Σέργιος και Βάκχος οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους του δυσσεβούς βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει 296, στρατιώται ωραίοι την όψιν, νεώτατοι την ηλικίαν, επιφανείς το γένος, λαμπροί την αξίαν και ευγενέστατοι, Ρωμαίοι αμφότεροι, οίτινες ως ανδρείοι είχον μεγάλην τιμήν εις τα βασίλεια, ο δε Μαξιμιανός τους ετίμησε με αξιώματα κάμνων τον Σέργιον πριμικήριον της σχολής των Κιντιλίων και τον Βάκχον σεκουνδικήριον της αυτής σχολής, νομίζων ότι προσεκύνουν ούτοι τα είδωλα, αλλ’ αυτοί ήσαν Χριστιανοί εκ νεότητος, αναμένοντες καιρόν επιτήδειον δια να ομολογήσουν και παρρησία την αλήθειαν. Καθ’ εκάστην όθεν εμελέτων την μέλλουσαν ζωήν ως αιώνιον, την δε πρόσκαιρον ενόμιζον σοφώτατα παροικίαν, κατά τον Προφήτην, και επραγματεύοντο ποικιλοτρόπως την σωτηρίαν αυτών, ως σοφοί έμποροι. Βλέποντες δε άλλοι τινές στρατιώται την μεγάλην αγάπην, την οποίαν είχε προς αυτούς ο βασιλεύς, εφθόνησαν και τους διέβαλον, ότι δεν εξετίμων την φιλίαν του, αλλά τους μεν θεούς αυτού καταφρονούν, τον δε Χριστόν ευφημίζουν.
Ο δε βασιλεύς, γινώσκων την καλήν γνώμην των νέων, δεν επίστευσε τας διαβολάς αυτάς, έως ότου ίδη οφθαλμοφανώς την αλήθειαν. Ημέραν όθεν τινά ητοίμασε θυσίαν προς τιμήν των ψευδωνύμων θεών, και προσέταξε να έλθουν όλοι οι πρόκριτοι να θυσιάσουν εις τους θεούς μετ’ αυτού· συνηθροίσθησαν όθεν εις το ιερόν πλήθος αναρίθμητον, οίτινες ετέλεσαν την θυσίαν επιμελέστατα, ευφημίζοντες τον Μαξιμιανόν. Οι δε καλοί του Χριστού στρατιώται, Σέργιος και Βάκχος, ίσταντο έξωθεν, εις τον αληθή Θεόν προσευχόμενοι, του οποίου εδέοντο να τους διαφυλάξη αμώμους εις την οδόν του Μαρτυρίου των και να φωτίση τους Έλληνας εις το να γνωρίσωσι την αλήθειαν. Παρατηρών ο βασιλεύς ένθεν κακείθεν και μη βλέπων τους Αγίους, εβεβαιώθη ότι δικαίως τους διέβαλον. Όθεν προστάσσει θυμωμένος να τους αρπάσουν οι υπηρέται όπου τους εύρουν και να τους φέρουν δεδεμένους ως καταδίκους ενώπιόν του. Τούτου δε γενομένου τους λέγει με πολλήν αγριότητα· «Δια να σας δείξω πολλήν αγάπην και φιλίαν υπερηφανεύθητε, ανόσιοι, και εφάνητε προς εμέ αχάριστοι· αλλ’ εάν δεν θυσιάσετε πάραυτα, να εξευμενίσετε τους θεούς και εμέ, τότε θα σας ανταμείψω τας ύβρεις αναίσχυντοι». Ταύτα οι γενναίοι ακούσαντες, ηννόησαν ότι εγνώρισεν ο βασιλεύς την υπόθεσιν. Όθεν έκριναν δίκαιον να φανερώσουν την ευσέβειαν, και ούτω Θεόν μεν αληθή τον Χριστόν ωμολόγησαν, τα δε είδωλα των εθνών εμυκτήρισαν, άψυχα καλούντες αυτά και αναίσθητα και πάσης άλλης ύβρεως άξια. Έπειτα προς τον βασιλέα με παρρησίαν ταύτα ελάλησαν· «Μόνον εις την επίγειον ταύτην στρατείαν είμεθα υποχρεωμένοι να σε υπηρετούμεν ως δούλοι ευγνώμονες, ω βασιλεύ! Κωφούς όμως και αναισθήτους θεούςμη γένοιτο να προσκυνήσωμεν πώποτε, ή μικρόν να αποχωρήσωμεν από τον αληθή και παντέλειον Θεόν, καν με σίδηρα και πυρ καταναλώσης τας σάρκας μας· διότι δεν είναι άλλο μακαριώτερον όσον να πάθη τις δια την ευσέβειαν». Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς προστάσσει να τους αφαιρέσουν ευθύς τας ζώνας και τα άλλα του βαθμού των διάσημα, να τους ενδύσουν δε με γυναικείαν στιλήν και να βάλουν σιδηρούς κλοιούς εις τον τράχηλον αυτών, ούτω δε να τους περιφέρουν εις όλην την πόλιν προς χλεύην αυτών. Οι δε μακάριοι Μάρτυρες επήγαιναν χαίροντες, και δεν εντρέποντο πομπευόμενοι, αλλά μάλλον εσεμνύνοντο δια Χριστόν εμπαιζόμενοι και προσηύχοντο λέγοντες· «Ενέδυσας ημάς ιμάτιον σωτηρίου, Κύριε, και χιτώνα ευφροσύνης ημάς περιέβαλες». Αφού δε έστρεψεν ο βασιλεύς εις το παλάτιον, του έφεραν πάλιν εκεί τους Αγίους, και τους λέγει με πολλήν ημερότητα· «Ευλαβηθήτε την φιλίαν την οποίαν έχομεν, και μη φανήτε προς την αγάπην και την τιμήν που σας έδειξα αγνώμονες, προσκυνούντες Θεόν νεώτερον. Ίδετε την καλωσύνην μου, ότι ημπορώ να σας δώσω δεινά κολαστήρια και να σας αναγκάσω να κάμετε και χωρίς την θέλησίν σας τον λόγον μου, αλλά την φιλίαν μας ευλαβούμαι, και δεν θέλω να φανώ σκληρός προς υμάς, έως ότου σας πείσω με το καλόν, να μου υπακούσετε». Οι δε Άγιοι χαριέντως και ταπεινώς απεκρίθησαν· «Φανερόν είναι, φιλανθρωπότατε βασιλεύ, ότι ημείς δεν εφάνημεν προς τας τιμάς και ευεργεσίας αχάριστοι, αλλά και δεσπότην μας σε γινώσκομεν, και μεγάλην επιμέλειαν εδείξαμεν έως την σήμερον εις όλα τα προστάγματά σου, δεν ημελήσαμεν δε ποσώς εις όσα έπρεπε να κάμωμεν κατά την αξίαν την οποίαν μας έδωσες· αλλά τώρα όπου μας αναγκάζεις να αρνηθώμεν την φιλίαν του Θεού δια την ιδικήν σου, δεν υπακούομεν· μάλιστα ανοησία σου μεγάλη είναι να μας συμβουλεύης τοιαύτα ανόσια και συ μάλλον φαίνεσαι προς τον ευεργέτην Θεόν αχάριστος, όστις σου έδωσε την ζωήν και αυτό το βασίλειον, διότι Αυτός τον κόσμον όλον εποίησε, και τον άνθρωπον πάντων των κτισμάτων βασιλέα κατέστησε, και πάλιν ύστερον υπέμεινεν ως φιλάνθρωπος εκούσιον θάνατον, δια να μας λυτρώση από την τυραννίαν του δαίμονος. Ποία αγνωμοσύνη λοιπόν είναι από την ιδικήν σου μεγαλυτέρα, να μη προσκυνής τον Δημιουργόν και Σωτήρα, αλλά ανάξια κτίσματα; Γίνωσκε ότι δεν συγκοινωνούμεν εις την τοιαύτην αχαριστίαν σου, ούτε τον αληθή Θεόν θα αρνηθώμεν δια πρόσκαιρα αγαθά, ούτε εάν μας δώσης τα δεινότερα κολαστήρια και τον πικρότερον και πανώδυνον θάνατον». Ταύτα ακούων ο βασιλεύς εθυμώνετο και εβούλετο να μαστιγώση τους Αγίους, αλλ’ ηυλαβείτο την ευγένειάν των, και δεν ήθελε να ζημιωθή τοιούτους άνδρας επιφανείς εις την ανδρείαν και διακεκριμένους. Όθεν έστειλεν αυτούς με γράμματα προς τον δούκα της Ανατολής Αντίοχον, όστις ήτο σκληρός δικαστής και ωμότατος, έπραξε δε τούτο προς καταφρόνησιν των Αγίων, διότι εκείνος ήτο εις την αξίαν μικρότερος από τους Αγίους, επρόσταξε δε να προσπαθήση εκείνος με διάφορα παιδευτήρια να τους διαστρέψη εις την ασέβειαν· ει δε και δεν δυνηθή, να τους δώση πικρότατον θάνατον. Λαβόντες οι στρατιώται τους Αγίους και τας βασιλικάς διαταγάς εκίνησαν, ηκολούθουν δε και τινες από τους δούλουςτων Αγίων, δια να δείξουν προς αυτούς μεν ευγνωμοσύνην, προς τον Θεόν δε ζήλον όμοιον· διότι ήκουσαν τους Αγίους λέγοντας τον ένα προς τον έτερον την οπτασίαν την οποίαν είδον την προτέραν νύκτα εις την Ρώμην, ότι δηλαδή τους εθάρρυνεν ο Δεσπότης Χριστός να μη φοβούνται, αλλά να τρέχουν εις τον αγώνα δια την αγάπην του πρόθυμοι, και Αυτός τους δίδει βοήθειαν· εβάδιζον λοιπόν χαίροντες, δεδεμένοι με σιδηράν άλυσον, και έψαλλον με πολλήν ηδονήν· «Εν τη οδώ των μαρτυρίων σου ετέρφθημεν, Κύριε» (Ψαλμ. ριη΄, 14), και άλλα εκ του αμώμου εις την περίστασιν αρμόδια. Φθάσαντες λοιπόν εις την πόλιν των Λιμιτανέων Βαρβαλισσόν, εις την οποίαν ευρίσκετο ο Αντίοχος, του παρέδωσαν τους Αγίους, τους οποίους εκύτταζον οι περιεστώτες, θαυμάζοντες την ευγένειαν, ελευθερίαν και κοσμιότητα αυτών· αλλά και αυτός ο δουξ, όστις εγνώριζεν εκ των προτέρων τους Αγίους, και είχεν άλλοτε ευεργετηθή παρ’ αυτών, αναγνώσας τας διαταγάς εθαύμαζε πως ήλθον εις τόσην τόλμην και γενναιότητα, ώστε να καταφρονήσουν τοσαύτην δόξαν και φιλίαν του βασιλέως και να προτιμήσωσι τον θάνατον. Παρέδωκε λοιπόν αυτούς να τους φυλάττη ακριβώς ο κομενταρήσιος, μέχρι νεωτέρας διαταγής του· πλην του είπε να τους επιμελήται εις όσα χρειάζονται, να μη έχουν λύπην τινά ουδέ κάκωσιν. Αφού ενύκτωσε, προσηύχοντο εις την φυλακήν οι Άγιοι λέγοντες· «Επίβλεψον εφ’ ημάς εξ αγίου κατοικητηρίου σου, Δέσποτα, και αντιλαβού και λύτρωσε ημάς ένεκεν του ονόματός σου» (Ψαλμ. μγ, 27), και τα επίλοιπα. Μετά δε την ευχήν απεκοιμήθησαν. Τότε βλέπουσι φωτοειδέστατον Άγγελον φαιδρόν και λαμπροφόρον, όστις τους λέγει· «Μη φοβείσθε δούλοι του Χριστού, αλλά έχετε θάρρος και ας είσθε στερεοί εις την πίστιν και άτρεπτοι, και αυτός ο Θεός είναι μεθ’ υμών, να σας βοηθή να νικήσετε τον αντίπαλον». Εξυπνήσαντες δε εφανέρωσαν την οπτασίαν εις τους δούλουςτων, και πάλιν έψαλλον μεθ’ ηδονής λέγοντες έκαστος· «Προς Κύριον εν τω θλίβεσθαί με εκέκραξα, και εισήκουσέ μου» (Ψαλμ. ριθ΄, 1) «Εγώ εκοιμήθην και ύπνωσα» (Ψαλμ. γ΄, 6) και τα λοιπά του ψαλμού άπαντα. Την πρωϊαν, καθήσας ο δουξ εις το κριτήριον, έφεραν τους Αγίους, και αφού ανέγνωσε την διαταγήν του βασιλέως, λέγει προς αυτούς· «Έπρεπεν απ’ αρχής να ποιήσητε το θέλημα του αυτοκράτορος και να προσκυνήσητε τους θεούς, δια να μη παροργίσητε την φιλανθρωπίαν του· αλλά καν τώρα γνωρίσατε το συμφέρον σας, υπακούσατέ μου, και λάβετε περισσοτέραν δόξαν, πλούτον, και ευκληρίαν υπέρ την πρότερον· ότι εγώ, μάρτυρες οι θεοί, λυπούμαι πολύ και περικαίομαι δι’ υμάς, αναλογιζόμενος την μεγάλην φιλίαν μας, και τας πολλάς ευεργεσίας τας οποίας έλαβον από υμάς, και είμαι πολύ χρεοφειλέτης σας, μάλιστα δε προς σε τον κύριόν μου Σέργιον, δια του οποίου έλαβον ταύτην την δουκικήν εξουσίαν· αλλά τώρα δεν γνωρίζω πως να πράξω εις τοιαύτην υπόθεσιν· επειδή η τύχη μετέστρεψεν αντιστρόφως τα πράγματα, να γίνω κριτής σας εγώ ο αναξιώτατος και να παρίστασθε εις το κριτήριόν μου οι κύριοι και δεσπόται μου ως κατάδικοι· εάν σας τιμωρήσω, φαίνομαι προς τους ευεργέτας αχάριστος, και πάλιν, εάν σας αφήσω ούτως ανεξετάστους, με θανατώνει ο βασιλεύς ως αποστάτην αυτού και παρήκοον· λοιπόν ως φρόνιμοι εννοήσατε το συμφέρον σας, και προσκυνήσατε τους θεούς μας· ει δε μη, ας έχω, παρακαλώ σας, συγχώρησιν, διότι είναι ανάγκη να υπακούσω εις το πρόσταγμα του βασιλέως και να σας δώσω σκληρά και πάνδεινα κολαστήρια». Ούτως επροσπαθούσεν ο Αντίοχος με τοιαύτα απατηλά και μελίρρυτα λόγια να μεταστρέψη τους Αγίους, συμβουλεύων δήθεν αυτούς ως φίλους ηγαπημένους του. Οι δε Άγιοι ούτε με τας θωπείας και κολακείας του εμαλάχθησαν, ούτε τας απειλάς εφοβήθησαν, αλλά γνωστικώς και σοφώς απεκρίθησαν· «Ημείς, ω δικαστά, δεν φοβούμεθα ποσώς αυτά τα ρέοντα και φθειρόμενα, ούτε τιμήν, ή δόξαν, ή άλλο τι από όσα ποθούν οι φιλόκοσμοι, μόνον τον Χριστόν αρεσκόμεθα να κερδήσωμεν, και την Βασιλείαν αυτού επιποθούμεν. Λοιπόν μη πειράζεσαι κολακεύων ημάς πονηρά και δόλια λόγια ως διάβολος, διότι γνωρίζομεν το συμφέρον μας και βλέπομεν το δηλητήριον που ρέει εκ των χειλέων σου· δια τούτο καταφρονούμεν την συμβουλήν σου ως επίβουλον και ψυχώλεθρον· μη πλανάσαι λοιπόν, να δαπανάς τον καιρόν ματαίως με κενήν ελπίδα και ανωφελή, διότι ούτε με κολακείας, ούτε με απειλάς θέλεις δυνηθή να μας διαστρέψης εις την ασέβειαν, και να προσκυνήσωμεν αναίσθητα είδωλα, έργα χειρών ανθρώπων, τα οποία δεν δύνανται να ωφελήσουν εκείνους, οι οποίοι τα σέβονται». Από τούτους τους λόγους ηννόησεν ο τύραννος, ότι δεν θέλει δυνηθή να τους διαστρέψη χωρίς κολαστήρια· όθεν τον μεν Σέργιον εφυλάκισε, δίδων ούτως εις αυτόν τοιαύτην αμοιβήν της ευεργεσίας ο αχάριστος, τον δε Βάκχον προσέταξε να τανύσουν και να τον δέρωσι τέσσαρες με βούνευρα ανελεημόνως και ασπλάγχνως. Τούτου γενομένου ήτο ελεεινόν και θαυμάσιον θέαμα· τα μέλη του εξεκόπτοντο από το σώμα, και επετούσαν φερόμενα εις τον αέρα, τα αίματα έτρεχον εις την γην ποταμηδόν, τα σπλάγχνα του από τον πολύν ξεσχισμόν παρ’ ολίγον εφαίνοντο, και απλώς ειπείν, όλον το σώμα του απενεκρούτο και η δύναμις ηλαττούτο και εξέλιπεν· όμως υπέμεινε τας κολάσεις, δια να επιτύχη πλουσίων βραβείων και μεγάλης απολαύσεως. Οι Άγγελοι εχαίροντο βλέποντες την υπερφυά καρτερίαν του Μάρτυρος, οι δαίμονες ελυπούντο ότι ενικήθησαν· οι δήμιοι εκουράσθησαν και εκάθησαν· ο δε Άγιος δεν εφοβήθη τον θάνατον, αλλά φαιδρός την όψιν και αγαλλόμενος παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού· το δε σώμα αφήκεν ο παράνομος δικαστής να το φάγωσι τα θηρία, τα οποία (ω του θαύματος!) έδειξαν περισσοτέραν γνώσιν και ημερότητα, όχι δε μόνον δεν ήγγισαν το άγιον λείψανον, αλλά και όταν επήραν αυτό οι Χριστιανοί να το θάψωσιν, ηκολούθουν και αυτά ως δορυφόροι, φανερώς ούτω διελέγχοντα την αγνωσίαν των θεομάχων. Ούτω λοιπόν ο μεν μακάριος Βάκχος απήλθεν εις τα ουράνια, ο δε σύναθλος αυτού Σέργιος ελυπείτο, ότι έμεινεν αυτός εδώ ακόμη εις τα μάταια. Κατ’ εκείνην δε την νύκτα φαίνεται εις το όραμά του ο φίλος του Βάκχος, και συνομιλήσαντες, έμεινεν ο Σέργιος πασίχαρος και γενναιότερος εις τα μέλλοντα παιδευτήρια. Καθήσας δε εις το αυτό βήμα ο δουξ διέταξε και έφεραν τον Σέργιον, και εδοκίμασε πάλιν αυτόν με κολακείας και φιλικά λόγια λέγων· «Ενθυμούμενος την παλαιάν εκείνην ευδαιμονίαν σου, αισχύνομαι να σε βλέπω έμπροσθέν μου εις τοιούτον σχήμα καταδίκου, ηγαπημένε μου Σέργιε, και μάλιστα διότι συ έγινες προς τον βασιλέα μεσίτης, ως φίλος του, και με ετίμησεν· όθεν ευχαριστώ σοι τα μέγιστα». Με τον τρόπον τούτον της δολεράς αλώπεκος εδοκίμαζεν ο πανούργος να τον υποκλέψη εις την ασέβειαν. Αλλ’ ο Άγιος, γνωρίσας τον δόλον, ως γνωστικός απεκρίθη· «Εάν θέλης να σε ευεργετήσω και τώρα, πρόθυμος είμαι να σε λυτρώσω από το σκότος της απάτης, να σε φιλιώσω με τον αθάνατον Βασιλέα και να σε δοξάσω αιώνια». Ο δε Αντίοχος τον εκοίταξε με άγριον βλέμμα και του λέγει· «Μη βλασφημής τους αθανάτους θεούς». Τότε ο Άγιος έγινε θερμότερος και ύβριζε τους μιαρούς θεούς, ονομάζων αυτούς δαιμόνια, καθώς ήσαν, και αναίσθητα ξόανα. Ιδών όθεν ο δουξ, ότι με τας κολακείας δεν έκαμνε τίποτε, αποβάλλει το προσωπείον, αποκαλύπτει την σκηνοθεσίαν, φανερώνει το θηριώδες και δεικνύει την φυσικήν αγριότητα λέγων· «Η μεγάλη μου φιλανθρωπία, την οποίαν επέδειξα προς σε σήμερον, απέβη εις μάτην και σε ανεβίβασεν εις τοσαύτην αλαζονείαν, ώστε να υβρίζης ημάς και τους θεούς, υπερήφανε· αλλ’ εγώ θα σε κάμω να λησμονήσης την μεγάλην σου αυθάδειαν». Ταύτα ειπών ο δουξ προσέταξε και έβαλον εις τον Άγιον υποδήματα σιδηρά, τα οποία είχον καρφία αιχμηρά και οξύτατα και τον ηνάγκαζαν να περιπατή. Και ο μεν δουξ καθήσας εις την άμαξαν επήγαινε προς Τετραπυργίαν, τον δε Άγιον εβίαζαν να τον ακολουθή· ούτω δε επορεύθησαν εβδομήκοντα στάδια, όσοι δε έβλεπον τα αίματα, που έτρεχον από τους πόδας του Αγίου, εθαύμαζον την μεγάλην καρτερίαν του, πως είχε τοσαύτην υπομονήν ο επιφανής εκείνος και ευγενέστατος. Αλλ’ αυτός με την ελπίδα της μελλούσης απολαύσεως παρηγορείτο και υπέμεινε τόσον οδυνηράν βάσανον, περιεπάτει δε ψάλλων· «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον» (Ψαλμ. λθ΄, 1), και τα λοιπά του ψαλμού ευφραινόμενος. Αφού έφθασαν εις Τετραπυργίαν, ο μεν δουξ είχε φροντίδας δια τα αυθεντικά πράγματα, τον δε Άγιον εφυλάκισαν. Το μεσονύκτιον ελθών Άγγελος Κυρίου εθεράπευσεν όλας τας πληγάς του Αγίου επιμελέστατα και έμεινεν ούτος άνευ τινός πόνου και κακώσεως, την δε ψυχήν ενίσχυσε και τον κατέστησε προθυμότερον εις την άθλησιν· έπειτα αφού συνωμίλησαν ώραν πολλήν ως συμπολίται και ηγαπημένοι φιλικώτατα, κατασπασάμενος αυτόν ο Άγιος Άγγελος ανεχώρησεν. Την δε επαύριον εκέλευσεν ο δουξ να φέρουν και πάλιν τον Άγιον σηκωτόν εις το κριτήριον, νομίζων ότι δεν ηδύνατο ποσώς να σταθή εις τους πόδας του· ο Άγιος όμως έτρεχεν ως αετός υπόπτερος μόνος του χωρίς άλλην βοήθειαν και πάντες εθαύμασαν του Χριστού την άμαχον δύναμιν. Ο δε άδικος δικαστής βλέπων το θαύμα εκάλει μαγείαν το γενόμενον, βάλλων μάρτυρας εις την πεπλανημένην του γνώμην τους αναισθήτους και τυφλούς θεούς, ο τούτων αναισθητότερος· έπειτα εδοκίμασε πάλιν με κολακείας να τον διαστρέψη, και μη δυνηθείς τον εφυλάκισεν, έως ου έκαμε την αυθεντικήν υπηρεσίαν, όταν δε ανεχώρησεν απ’ εκεί, δια να υπάγη εις το Ρωσαφών, προσέταξε να του βάλουν και πάλιν τα προαναφερθέντα υποδήματα· ο δε Άγιος περιεπάτει χωρίς πόνον όλην εκείνην την οδοιπορίαν αγαλλιώμενος. Όθεν βλέπων αυτόν ο τύραννος, ότι δεν ελάμβανε ποσώς υπ’ όψιν την δριμυτάτην εκείνην βάσανον, εβεβαιώθη ότι δεν θέλει δυνηθή ποτέ να τον διαστρέψη από την γνώμην του· όθεν έδωκε την τελευταίαν απόφασιν, να κόψουν την τιμίαν κεφαλήν του Μάρτυρος. Ωδήγησαν λοιπόν αυτόν εις τον τόπον της καταδίκης οι δήμιοι, ακολουθούντων αυτόν ανθρώπων πλήθος αμέτρητον πάσης ηλικίας, άνδρες και γυναίκες και παίδες άνηβοι, δια να τον ίδουν νικώντα και στεφανούμενον. Αλλά και θηρία, ώσπερ να είχον φιλίαν με τον Άγιον, εξήλθον από τας φωλεάς των και τα σπήλαια, και τον ηκολούθουν με ημερότητα ελέγχοντα αφώνως με την πράξιν των αυτήν τους ασεβείς, διότι εκείνον που ηυλαβούντο θηρία ανήμερα, αυτοί οι τυφλοί και ανόητοι εθανάτωναν. Φθάσας ο Άγιος εις τον τόπον του Μαρτυρίου εζήτησεν ολίγην διορίαν από τους στρατιώτας, και έκαμε ταύτην την προσευχήν προς Κύριον, δια να τον παρακινήση εις ελεημοσύνην προς τους φονευτάς αυτού και συμπάθειαν, λέγων: ¨Θεέ υπεράγαθε, όστις έπλασες τον άνθρωπον κατά την εικόνα σου και ομοίωσιν, και πάλιν ύστερον δεν μας εμίσησες, αν και παρέβημεν τας εντολάς σου, και εφάνημεν προς τον Ευεργέτην αχάριστοι, αλλά κατεδέχθης να γίνης δια την σωτηρίαν μας άνθρωπος, και υπέμεινας εκούσιον θάνατον, παρακαλώ την ευσπλαγχνίαν σου σήμερον να συγχωρήσης όσους μου έπταισαν, να τους λυτρώσης τους αθλίους από την τυραννίαν του δαίμονος και να τους φωτίσης με την θείαν Χάριν δια να γνωρίσουν το πανάγιον Όνομά σου, ημάς δε οι οποίοι θυσιάζομεν προς Σε τας ψυχάς και τα σώματα, και λαμβάνομεν μετά χαράς την σφαγήν δια την αγάπην Σου, πρόσδεξαι ως ιερεία δεκτά και θυσίαν ευάρεστον, και εισάγαγέ μας ευφραινομένους εις το ουράνιον θυσιαστήριον». Ταύτα ευξάμενος ήκουσε φωνήν, ήτις τον προσεκάλει εις αιώνιον ανάπαυσιν· όθεν έκλινε τον αυχένα αγαλλιώμενος, και δέχεται την τομήν, την εβδόνην του Οκτωβρίου. Και ούτως η μεν μακαρία αυτού ψυχή απήλθεν εις τας ουρανίους μονάς, δια να λάβη την πρέπουσαν απόλαυσιν, το δε άγιον αυτού και τίμιον λείψανον ενεταφίασαν οι ευλαβείς Χριστιανοί λαμπρώς και εντίμως εις αυτόν τον τόπον της τελειώσεως. Μετά καιρόν ήλθον τινές ευλαβείς από την πόλιν Σουρών δια να λάβωσι το άγιον λείψανον, αλλ’ ο Άγιος δεν ηθέλησε· καθώς δε εκείνοι επήγαν την νύκτα δια να το πάρουν, εξήλθε φλοξ μεγάλη από τον τάφον και τους ημπόδισε. Τότε οι εγχώριοι των Ρωσαφών συνήχθησαν με τα όπλα νομίζοντες ότι ήσαν πολέμιοι, μαθόντες δε την υπόθεσιν, δεν αφήκαν αυτούς να πάρουν το άγιον λείψανον, μόνον έμειναν ολίγας ημέρας και έκτισαν εις τον τάφον του Αγίου Ναόν μικρόν, και τον αφιέρωσαν εις τον Άγιον, και ακολούθως επέστρεψαν άπρακτοι. Ύστερον δε πάλιν αφού επέλαμψεν η ευσέβεια, ήλθον εκεί εις την πόλιν Ρωσαφών δεκαπέντε Επίσκοποι και έκτισαν Ναόν περιφανή και θαυμάσιον, τον οποίον καθιερώσαντες αφιέρωσαν εις αυτόν τα του Μάρτυρος άγια λείψανα, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός Τρισυποστάτου Θεού. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου