Κωνσταντίνος ο γενναιότατος Νεομάρτυς του Χριστού υπήρξε γέννημα και θρέμμα της νήσου Ύδρας. Οι γονείς αυτού του τρισμάκαρος εχρημάτισαν μετρίας καταστάσεως άνθρωποι, και ο μεν πατήρ αυτού ωνομάζετο Μιχαλάκης, η δε μήτηρ αυτού Μαρίνα, η οποία ηξιώθη να ίδη τούτον τον καλόν της υιόν στεφανηφόρον εις τας αγκάλας του Χριστού και να φανή ως αληθώς, κατά τον Προφητάνακτα Δαβίδ, «μήτηρ επί τέκνοις ευφραινομένη» (Ψαλμ. ριβ:9). Όταν ο Κωνσταντίνος έφθασεν εις ηλικίαν ετών δεκαοκυώ, επήγεν εις την Ρόδον και συνανεστρέφετο συχνάκις εις το κονάκι του ηγεμόνος της Ρόδου, Χασάν Καπιτάνιου κοινώς ονομαζομένου· πλην είθε να μη ήθελεν υπάγει τελείως ούτε εις την Ρόδον, ούτε εις εκείνο το κατηραμένον κονάκι· επειδή εκεί συχνάζων και μέσα εις εκείνο το σατανικόν σπίτι συναναστρεφόμενος, τι άλλο ήτο ακόλουθον να πάθη, παρά εκείνο όπερ λέγει ο θείος Παύλος, ότι «φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί»; (Α΄ Κορ. ιε:33). Διότι ο ηγεμών, βλέπων τον νέον προκομμένον και έξυπνον, έβαλε την σπουδήν του όλην ο μιαρός δια να διαστρέψη την γνώμην του και να τον γυρίση εις τον Μωαμεθανισμόν.
Όθεν με διαφόρους κολακείας και με πολλάς τιμάς και δωρήματα έπεισε τέλος πάντων τον απαλόν νέον και ηρνήθη, φεύ! την του Χριστού αληθή πίστιν και εδέχθη την πεπλανημένην θρησκείαν των Αγαρηνών και ούτως ευρίσκεται εις την πλάνην ταύτην έτη τρία, υπηρετών εις τον ηγεμόνα, δόξης και τιμής πολλής πλησίον εις αυτόν αξιούμενος. Ω συμφορά μεγάλη, ήτις κινεί εις δάκρυα πάντα οφθαλμόν! Ω πτώμα ελεεινόν, όπερ προξενεί εις τας καρδίας των ευσεβών Χριστιανών λύπην ανείκαστον! Αλλ’ όμως φαίνεται, αδελφοί, ότι ο νέος ούτος έλαχε ψυχής αγαθής· όθεν και δεν εστάθη αναίσθητος, καθώς άλλοι, εις το μέγα κακόν όπερ έπραξε· δεν έμεινεν έως τέλους εις το πτώμα εις το οποίον κατέπεσεν, αλλ’ ήρχισε παρευθύς να ελέγχεται από την συνείδησιν ακατάπαυστα· ήρχισε να λυπήται, να αναστενάζη, να κλαίη και να θρηνή δια το μέγα κακόν όπερ έπαθεν· όθεν και όσα αργύρια του ετύχαιναν, όλα τα εμοίραζε καλώς ελεημοσύνην εις τους πτωχούς. Ηγάπα περισσότερον τους Χριστιανούς και ετίμα τους Ιερείς του Θεού με μεγάλην ευλάβειαν· εν μια δε των ημερών τόσον πυρ της θείας αγάπης ήναψεν εις την καρδίαν του, ώστε απεφάσισε να παρρησιασθή και να ομολογήση φανερά την πίστιν, την οποίαν ηρνήθη, έμπροσθεν του ιδίου κυρίου του ηγεμόνος· και βέβαια προ πολλών ετών ο Κωνσταντίνος ήθελε λάβει του μαρτυρίου τον στέφανον, αν ο πνευματικός του Πατήρ δεν τον ημπόδιζεν από την απόφασιν ταύτην. Διότι, αφού ο του Χριστού Μάρτυς εξωμολογήθη εκ βάθους καρδίας εις τινα Πνευματικόν πάσας τας αμαρτίας του, και εφανέρωσεν εις αυτόν τον σκοπόν του και την απόφασιν, την οποίαν είχε, δια να παρρησιασθή, ο Πνευματικός, φοβηθείς την νεαράν και τρυφεράν ηλικίαν του, μήπως δειλιάση τα βάσανα του μαρτυρίου και αρνηθή εκ δευτέρου τον Χριστόν, του είπεν· «Άφες, ω τέκνον μου, τον σκοπόν αυτόν και την απόφασιν αυτήν· φύγε κατά το παρόν, πήγαινε εις άλλον τόπον, και αφού έλθης εις ανδρικήν και τραχυτέραν ηλικίαν, τότε, συν Θεώ, όχι μόνον ημπορείς να τελειώσης τον σκοπόν σου τούτον, αλλά και με περισσοτέραν ευκολίαν δύνασαι να υπομείνης τον αγώνα του μαρτυρίου». Εις ταύτα τα λόγια του Πνευματικού του ακούσας ο της υπακοής υιός Κωνσταντίνος, μετ’ ολίγας ημέρας, αφήνων πάσαν δόξαν και σωματικήν ανάπαυσιν και κυβέρνησιν, την οποίαν είχε πλησίον εις τον αυθέντην του, και ως σκύβαλα και καπνόν λογσάμενος πάσαν ηδονήν του κόσμου και ματαιότητα, εμβήκεν εις πλοίον και ανεχώρησεν εις την νυν λεγομένην Κριμαίαν, και εκεί διέτριψεν έτη τρία, Χριστιανός εις το φανερόν ων και παρά πάσι γινωσκόμενος και πολιτείαν διάγων την εις τους Χριστιανούς πρέπουσαν. Έπειτα αναχωρήσας από την Κριμαίαν, επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν επί της Πατριαρχείας του αοιδίμου Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄. Εκεί διατρίβων, ζητεί θερμώς, δια να εύρη έμπειρον Πνευματικόν προς θεραπείαν της πεπληγωμένης του ψυχής, και κατά τον πόθον του ευρίσκει εις την του Χριστού μεγάλην Εκκλησίαν. Εις τούτον λοιπόν προσελθών ο καλός Κωνσταντίνος μετά συντετριμμένης καρδίας και θερμής κατανύξεως, εξομολογείται όλας τας αμαρτίας του, και μάλιστα την προς τον Χριστόν άρνησίν του και τους εν τω βάθει της καρδίας του λογισμούς και κλαίων πικρώς δια την συμφοράν του ζητεί την διόρθωσιν. Ο δε Πνευματικός παρουσιάζει αυτόν εις τον Πατριάρχην, όστις ιδών και μαθών πάντα τα κατ’ αυτόν, εχάρη μεν δια την καλήν επιστροφήν τού απολωλότος, ελυπήθη δε μη ευρίσκων εύλογον να αφήση τον νέον να αποπειραθή να τελειώση τον πόθον του. Όθεν νουθετήσας αυτόν πατρικώς να ελπίζη εις την ευσπλαγχνίαν του Θεού και να μη απελπίζεται, τον απέστειλεν εις το Άγιον Όρος, δια να δυνηθή να αντιπαλαίση και να νικήση τον νικήσαντα πρώην αυτόν διάβολον. Απελθών λοιπόν εις το Άγιον Όρος, επήγεν εις την Ιεράν και βασιλικήν Μονήν των Ιβήρων, εκεί δε διέτριψε πέντε μήνας υπακούων εις τους εν αυτή Οσίους Πατέρας, εξομολογούμενος συνεχώς τόσον εις τους εν τη Ιερά Μονή πνευματικούς Πατέρας, όσον και εις τον εν τη Σκήτη της αυτής Μονής ενασκούμενον περίφημον και κοινόν του Όρους Πνευματικόν Πατέρα Σέργιον. Προ πάντων προσέφερε διάπυρον ευλάβειαν εις την εκείσε αγίαν και θαυματουργόν Εικόνα της Κυρίας ημών Θεοτόκου την καλουμένην Πορταϊτισσαν, δεόμενος να τον ενδυναμώση να υπομείνη ανδρείως το προ πολλού μελετώμενον υπ’ αυτού και ποθούμενον μαρτύριον· διότι, αφού ηρνήθη τον Δεσπότην Χριστόν, δεν ηδυνήθη να εύρη καμμίαν ειρήνην εις την συνείδησίν του, αλλά του εφαίνετο πάντοτε ότι ακούει νοερώς με τα ώτα της καρδίας του εκείνον τον φοβερόν λόγον όπου είπε περί των αρνησιχρίστων ο Κύριος, ήτοι το «Όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. ι:33). Ούτος ο λογισμός ήτο εντετυπωμένος εις το ηγεμονικόν της ψυχής του, και κατέτρωγεν αυτόν ως σκώληξ και τον ετυραννούσεν ως ένας δήμιος, επειδή κατά τον Σολομώντα «Σης οστέων καρδία αισθητική» (Παροιμ. ιδ:30), και κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον «Νους εμμέριμνος, σης βιβρώσκων οστέα». Τέλος πάντων ενδυναμωθείς αοράτως από την άμαχον δύναμιν της Κυρίας Θεοτόκου και από την Χάριν Αυτής περιφραχθείς την ψυχήν, ήναψεν όλος από τον πόθον του μαρτυρίου και πλέον να υπομείνη δεν ηδύνατο· αλλά, καίτοι ημποδίζετο από τους Πνευματικούς και τους Πατέρας του Μοναστηρίου, λέγοντας, ότι είναι δυνατόν να σώση τη ψυχήν του και χωρίς μαρτύριον, αυτός όμως υπό της του Χριστού αγάπης καταφλεγόμενος ανταπεκρίνετο εις αυτούς, ότι «όπου αρνήθηκα τον Χριστόν μου, εκεί πάλιν επιθυμώ να τον ομολογήσω». Όθεν λαβών τας ευχάς των Πατέρων ως όπλα πνευματικά, ανεχώρησεν από το Όρος και επήγε κατ’ ευθείαν εις την Ρόδον. Εκεί φθάνων επήγεν εις Πνευματικόν και εξωμολογήθη, φανερώσας εις αυτόν, ότι έχει σκοπόν να παρρησιασθή και να ομολογήση το όνομα του Ιησού Χριστού. Ο δε Πνευματικός, φοβούμενος το άδηλον της εκβάσεως, συνεβούλευεν αυτόν λέγων· «Τέκνον μου, ο καιρός είναι ακατάστατος και αι ημέραι πονηραί· όθεν λείπε από τοιούτον κίνημα και σκοπόν και πήγαινε πάλιν εις το Άγιον Όρος και ο Θεός είναι ελεήμων και εύσπλαγχνος και δέχεται την μετάνοιάν σου, καθώς υπεσχέθη μόνος αυτός ο αψευδέστατος λέγων· «Ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ:13). Ο δε του Χριστού ένθους εραστής Κωνσταντίνος ούτε ακρόασιν έδιδεν εις τους λόγους του Πνευματικού, ων όλως δι’ όλου προσηλωμένος εις την αγάπην του Δεσπότου Χριστού και εις την ομολογίαν του· και όσον μάλλον οι άλλοι τον ημπόδιζον από το μαρτύριον, τόσον περισσότερον αυτός ηύξανεν εις τον πόθον του μαρτυρίου· και όσον εκείνοι προσεπάθουν να σβέσουν την φλόγα της καρδίας του με τα λόγια των, τόσον η φλόγα εκείνη ήναπτε περισσότερον. Και λοιπόν, αφού απεφάσισε να παρρησιασθή, έκαμε τοιαύτην προσευχήν προς τον Δεσπότην Χριστόν, μετά κατανύξεως λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, συ όστις κατεδέχθης να καταβής από τους ουρανούς και να φορέσης σάρκα εκ της Αειπαρθένου Μαρίας, να λάβης εμπτυσμούς, κολαφισμούς, εμπαιγμούς και μάστιγας και τελευταίον θάνατον σταυρικόν, δια να σώσης το γένος των ανθρώπων από την καταδυναστείαν του διαβόλου, αυτός βοήθησόν μοι εν τη ώρα ταύτη και ενδυνάμωσόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον Σου, δια να Σε ομολογήσω παρρησία, ότι Συ είσαι Υιός του Θεού και Θεός αληθινός, ότι συ εποίησας τον ουρανόν, την γην, την θάλασσαν και όλα τα ορατά και αόρατα κτίσματα. Ναι, Βασιλεύ των αιώνων γλυκύτατε Ιησού Χριστέ μου, επάκουσον εμού του αμαρτωλού και δος μοι δύναμιν να νικήσω τον εχθρόν, όστις με ενίκησε και να καταπατήσω όλους τους υπηρέτας του, εις δόξαν και τιμήν του αγίου σου Ονόματος». Ταύτα ειπών παρευθύς τρέχει ως πρόβατον εις την σφαγήν και χωρίς να τον ζητή τις αυτός αφ’ εαυτού αυτόκλητος πηγαίνει εις τον αγώνα του μαρτυρίου και φανερώνεται εις εκείνους, οι οποίοι δεν ηρώτων δι’ αυτόν και ευρίσκεται έμπροσθεν εις εκείνους, οι οποίοι δεν τον εζήτουν, ως λέγει ο Προφήτης Ησαϊας· «Εμφανής εγεννήθην τοις εμέ μη επερωτώσιν, ευρέθην τοις εμέ μη ζητούσιν» (Ησα. ξε:1), και ούτω παρρησιάζεται έμπροσθεν του ηγεμόνος της Ρόδου Χασάν Καπιτάνιου επονομαζομένου, του πρώην ιδικού του αυθέντου και λέγει: «Χαίροις εξ εμού του δούλου σου, αυθέντα». Ο ηγεμών αποκρίνεται· «Ποίος δούλος μου είσαι συ»; Ο δε Μάρτυς με μεγάλην παρρησίαν του αποκρίνεται· «Εγώ είμαι ο Κωνσταντίνος εκείνος, τον οποίον συ με κατέπεισες να αρνηθώ τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν και να πιστεύσω τον προφήτην σου Μωάμεθ». Ο ηγεμών του είπε· «Εγώ δεν σε γνωρίζω ποίος είσαι, επειδή συ είσαι Μοναχός». Τούτο δε είπε διότι εφόρει ο Άγιος ράσον μαύρον αγιορείτικον και σκούφον και εφαίνετο ως Μοναχός. Του λέγει δε πάλιν: «Αν είσαι ιδικός μου, διατί εφόρεσες αυτό το μαύρον ένδυμα, το οποίον δεν είναι της θρησκείας μας; Ο ιδικός μου νόμος γράφει να φορώμεν λευκά ενδύματα και λαμπρά, δια να είμεθα χωρισμένοι από τους Χριστιανούς· έκβαλε λοιπόν αυτά τα μαύρα και καταφρονεμένα ενδύματα, τα οποία φορείς, και εγώ να σε ενδύσω λευκά και λαμπρά ενδύματα δια να χαίρεσαι τον κόσμον και να σου δώσω και χρήματα όσα χρειάζεσαι, δια να ευφραίνεσαι μετ’ εμού και να σε βλέπουν όλοι οι Χριστιανοί να σε φοβούνται και να σε προσκυνούν». Προς ταύτα ο του Χριστού στρατιώτης Κωνσταντίνος ανταπεκρίνατο· «Έλα και συ, αυθέντα, να πιστεύσης και να ομολογήσης τον Χριστόν, ότι είναι Θεός αληθινός, δια να σε φωτίση να ίδης το αληθινόν φως, επειδή τώρα είσαι τυφλός και σκοτισμένος από την ασέβειαν, και αν τον ομολογήσης δια Θεόν αληθινόν, βέβαια έχεις να αξιωθής και της ουρανίου Βασιλείας Του και να ίδης οφθαλμοφανώς τα ανεκλάλητα κάλλη του Παραδείσου και να χαίρεσαι και να ευφραίνεσαι εις αυτά με όλους τους Αγγέλους και Αγίους». Λέγει προς αυτόν ο ασεβής· «Ποίος σε έμαθεν αυτάς τας φλυαρίας, Χασάνη; Εγώ σε έκαμα υιόν μου δια να σε υπανδρεύσω και να σου δώσω και την κληρονομίαν μου και συ κατεφρόνησας τόσα αγαθά και εφόρεσες μαύρα»; Βλέπων δε τον ηγεμόνα ταραχθέντα ο παραστεκόμενος πλησίον εις αυτόν Αγαρηνός, εσήκωσε το χέρι του και εκτύπα τον Μάρτυρα, αλλ’ ο ηγεμών ημπόδισεν αυτόν, προσέταξε δε μόνον να τον βάλουν εις την φυλακήν· και ούτως αυτός ανεχώρησε κατηφής και λυπημένος και επήγεν εις τον οίκον του, έμεινε δε εκεί τρεις ημέρας ολοκλήρους, χωρίς να εξέλθη έξω τελείως από την λύπην του. Μετά δε τας τρεις ημέρας, εξελθών και όλος πνέων πυρ και μανίαν κατά του Μάρτυρος, εκάθισεν επί του βήματος και είπε· «Φέρετε εδώ εκείνον τον μιαρόν, όστις προχθές μας είπε τόσα λόγια». Παραστάντος δε του Μάρτυρος είπε· «Λέγε μου, ω πάντολμε, τι ήσαν τα λόγια εκείνα τα οποία προχθές απετόλμησες να είπης εναντίον μου»; Ο δε του Χριστού Μάρτυς, χωρίς να δειλιάση τελείως, αλλά θαρρετά ως λέων απεκρίθη λέγων· «Εγώ σου είπα να πιστεύσης εις τον Χριστόν, όστις είναι Θεός αληθινός· διότι η ιδική σας πίστις είναι βδελυρά, μιαρά και ψευδής, επειδή πιστεύετε ένα ψεύστην, ο οποίος εις τον κόσμον δεν έδειξε κανέν θαύμα, ούτε σας εδίδαξε καμμίαν αλήθειαν και κανέν καλόν, αλλά μόνον σας εδίδαξε μυθολογίας και σας παραγγέλλει να κάμνετε πορνείας, αρσενοκοιτίας και άλλας κακίας· και σεις, ως τυφλοί, τον πιστεύετε ως προφήτην και δια τούτο έχετε να υπάγετε με αυτόν εις την αιώνιον κόλασιν και εις το πυρ το εξώτερον, δια να κατακαίεσθε πάντοτε ομού με τους αδελφούς σας δαίμονας· μόνον έλα να γίνης Χριστιανός, δια να χαίρεσαι αιώνια με τον Χριστόν εις τον Παράδεισον». Εύγε της ελευθεροστομίας σου, γενναίε του Κυρίου αγωνιστά! Εύγε της σης μεγαλοψυχίας, της ούσης ουρανίων επαίνων αξίας! Κατά αλήθειαν, αδελφοί, επληρώθη εις τούτον τον Άγιον εκείνο όπερ γράφει ο σοφός Σολομών εις τας Παροιμίας του: «Δίκαιος δε ώσπερ λέων πέποιθε» (κη:1), και το του Προφήτου Δαβίδ: «Ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων και ουκ ησχυνόμην» (Ψαλμ. ριη: 46). Ταύτα λοιπόν τα λόγια ως ήκουσεν ο της ασεβείας προστάτης ηλλοιώθη όλος από τον θυμόν και μη δυνάμενος πλέον να υποφέρη την τόσην παρρησίαν και τόλμην του Μάρτυρος, εφώναξεν εις τους στρατιώτας του λέγων· «Δείρετε ανηλεώς αυτόν τον τολμηρόν και αδιάντροπον· ανασπάσατε τας τρίχας της κεφαλής του· ξεσχίσατε τας σάρκας του». Και οι μεν ανέσπων τας τρίχας της κεφαλής του, οι δε έσυρον αυτόν από τους πόδας και από τας χείρας επάνω εις τας πέτρας και εις το έδαφος της γης· διότι ήτο πλήθος άτακτον και εις την κακίαν φύσει ορμητικόν, όταν δε και την άδειαν έλαβον του ηγεμόνος των, ας στοχασθή πλέον έκαστος τι δεν έπραξαν και τι πληγάς δεν επροξένησαν εις τον του Χριστού Αθλητήν, τούτο μεν δια να χορτάσουν την έμφυτον κακίαν των, τούτο δε και δια να ευχαριστήσουν την θηριώδη γνώμην του ηγεμόνος των. Πολλοί δε απ’ αυτούς έπτυον αναισχύντως και εις το πρόσωπον του Μάρτυρος, εμπαίζοντες αυτόν και λέγοντες· «Ας έλθη τώρα ο Χριστός σου να σε ελευθερώση από τας χείρας μας». Και ούτω μεν οι της πλάνης υπηρέται έκαμνον και έλεγον άξια της ιδικής των μανίας και αγριότητος· ο δε του Χριστού γενναιότατος Αθλητής, τοιαύτα και τοσαύτα πάσχων υπό των παρανόμων, ανεξικάκως και μεγαλοψύχως υπέμεινε τούτο και μόνον κράζων, το του ευγνώμονος ληστού λόγιον· «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου» (Λουκ. κγ:42). Τελευταίον δε ημιθανής ων από τας πληγάς ο Αθλητής του Χριστού, ρίπτεται εις την φυλακήν υπό των δημίων, δεδεμένος με βαρείας αλύσεις από τους πόδας και από τον λαιμόν, έως εις δευτέραν εξέτασιν. Τη δε επαύριον καθίσας ο ηγεμών επί του βήματος προστάσσει να φέρουν τον Μάρτυρα δια να δοκιμάση ίσως δυνηθή να τον γυρίση εις την ασέβειαν με κολακείας και πανουργίας. Και όταν επαραστάθη έμπροσθέν του ο Μάρτυς του Χριστού, λέγει προς αυτόν· «Μετενόησες από τας χθεσινάς φλυαρίας, Χασάνη»; Αποκρίνεται ο Μάρτυς· «Εγώ δεν είμαι Χασάνης, αλλά είμαι Χριστιανός, Κωνσταντίνος το όνομά μου και δεν λαλώ φλυαρίας, αλλά πιστεύω και ομολογώ Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, τρία πρόσωπα και ένα Θεόν αληθινόν· τούτον προσκυνώ, τούτον δοξάζω, την δε θρησκείαν σας αναθεματίζω». Τότε ο ασεβής ηγεμών προστάσσει να τον δείρουν δυνατά· όθεν του έδωκαν πεντακοσίους ραβδισμούς εις την ράχιν και πεντακοσίους εις τους πόδας, τόσον ώστε έπεσαν όλοι οι όνυχες των ποδών του, το δε αίμα έτρεχε κρουνηδόν από όλον το μαρτυρικόν του σώμα, τόσον ώστε εκοκκίνισεν όλον το εκεί έδαφος της γης. Ο δε γενναίος του Χριστού στρατιώτης υπέμεινεν ανδρείως τους πόνους, κράζων μόνον το «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία σου». Οι δε στρατιώται, νομίσαντες ότι απέθανεν, τον ήγειραν αναίσθητον και τον έρριψαν ως άψυχον φόρτον μέσα εις την φυλακήν. Εκεί λοιπόν εις την φυλακήν ευρισκόμενος και τα λοίσθια πνέων, θείας αντιλήψεως και επισκοπής ηξιώθη ο τρισμακάριστος. Διότι ο Δεσπότης Χριστός, βλέπων τον ιδικόν του Αθλητήν πάσχοντα δια την αγάπην του και εις θάνατον κινδυνεύοντα, παρέστη εις αυτόν και δια της θείας Χάριτος και δυνάμεως ιάτρευσεν όλας τας πληγάς τούσώματός του, αποκατέστησε σώους τους όνυχας των ποδών του και τον έκαμεν όλον υγιά, ως ιατρός ψυχών και σωμάτων. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και θέρρος και χαράν εις την μακαρίαν του ψυχήν εστάλαξε. Μετά δε τρεις ημέρας, κατά προσταγήν του ηγεμόνος, ελθόντες οι υπηρέται να εκβάλουν από την φυλακήν τον του Χριστού Μάρτυρα (ω του θαύματος!) εύρον αυτόν όλον υγιά, χωρίς να έχη κανέν σημείον των προτέρων πληγών, ούτε εις τους πόδας ούτε εις όλον το σώμα. Ο δε ηγεμών, τούτο ιδών, του λέγει· «Σου ήρεσε, Χασάνη, αυτό όπου σου έκαμα; Έλα το γρηγορώτερον και ομολόγησον ότι η πίστις μας είναι από όλας τας άλλας μεγαλυτέρα, δια να σου χαρίσω και όσα πρότερον σου έταξα». Τότε ο ανδρειότατος Κωνσταντίνος είπε προς αυτόν· «Άκουσον, ω ηγεμών, να σου ομιλήσω και να σου φανερώσω όλην την αλήθειαν· ηξεύρεις πολύ καλά, ότι προ τριών ημερών κατεπλήγωσες όλον μου το σώμα από τας μάστιγας, εξέβαλες από τους πολλούς ραβδισμούς όλους τους όνυχας των ποδών μου, με έρριψες μισοπεθαμένον εις την φυλακήν και τώρα, που είναι αι πληγαί εκείναι; Που οι εκριζωθέντες όνυχες; Βλέπε, έμεινε κανέν σημείον των πληγών; Ιδέ, λείπει τις από τους όνυχάς μου; Ο Δεσπότης μου Χριστός με επεσκέφθη εις την φυλακήν και με ιάτρευσεν από τας πληγάς και τους όνυχας των ποδών μου σώους αποκατέστησεν, ως Θεός αληθινός όπου είναι· αυτόν λοιπόν προσκυνώ, όστις είναι ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, τον δε ιδικόν σας Μωάμεθ αποστρέφομαι, διότι είναι πόρνος και αρσενοκοίτης και όποιος τον ακολουθεί και πιστεύει εις τα λόγια του γίνεται όμοιός του και θέλει κληρονομήσει μαζί με αυτόν την αιώνιον κόλασιν. Το λοιπόν παρακαλώ σε, ω ηγεμών, άνοιξον τους οφθαλμούς της ψυχής σου και έλα να προσκυνήσης και συ τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον οποίον επροσκυνούσαν και οι ιδικοί σου γονείς, οι οποίοι έως τώρα είναι Χριστιανοί». Τούτο δε είπεν ο Μάρτυς, επειδή ο ηγεμών αυτός της Ρόδου κατήγετο από Ιβηρίτας, και αιχμαλωτισθείς από τους Αγαρηνούς, αφήκε την πάτριον πίστιν των Χριστιανών και εδέχθη την θρησκείαν των Αγαρηνών. Ταύτα ακούσας ο ηγεμών και μάλιστα ότι οι γονείς του είναι Χριστανοί, έλαβε μεγάλην εντροπήν έμπροσθεν εις τους άλλους Αγαρηνούς, οίτινες ήσαν παρόντες και ήκουον· όθεν προστάσσει να βάλουν πάλιν τον Μάρτυρα εις την φυλακήν και να ασφαλίσουν τους πόδας του εις την λεγομένην ποδοκάκην. Εις ταύτην λοιπόν την οδυνηράν βάσανον επέρασεν ο Μάρτυς τρεις ολοκλήρους ημέρας και νύκτας, προς μόνον τον δυνάμενον να σώση αυτόν εκ θανάτου Χριστόν τον Θεόν αποβλέπων και προσευχόμενος. Κατά δε τας ημέρας ταύτας συνέβη να φυλακίσουν εις την αυτήν φυλακήν εξ Χριστιανούς και δύο Ιερείς από χωρίον Σορόνι, ομοίως και τέσσαρας Τούρκους· και λοιπόν μίαν νύκτα, θέλων ο Θεός να δοξάση τον Μάρτυρά του, τον αυτόν προδοξάσαντα δια του Μαρτυρίου, τι εθαυματούργησε; Μέσα εις εκείνο το βαθύ σκότος τηςνυκτός, κατά την ώραν του μεσονυκτίου, φως μέγα έλαμψεν εις όλην την φυλακήν· και, (ω της πολλής περί τον Σον Μάρτυρα συγκαταβάσεως και αγαπητικής διαθέσεώς Σου, φιλανθρωπότατε Δέσποτα!) από την δύναμιν και θαυμαστήν ενέργειαν τού θείου εκείνου και ουρανίου φωτός ελύθη παρευθύς ο γενναίος Κωνσταντίνος από τα δεσμά και τας αλυσίδας, ελευθερώθησαν οι πόδες του από το τιμωρητικόν ξύλον και ευρέθη ιστάμενος κατά ανατολάς και προσευχόμενος. Τούτου του θείου και γλυκυτάτου φωτός την θεωρίαν ιδόντες μεν οι εκείσε ευρισκόμενοι δύο Ιερείς και εξ λαϊκοί ηγέρθησαν παρευθύς και προσεκύνησαν· οι δε τέσσαρες Τούρκοι εφώναζον με την συνήθη αυτών Αραβικήν φωνήν· «Αλλάχ, Αλλάχ». Φήμη δε διεδόθη εις τους στρατιώτας του ηγεμόνος, τους φυλάττοντας την πύλην, ότι έπεσε πυρ εις την φυλακήν· όθεν έτρεξαν παρευθύς να ίδουν και εμβαίνοντες εις την φυλακήν βλέπουν τον Μάρτυρα, όστις ίστατο έξω από το ξύλον λυτός από τα δεσμά και ελεύθερος και λέγουν εις τους εκεί ευρισκομένους Τούρκους και Χριστιανούς· «Ποίος έλυσεν από τα δεσμά αυτόν τον κακόν άνθρωπον»; Απεκρίθησαν οι Τούρκοι· «Ημείς όλοι εκοιμώμεθα αυτήν την νύκτα και κατά το μεσονύκτιον είδομεν φως μέσα εις την φυλακήν, αυτόν δε τον Μοναχόν είδομεν ιστάμενον όρθιον και προσευχόμενον· όθεν από τον θαυμασμόν μας εφωνάξαμεν το «Αλλάχ, Αλλάχ». Τούτο είδομεν και τούτο μαρτυρούμεν». Τότε οι στρατιώται ανήγγειλαν ταύτα προς τον ηγεμόνα, ο οποίος τους επετίμησε λέγων· «Σιωπή· φυλαχθήτε να μη το είπητε εις τινα, διότι είναι κρίμα και εναντίον εις την πίστιν μας». Εκάλεσε δε και τους Τούρκους και τους Χριστιανούς, οίτινες ήσαν εις την φυλακήν, και τους είπεν· «Ίδετε, επειδή αυτός ο Μοναχός είναι αμαρτωλός, έρριψεν ο Θεός πυρ να σας καύση και προσέχετε καλά να μην το ειπήτε εις κανένα, διότι ύστερον θα σας θανατώσω εις το ξύλον». Από τότε δε και ύστερον πλέον δεν έφερεν ο ηγεμών τον Μάρτυρα εις το κριτήριον, διότι εφοβήθη από το θαύμα του ουρανίου φωτός, όπερ ηκολούθησε, μόνον δε εκεί μέσα εις την φυλακήν επαίδευον αυτόν ανελεήμονα. Ακούσατε δε και άλλο θαυμάσιον, ευλογημένοι Χριστιανοί, όπερ ενήργησεν ο Θεός εις τιμήν του Μάρτυρός του. Ιμάμης τις των Αγαρηνών, βάρβαρος εις το ήθος και βαρβαρώτερος εις την γνώμην, εσήκωσε την μιαράν του χείρα δια να ραπίση τον του Χριστού Μάρτυρα· και ω του θαύματος! παρευθύς η θεία δίκη δικαίως τον άδικον ετιμώρησε και έγινεν όλη η χειρ του κατάμαυρος· όθεν όλοι οι Αγαρηνοί έγιναν σύντρομοι από τον φόβον των και κανείς πλέον δεν ετόλμα να πειράξη τον Μάρτυρα, βλέπων ότι ο Θεός τον αγαπά και εκδικείται όλους εκείνους, οίτινες ήθελον τον ενοχλήσει. Έμεινε λοιπόν ο του Χριστού Αθλητής μέσα εις την φυλακήν πέντε σχεδόν μήνας, ταλαιπωρούμενος από την πείναν, θλιβόμενος από την δίψαν, κακουχούμενος από τας φθείρας και κατατυραννούμενος από τας άλλας κακοπαθείας και στενοχωρίας, όσας φυσικώ τω τρόπω συνηθίζει να έχη μία φυλακή, και μάλιστα φυλακή τουρκική καταδίκων ανθρώπων του καιρού εκείνου. Εις μόνος ευλογημένος Χριστιανός ευρέθη, όστις τον επεσκέπτετο και εις κάθε δέκα ημέρας του έφερε την αγίαν Κοινωνίαν και μετελάμβανεν, υπό της οποίας ενδυναμούμενος και παρηγορούμενος ο αοίδιμος ελογίαζε τας στενοχωρίας ως πλατυσμούς, τας θλίψεις ως αναπαύσεις και την σκοτεινήν φυλακήν ως φωτεινόν παλάτιον· διότι τοιαύτην δύναμιν και χάριν έχει η μετάληψις των Αχράντων Μυστηρίων, όταν αξίως και συνεχώς λαμβάνεται παρά των Ορθοδόξων· μεταβάλλει τα λυπηρά εις χαροποιά· ο μεταλαμβάνων νομίζει τας κακοπαθείας ως τρυφάς και τον φοβερόν θάνατον νομίζει ως ζωήν. Η δε αιτία δια την οποίαν ο ηγεμών εκράτει τον Μάρτυρα εις την φυλακήν εις τόσον πολύ διάστημα καιρού ήτο, διότι εφοβείτο την δύναμιν και εξουσίαν την οποίαν είχον οι Υδραίοι πλησίον εις την Τουρκικήν κυβέρνησιν και μάλιστα εις τον Καπετάν πασάν του Αρχιπελάγους. Όθεν και εφοβείτο να θανατώση Υδραίον. Δια τούτο έγραψεν εις τον καπετάν Γεώργιον τον Βούλγαρην, όστις τότε ευρίσκετο εις την Αλεξάνδρειαν, δηλοποιών εις αυτόν την του Μάρτυρος υπόθεσιν και δια τούτο ανέβαλλε τον καιρόν του θανάτου του, έως να λάβη παρ’ εκείνου απόκρισιν. Ο δε του Χριστού Αθλητής τούτο μαθών, γράφει από μέσα από την φυλακήν γράμματα προς τον ρηθέντα καπετάν Γεώργιον, παρακαλών αυτόν θερμώς να φυλαχθή, δια το όνομα του Θεού, να μη τον εμποδίση από το Μαρτύριον, αλλά να τον αφήση να αποθάνη δια το όνομα του Χριστού· ότι τούτο θα είναι ένδειξις της υπερβολικής του αγάπης, την οποίαν έχει εις τον συμπατριώτην του και τούτο είναι η μεγαλυτέρα ευεργεσία, την οποίαν δύναται να του προξενήση· ω θαυμαστού έρωτος, ο οποίος ήναπτεν εις την καρδίαν σου, γενναιότατε Κωνσταντίνε! Ω του ασβέστου πυρός της θεϊκής αγάπης, ήτις κατέφλεγεν όλα του τα εντόσθια! Λαβών ο Καπετάν Γεώργιος τα γράμματα του Μάρτυρος και μαθών από αυτά τον πόθον τον οποίον είχεν εις το να μαρτυρήση, έγραψε προς τον ηγεμόνα της Ρόδου, ότι «ημείς ένα τοιούτον άνθρωπον δεν θέλομεν να τον ηξεύρωμεν, και ό,τι θέλεις κάμε εις αυτόν». Τότε ο ηγεμών λαβών την απόκρισιν ταύτην, έβαλε βουλήν δια να θανατώση τον Μάρτυρα. Εν μια δε των ημερών εκβαλών αυτόν έξω από την φυλακήν, τον προσέταξε να εγείρη πέτρας από εν μέρος και να τας πηγαίνη εις άλλο. Ο δε Μάρτυς, επιθυμών να απέλθη εις τον Χριστόν μίαν ώραν πρότερον, προσεποιήθη ότι έφευγε, δια να κινήση τον ηγεμόνα εις θυμόν και ακολούθως δια να τον παροξύνη εις το να τον θανατώση· ο δε παραστεκόμενος εις τον ηγεμόνα, ων σκληρός και Χριστιανομάχος, έτρεξε και συλλαβών τον Μάρτυρα, εξέβαλε την μάχαιράν του ο αλιτήριος και τον εκτύπα μανιωδώς εις όλον το σώμα του, τόσον από το πλάγιον μέρος της μαχαίρας, όσον και από το κοπτερόν, εις τρόπον ώστε κατέκοψε και κατεπλήγωσεν ο θηριόγνωμος το αθλητικόν εκείνο και καταπεπονημένον από τα πρότερα βάσανα σώμα· και εκείνος μεν με την παιδείαν ταύτην ικανοποίησε τον θυμόν του και την κακία του, ο δε Μάρτυς έχαιρε και ηυφραίνετο, διότι έπαθε τούτο υπέρ του Χριστού. Τέλος πάντων αποκαμών πλέον ο της ασεβείας ηγεμών από το να παιδεύη τον Μάρτυρα, παρέστησεν αυτόν επί του βήματος και τον ερωτά δια τελευταίαν φοράν αν μετενόησε και αν αρνήται τον Χριστόν. Ο δε Κωνσταντίνος μετά ομοίας γενναιότητος απεκρίθη· «Είπον σοι ότι εγώ είμαι Χριστιανός, και τον Χριστόν μου δεν είναι τρόπος να αρνηθώ, καν εις μύρια τεμάχια κατακόψης το σώμα μου. Λοιπόν ό,τι θέλεις κάμε εις εμέ μίαν ώραν πρότερον, διότι ο Κύριός μου με προσμένει· μόνον μη αργοπορείς, επειδή εγώ γνωρίζω, ότι έκαμες κατ’ εμού την τελευταίαν απόφασιν». Και τη αληθεία ήξευρεν ο Άγιος, ότι οι ασεβείς έκαμον κατ’ αυτού την απόφασιν· διότι τρεις ημέρας προ της αυτού τελειώσεως τού απεκάλυψεν ο Κύριος, ότι έφθασεν ο καιρός να λάβη τον στέφανον της αθλήσεως· όθεν τούτο προγνωρίσας, καλεί τον Χριστιανόν εκείνον, όστις τον επεσκέπτετο και του λέγει· «Πήγαινε, αδελφέ, και φέρε μου τα Άχραντα Μυστήρια να κοινωνήσω, διότι την προσεχή Τετάρτην μέλλουν οι ασεβείς να με θανατώσουν». Όθεν και κατά την πρόρρησιν του Αγίου, ούτως έγινε· διότι αφού ο ηγεμών είδεν, ως είπομεν ανωτέρω, το αμετάθετον της γνώμης του, έδωκε την απόφασιν να τον θανατώσουν μέσα εις την φυλακήν. Αφου λοιπόν επέρασεν η Τρίτη και ανέτειλεν η ημέρα της Τετάρτης, εις τα πέντε ώρας της νυκτός, έπνιξαν οι αλιτήριοι τον γενναίον Κωνσταντίνον την ιδ΄ (14ην) του Νοεμβρίου μηνός, και ούτως απήλθεν η μακαρία του ψυχή εις χείρας Θεού, δια να λάβη παρ’ αυτού τον αμάραντον στέφανον του Μαρτυρίου και να συνευφραίνεται μετά πάντων των Μαρτύρων εις τα ουράνια. Το δε σώμα του προσέταξεν ο ηγεμών και το έρριψαν εν μέσω των εκεί ευρισκομένων ξύλων. Το πρωϊ έδωκεν άδειαν εις τους Χριστιανούς να το θάψουν καθώς ηξεύρουν, προτού να λάβουν οι άλλοι Τούρκοι την είδησιν. Τότε επήγαν οι Ιερείς μετά των άλλων Χριστιανών και λαβόντες το μαρτυρικόν σώμα το ενεταφίασαν εντίμως εις τον Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου εις το Βαρούσιον. Ο δε Πανάγαθος Θεός ετέλεσε δι’ αυτού πάμπολλα θαύματα εις όλους εκείνους όσοι έπασχον από διαφόρους ασθενείας και μάλιστα εις εκείνους, οίτινες έπασχον από θέρμην· και απλώς ειπείν, όλοι όσοι μετά πίστεως επλησίαζον εις το άγιον λείψανον του Μάρτυρος και εις τον τάφον του, ελάμβανεν ο καθ’ εις το αιτούμενον και δεν έμεινεν ουδείς παραπονούμενος. Ακούσατε δε, αδελφοί μου, και εν θαυμάσιον όπερ ετέλεσεν ο Κύριος. Μετά το Μαρτύριον του Αγίου, οι δήμιοι εκείνοι οίτινες έπνιξαν τον Άγιον, ήσαν δύο, ο εις Τούρκος και ο άλλος Εβραίος· κατ’ αυτήν λοιπόν την ημέραν, κατά την οποίαν τον εθανάτωσαν, ο εις εξ αυτών, ο Τούρκος δηλαδή, εκεί όπου εκοιμάτο, εύρε την παρά Κυρίου εκδίκησιν, διότι κεραυνός πεσών εκ του ουρανού τον κατέκαυσε, παρ’ όλον δε ότι ήσαν εκεί πλησίον του τέσσαρες Χριστιανοί και πέντε άλλοι Τούρκοι, εν τούτοις το αστροπελέκι εκείνο, ως να είχε λόγον και αίσθησιν, τους μεν άλλους αφήκεν αβλαβείς, εκείνον δε μόνον τον υπηρέτην του φόνου τού Αγίου δικαίως τον άδικον εθανάτωσεν· όθεν οι ανωτέρω άνθρωποι, ιδόντες τούτο το παράδοξον, επήγαν και το ανήγγειλαν εις τον ηγεμόνα. Τοιαύτα μεν θαυμάσια ετέλεσεν ο των θαυμασίων Θεός, τόσον εις τον καιρόν του Μαρτυρίου όσον και εις το τέλος και μετά το τέλος αυτού, ως τα ηκούσατε. Τελειωθέντος λοιπόν του Μάρτυρος, η καλή αυτού μήτηρ μαθούσα ότι ο φίλτατος υιός της εδόξασε τον Θεόν με την θυσίαν τού αίματός του και το μαρτυρικόν του σώμα είναι τεθαμμένον εις την Ρόδον, έδραμε ως η διψώσα έλαφος να υπάγη εις απόλαυσίν του και να φέρη εκείθεν εις την πατρίδα της το θείον λείψανον τού υιού της του αγαπητού. Επήγε λοιπόν και δια συνεργείας και προτροπής του προρρηθέντος καπετάν Γεωργίου έλαβε το ποθούμενον και έχει τούτο τώρα η πατρίς αυτού θησαυρόν θείων χαρίτων ανέκλειπτον και αδαπάνητον, εις τους πιστώς προστρέχοντας προς αυτό. Μετά δε την εκ του τάφου ανακομιδήν των θείων λειψάνων του, ετέλεσε και τα ακόλουθα θαύματα. Χριστιανός τις Ρόδιος, κτυπηθείς από φοβερόν κεραυνόν, έχασε την φωνήν ομού και την ακοήν και ήτο ο δυστυχής κωφός και άλαλος, εις διάστημα τεσσαράκοντα ολοκλήρων ημερών· έμενε δε μόνον εκστατικός και παραλογισμένος και έξω εαυτού· ευθύς δε ως ήγγισεν επάνω εις αυτόν το λείψανον του Αγίου Κωνσταντίνου, ω του θαύματος! έγινεν ο άνθρωπος υγιής, δοξάζων τον Θεόν. Ομοίως και άλλος τις άνθρωπος είχε δαιμόνιον φοβερόν, ώστε τρεις ολοκλήρους χρόνους έτρεχεν επάνω και κάτω εις τους κάμπους και εγύριζεν εις τα όρη και βουνά γυμνός και ανυπόδητος και εις οικίαν να έμβη δεν ήθελεν, ούτε να ομιλήση με άνθρωπον· και ευθύς ως ήγγισεν εις αυτόν το άγιον λείψανον του Νεομάρτυρος έφυγε το δαιμόνιον και ηλευθερώθη ο άνθρωπος δοξάζων τον Θεόν και ευχαριστών τον Άγιον. Αλλά και γυνή τις πάσχουσα από δεινήν ασθένειαν προσέπεσε μετά πίστεως και ευλαβείας εις το λείψανον του Αγίου και παρευθύς ιατρεύθη. Τούτο είναι το θαυμαστόν και σθεναρόν Μαρτύριον του Αγίου Νεομάρτυρος Κωνσταντίνου· ούτως ήθλησε και ηγωνίσθη και ούτως έλαβε τον στέφανον του Μαρτυρίου παρά Χριστού. Τοιαύτα και τοσαύτα θαύματα ενήργησε δι’ αυτού ο υπ’ αυτού ομολογηθείς Θεός ενώπιον των ασεβών, καθώς τα εβεβαίωσαν και μέχρι του νυν μαρτυρούσι και δια των ιδίων υπογραφών εβεβαίωσαν και βεβαιούσιν οι ιδόντες με τους οφθαλμούς των και ακούσαντες με τα ώτα των Χριστιανοί Ρόδιοι, τόσον ιερωμένοι όσον και λαϊκοί. Τι δε θαυμαστόν είναι, αν οι Άγιοι και ζώντες θαυματουργούσι και μετά θάνατον τα τούτων λείψανα θαύματα ενεργούσι; Διότι τα θαύματα ταύτα δεν τα εεργούσι οι Άγιοι κατά φύσιν, ουδέ καθ’ ο ψιλοί άνθρωποι, όχι· αλλ’ η Χάρις, ήτοι η αγιαστική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, η εις τους Αγίους ευρισκομένη, τόσον εν τη ψυχή αυτών, όσον και εν τοις λειψάνοις των, αυτή, λέγω, παντοδύναμος ούσα, ενεργεί τα υπέρ φύσιν θαύματα δια μέσου των Αγίων προς δόξαν και τιμήν αυτών, καθώς και δια του καλλινίκου Κωνσταντίνου ενήργησε και ενεργεί· ου ταις αγίαις πρεσβείαις ελεήσαι και σώσαι ημάς ο Θεός, ως αγαθός και φιλάνθρωπος. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου