Βίκτωρ ο ένδοξος Άγιος Μάρτυς εμαρτύρησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Αντωνίνου, εν έτει ρξ΄ (160). Ούτος ήτο στρατιώτης και εστάλη από την Ιταλίαν, όπου έμενε, εις τα μέρη της Ανατολής, εις την Δαμασκόν. Εκεί κακοί τινες άνθρωποι τον κατηγόρησαν εις τον τότε διοικητήν της πόλεως Σεβαστιανόν, όστις κατείχε το περίβλεπτον αξίωμα του δουκός. Η κατηγορία, την οποίαν διετύπωσαν εναντίον του, υπήρξεν, ότι ήτο Χριστιανός και ότι απεδοκίμαζε περιφρονητικώς τους περί θεών ειδωλολατρικούς μύθους των αρχαίων Ελλήνων. Αφού λοιπόν ο δουξ έστειλε στρατιώτας και συνέλαβον τον μακάριον Βίκτωρα, τον έφερε δέσμιον ενώπιον του κριτηρίου και του λέγει: «Μας εστάλη διαταγή βασιλική, προστάζουσα αυστηρώς όπως όλοι οι λεγόμενοι Χριστιανοί εξαναγκάζωνται να θυσιάζουν απροφασίστως εις τους θεούς. Προς τούτο λοιπόν σε συμβουλεύομεν, επικαλούμενοι την σύνεσίν σου, να πειθαρχήσης, μετά πάσης προθυμίας, εις το διάταγμα του βασιλέως, μη τυχόν, αρνούμενος να κάμης τούτο, όχι μόνον εκπέσης του στρατιωτικού αξιώματος και χάσης την εκ τούτου τιμήν, αλλά διακινδυνεύσης και αυτήν την ζωήν σου ακόμη».
Προς τον δούκα, ούτω πως ομιλήσαντα, ο μακάριος Βίκτωρ απήντησεν· «Εγώ, ως ανήκων εις τον στρατόν του μεγάλου και αιωνίου Βασιλέως Χριστού, ποτέ δεν θα ανεχθώ να πειθαρχήσω εις τα παράνομα προστάγματα ενός προσκαίρου βασιλέως· και τούτο, διότι η μεν βασιλεία του επιγείου βασιλέως, ως φθαρτή και προσωρινή, συμπαρασύρει τους υπηκόους εις τελείαν καταστροφήν, ενώ η δεσποτεία του Παμβασιλέως Χριστού, ως έχουσα το κράτος αιώνιον, χαρίζει και ζωήν αιώνιον εις όσους με την θέλησίν των πειθαρχούν εις τον Χριστόν». Ο δουξ και πάλιν είπε· «Εφ’ όσον μέχρι τώρα τυγχάνεις στρατιώτης του βασιλέως μας, να υποκύψης εις τα προστάγματά του και να θυσιάσης εις τους θεούς». Εις τους λόγους αυτούς του δουκός ο Άγιος απήντησεν· «Εγώ και προηγουμένως, αν και εφαινόμην ότι ανήκω εις αυτόν τον πρόσκαιρον βασιλέα, ελάτρευα κρυφίως τον Χριστόν τον Θεόν των απάντων και Βασιλέα· τώρα λοιπόν, που ηυδόκησεν ο Θεός να καταστή φανερά η προς αυτόν ομολογία μου, έχω υποχρέωσιν να διαφυλάξω μετά περισσοτέρας σταθερότητος την προς τον Χριστόν καθαράν λατρείαν και προσκύνησιν. Να εκτελέσης λοιπόν εναντίον μου όσα βεβαίως θέλεις, εφ’ όσον έχεις την εξουσίαν του σώματός μου, διότι την ψυχήν μου μόνον ο Χριστός εξουσιάζει, ο οποίος έχει την δύναμιν και την ψυχήν και το σώμα, όσων δεν τον σέβονται, να καταδικάση εις την γέενναν του πυρός». Εν συνεχεία ο δούξ είπε· «Βλέπω, Βίκτωρ, από τας απαντήσεις που δίδεις, ότι είσαι πράγματι σοφός και συνετός και λυπούμαι την μόρφωσίν σου· μη λοιπόν, δια της απειθείας σου, μετατρέψης την ημερότητα, με την οποίαν σου συμπεριφέρομαι, εις αγριότητα». Αφού ο Άγιος ήκουσε καλώς τον δούκα, του λέγει· «Ω δικαστά, η σοφία μου, περί της οποίας ωμίλησες, δεν είναι κατόρθωμα της διανοητικής μου ικανότητος, αλλά χορηγείται εις ημάς από Άνω, από την πηγήν της πραγματικής σοφίας, όπου είναι ο Χριστός». Ο δουξ επιμένει· «Λύτρωσε τον εαυτόν σου, Βίκτωρ, από πολλά βάσανα και θλίψεις και θυσίασε εις τους θεούς». Αλλά και ο Άγιος Βίκτωρ παραμένει σταθερός λέγων· «Προκειμένου να θυσιάσω εις τα δαιμόνια, ευχαρίστως δέχομαι να υποστώ όλα τα βασανιστήρια· και τότε μάλλον θα είμαι απολύτως βέβαιος, ότι αγωνίζομαι χάριν της αγάπης του Χριστού, όταν καταξιωθώ να ατιμασθώ υπέρ της δόξης και της ομολογίας του Χριστού». Ο δουξ με απορίαν ερωτά· «Μήπως ανήκεις εις αυτούς, που οι Χριστιανοί ονομάζουν Ιερείς; Το υποπτεύομαι από τας συνετάς και σοφάς απαντήσεις, που δίδεις». Εις την ερώτησιν ταύτην του δουκός ο Μάρτυς απήντησεν· «Αυτής της δωρεάς, της Ιερωσύνης, εγώ δεν είμαι άξιος. Εκείνη, που μου ενέπνευσε την σύνεσιν αυτήν και με εφώτισε να διατυπώσω τους λόγους αυτούς είναι η Χάρις του Χριστού μου· διότι αυτή η Χάρις είναι που παρέχει εις όλους τους ευθείς τη καρδία πλήμμυραν σοφίας και τους καθιστά μετόχους παντός αγαθού δωρήματος, από τον πλούτον των αδαπανήτων θησαυρών αυτής. Όπως λοιπόν ακριβώς ο πεπειραμένος γεωργός, που καλλιεργεί με αφοσίωσιν και φροντίδα τον αγρόν του, τον καθιστά ικανόν προς περισσοτέραν καρποφορίαν, τοιουτοτρόπως και η πολυποίκιλος σοφία του Θεού δυναμώνει και σιφίζει αυτούς, που με επιμέλειαν φροντίζουν και ετοιμάζονται να καταστούν άξιοι της υποδοχής της, ώστε να καρποφορήσουν και αυτοί, κατά την εποχήν της πνευματικής συγκομιδής, «εν τριάκοντα και εν εξήκοντα και εν εκατόν» (Μάρκ. δ:8). Ακούσας ταύτα παρά του Μάρτυρος ο δουξ, είπεν· «Όπως νομίζω Βίκτωρ, απεφάσισες να προτιμήσης τον θάνατον παρά την ζωήν». Ο Άγιος Βίκτωρ απήντησεν· «Αυτός ο θάνατος, τον οποίον απειλείς, ω δικαστά, γίνεται πρόξενος ζωής αιωνίου εις αυτούς, που εστήριξαν την ελπίδα των εις τον Χριστόν, τον αληθή Θεόν, και υπομένουν μέχρι τέλους αγογγύστως τα πρόσκαιρα αυτά βάσανα». Με κατάπληξιν τότε ηρώτησε πάλιν ο δουξ· «Επί της αποφάσεώς σου αυτής επιμένεις αμετατρέπτως»; Ο Άγιος Βίκτωρ απήντησε με γλυκύτητα· «Οπωσδήποτε επιμένω εις αυτήν μου την απόφασιν». Τότε, αφού ο μιαρός δουξ είδεν ότι δεν έφερεν αποτέλεσμα ούτε με τας κολακείας ούτε με τας απειλάς, διέταξε να εξαρθρώσουν τας κλειδώσεις των δακτύλων, εις τοιούτον βαθμόν, ώστε τα κόκκαλα να ξεφύγουν και απ’ αυτό το δέρμα. Η διαταγή αυτή, εκτελεσθείσα ταχύτερον του λόγου, εις ουδέν επτόησε τον καρτερόψυχον Μάρτυρα· απ’ εναντίας ούτος υπέφερε μετά χαράς τους πόνους, διότι ήδη είχε καταστή άξιος να αρχίση τα υπέρ του Χριστού μαρτύρια. Ο δε δύστροπος δουξ, αφού τον υπέβαλεν εις τόσα μαρτύρια, διέταξε να του δώσουν να φάγη. Ο δε μεγαλόφρων Μάρτυς Βίκτωρ, καίτοι εβασανίζετο, εν τούτοις απέρριψε περιφρονητικώς την τροφήν, ως ακάθαρτον και περιττήν. Τότε ο δούξ τον ερωτά: «Διατί δεν τρώγεις, Βίκτωρ»; Εις απάντησιν ο ένδοξος Μάρτυς Βίκτωρ του λέγει· «Εγώ επειδή έχω εις την καρδίαν μου μέσα πάντοτε την πνευματικήν τροφήν, τον ουράνιον άρτον, δεν θα πεινάσω ποτέ». Οι θεόπνευστοι αυτοί λόγοι του Μάρτυρος κατέκαυσαν τον φοβερόν δούκα, ο οποίος εθύμωσε πάρα πολύ και διέταξε να καύσουν μίαν κάμινον επί τρεις ημέρας, κατόπιν δε να ρίψουν εντός αυτής τον Μάρτυρα. Τούτου γενομένου είχε πλέον την γνώμην ο δουξ ότι ο Αθλητής θα είχε τελείως αποτεφρωθή, ώστε να μη ευρίσκεται ούτε ίχνος του εις την κάμινον. Δι’ αυτό διέταξε να ανοιχθή η κάμινος και τα οστά με την στάκτην του Μάρτυρος να ριφθούν εις τινα ποταμόν, ο οποίος ευρίσκετο εκεί πλησίον. Ποίον όμως θαύμα και ποία κατάπληξις ανέμενε τους εκτελεστάς της διαταγής! Διότι μόλις αυτοί ήνοιξαν την κάμινον, εύρον τον ένδοξον του Κυρίου Μάρτυρα να ίσταται εις το μέσον αυτής χωρίς και την παραμικροτέραν πληγήν, τελείως σώος και ακέραιος, και χωρίς να έχη θιγή ούτε μία τρίχα αυτού. Ως δε να ήτο εις δροσερόν άλσος εδόξαζε τον Κύριον, όστις τον έσωσεν. Ως δε ο απαίσιος εκείνος δουξ επληροφορήθη την παράδοξον σωτηρίαν του Μάρτυρος, αντί να συνετισθή, εθεώρησε ταύτην ως καταισχύνην του και εσκέφθη να επανορθώση την ήτταν του, όπως αυτός ενόμιζε. Προσκαλεί λοιπόν κάποιον, ο οποίος κατεσκεύαζε δηλητήρια και ησχολείτο με μαγείας, περίφημον δια την μαγικήν του ικανότητα, και τον διέταξε να κατασκευάση ένα δραστικόν δηλητήριον, να το αναμίξη εις φαγητόν και να το δώση εις τον Μάρτυρα να το φάγη, ίνα ούτω τον θανατώση. Ευθύς όμως ως ο Άγιος επήρεν εις τας χείρας του το παρασκεύασμα με το δηλητήριον, είπεν· «Αν και δεν μου επιτρέπεται να φάγω καθόλου κρέας, όμως δια να γνωρίσουν όλοι οι παριστάμενοι την δύναμιν του Χριστού, που διαμένει εντός μου, ιδού το τρώγω· διότι έχει γραφή εις την Αγίαν Γραφήν «είτε τρώγετε, είτε πίνετε, όλα να τα κάμετε προς δόξαν Θεού» (Α΄ Κορ. ι:31). Αφού είπε τους λόγους αυτούς προσηυχήθη και έφαγε το προσφερθέν υπό του μάγου παρασκεύασμα ενώπιον όλων. Όταν είδεν ο μάγος, ο οποίος παρεσκεύασε το δηλητήριον, ότι παρ’ όλον ότι έφαγεν ο Άγιος Βίκτωρ ολόκληρον το δηλητηριασμένον φαγητόν δεν έπαθε τίποτε, κατεντροπιάσθη δια την αστοχίαν της τέχνης του· αμέσως τότε ητοίμασεν άλλα φαγητά, τα οποία περιείχον φοβερώτερα και δραστικώτερα δηλητήρια από τα πρώτα. Όταν δε τα προσέφερεν εις τον Μάρτυρα, δια να φάγη, του λέγει· «Τώρα να δεχθής και να φάγης αυτά τα φαγητά· και εάν πάλιν, αφού τα φάγης, δεν πάθης κακόν, τότε εγώ θα εγκαταλείψω αμέσως την μαγικήν μου τέχνην και θα προσέλθω εις τον Χριστόν, τον οποίον συ λατρεύεις». Πράγματι ο Μάρτυς του Χριστού Βίκτωρ έλαβε δια δευτέραν φοράν το δηλητηριασμένον φαγητόν και το έφαγε, χωρίς να πάθη τίποτε. Τότε κατάπληκτος ο μάγος ανεβόησε δυνατά, εις επήκοον όλων· «Η δύναμις του Χριστού κατενίκησεν όλας τας μαγικάς μαγγανείας και τέχνας· ιδού δε και τώρα, ότι η δύναμις αυτή, με την χαρακτηριστικήν της καλωσύνην και φιλανθρωπίαν, ανανεώνει σήμερον και διασώζει και την ψυχήν μου, η οποία επαλαιώθη εις την υπηρεσίαν των διαφόρων αμαρτιών». Αμέσως λοιπόν ο άνθρωπος αυτός, ο μάγος, υπέστη την θείαν μεταβολήν και από το βάθος της αμαρτίας ανήλθεν εις το ύψος της αρετής, αλλοιωθέντος του ψυχικού του κόσμου από την καλήν και ευεργετικήν αλλοίωσιν της Χάριτος· αμέσως δε κατέκαυσεν όλα τα μαγικά βιβλία του και αποχωρήσας από όλα του τα υπάρχοντα και τον κόσμον έγινε Χριστιανός. Ενώ λοιπόν κατά τοιούτον θαυμαστόν τρόπον συνέβησαν πράγματα τόσον καταπληκτικά, ο δόλιος δούξ, αντί να συνετισθή, προσπαθεί και πάλιν, ως ασύνετος, με αναίδειαν, να προκαλέση τον ακατανίκητον Αθλητήν εις άρνησιν του Χριστού. Λέγει λοιπόν προς τον Άγιον Βίκτωρα· «Βίκτωρ, θυσίασε εις τους θεούς δια να αναδειχθής συνετός ανήρ και να αξιωθής μεγαλυτέρας τιμής». Εις την ασύνετον αυτήν πρότασιν του δουκός ο Άγιος Βίκτωρ απήντησε με μεγάλην φρόνησιν· «Πάντοτε και εις όλας μου τας εκδηλώσεις είμαι συνετός, διότι γνωρίζω τον αληθινόν Θεόν και κατέχω την εξ Αυτού περεχομένην εις τους ανθρώπους σύνεσιν· επιθυμών δε να τύχω και να καταξιωθώ της μελλούσης και ατελευτήτου δόξης, δεν έχω ανάγκην ουδεμιάς άλλης τιμής». Ο δουξ είπε· «Το να μη θέλης να θυσιάσης εις τους θεούς δεν είναι σύνεσις, αλλά παραφροσύνη». Τότε ο ευλογημένος Βίκτωρ εις απάντησιν επανέλαβε τους λόγους του Απ. Παύλου· «Ο Θεός εξέλεξεν αυτούς που θεωρεί ο κόσμος ως μωρούς, δια να καταισχύνη τους σοφούς» (Α΄ Κορ. α:27). «Δεν μου λέγεις – ερωτά ο δουξ τον Άγιον Βίκτωρα – που ευρίσκεται γεγραμμένον αυτό που αναφέρεις»; Ο τρισένδοξος Μάρτυς απήντησεν· «Αυτό μάς το εδίδαξεν ο μέγας Απόστολος Παύλος». Ο δουξ είπεν· «Λοιπόν Θεός σας είναι ο Παύλος»; Εις αυτό ο Μάρτυς απεκρίθη· «Μη γένοιτο να πρεσβεύωμεν τοιαύτην ατοπίαν! Ο Παύλος δεν είναι Θεός, αλλά Απόστολος του Θεού και σοφός αρχιτέκτων. Ο Παύλος λοιπόν επάνω εις τον τεθέντα θεμέλιον λίθον, όστις είναι ο Χριστός, ωκοδόμησε την Εκκλησίαν, και με την διδασκαλίαν του εγέμισεν ολόκληρον την ανθρωπότητα· τούτο δε διότι ηξιώθη να δεχθή παρά Θεού ολόκληρον το πλήρωμα της σοφίας, αλλά και την Χάριν Αυτού. Δι’ αυτό ανεδείχθη χαριτωμένος και εις τον Θεόν και εις τους ανθρώπους, έμαθε τελείως όλας τας Γραφάς και έδειξεν εις όλους, όσοι επιθυμούν να σωθούν, την ευκολοδιάβατον οδόν της σωτηρίας». Ο δουξ, ως να μη ήκουε τίποτε από όλους αυτούς τους λόγους, είπεν εις τον Άγιον Βίκτωρα· «Παύσαι, Βίκτωρ, αυτάς τας ανοησίας σου, αι οποίαι καθόλου δεν σε ωφελούν, και έλα να θυσιάσης εις τους θεούς». Ο Μάρτυς απήντησε· «Δεν είμαι ανόητος, ω δικαστά, όπως εσφαλμένως νομίζεις, αλλά πολύ φρόνιμος, μη επιθυμών να αρνηθώ τον ζώντα και αληθινόν Θεόν· ανόητοι δε και παράφρονες είσθε σεις και όσοι πειθαρχούν εις τα παράνομα προστάγματά σας, διότι λατρεύουσιν ως Θεόν αντί του Δημιουργού την κτίσιν και θυσιάζουν εις ψευδείς θεούς και δαιμόνια. Συμβαίνει δε αυτό, διότι ο πατέρας σας σατανάς, όστις είναι ανέκαθεν ψεύστης και δεν παραμένει ποτέ εις την αλήθειαν, σας εξηπάτησε, επειδή θεληματικώς κατεστρέψατε τους οφθαλμούς της καρδίας σας δια να μη ημπορέσετε να διακρίνετε το φως της ευσεβείας και να καταλάβετε την πραγματικήν θεοσέβειαν». Όταν είπε τους θαρραλέους αυτούς λόγους ο Μάρτυς, ο δικαστής έγινεν ως παράφρων καταληφθείς από οργήν και ασυγκράτητον θυμόν· υπό το κράτος δε αυτών των παραφόρων παθών διατάσσει να βγάλουν τα νεύρα του Μάρτυρος από όλον το σώμα. Αφού αγογγύστως υπέστη ο πολυπαθής Αθλητής του Κυρίου και αυτήν την ανυπόφορον ποινήν, την οποίαν ενεπνεύσθη η απάνθρωπος θηριωδία του τυράννου, είπε προς αυτόν· «Με την Χάριν του Θεού δεν αισθάνομαι καθ’ ολοκληρίαν τους πόνους και με αυτήν διασκορπίζονται αι οδύναι, όπως ακριβώς κανείς, όταν βγάζη από τον πόδα του μίαν άκανθαν, αφαιρεί μαζί με αυτήν και τον πόνον, τον οποίον επροξενούσε το αγκάθι και εξασφαλίζει την ανακούφισιν εις το σώμα, το ίδιον νομίζω, πως έχει συμβή και εις εμέ· διότι ευθύς ως απεσπάσθησαν από το σώμα μου όλα μου τα νεύρα, ανεπαύθην τελείως και με την Χάριν του Κυρίου μου Ιησού Χριστού δεν αισθάνομαι τώρα καμμίαν οδύνην». Από τας απαντήσεις αυτάς εξεμάνη και εξωργίσθη περισσότερον ακόμη ο φλογερός εραστής της οργής και του θυμού ο τύραννος· αμέσως λοιπόν διατάσσει να καύσωσιν έλαιον πάρα πολύ, εις βαθμόν κοχλάζοντα, και να το ρίψουν εις τα απόκρυφα μέλη του Μάρτυρος. Όταν και αυτό εξετελέσθη εις χρόνον ταχύτερον της ομιλίας, ο γενναιότατος Μάρτυς έλεγε προς τον τύραννον· «Το κατά των μελών μου χυθέν κοχλάζον έλαιον το αισθάνομαι ωσάν δροσερόν ύδωρ, το οποίον προσφέρουν εις άνθρωπον πολύ διψασμένον από ζέστην και ο οποίος αφού το πίη, ξεδιψά και δροσίζεται». Εξ αιτίας των πανσόφων αυτών λόγων ωργίσθη ακόμη περισσότερον ο έχων σύμφυτον εις τον χαρακτήρα του τα πάθη της οργής και του θυμού. Δι’ αυτό, τυφλωμένος από τα πάθη αυτά, διατάσσει να κρεμάσουν τον Μάρτυρα εις ένα ικρίωμα και να κατακαίουν το σώμα του με αναμμένας λαμπάδας. Και μετά από αυτό το βασανιστικόν μαρτύριον, καταφλογιζόμενος ανυπόφορα από τας λαμπάδας, παρέμενε τελείως απαθής και χωρίς πόνους, ως να έπασχεν άλλος, ενισχυόμενος και ενδυναμούμενος από την Χάριν του Θεού και την εκ των ουρανών κατερχομένην βοήθειαν. Αλλ’ ενώ ο πανένδοξος Μάρτυς ουδόλως κατεβάλλετο από τα φοβερά βασανιστήρια, ο φοβερός και απάνθρωπος δουξ ησθάνετο ως να εξεσχίζοντο τα σπλάγχνα του από την φοβεράν οργήν και διετίθετο με περισσοτέραν μανίαν εναντίον του Μάρτυρος, μη δυνάμενος να υποφέρη την ανυποχώρητον υπομονήν του γενναίου Βίκτωρος, με την οποίαν κατενίκα πάσαν εμπειρίαν βασάνου και τιμωρίας· παραλογιζόμενος πλέον από την κατά του Μάρτυρος μανίαν ο δουξ διατάσσει να αναμίξουν ασβεστόσκονιν με όξος δυνατόν και να το ρίψουν εις τους πληγωμένους βραχίονας και τον λάρυγγα του Μάρτυρος. Αφού και αυτό το βίαιον βασανιστήριον υπέμεινεν αγογγύστως ο καρτερικός αδάμας είπε προς τον τύραννον· «Και από την μελόπιττα περισσότερον γλυκείας θεωρώ, δια τον Χριστόν μου, την πικροτάτην εκείνην γεύσιν και την αφόρητον δριμύτητα, τας οποίας μόλις προ ολίγου εδοκίμασα». Τότε πλέον μη υποφέρων το τόσον μεγάλον θάρρος του Μάρτυρος ο παμμίαρος δουξ, διέταξε να του εξορύξουν τους οφθαλμούς. Αλλά και αυτήν την ανυπόφορον εις πόνους και αβάστακτον εις συμφοράν τιμωρίαν υπέμεινε με γενναιότητα ο μεγαλόψυχος Αθλητής! Τυφλός δε και με αίματα εις το πρόσωπον είπε προς τον τύραννον· «Αν και με ετύφλωσες σωματικώς, συ που είσαι τελείως τυφλός ψυχικώς, εν τούτοις εξησφάλισες εις εμέ λαμπροτέρους τους οφθαλμούς της διανοίας, δια να βλέπουν το φως το αληθινόν, το οποίον φωτίζει πάντα άνθρωπον επιποθούντα να γνωρίση την αλήθειαν». Ευθύς ως ήκουσε τους λόγους αυτούς ο δουξ απήντησε· «Βίκτωρ, με αξαναγκάζεις, με αυτούς τους παραλογισμούς σου, να σου προξενήσω περισσοτέρας και μεγαλυτέρας τιμωρίας». Εις αυτήν την απειλήν ο Μάρτυς απεκρίθη· «Δεν θέλω φοβηθή ποτέ τας επιβαλλομένας εις εμέ τιμωρίας σου, όσον φοβεραί και αν είναι, διότι έχω τον Χριστόν, όστις με ενισχύει και μου παρέχει υπομονήν. Μη λοιπόν νομίζεις, ότι με φοβερίζεις όταν με λόγους μόνον με απειλής, διότι τάχα λυπείσαι να ενεργήσης κατ’ εμού· αλλά να εκδηλώσης με έργα την επίθεσιν των διαφόρων βασανιστηρίων, τα οποία σκέπτεσαι να καταφέρης εναντίον μου. Μάθε, ότι είμαι έτοιμος να υποστώ χάριν του Κυρίου μου Ιησού Χριστού κάθε είδους πόνον και κακομεταχείρισιν του σώματος». Ο κατάμεστος από μίσος και οργήν εναντίον του Μάρτυρος δουξ, δυσφορήσας πάρα πολύ από αυτήν την γενναίαν δήλωσιν του Αγίου ανδρός, διατάσσει τους υπηρέτας του να τον κρεμάσουν ανάστροφα και να τον αφήσουν εις αυτήν την κατάστασιν επί τρεις ημέρας. Μετά από τρεις ημέρας μετέβησαν εις τον τόπον του Μαρτυρίου οι στρατιώται, με την βεβαιότητα, ότι θα τον εύρισκον πλέον νεκρόν· απερίγραπτος ως εκ τούτου υπήρξεν η κατάπληξίς των, όταν τον είδον ζώντα και υγιαίνοντα! Εκτός όμως της καταπλήξεως αυτής εδοκίμασαν και την φρίκην της δικαίας τιμωρίας του Θεού· όλοι οι στρατιώται ετυφλώθησαν μόλις αντίκρυσαν τον Άγιον! Η τιμωρία αυτή, καίτοι δικαία, εν τούτοις προεκάλεσε την λύπην και τον οίκτον του μιμηθέντος τον Χριστόν κατά την ανεξικακίαν Μάρτυρος· δι’ αυτό μετά θερμότητος και πίστεως προσηυχήθη εις τον Θεόν, Όστις, δια των ευχών του Μάρτυρος, εχάρισε πάλιν εις αυτούς το φως των οφθαλμών. Όλον αυτό το πλήθος των παραδόξων και θαυμαστών γεγονότων, που συνέβησαν περί τον Μάρτυρα, δεν κατέστη δυνατόν να διδάξουν τον δύστροπον και μανιώδη δικαστήν, δια να ιδή την δύναμιν των μεγάλων θαυμάτων του Θεού και ούτω να καταπαύση την άσκοπον και ματαίαν κατά της ευσεβείας προσπάθειαν· απ’ εναντίας, καταντήσας εις το έπακρον της κακίας του, εκδίδει απαισίαν και φονικήν διαταγήν, να εκδάρουν το καρτερικόν σώμα του Μάρτυρος. Αλλά και με αυτό δεν κατέβαλε το γενναίον φρόνημα του Μάρτυρος· ούτω, καθ’ ην στιγμήν υφίστατο αγογγύστως και υπομονητικώς το φρικτόν αυτό Μαρτύριον, εκραύγαζεν ως νικητής ο φερώνυμος της νίκης Βίκτωρ· «Ω άδικε δικαστά, ηδυνήθης κατά τρόπον αιμοχαρή να μου αφαιρέσης το δέρμα του σώματός μου· δεν θα ημπορέσης όμως ποτέ να αποσπάσης την εσωτερικήν διάθεσιν της ψυχής μου, την οποίαν τρέφω προς τον Δεσπότην μου Χριστόν». Ενώ εγίνοντο αυτά και όλοι μετά τρόμου και σιωπηλής φρίκης παρηκολούθουν την σκληράν μονομαχίαν μεταξύ του καλλινίκου Μάρτυρος και του αιμοχαρούς τυράννου, ηκούσθη αιφνιδίως μία γυναικεία φωνή. Η αφόβως εμφανισθείσα εις τον χώρον της κραταιάς μονομαχίας ήτο γυναίκα νεαρωτάτη, μόλις δέκα εξ ετών, σύζυγος στρατιώτου, ανήκοντος εις την στρατιωτικήν δύναμιν του δουκός, και ονομαζομένη Στεφανίς. Αύτη λοιπόν, αδιαφορούσα δια τας συνεπείας του θάρρους της, εκραύγασεν, απευθυνομένη προς τον απανθρώπως βασανιζόμενον Μάρτυρα· «Τρισευτυχισμένος είσαι, Βίκτωρ, και πραγματικώς μεγάλα είναι τα έργα σου και αξιοθαύμαστοι οι αγώνες σου. Διότι, ιδού η θυσία σου εγένετο δεκτή υπό του Θεού με περισσοτέραν ευχαρίστησιν από την θυσίαν του Άβελ, επειδή προσέφερες τον εαυτόν σου θυσίαν εις τον Θεόν, χωρίς να υπολογίσης τίποτε, με ειλικρίνειαν αισθημάτων· δι’ αυτό και ο Θεός, του Οποίου το άγιον θέλημα απέβη θύτης σου, σε εδέχθη ήδη πλησίον Του από τον παρόντα κόσμον, με περισσοτέραν αγάπην από τον δίκαιον Ενώχ, που δεν εγνώρισε την πικράν γεύσιν του θανάτου. Και συ λοιπόν ο ίδιος απήστραψες από αθάνατον μεγαλείον, διότι απέφυγες τον φρικτόν θάνατον της αρνήσεως του Χριστού, καίτοι υπέστης πολλάς βασανιστικάς τιμωρίας. Εδοκιμάσθης και εκρίθης αξιώτερος του Νώε, κατέχων εις την καρδίαν σου πολλά πνευματικά αγαθά, αναδειχθείς, κατά τους χρόνους μας, ο τελειότερος και δικαιότερος, χάρις εις την σταθεράν προς τον διάβολον και τα όργανά του αντίστασίν σου. Επίστευσες εις τον Θεόν περισσότερον από τον Αβραάμ. Υπερέβης τον Ισαάκ εις χάριν απέναντι του Θεού, διότι προσέφερες τον εαυτόν σου θυσίαν εις τον Θεόν, τελείως αυθορμήτως, χωρίς ουδείς να σε πιέση. Υπέμεινες δυσκολωτέρους διωγμούς, από εκείνους, που υπέστη ο Ιακώβ εκ μέρους του Ησαύ και του Λάβαν. Ανεδείχθης σοφώτερος του σώφρονος Ιωσήφ, διότι εμυήθης εις μεγαλύτερα μυστήρια, τα οποία ήσαν κεκρυμμένα από αιώνων. Επειράσθης όπως ο Ιώβ και εδοκιμάσθης ποικιλοτρόπως, με διάφορα βασανιστήρια, και, όπως εκείνος, κατενίκησες και συ, με το γενναίον σου φρόνημα, τον κοινόν αντίπαλον του ανθρωπίνου γένους, τον διάβολον. Εμιμήθης τον μεγαλύτερον Προφήτην, τον Προφήτην Ησαϊαν, τον οποίον ο Μανασσής τον έσχισεν εις την μέσην με ξύλινον πριόνι. Μετεβλήθης εις πανευώδη δια τον Θεόν θυσίαν, όπως ο ιερεύς Ελεάζαρ, όταν εμαρτύρησε και αυτός χάριν της αληθείας και της θρησκείας. Ανεγνωρίσθης, μακάριε Βίκτωρ, δια του μαρτυρίου σου, ως άλλος Δανιήλ, ανήρ επιθυμιών, με την γενναίαν ανδραγαθίαν σου κατά των ορωμένων και αοράτων λεόντων. Συνεκράτησες την δύναμιν του πυρός, όπως οι Άγιοι τρεις Παίδες. Όπως ο ανδρειότατος Δαβίδ, κατενίκησες και συ τον νοητόν Γολιάθ, τον αλιτήριον εχθρόν του ανθρώπου. Εν ολίγοις δε, εμιμήθης την ζωήν όλων των μέχρι σήμερον Αγίων και επέδειξες την υπομονήν των· δι’ αυτό και συ λαμβάνεις σήμερον παρά του Θεού εφαμίλλους στεφάνους με εκείνους, ως άξιος κατά τα έργα και το όνομα νικητής και Αθλητής με πολλά βραβεία. Να εγώ, αυτήν την στιγμήν, βλέπω εις τον αέρα δύο στεφάνους, ως να καταβαίνουν από τον ουρανόν· εξ αυτών ο μεγαλύτερος προσφέρεται εις σε από Αγγέλους, ο δε μικρότερος στέλλεται δι’ εμέ. Αν και είμαι δε σκεύος ασθενικόν και ευκολόθραυστον εξ αιτίας της γυναικείας φύσεως, την οποίαν φέρω, εν τούτοις απεφάσισα και εγώ τώρα, με ενθουσιασμόν, να αγωνισθώ δια την αγάπην του Χριστού, και ούτω να κληρονομήσω την Βασιλείαν των ουρανών, μαζί με όλους τους Αγίους, οι οποίοι από την αρχήν του κόσμου ευηρέστησαν τον Θεόν». Όταν ήκουσεν αυτά τα θεόπνευστα λόγια ο κακόβουλος δουξ, όστις μόνον απειλήν και φόνους κατά των Χριστιανών εσχεδίαζεν, εθύμωσε πάρα πολύ και διατάσσει να φέρουν την Αγίαν ενώπιόν του. Αφού δε την ωδήγησαν δεμένην έμπροσθέν του την ηρώτησε· «Πως ονομάζεσαι»; «Χριστιανή», απήντησεν εκείνη. Ο δουξ συνεχίζει την ανάκρισιν· «Πόσον χρονών είσαι»; «Δέκα πέντε ετών και οκτώ μηνών», απήντησε πάλιν εκείνη. Ο δουξ ερωτά· «Πόσον χρόνον έχεις υπανδρευμένη»; Και η Μάρτυς· «Προ ενός έτους και τεσσάρων μηνών». Τότε ο δουξ με δελεαστικούς λόγους και πανουργίαν αντιπαρετήρησε· «Διατί τόσον σύντομα έσπευσες να εγκαταλείψης τον γλυκύν κόσμον και τον γλυκύτατον άνδρα, πριν σχεδόν ακόμη τους απολαύσης»; Εις τον απατηλόν αυτόν υπαινιγμόν του δουκός, η Αγία ανταπήντησε με μεγάλην σοφίαν· «Επειδή απηρνήθην την προσωρινήν αυτήν ζωήν και την κοσμικήν προσπάθειαν, ως μάταια και συντόμως παρερχόμενα, εθεώρησα προτιμότερον να αφιερώσω την καλυτέραν της καρδίας μου πίστιν εις την συνάντησιν του προσδοκωμένου Κυρίου μου Ιησού Χριστού, όστις είναι ο επουράνιος και πανένδοξος Νυμφίος των ψυχών μας· διότι κάθε επίγειος νυμφίος και πρόσκαιρος είναι και αποθνήσκει. Μόνον δε ο Χριστός είναι αθάνατος και αιώνιος Νυμφίος και καταπλουτίζει τους αγαπώντας Αυτόν με αμολύντους και απεριγράπτους εις αξίαν δωρεάς». Ο δουξ της λέγει εν συνεχεία· «Παύσαι αυτάς τας φλυαρίας, που δεν σε ωφελούν, και έλα τώρα να θυσιάσης εις τους θεούς, δια να μη υποβληθής εις σκληράς τιμωρίας και εις πικρά βασανιστήρια και τοιουτοτρόπως αποθάνης κακώς και με πόνους». Τελείως αφόβως η Μάρτυς απήντησεν· «Εγώ νομίζω, ότι το όνομά μου, Στεφανίς, με το οποίον με φωνάζουν, μου εδόθη υπό της Θείας Προνοίας, δια να μου υπενθυμίζη, ότι πρέπει να αγωνισθώ, δια να λάβω παρά του αληθινού αθλοθέτου, του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, τον προορισθέντα δι’ εμέ στέφανον· δι’ αυτό δεν πειθαρχώ εις σε να θυσιάσω εις τους ψευδείς θεούς. Εάν λοιπόν σκέπτεσαι να πράξης τι εναντίον μου, καθόλου μη αναβάλης, αλλά να ενεργήσης συντομώτατα». Ευθύς ως ήκουσεν αυτήν την απάντησιν, την πλήρη αρρενωπού φρονήματος, από την Μάρτυρα ο υπό αγρίου θυμού κυριευμένος και από χαρακτήρος ευερέθιστος και θυμώδης δουξ, δεν ηδυνήθη να υποφέρη· άφησε λοιπόν την καρδίαν του να εκχύση κατά της Αγίας Μάρτυρος όλον τον κοχλάζοντα θυμόν του, όσον περισσότερον μανιακά και παράλογα ηδύνατο κανείς να φαντασθή. Και προσέξατε, φίλοι αναγνώσται, να διαπιστώσητε την υπερβολικήν του κακουργίαν. Διατάσσει τους στρατιώτας του να λυγίσουν δύο φοινικόδενδρα, τα οποία ήσαν φυτευμένα πλησίον αλλήλων· αφού λοιπόν προσέδεσε την δεξιάν χείρα και τον δεξιόν πόδα της στεφανηφόρου και αθλοφόρου γυναικός εις την κορυφήν του ενός φοινικοδένδρου και την αριστεράν χείρα και τον αριστερόν πόδα αυτής εις την κορυφήν του άλλου φοινικοδένδρου, διέταξεν, εν συνεχεία, να αφήσουν συγχρόνως τας κορυφάς να επανέλθουν εις την φυσικήν των θέσιν. Η πανένδοξος Μάρτυς, δια του ασυνηθίστου αυτού μηχανήματος της τρομακτικής εφευρέσεως του τυράννου, διαμελισθείσα οικτρώς, επτερύγισε προς το ουράνιον ύψος ως καθαρά περιστερά και αμίαντος τρυγών. Ούτω δε επετέλεσε τους πνευματικούς της γάμους μετά του καθαρωτάτου Νυμφίου των ψυχών, του Σωτήρος Χριστού, και ησύχασε πλέον εγκατασταθείσα εις τον άφθαρτον Νυμφώνα της αμιάντου επουρανίου κατοικίας. Από αυτά τα λαμπρά ανδραγαθήματα κατησχύθη ο κακότροπος δουξ, ο θρησκευτικός αυτός οπαδός της αισχύνης των ειδώλων, διότι ενικήθη κατά κράτος από μίαν ασθενή, κατά την φύσιν, γυναίκα. Απελπισθείς δε πλέον από τον κατά του ανδρειόφρονος Μάρτυρος του Χριστού Βίκτωρος πολέμου, και αφού αντελήφθη, ότι επιδιώκει ανωφελή και αδύνατα πράγματα, αποφασίζει συντόμως την επιβολήν της ποινής της αποκεφαλίσεως. Ευθύς ως ήκουσε την απόφασιν αυτήν ο μακάριος Μάρτυς ηυχαρίστησε τον Θεόν με μεγάλην χαράν, διότι θα επετύγχανε του πολυποθήτου κέρδους, της αιωνίου δηλαδή ζωής μετά του Σωτήρος Χριστού. Προς τους παρευρεθέντας δε αξιωματούχους εις τον τόπον της εκτελέσεως, ολίγον προ του αποκεφαλισμού του, περιέγραψε με λεπτο μέρειαν τα μελλοντικά γεγονότα, ειπών προφητικώς εις αυτούς· «Μετά επτά ημέρας θα αποθάνουν οι ρήτορές σας· μετά δώδεκα σε σεις. Ο δε κακόβουλος δούξ θα αιχμαλωτισθή από τους αντιπάλους του μετά εικοσιτέσσαρας ημέρας. Μετά από τρία χρόνια θα έλθουν από την πατρίδα μου οι συγγενείς μου, δια να πάρουν μαζί των το σώμα μου, διότι έχω από πολλού ήδη έτοιμον το φέρετρον, εντός του οποίου θα τοποθετηθή το λείψανόν μου. Παρακαλώ λοιπόν να μη με τοποθετήσετε εις άλλο φέρετρον· αλλ’ ούτε και κανείς από τους εντοπίους ας μη εμποδίση να μεταφέρον εις την πατρίδα μου το λείψανόν μου». Τοιαύτας και άλλας εντολάς έδιδε προς τους παρόντας ο μακάριος Αθλητής Βίκτωρ. Αφού δε ετελείωσε, προσηυχήθη και παρεκάλεσε τον Θεόν δια τα συμφέροντα εις τον κόσμον, γονατίσας δε απεκεφαλίσθη τέλος υπό του δημίου. Αλλά και αυτή η αποκεφάλισίς του υπήρξε καταπληκτική. Από την πληγήν εξήλθεν αίμα ανάμικτον με γάλα, πράγμα το οποίον προεκάλεσε τον θαυμασμόν των παρόντων, οι οποίοι εδόξασαν τον Θεόν των θαυμάτων και της δυνάμεως. Πολλοί δε εκ των Ελλήνων (ειδωλολατρών), που παρηκολούθησαν αυτά τα παράδοξα και διεπίστωσαν την καρτερίαν του Μάρτυρος, μετέβαλον θρησκευτικάς αντιλήψεις και από ειδωλολάτραι εγένοντο Χριστιανοί, προσδραμόντες εις τον σωτήριον λιμένα της πίστεως. Οι πιστοί, πάλιν, Χριστιανοί ενισχύθησαν ακόμη περισσότερον εις την πίστιν και την ευσέβειαν, όταν είδον ότι επραγματοποιήθησαν όλα όσα προεφήτευσεν ο Άγιος. Ο καρτερικώτατος του Χριστού Αθλητής Βίκτωρ και η γενναοτάτη Στεφανίς ετελειώθησαν δια του Μαρτυρίου την ενδεκάτην Νοεμβρίου επί της βασιλείας του τυράννου Αντωνίνου και της ηγεμονίας του παρανόμου Σεβαστιανού και νυν αγάλλονται εν ουρανοίς πρεσβεύοντες τω Κυρίω υπέρ πάντων ημών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου