούμενος την οργήν του εξουσιαστού. Σκεπτόμενος δε ο Ράδουλος την κατάραν του Αγίου, και φοβούμενος να μη του έλθη έξαφνα καμμία οργή από τον Θεόν (διότι ναι μεν είχε πείσμα κατά του Αγίου, όμως εγνώριζεν αυτόν, ότι είναι δίκαιος κατά πάντα και θεοσεβής) έκαμε τρόπον και έφερε τον Άγιον εις το ανάκτορόν του με τιμήν, νομίζων ότι με κολακείας θέλει λάβει την συγχώρησιν και του λέγει· «Πάτερ θειότατε και σοφώτατε, συγχώρησέ μας εις όσα σου επταίσαμεν ως άνθρωποι, και έχε και η Παναγιότης σου την συγχώρησιν από ημάς, εις εκείνα όπου είπες και έκαμες εναντίον μας· και παρακαλούμεν σε να μη έχης καμμίαν λύπην εναντίον μας, ημείς δε θα σε φροντίσωμεν εις όσα χρήματα και ενδύματα σου χρειάζονται, θα σε στείλωμεν δε με πολλήν τιμήν όπου βούλεσαι να υπάγης, αλλά και όπου κατοικήσης θα σου στέλλωμεν και εκεί όλα τα χρειαζόμενα. Δια το συνοικέσιον δε του Μπογδάνου μη σε μέλη, ότι αυτός έλαβε την συγχώρησιν από την Σύνοδον των Αρχιερέων, η οποία είναι εις την Κωνσταντινούπολιν, δώσε δε την συγχώρησιν και η Παναγιότης σου, καθώς πρέπει». Tότε ο θείος Νήφων αναστενάζων εκ βάθους ψυχής είπε προς αυτόν ως εις τον τυχόντα άνθρωπον· «Ράδουλε, ούτε τα χρήματά σου θέλω δια την χρείαν μου, ούτε τα ενδύματά σου χρειάζομαι δια σκέπασμά μου, ούτε καμμίαν τιμήν ζητώ από σε, μη γένοιτο. Ενθυμείσαι πόσα έκαμες να με φέρης εις την Βλαχίαν, δια να σε διδάξω τον λόγον του Θεού. Αν λοιπόν σας έκαμα καμμίαν παρανομίαν μαρτύρησέ την· εγώ διωρίσθην από τον Κύριόν μου να ελέγχω τους παρανόμους, εις ταύτην δε την παρανομίαν δεν θέλω συγκοινωνήσει ποτέ, ότι κανένας νόμος δε την συγχωρεί· μόνος σου με έφερες εδώ, και πάλιν μόνος σου με διώκεις· και εγώ μεν υπάγω όπου με οδηγήση ο Κύριος· όμως σεις μέλλετε να αποθάνετε εις την ανομίαν με πολλάς θλίψεις και πόνους, άπειρα δε κακά μέλλουν να έλθουν εις τον τόπον σας, και τότε θα με ζητήσετε, αλλά δεν θα με εύρετε». Ταύτα ειπών ο Άγιος με ελευθεροστομίαν ανεχώρησεν εκείθεν και ευρίσκων τον πνευματικόν του υιόν Νεάγκον, του είπε κατ’ ιδίαν· «Βλέπω, τέκνον μου, ότι μεγάλη οργή μέλλει να έλθη εις τούτον τον τόπον και θα κινδυνεύσης και συ με όλον το γένος σου. Αλλ’ ο πανοικτίρμων Θεός θέλει σε διαφυλάξει από κάθε κακόν, εάν φυλάξης τας παραγγελίας όπου σου έδωσα· όχι δε μόνον θέλεις λυτρωθή από κάθε κίνδυνον, αλλά και εις μεγάλην τιμήν θέλεις αναβή και θα αυξηθή το όνομά σου εις όλα τα μέρη· να ενθυμήσαι δε και εμέ τον πνευματικόν σου πατέρα, και εγώ, εάν εύρω παρρησίαν προς τον φιλάνθρωπον Θεόν, θέλω παρακαλεί αυτόν δια σε». Ούτως ειπών ηυλόγησεν αυτόν και ησπάσατο· ο δε Νεάγκος έκλαιε την ορφανίαν τοιούτου πατρός οδυρόμενος. Παραλαβών δε ο Άγιος τον Μακάριον και τον Ιωάσαφ, τους μαθητάς του, επήγεν εις την Μακεδονίαν, από εκεί δε εις τα Πετόλια, διδάσκων και στηρίζων τους Χριστιανούς· έπειτα ήλθεν εις το Άγιον Όρος εις την ιεράν Μονήν του Βατοπαιδίου και τον εδέχθησαν μετά πάσης ευλαβείας και χαράς οι εκείσε πατέρες, δοξάζοντες τον Θεόν, όστις τους ηξίωσε να απολαύσουν τοιούτον φωστήρα και διδάσκαλον. Ακούοντες δε τον ερχομόν του οι ασκηταί του Όρους έτρεχον καθ’ εκάστην προς αυτόν δια να λαμβάνουν την ευλογίαν του και να ακούουν τας ψυχωφελείς διδασκαλίας του. Ο δε μαθητής αυτού Μακάριος, ων ζηλωτής των αρετών του Αγίου κατά πάντα και αγωνιζόμενος με πολλούς αγώνας την οδόν της ασκήσεως, ανέβη εις το άκρον της θείας αγάπης και εφλέγετο η καρδία του δια να τελειώση την ζωήν του με μαρτυρικόν θάνατον· όθεν εφανέρωσε τον πόθον του εις τον Άγιον· ο οποίος, γνωρίζων ότι ο σκοπός του είναι κατά θείαν βούλησιν, του είπεν· «Ύπαγε, τέκνον μου, εις την οδόν του μαρτυρίου, ότι κατά την προθυμίαν σου θέλεις αξιωθή να λάβης τον στέφανον του μαρτυρίου, να χαίρεσαι αιωνίως μετά των Μαρτύρων και των Οσίων». Σφραγίζων δε αυτόν με το σημείον του Σταυρού τον ηυχήθη και κατά την πρόρρησιν του Αγίου, ούτως έγινε· διότι πηγαίνων εις την Θεσσαλονίκην ο της αληθεία Μακάριος, και παρουσιασθείς εις τους Οθωμανούς, και κηρύττων τον Χριστόν, εβασανίσθη ανηλεώς από αυτούς, τέλος δε απετμήθη την αγίαν του κεφαλήν και έλαβε τον στέφανον του μαρτυρίου. Ο δε θείος Νήφων απεκαλύφθη ταύτα εκ Πνεύματος Αγίου και είπε προς τον Ιωάσαφ, τον άλλον του μαθητήν· «Να ηξεύρης, τέκνον, ότι σήμερον ετελειώθη δια του μαρτυρίου ο συνάδελφός σου Μακάριος και υπάγει δια να χαίρη εις τους ουρανούς». Μετά ταύτα παραλαβών τον Ιωάσαφ ανεχώρησεν από την ιεράν Μονήν του Βατοπαιδίου κρυφίως χωρίς να το ηξεύρη τις, και επήγεν αγνώριστος εις το ιερόν Μοναστήριον του Διονυσίου, εις το οποίον ήτο, καθώς λέγουν, η εξής συνήθεια διωρισμένη από τον κτίτορα της Μονής· όποιος υπάγει εις το Μοναστήριον δια να μονάση, τότε μόνον θα εγένετο δεκτός, εάν κατεδέχετο να γίνη ημιονηγός, να μεταφέρη ξύλα και να κάμνη κάθε άλλην υπηρεσίαν εις όσον καιρόν ήθελε διορισθή από τον προεστώτα. Τότε τον έπαιρναν μέσα εις το Μοναστήριον και τον έκαμνον Μοναχόν ή αν ήτο πρότερον Μοναχός τον εσυναριθμούσαν με τους αδελφούς του Μοναστηρίου. Πηγαίνων λοιπόν και ο Άγιος Νήφων εις το Μοναστήριον αγνώριστος, ως ένας ευτελής Μοναχός, και ερωτηθείς κατά την συνήθειαν από τον προεστώτα, έβαλε μετάνοιαν και υπηρέτει ως ημιονηγός. Εν όσω δε καιρώ ήτο ακόμη αγνώριστος, ήλθον άνθρωποι απεσταλμένοι από την μεγάλην Εκκλησίαν και εζήτουν αυτόν δια να τον αναβιβάσουν πάλιν εις τον Οικουμενικόν θρόνον με βασιλικήν εξουσίαν, αλλά διότι δεν ημπόρεσαν να τον εύρουν ανεχώρησαν. Εν μια δε των ημερών διωρίσθη ο Άγιος να φυλάττη φυλακήν εις τόπον υψηλόν απέναντι του Μοναστηρίου, δια τους πειρατάς, οι οποίοι ήρχοντο έξαφνα τον καιρόν εκείνον εις το Άγιον Όρος και ηχμαλώτιζον πολλούς και ήρπαζον ό,τι επρόφθανον. Όθεν εις το μέσον της νυκτός, ότε ίστατο εις προσευχήν ο Άγιος εκεί όπου εφύλαττεν, είδον μερικοί ενάρετοι Μοναχοί, οι οποίοι αγρυπνούσαν γύρωθεν εις εκείνον τον τόπον, μίαν φλόγα πυρός, ήτις ανέβαινεν από την γην εις τον ουρανόν· εις δε αδελφός, όστις ήτο μαζί με τον Άγιον εις την φύλαξιν, εγερθείς την ώραν εκείνην είδε τον Άγιον ότι ήτο πύρινος, τρομοκρατηθείς δε εσύρθη από τον τόπον του και έσπευσεν εις το Μοναστήριον, όπου διηγήθη εις όλους το φοβερόν θέαμα, το οποίον είδεν· ομοίως το είπον και οι άλλοι Μοναχοί και το εβεβαίωσαν εις τους προεστώτας. Όθεν συναχθέντες όλοι εις την Εκκλησίαν εδέοντο του Αγίου Θεού να τους φανερώση ποίος είναι αυτός ο άνθρωπος, εις τον οποίον φαίνεται τοιούτον σημείον, ο δε Κύριος εισήκουσε την δέησίν των και τον εφανέρωσε τοιουτοτρόπως. Ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου είδεν εις το όραμά του, ότι ευρέθη μέσα εις τον Ναόν, εκεί δε εφάνη ο θείος Πρόδρομος και του είπε· «Σύναξε πάσαν την αδελφότητα και εξέλθετε εις προϋπάντησιν του Πατριάρχου Νήφωνος, διότι φθάνει η τόση ταπείνωσις την οποίαν έδειξε και έγινεν ημιονηγός, δια να μη ζημιωθήτε τα μέγιστα». Εξυπνών δε ο Ηγούμενος έμεινεν εκστατικός, μετά δε ώραν ικανήν ερχόμενος εις τον εαυτόν του έκρουσε τον σημαντήρα και εσυνάχθησαν οι αδελφοί άπαντες, τότε δε τους διηγήθη το όραμα όπου είδε, και έμαθον, ότι αυτός ήτο ο Πατριάρχης Νήφων· όταν δε ήρχετο ο μακάριος ως ημιονηγός, απέναντι του Μοναστηρίου, εξήλθον όλοι μετά λαμπάδων και θυμιαμάτων και τον προϋπάντησαν με μεγάλην τιμήν και σεβασμόν. Ευθύς τότε ως τους είδεν ο θαυμάσιος Νήφων, έρριψε τον εαυτόν του εις την γην, βρέχων το έδαφος με τα δάκρυα. Ο δε Ηγούμενος κάμνων μετάνοιαν τον προσεκύνησε και ησπάσθη τας αγίας του χείρας, λέγων εις αυτόν· «Φθάνει, φθάνει, ω οικουμενικέ φωστήρ, η τόση σου υπομονή· φθάνει η άκρα ταλαιπωρία την οποίαν υπέμεινας θεληματικώς· φθάνει πλέον η τόση ταπείνωσις την οποίαν έδειξας, χωρίς να το ηξεύρωμεν ημείς οι ευτελείς». Οι δε αδελφοί όλοι έκλαιον, και μάλιστα όσοι τον ελύπησαν εν αγνοία προσέπιπτον εις τους ιερούς πόδας του, ζητούντες συγχώρησιν. Τότε ο Άγιος μετά πολλών δακρύων είπε· «Δια τούτο, πατέρες και αδελφοί μου, με απέκρυψεν ο Κύριος εις τούτον τον ψυχοσωτήριον τόπον, καθώς του εζήτησα, δια να λυτρωθώ από τας φροντίδας του κόσμου και να ελεηθώ εις εκείνο το φοβερόν του κριτήριον· ότι αν ίσως και δεν αρνηθώμεν πατέρας και αδελφούς και συγγενείς, και κάθε ανθρωπίνην δόξαν και προσπάθειαν του κόσμου τούτου, καθώς αυτός μας παραγγέλλει, δεν είμεθα άξιοι να τον ακολουθήσωμεν, διότι εάν κερδήσωμεν τον κόσμον όλον και ζημιωθώμεν την ψυχήν μας, τι το όφελος»; Προς δε τους ζητούντας συγχώρησιν είπεν· «Ω τέκνα μου και αδελφοί, εκείνοι οι οποίοι αγωνίζονται εις την αρετήν πρέπει να έχουν πραότητα και αγάπην εις τους πλησίον και να μη οργίζωνται κατ’ αυτών, καν τα μυρία κακά πάθουν από αυτούς, ότι όλοι άνθρωποι είμεθα και κανένας δεν είναι καθαρός από την ιδίαν δύναμιν». Ούτω λοιπόν νουθετών αυτούς ο μακάριος Νήφων, να μη κάμνουν εις άλλους παρόμοια, αλλά χωρίς οργήν και γογγυσμόν να εκτελή έκαστος την διακονίαν του βοηθών ο ένας τον άλλον, κατά την ιδίαν δύναμιν, τους ηυλόγησε και τους ησπάσατο. Έπειτα εμβήκεν εις το Μοναστήριον, και ηγωνίζετο με τόσην άκραν σκληραγωγίαν, ώστε είναι αδύνατον να διηγηθή τις καταλεπτώς τους αγώνας και τους κόπους εις τους οποίους υπεβάλλετο ο μακάριος· ο οποίος μολονότι ήτο γηραλέος και καταδαμασμένος από τους κινδύνους και τας εξορίας, πάλιν υπηρέτει εις όλας τας χρείας του Μοναστηρίου ως ένας από τους πλέον ευτελεστέρους Μοναχούς, πολλάς δε οικοδομάς έκαμεν εκ θεμελίων, τους ασθενείς επεσκέπτετο, τους τεθλιμμένους επαρηγορούσε και πολλάκις, όταν επήγαινα (λέγει ο συγγραφεύς της παρούσης διηγήσεως) και έμενα εκεί, δια να λαμβάνω ωφέλειαν από τας ψυχωφελείς διδασκαλίας του, τον έβλεπα ότι έσκαπτεν εις τον κήπον, εβοηθούσεν εις τον μύλον, κατέβαινεν εις τον λιμένα δια τας χρείας των πλοίων, συνεκοπίαζε με τους διακονητάς ο τρισόλβιος, δια να μη γογγύζουν και χάνουν τον μισθόν του κόπου των. Αλλά με όλα ταύτα δεν παρέλειπεν ο μισόκαλος να τον πολεμή, διότι ευρίσκων μερικούς όργανα ιδικά του, τους διήγειρε να κατακρίνουν και να υβρίζουν τον Άγιον, ονομάζοντες αυτόν υποκριτήν και φλύαρον· εκείνος όμως, ως πάνσοφος, γνωρίζων τας ενέδρας του σατανά, παρεκάλει τον Θεόν να τον ενδυναμώνη, δια να υποφέρη όλους τους πειρασμούς έως τέλους, τους δε υβριστάς του να τους συγχωρή και να τους σώση ως φιλάνθρωπος. Τόσην δε ταπείνωσιν, υπομονήν, σκληραγωγίαν και πτωχείαν εκούσιον είχεν ο αείμνηστος, ώστε δεν εστοχάζετο παντελώς το αρχιερατικόν αξίωμα, ούτε ότι εχρημάτισεν Οικουμενικός Πατριάρχης, αλλά ταύτα ενόμιζεν ως σκιάς και όνειρα. Και μίαν φοράν βλέπων ο Άγιος, ότι οι αδελφοί οι οποίοι έφερον με το πλοίον τας τροφάς του Μοναστηρίου από τα μετόχια, εκινδύνευον από την τρικυμίαν της θαλάσσης, έκαμε τρόπον και εισήλθε μέσα εις το πλοίον, ότι ήτο πλησίον εις το Μοναστήριον· και ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Έπαυσεν η τρικυμία και έγινε γαλήνη μεγάλη· οι δε αδελφοί, πίπτοντες εις τους ιερούς πόδας του, είπον· «Πιστεύομεν, πάτερ σεβασμιώτατε, ότι όσα ζητήσης από τον Θεόν θέλει σου δώσει· δια τούτο παρακαλούμεν σε να κάμης προσευχήν προς τον Κύριον, έχων παρρησίαν προς αυτόν, δια να ταξιδεύωμεν εις το εξής ακινδύνως την θάλασσαν, και να φέρωμεν χωρίς ζημίαν τας τροφάς εις το Μοναστήριον». Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Αν ίσως δεν αμελήτε τους κανόνας σας και την ακολουθίαν και δεν αργολογήτε ουδέ λέγητε αισχρά και άπρεπα λόγια, εύκολα σας εισακούει ο Κύριος και σας ελευθερώνει από κάθε περίστασιν». Αφού είπε ταύτα ο Άγιος, κλίνας το γόνυ επάνω εις το σίδηρον του πλοίου, ύψωσε τας χείρας και τους οφθαλμούς του εις τον ουρανόν και προσηυχήθη ώραν πολλήν μυστικώς· εγειρόμενος δε ηυλόγησε το σίδηρον τρεις φοράς και είπε· «Προσέχετε, αδελφοί, να βάλετε πάντοτε το σίδηρον τούτο εις τόπον καθαρόν· όταν δε σας ακολουθήση κίνδυνος, να το κρεμάτε εις την θάλασσαν, και μέλλετε να ταξιδεύετε ακινδύνως το πέλαγος». Από τότε και εις το εξής εγίνευο αυτό το μέγα θαύμα εις κάθε κίνδυνον της θαλάσσης. Ευθύς ως ήθελε συμβή τρικυμία, εκρεμούσαν εις την θάλασσαν το σίδηρον οι Μοναχοί, επικαλούμενοι με ευλάβειαν το όνομα του Αγίου, και ω του θαύματος! Εγίνετο γαλήνη. Τόσον δε ηυλαβούντο οι μοναχοί το σίδηρον εκείνο, ώστε όταν εθυμίαζον εις τον καιρόν της ακολουθίας εθυμίαζον με ευλάβειαν και το σίδηρον, νομίζοντες ότι βλέπουν τον Άγιον. Και οπόταν ήθελε γίνει τρικυμία εις την θάλασσαν, εφώναζον οι αδελφοί ο εις προς τον άλλον «Καταβιβάσετε, καταβιβάσετε τον Πατριάρχην εις την θάλασσαν, δια να παύση η τρικυμία». Ως θησαυρός λοιπόν πολύτιμος διεφυλάττετο εκείνο το σίδηρον, και εσώζετο εις το Μοναστήριον περισσότερον από εκατόν πεντήκοντα έτη. Ο δε Άγιος φθάνων εις γήρας βαθύ, έως ενενήκοντα ετών, και γνωρίζων εκ θείας αποκαλύψεως ότι ήλθεν ο καιρός να απέλθη προς τον ποθούμενον Χριστόν, εσύναξεν όλην την αδελφότητα και εφανέρωσε τούτο εις αυτούς παραγγέλλων εις πάντας να φυλάττουν ακριβώς τους Κανόνας της μοναδικής πολιτείας και να αγωνίζωνται με κάθε τρόπον δια να αξιωθούν της Βασιλείας των Ουρανών· οι δε αδελφοί έκλαιον όλοι και εκόπτοντο, την ορφανίαν του τοιούτου πατρός οδυρόμενοι· μάλιστα δε δύο αδελφοί, οι οποίοι από αγνωσίαν των τον ωνείδιζον πρότερον, εθρήνουν απαρηγόρητα ζητούντες παρ’ αυτού την συγχώρησιν. Ο δε Άγιος νουθετήσας αυτούς τους παρηγόρησε και ευλογήσας αυτούς είπε προς τους προεστώτας· «Ζητήσατε, αδελφοί μου, ό,τι πνευματικόν ζήτημα θέλετε παρά της εμής ταπεινότητος, πριν παραδώσω το πνεύμα μου εις τον Κύριον». Και απεκρίθησαν άπαντες· «Θέλομεν, πάτερ παναγιώτατε, να μας δώσης εγγράφως τας θείας σου ευχάς, δια να αναγινώσκωνται εις τον τάφον κάθε αδελφού, όταν αποθάνη, και να λαμβάνη την λύσιν των αμαρτημάτων, άτινα ως άνθρωπος ήμαρτεν». Ο δε Άγιος, υπήκοος ων και μέχρι τέλους, δεν παρείδε την αίτησίν των, αλλά κάμνων προσευχήν εις τον Θεόν μετά θερμών δακρύων δια να γίνη το αίτημά των, είπε προς τον μαθητήν του Ιωάσαφ· «Τέκνον, γράψον εις χάρτην τα λεγόμενα, δια να μείνουν εις τους αδελφούς παρηγορία παντοτεινή». Αφού έγραψεν ο Ιωάσαφ τας συγχωρητικάς ευχάς, είπεν ο Άγιος εις αυτόν· «Εγώ μεν απέρχομαι προς τον ποθούμενον Θεόν, συ δε, τέκνον, ύπαγε εις την Κωνσταντινούπολιν και κάμε όσα σοι παρήγγειλα και εκεί θέλεις λάβει και τον στέφανον του μαρτυρίου, ίνα χαίρης αιωνίως εις τα ουράνια». Έπειτα λαβών συγχώρησιν από όλην την αδελφότητα εκοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια και ούτω παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού τη ενδεκάτη του Αυγούστου μηνός. Οι δε αδελφοί όλοι έκλαιον την στέρησιν του καλού ποιμένος· και όσοι πατέρες το έμαθαν εις τας Σκήτας και εις τα Μοναστήρια έδραμον δια να ασπασθούν το ιερόν του λείψανον· συναχθέντες δε πλήθος πολύ, έκαμαν ολονύκτιον αγρυπνίαν, και το πρωϊ μετά παρουσίας πολλής ενεταφίασαν ευλαβώς τον λαμπρόν φωστήρα της Οικουμένης, τον στερεόν λίθον της υπομονής, τον καρτερικώτατον εν τοις κινδύνοις και πειρασμοίς, τον δοκιμασθέντα ως χρυσός εν καμίνω και υπομείναντα τα πάντα δια την αγάπην του Κυρίου. Τοιουτοτρόπως επολιτεύθη ο αοίδιμος Νήφων εις την παρούσαν ζωήν και με τοιαύτα κατορθώματα και αγώνας και αρετάς έλαμψεν εις την οικουμένην· ο οποίος δια του θείου βαπτίσματος ανεγέννησε, Πατριάρχης ων, πλήθος Αρμενίων, Εβραίων και Οθωμανών, και με τας θείας και μελιρρύτους διδασκαλίας του προσέφερεν εις τον Κύριον αναριθμήτους σεσωσμένους· αλλά και με μαρτυρικούς στεφάνους ανέπεμψε προς τον Θεόν τους μαθητάς του· διότι και ο μακάριος Ιωάσαφ, μετά την κοίμησιν του Αγίου, πηγαίνων εις την Κωνσταντινούπολιν και κάμνων καθώς παρήγγειλεν εις αυτόν ο Άγιος, παρουσιάσθη εις τους Αγαρηνούς, κηρύττων δε προς αυτούς την Αγίαν Τριάδα, εβασανίσθη από αυτούς με διάφορα μαρτύρια, και τέλος απετμήθη την αγίαν του κεφαλήν και έλαβε τον στέφανον του μαρτυρίου, κατά την πρόρρησιν του Αγίου. Καιρός δε είναι να διηγηθώ και εκείνα όσα έγιναν εις την Βλαχίαν κατά την πρόρρησιν του θείου Νήφωνος. Αφού ανεχώρησεν εκείθεν ο Άγιος, ηκολούθησε μεγάλη σύγχυσις εις την Εκκλησίαν της Βλαχίας, από τους εκκλησιαστικούς και τους άρχοντας, ηγέρθησαν μεγάλα σκάνδαλα, και εις όλον τον τόπον έγιναν ταραχαί ανέμων, ανομβρίαι και πείνα μεγάλη και εγνώρισαν όλοι, ότι, δια να διωχθή ο Άγιος εκείθεν, ήλθον αύται αι μάστιγες παρά Θεού· δια τούτο έστειλεν εις όλα τα μέρη ο εξουσιαστής Ράδουλος, και ερευνήσας δια τον Άγιον δεν τον εύρε, καθώς του προείπεν ο ίδιος. Μετά την κοίμησιν του Αγίου έπεσεν ο Ράδουλος εις δεινήν και ανίατον ασθένειαν, διετρύπησε δε όλον του το σώμα και εξήρχετο μεγάλη και ανυπόφορος δυσωδία, ώστε δεν ηδύνατο τις να πλησιάση εις αυτόν, ούτω δε με πολλούς πόνους ετελεύτησε και ετάφη εις την Μονήν του Αγίου Νικολάου, ήτις ωνομάζετο του Ντάλου, την οποίαν αυτός ωκοδόμησε. Μετά δε την ταφήν αυτού, δια φόβον των παρεστώτων, έτρεμεν ο τάφος τρεις ημέρας, καθώς ηκολούθησε και εις την βασίλισσαν Ευδοξίαν εις τον καιρόν του Χρυσοστόμου· φόβος δε και τρόμος κατέλαβε πάντας και ενεθυμούντο τον Άγιον Νήφωνα, ότι όλα ηκολούθησαν καθώς τα προεφήτευσεν. Εκινδύνευσε δε ακόμη και ο καλός Νεάγκος ο πνευματικός υιός του Αγίου, καθώς του το προείπεν ο θείος πατήρ, παθών τα έσχατα κακά από δύο τυράννους εξουσιαστάς, οι οποίοι έγιναν μετά τον θάνατον του Ραδούλου· από τον Μίχναν πρώτον, και ύστερον από τον Βλάδουλον· αλλά κατά την πρόρρησιν του Αγίου όχι μόνον ελυτρώθη από κάθε κίνδυνον, δια πρεσβειών του, αλλά και από ζήτησιν όλου του λαού έγινεν εξουσιαστής πάσης Ουγγροβλαχίας. Βλέπων δε ούτος ότι όλαι αι προφητείαι του πνευματικού του πατρός επληρώθησαν, και συλλογιζόμενος τας ενθέους διδασκαλίας του, ήναψεν όλος από θείον έρωτα και επόθησε να φέρη εις την Βλαχίαν το ιερόν του λείψανον, δια να ευλογηθή με την παρουσίαν του και αυτός και όλος ο τόπος εκείνος, όπου ήτο καταδαμασμένος από τόσας θεϊκάς πληγάς, εξόχως δε δια να λάβη την συγχώρησιν ο Ράδουλος, όστις ήτο υπό την αράν του Αγίου, και ούτως έγινε δεύτερος Θεοδόσιος· διότι καθώς εκείνος δια την μητέρα του Ευδοξίαν έφερεν από την Κουκουσόν το ιερόν λείψανον του Χρυσοστόμου, τοιουτοτρόπως και ο θεοσεβέστατος Νεάγκος έκαμεν εις τον θείον Νήφωνα τον νέον Χρυσόστομον. Όθεν έστειλε δύο Ηγουμένους των Μοναστηρίων και δύο επισήμους άρχοντας εις το Άγιον Όρος, εις την ιεράν Μονήν του Διονυσίου, με γράμματα και χαρίσματα πολλά δια να φέρουν το άγιον λείψανον. Ελθόντες δε εκείνοι έδωκαν τα γράμματα εις τον Ηγούμενον της Μονής και αναγνωσθέντων αυτών εις επήκοον πάντων των αδελφών έμειναν όλοι άφωνοι ώραν πολλήν. Τότε εις από τους παλαιούς γέροντας είπε προς τους απεσταλμένους· «Σεβασμιώτατοι Καθηγούμενοι και ευσεβέστατοι άρχοντες, ημείς ούτε του αυθέντου το πρόσταγμα καταφρονούμεν, ούτε πάλιν τολμώμεν να απλώσωμεν χείρα εις τον τάφον του Αγίου· και μάλιστα δεν υποφέρομεν να ζημιωθώμεν οι ταλαίπωροι τοιούτον θησαυρόν, όστις είναι η παρηγορία του Μοναστηρίου μας· ότι καθώς εις την ζωήν του ήτο φύλαξ ημών σωτήριος, ομοίως και τώρα μετά θάνατον το ιερόν του λείψανον μας προξενεί μεγάλην παρηγορίαν εις κάθε θλίψιν και στενοχωρίαν, όπου μας επέρχονται καθ’ εκάστην από τους ασεβείς, και εις άλλα μυρία δεινά από τα οποία πάσχομεν. Καθώς και μόνοι σας βλέπετε, εις πολύ δύσβατον και κρημνώδη τόπον κατοικούμεν, τελείως απαρηγόρητον, άλλην δε παρηγορίαν δεν έχομεν, ειμή το ιερόν λείψανον του Αγίου Νήφωνος, όστις ηγωνίσθη εις τούτο το Μοναστήριον, και τώρα να το πάρουν εις άλλον τόπον παράξενον μας φαίνεται, και λύπη και πόνος ανείκαστος θα προξενηθή εις ημάς». Εκείνοι δε είπον· «Οσιώτατοι Πατέρες, ακούσατέ μας και κάμετε κατά τον λόγον του αυθέντου μας, ήτοι δώσατε με την ευχήν σας το άγιον λείψανον, και εκλέξατε εξ υμών δύο προεστώτας να έλθουν μαζί μας, σας υποσχόμεθα δε ότι θέλει σας στείλει ο αυθέντης μεγάλην βοήθειαν και πολλάς ευεργεσίας θέλει κάμει εις το Μοναστήριον τούτο επιστρέφων οπίσω και το άγιον λείψανον». Οι δε Πατέρες ακούσαντες ταύτα απεκρίθησαν· «Ημείς δεν τολμώμεν να σκάψωμεν, και κάμετε μοναχοί σας ό,τι θέλετε». Τότε ένας από τους άρχοντας, ο μέγας Λογοθέτης, λαμβάνων μίαν δίκελλαν και ποιών το σημείον του ζωοποιού Σταυρού, είπεν· «Εγώ, στηριζόμενος εις την πίστιν και ευλάβειαν του αυθέντου μου, επιχειρώ το έργον και ελπίζω εις την πρεσβείαν του Αγίου, ότι δεν θέλω λάβει καμμίαν βλάβην». Ούτω λέγων ήρχισε να σκάπτη, καθώς δε επλησίασεν εις το άγιον λείψανον, ω των αρρήτων σου, Χριστέ, θαυμασίων! Εγέμισεν όλος ο τόπος εκείνος από ευωδίαν ανεκδιήγητον· λαβόντες δε το άγιον λείψανον, το έβαλαν εις εν κιβώτιον και το έφεραν εν τω μέσω του Ναού, τότε δε εγέμισεν η Εκκλησία από ευωδίαν θαυμασίαν, συναχθέντες δε οι αδελφοί έκαμαν ολονύκτιον αγρυπνίαν, ηκούσθη δε ο λόγος εις τα κελλία και σκήτας και Μοναστήρια όσα είναι εκεί πλησίον. Όθεν έδραμον οι Πατέρες μετά πίστεως και ευλαβείας, δια να ασπασθούν το άγιον λείψανον. Θέλων δε ο Παντοδύναμος Θεός να δοξάση τον Άγιον και μετά την κοίμησιν, δια τους υπερβολικούς αγώνας και ιδρώτας της αυτού ασκήσεως, τι ωκονόμησεν; Εις Μοναχός, ων άλαλος και κωφός, επήγε και αυτός να ασπασθή τον Άγιον, ευθύς δε ως ήγγισεν εις το άγιον λείψανον και το ησπάσθη, ως του θαύματος! Ελάλησεν ανεμποδίστως και ευχαριστών τον Άγιον διηγείτο απανταχού το θαυμάσιον. Άλλος δε πάλιν, τυφλός και από τους δύο οφθαλμούς, χειραγωγούμενος ήλθε να ασπασθή, τρίβων δε τους οφθαλμούς του εις το Άγιον λείψανον ανέβλεψε. Αλλά και άλλα πολλά θαύματα έκαμεν ο Άγιος Νήφων, τα οποία παραλείπω δια την συντομίαν· όμως και τα ολίγα ταύτα έγραψα δια να φανερώσω την παρρησίαν, την οποίαν είχεν ο Άγιος προς τον Θεόν. Μετά δε τρεις ημέρας, λαβόντες το άγιον λείψανον οι απεσταλμένοι και τινες Μοναχοί από το Μοναστήριον, εκίνησαν δια την Βλαχίαν, διερχόμενοι δε τον Δούναβιν έστειλαν είδησιν εις τον εξουσιαστήν, ο οποίος απέστειλεν ευθύς εις την προϋπάντησιν του Αγίου Αρχιερείς, Ιερείς, Διακόνους και Μοναχούς. Όταν δε επλησίασε το άγιον λείψανον εις την πόλιν του Βουκουρεστίου, εξήλθε και αυτός ο θεοσεβέστατος εξουσιαστής και όλον το πλήθος του λαού μετά λαμπάδων και θυμιαμάτων, εναγκαλισθείς δε την θήκην κατησπάζετο μετ’ ευλαβείας και δακρύων το άγιον λείψανον. Λαβόντες δε αυτό εις τους ώμους των με την θήκην ήλθον ομού με τους επισήμους άρχοντας εις το Μοναστήριον του Ντάλου και έβαλον το άγιον λείψανον επάνω εις τον τάφον του Ραδούλου, έκαμαν δε εκεί ολονύκτιον αγρυπνίαν, δεόμενοι θερμώς του Αγίου να συγχωρήση το ανόμημα του ελεεινού Ραδούλου. Εν δε τω μέσω της νυκτός, ενώ ηγρύπνουν, απεκοιμήθη ο εξουσιαστής Νεάγκος και βλέπει εις το όραμά του ότι ήνοιξε ο τάφος του Ραδούλου και εφάνη το σώμα του κατάμαυρον, έτρεχε δε από όλα του τα μέλη πύον και εξήλθε δυσωδία ανείκαστος και ότι μη δυνάμενος να υποφέρη ταύτην, παρεκάλει τον Άγιον να κάμη έλεος εις εκείνον τον ταλαίπωρον Ράδουλον. Παρευθύς τότε βλέπει ότι έτρεχεν από την θήκην του αγίου λειψάνου ως μία βρύσις, και ότι ο Άγιος έπλυνεν όλον το βρωμερόν εκείνο σώμα του Ραδούλου και το έκαμεν ωραιότατον και λαμπρότατον και ούτως έκλεισε πάλιν ο τάφος του Ραδούλου, ο δε Άγιος επήγεν πλησίον και του είπεν· «Ιδού, τέκνον, ότι επήκουσα την δέησίν σου, μόνον σου παραγγέλλω να ειρηνεύης πάντοτε με τον λαόν σου και να αποστείλης εις το Μοναστήριόν μου το λείψανόν μου εις παρηγορίαν των αδελφών, οι οποίοι αγωνίζονται εκεί», έπειτα δε επήγε και εμβήκε πάλιν εις το κιβώτιον. Ο δε θεοφιλής Νεάγκος εξυπνήσας έμεινεν ως εκστατικός ώραν πολλήν, συλλογιζόμενος εκείνα τα οποία είδεν, ελθών δε εις εαυτόν εφώναξε μεγαλοφώνως· «Δόξα σοι, Βασιλεύ επουράνιε, ο δοξάσας τον δούλον σου τον ηγαπημένον Άγιον Νήφωνα με δόξαν ανεκλάλητον». Τότε έπαυσαν αι ψαλμωδίαι και διηγήθη ο αυθέντης εις όλους εκείνα όσα είδεν εις το όραμά του και εδόξασαν άπαντες τον Θεόν. Το δε πρωϊ, όταν έγινεν η θεία λειτουργία, συνήχθησαν και από τας έξω χώρας της Βλαχίας πλήθος πολύ, φέροντες μαζί των και αναριθμήτους ασθενείς, οι οποίοι ησπάζοντο τον Άγιον μετά δακρύων και πίστεως και ελάμβανον την υγείαν των· χωλοί ανωρθούντο, τυφλοί ανέβλεπον, οι από παροξυσμούς βασανιζόμενοι εθεραπεύοντο, και σχεδόν κάθε ασθένεια εδιώκετο από εκείνους όσοι προσέτρεχον εις τον Άγιον μετά πίστεως. Βλέπων δε ο εξουσιαστής ότι καθ’ εκάστην εθαυματούργει ο Άγιος, συνήθροισε σύνοδον τοπικήν και διώρισαν να εορτάζεται ο Άγιος κατά την ενδεκάτην του Αυγούστου μηνός, εις την οποίαν εκοιμήθη, και συνέθεσαν όλην την ακολουθίαν του· μετά ταύτα προσέταξεν ο θεοσεβής Νεάγκος και έκαμαν εν χρυσούν κουβούκλιον πολυέξοδον με λίθους πολυτίμους και σμάλτον περικεκοσμημένον, ωραιότατον, εις δε το σκέπασμα αυτού άνωθεν ιστόρησε τον Άγιον, έμπροσθεν ιστόρησε τον εαυτόν του γονατιστόν, μέσα δε εις αυτό έβαλε τα λείψανα του Αγίου, κρατήσας μόνον την αγίαν κάραν και την χείρα του, με την θέλησιν των Πατέρων, εις αντάμειψιν δε αυτών τους έδωκε την πάντιμον κάραν του ενδόξου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου εν θήκη χρυσή μετά πολυτίμων λίθων κεκοσμημένην, την οποίαν απέστειλεν εις την ιεράν Μονήν Διονυσίου, ομού με το λοιπόν ιερόν λείψανον του Αγίου Νήφωνος, δίδων εις τους Πατέρας και πολλήν βοήθειαν και αναγείρων εκ θεμελίων πολλά κτίρια εις το Μοναστήριον, δια τα οποία μνημονεύεται ακαταπαύστως ως κτίτωρ. Την δε κάραν και την χείρα του θείου Νήφωνος, έως ου εζούσεν ο αείμνηστος Νεάγκος, τα είχε μαζί του όπου και αν ήθελεν υπάγει, προς αγιασμόν και αποτροπήν παντός εναντίου· μετά δε την αποβίωσιν αυτού τα αφιέρωσεν εις το Άρζεσι, το περικαλλές Μοναστήριον, όπου αυτός ωκοδόμησε, ευρίσκονται δε εκεί έως την σήμερον, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου