Αναστάσιος ο Νέος Μάρτυς του Χριστού (Σπάσος βουλγαριστί ονομαζόμενος) ήτο από την επαρχίαν της Στρωμνίτσης της Μακεδονίας, η οποία τον παλαιόν καιρόν ωνομάζετο Τιβεριούπολις, από χωρίον Ραδοβίτσι· ήτο δε νέος, έως ετών είκοσι την ηλικίαν και ωραίος την όψιν. Ελθών δε εις την Θεσσαλονίκην, επήγεν εις ένα οπλοποιόν, όστις ήτο διδάσκαλός του εις την τέχνην, αυτός δε επειδή είχεν ενδύματά τινα τουρκικά, εζήτει τρόπον να τα εκβάλη έξω από την πόλιν της Θεσσαλονίκης χωρίς να πληρώση φόρον. Όθεν παρακινεί ο διδάσκαλος τον μαθητήν του αυτόν να ενδυθή μίαν στολήν από τα ενδύματα εκείνα, και να διέλθη ως Τούρκος, τάχα, από την θύραν της πόλεως· ο νέος αντιστέκεται εις τούτο, λέγων εις αυτόν ότι το πράγμα είναι επικίνδυνον· αλλ’ ο διδάσκαλός του, ενθαρρύνων τον νέον με πολλούς λόγους, τον πείθει και ενδύεται τα τουρκικά ενδύματα ο νέος, ούτω δε πηγαίνει να περάση την θύραν του φρουρίου.
Τότε οι άνθρωποι του χαρατζή τον ερωτούν αν έχη χαρτί, και αυτός τους αποκρίνεται ότι είναι Τούρκος· εκείνοι του είπον να κάμη σαλαβάτι (ομολογίαν της μουσουλμανικής πίστεως), δια να βεβαιωθούν πως είναι μουσουλμάνος και να τον αφήσουν· ο δε νέος, το ανέλπιστον τούτο ακούσας, έμεινεν άφωνος, διότι ούτε ήξευρε τι είναι το σαλαβάτι, ούτε ήθελε να κάμη εκείνην την των μουσουλμάνων ομολογίαν. Δέροντες λοιπόν και ωθούντες αυτόν ως καταφρονητήν του μωαμεθανισμού, τον πηγαίνουν εις το κονάκι του χαρατζή και πρώτον τον παρουσιάζουν εις τον κεχαγιάν εκείνου, λέγοντες και καταβοώντες τα ανωτέρω και περισσότερα· ούτος τον εξήτασεν ακριβώς, βλέπων δε, αφού του έκαμεν αρκετήν βίαν, ότι δεν κλίνει εις τον μωαμεθανισμόν, λαμβάνων αυτόν ο ίδιος τον έφερεν εις τον αγάν, αυτός δε τον εξήτασε με περισσοτέραν ακρίβειαν· και πρώτον μεν μετεχειρίσθη εις αυτόν διαφόρους κολακείας, δίδων εις αυτόν λαμπράς και μεγάλας υποσχέσεις, δια να τον ελκύση· έπειτα βλέπων αυτόν, ότι δεν πείθεται από τας κολακείας, ήλλαξε το προσωπείον, ήτοι ήρχισε να τον απειλή με διαφόρους τρομοκρατικάς απειλάς, αλλ’ ο νέος ίστατο στερεός, και διορθώνων το σφάλμα όπου έκαμε πρότερον, ομολογών ήδη, και λέγων ότι είναι Χριστιανός και δεν αλλάζει την εις Χριστόν πίστιν του, ό,τι και αν τον κάμωσι. Ταύτα βλέπων και ακούων ο αγάς, έστειλεν άνθρωπον εις τον Μουφτήν της πόλεως, να του φανερώση την υπόθεσιν και να τον ερωτήση τι έπρεπε να κάμη εις ένα τοιούτον απειθή υβριστήν. Ο Μουφτής του απεκρίθη· «Με το ένα χέρι βαστάς το ξίφος και με το άλλο το χαρτί, όποιο θέλεις εκ των δύο μεταχειρίσου εις αυτόν». Ήθελε δε να φανερώση με τούτο, ότι αν είσαι ζηλωτής της πίστεως, τιμώρησε τον υβριστήν της πίστεως με την μάχαιραν, ει δε και είσαι φιλοχρήματος και αδιάφορος, δώσε του το χαρτί. Λοιπόν τοιαύτην απόκρισιν λαβών ο αγάς τον έστειλεν εις τον Μολλάν, ήτοι εις τον Κριτήν, έστειλε δε και πέντε Τούρκους να μαρτυρήσουν κατ’ αυτού, ότι περιπαίζει και υβρίζει την πίστιν των. Ο Κριτής εδοκίμασε με διαφόρους τρόπους να του μεταβάλη την γνώμην, και μη δυνηθείς, του έδωσε πρώτον δαρμόν πολύν, έπειτα τον έκλεισεν εις την φυλακήν σιδηροδέσμιον· δευτέραν φοράν τον φέρνει έμπροσθέν του, και πάλιν ευρίσκων αυτόν αμετάπειστον, πάλιν τον ραβδίζει απηνώς, και πάλιν τον κλείει εις την φυλακήν με βαρύτατα δεσμά, αλλ’ ο γενναίος νέος υπομένει μεγαλοψύχως όλα· και ραβδισμούς και δεσμά και την πικροτάτην φυλακήν, ενδυναμούμενος βέβαια υπό της παντοδυνάμου χάριτος του Κυρίου Ιησού Χριστού. Την άλλην ημέραν τον φέρει τρίτην φοράν έμπροσθέν του, και πάλιν μεταχειρίζεται διαφόρους τρόπους και μηχανάς, αλλά άπασαι αυτού αι προσπάθειαι απέβησαν εις μάτην. Τέλος βλέπων το αμετάβλητον της γνώμης του Μάρτυρος, τον έστειλεν εις τον Μουσελίμην, δια να πάθη εκεί δριμύτερα βάσανα. Ήρχισε και αυτός ευθύς με κολακείας πολλάς, δια να τον πείση να αρνηθή τον Χριστόν, και να δεχθή τον Μωάμεθ. Και τι δεν του υπέσχετο; Του έδωκεν ευθύς, ως τάχα μέγα τι πράγμα, ο γηϊνόφρων και μάταιος, εν ζεύγος πιστόλας αργυράς, εν ξίφος μετρίως κεκοσμημένον, ενδύματα πολύτιμα, φλωρία χίλια και επέκεινα. Του υπέσχετο να τον κάμη σωματοφύλακά του τον πλέον έντιμον και να τον έχη εις την εύνοιάν του, μόνον να γίνη Τούρκος. Αυτά τα μικροπρεπή και ουτιδανά επρότεινε και υπέσχετο εις τον στρατιώτην του Χριστού ο Μουσελίμης, νομίζων, ότι με αυτά τα δελεάσματα θα παγιδεύση και θα ελκύση την απλήν εκείνην ψυχήν εις την απώλειαν· αλλ’ ο καλός εκείνος νεανίας, αν και ήτο απλούς και αγράμματος, αλλ’ όμως αφού μετεμελήθη, διότι είπε τον πονηρόν εκείνον λόγον, απεφάσισε να σταθή και να μείνη Χριστιανός, και να υπομείνη δια την αγάπην του Χριστού ό,τι και αν του κάμωσι· βεβαιότατα και η χάρις του Ιησού Χριστού του εφώτιζε τον νουν, να μη απατάται από τας πανουργίας των αισθητών και νοητών εχθρών, και η θεία του δύναμις εδυνάμωνε την ασθένειαν της ψυχής και σαρκός, εις το να υπομένη τα υπέρ του Χριστού κολαστήρια. Απέπτυε λοιπόν φρονιμώτατα όλα εκείνα ο ουρανόφρων νέος, ως σκύβαλα θεωρών αυτά, και ουδέ ήθελε καν να βλέπη με τους οφθαλμούς του, αλλά τα απεστρέφετο και τα εμίσει ως απωλείας μέσα και όργανα. Βλέπων λοιπόν ο εξουσιαστής, ότι με τον κολακευτικόν τρόπον δεν κατορθώνει τίποτε, μεταχειρίζεται τον τυραννικόν και προστάζει να τον δείρουν δυνατά. Τον έδειραν λοιπόν απηνέστατα και σκληρότατα· έπειτα εκ προστάγματος ρίπτεται εις την φυλακήν, βάλλουν τους πόδας του εις το τιμωρητικόν ξύλον, αλύσεις εις τον λαιμόν, χειροπέδας εις τας χείρας, και καλάμους εις τους όνυχας. Όλην σχεδόν την ημέραν δεν έπαυσαν οι απάνθρωποι να τον βασανίζουν με διάφορα κολαστήρια, ο δε τύραννος τον έφερε πολλάκις, ούτω βασανισμένον και καταιματωμένον έμπροσθέν του, συχνά δε τον παρεκίνει και τον ηνάγκαζε πολυτρόπως να γίνη μουσουλμάνος. Αλλ’ ο μάρτυς ίστατο πάντοτε ο αυτός, και άλλο δεν έλεγε παρά «Χριστιανός είμαι, δεν αρνούμαι την πίστιν μου». Όθεν τέλος απελπισθείς ο ηγεμών, τον έστειλεν εις τον τόπον της καταδίκης, προστάξας να τον κρεμάσουν έξω από την καλουμένην «Καινούργιαν πόρταν», παραγγείλας εις τους ιδικούς του ανθρώπους να μη παύσουν εις όλην την οδόν από το να τον παρακινούν, ίσως και τον κερδίσουν. Πηγαίνων όμως ο Μάρτυς, δεν έφθασε ζωντανός εις τον τόπον της καταδίκης, αλλά από τας πολλάς βασάνους και την κάκωσιν του σώματος, λιποψυχήσας εις την οδόν παρέδωκε το πνεύμα, διαμείνας μέχρι τέλους εις την καλήν και λαμπράν ομολογίαν της Αγίας ημών Πίστεως, εν Χριστώ Ιησού· ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου