Πέτρος ο μακάριος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας εστόλιζε τον θρόνον αυτής ότε ο δυσσεβής Διοκλητιανός 284 – 305, βασιλεύων εις την Νικομήδειαν, κατεδίωκε πολύ τους Χριστιανούς ο άθλιος και πολλούς εθανάτωσε με δεινά κολαστήρια. Ήτο δε ο μακάριος Πέτρος εις όλους περίβλεπτος και περίφημος δια τας αρετάς αυτού και πολλούς ωδήγησε με την διδαχήν και τας θαυμασίας πράξεις του προς την ευσέβειαν. Ταύτα μαθών ο αλιτήριος τύραννος εθυμώθη και στέλλει πέντε τριβούνους με τους στρατιώτας αυτών να τον φέρουν δεδεμένον εκεί εις την Νικομήδειαν, οίτινες ελθόντες εύρον αυτόν εις την Εκκλησίαν, ένθα εδίδασκε τον λαόν τα σωτήρια λόγια.
Επιδείξαντες δε εις αυτόν τον βασιλικόν ορισμόν, δεν εναντιώθη ο Άγιος, ούτε όλως ελυπήθη, αλλ΄ ως αρνίον άκακον εστάθη και τον έδεσαν. Οι δε πολίται ήσαν πολύς λαός και εσκανδαλίσθησαν δια την ατιμίαν ταύτην, την οποίαν του έκαμον, να τον δέσουν ως ένα κακοποιόν και ασήμαντον άνθρωπον. Όθεν έδραμον όλοι εναντίον των τριβούνων με πολλήν ορμήν και σύγχυσιν λέγοντες· «Διατί εδέσατε τον δίκαιον; Τι σας έπταισε και του εκάματε τόσην καταφρόνησιν, αφρονέστατοι; Δεν τον αφήνομεν να τον λάβετε, αλλά θα αποθάνωμεν σήμερον». Ιδόντες λοιπόν οι τριβούνοι την ορμήν του λαού εδειλίασαν και έκλεισαν τον Άγιον εις φυλακήν εκεί πλησίον εις την Εκκλησίαν και τον εφύλαττον, γράψαντες αναφοράν προς τον τύρανον δια ταύτην την υπόθεσιν. Ακούσας ταύτα ο τύραννος εθυμώθη περισσότερον και γράφει παρευθύς την απόφασιν να κόψουν του Αγίου την κεφαλήν αμέσως, όσοι δε Χριστιανοί τολμήσουν να εναντιωθώσιν εις το βασιλικόν πρόσταγμα, να τους θανατώσωσιν αμέσως. Θέλοντες λοιπόν οι τριβούνοι να εκβάλουν από την φυλακήν τον Άγιον δια να τον θανατώσωσι δεν τους αφήκαν οι πολίται, οίτινες συνήχθησαν ως αι μέλισσαι άπαντες, νέοι, γέροντες και παιδία ανήλικα, και έκλαιον όλοι τον ποιμένα των και διδάσκαλον. Οι δε τριβούνοι ίσταντο εις διαλογισμόν, ή να βάλουν χείρα να τους κόψωσιν, ή να επιστρέψωσιν άπρακτοι· τούτο μαθών ο τρισκατάρατος Άρειος (τον οποίον είχεν αφωρισμένον ούτος ο Πατριάρχης πρωτύτερα ως εχθρόν του Χριστού και πολέμιον) έβαλε μεσίτας πολλούς Ιερείς και Διακόνους να παρακαλέσουν τον Άγιον να τον συγχωρήση ως εύσπλαγχνος· οίτινες μη ηξεύροντες την πονηρίαν του Αρείου, επήγαν εις την φυλακήν και προσκυνήσαντες τον Αρχιερέα είπον προς αυτόν· «Παρακαλούμεν σε, Δέσποτα, όλοι κοινώς μετά δακρύων, να κάμης την χάριν ταύτην, επειδή ο Θεός σε προσκαλεί προς αυτόν με το Μαρτύριον και μέλλεις να αποθάνης σήμερον ή αύριον, να δοξάσης τον Κύριον με την πρόσχυσιν του σου αίματος, συγχώρησον τον Άρειον να ιερουργή ως το πρότερον». Τότε ο Άγιος δεν τους αφήκε να τελειώσουν την αίτησιν, αλλά ευθύς ακούσας το θεοστυγές εκείνο και βέβηλον όνομα απεκρίνατο λέγων· «Ο Άρειος ας είναι αφωρισμένος και κεχωρισμένος της δόξης του Θεού εις τούτον τον αιώνα και εις τον μέλλοντα, καθώς και αυτός ο τρισκατάρατος εχώρισε τον Υιόν του Θεού από την πατρικήν δόξαν και ομοουσιότητα». Ταύτα ακούσαντες οι Κληρικοί ετρόμαξαν και δεν ετόλμησαν να του είπωσι λόγον δεύτερον, γνωρίσαντες ότι με θείαν βούλησιν και συγχώρησιν τον αφώρισεν. Ιδών δε αυτούς σκυθρωπούς και εις λύπην πολλήν, προσεκάλεσε δύο εξ αυτών, τον μεν Αχιλλάν, τον δε Αλέξανδρον καλουμένους, οίτινες ήσαν από όλους τους Ιερείς εναρετώτεροι και βάλλων τον Αχιλλάν εις το δεξιόν, αριστερά δε τον Αλέξανδρον, είπε ταύτα· «Το τέλος της παροικίας μου έφθασε και υπάγω προς Κύριον με Μαρτύριον, καθώς μου ανήγγειλεν, ο οποίος εψήφισε σε, Πρεσβύτερε Αχιλλά, διάδοχον εις τον θρόνον μου και σου πάλιν να γίνη διάδοχος ο Αλέξανδρος, καθώς μοι απεκάλυψε φανερά το Πνεύμα το Άγιον. Δια δε τον Άρειον μη νομίσητε ότι είμαι σκληρός και μισάνθρωπος, και δι’ αυτό δεν τον συγχωρώ, αλλά να ηξεύρετε, ότι έχει δόλον εις την ψυχήν ο τρισάθλιος· διότι την παρελθούσαν νύκτα προσηυχόμην εις τον Θεόν κατά την του όρθρου τελείωσιν και υψώσας τον νουν προς αυτόν, είδον οπτασίαν φοβεράν και θαυμάσιον, ήτοι τον Δεσπότην Χριστόν έως ετών δώδεκα, του οποίου το κάλλος ήτο αμήχανον και τόση λάμψις εξήρχετο απ’ εκείνο το θείον πρόσωπον, ώστε εφώτιζεν όλην την οικίαν· εφόρει δε λινόν υποκάμισον, το οποίον ήτο εσχισμένον από το επάνω μέρος έως κάτω· το δε παιδίον εκράτει με τας δύο χείρας τα σχίσματα, και τα έσυρε δια να σκεπάζη την του σώματος γύμνωσιν. Εγώ δε ταύτα βλέπων, ηρώτησα το παιδίον λέγων· «Κύριε, τις έσχισε τον χιτώνα σου»; Ο δε ευθύς απεκρίνατο· «Ο Άρειος με εγύμνωσε και φυλάττου να μη τον δεχθής εις κοινωνίαν τελείως. Αλλά μάλιστα ειπέ του Αχιλλά και του Αλεξάνδρου των Πρεσβυτέρων (οίτινες μέλλουν να γίνουν μετά την τελευτήν σου ποιμένες της Εκκλησίας μου) να μη τολμήσουν ουδόλως να τον συγχωρήσωσι. Δια ταύτην την αιτίαν λοιπόν δεν σας ήκουσα και ούτω κάμετε και σεις». Συνεχίζων δε ο Άγιος την νουθεσίαν του είπεν εις αυτούς· «Επιμεληθήτε το ποίμνιον να φυλαχθή άμωμον και αμέτοχον πάσης αιρέσεως. Καθώς με είδετε, πολλάκις εκακοπάθησα με τόσους κόπους και πόνους, θλίψεις και δάκρυα, από τόπου εις τόπον βασανιζόμενος και περιερχόμενος Μεσοποταμίαν, Συρίαν, Παλαιστίνην και άλλας πόλεις και νήσους διαφόρους φεύγων τας επιβουλάς των ειδωλολατρών και δεν έπαυσα γράφων ημέραν και νύκτα προς τους ευσεβείς, στηρίζων αυτούς εις την πίστιν με την θείαν βοήθειαν· διότι ο ζήλος του Χριστού με έλειωνε και δεν εχόρτασα ύπνον ή βρώματα, αλλ’ εταράσσετο η καρδία μου εις ταύτην την μέριμναν. Ενθυμείσθε πόσαν εκοπίασα και εβασανίσθην να επιμελούμαι τους μακαρίους Επισκόπους Φιλόθεον, Ησύχιον, Παχώμιον και Θεόδωρον, οι οποίοι ήσαν φυλακισμένοι δια τον Χριστόν και δεν έπαυσα παρακινών αυτούς εις το Μαρτύριον, έως ου ετελεύτησαν, διότι εφοβούμην μήπως και δειλιάσουν τον θάνατον και τα δεινά κολαστήρια και κινδυνεύσουν οι επίλοιποι δια τον Χριστόν κεκλεισμένοι, λαϊκοί και Κληρικοί, να προδώσωσι την ευσέβειαν. Αλλ’ ευλογητός ο Θεός, όστις τους ενεδυνάμωσε και εμαρτύρησαν περισσότερον από τους εξακοσίους εξήκοντα, των οποίων ακούσας την τελείωσιν εδόξασα τον Θεόν, δεόμενος Αυτού να αξιώση και εμέ να γίνω θυσία με το Μαρτύριον και ούτω μοι επήκουσε και απέρχομαι τώρα ευφραινόμενος δια τον θάνατον, τον οποίον λαμβάνω· διότι από καιρόν επεθύμουν και είχα δίψαν πολλήν, να πίω τοιούτον ποτόν ψυχοσωτήριον και να γίνω κοινωνός του Πάθους του Δεσπότου Χριστού, καθώς εύχομαι να γίνω και της Αυτού Αναστάσεως μέτοχος. Γνωρίζετε λοιπόν, συνέχισε λέγων ο Άγιος, ότι δεν με βλέπετε πλέον εις τούτον τον κόσμον σαρκικώς, αλλά υπάγω προς τον ποθούμενον και προσέχετε να ποιμαίνετε την θείαν Εκκλησίαν επιμελέστατα, εις την οποίαν σας εψήφισεν Επισκόπους το Πνεύμα το Άγιον. Γνωρίζω ότι θέλουν εγερθή μετά την τελευτήν μου τινές Κληρικοί, να λαλήσουν διεστραμμένα και βλάσφημα, δοκιμάζοντες να διχάσουν πάλιν την Εκκλησίαν, καθώς έκαμεν ο Μελέτιος. Όθεν παρακαλώ σας, να γίνητε φύλακες άγρυπνοι, να βοηθήτε τας Εκκλησίας έως θανάτου και μη δειλιάσετε κινδύνους και βάσανα· επειδή ο Δεσπότης προσέταξε να υπάγωμεν με θλίψεις πολλάς εις την Βασιλείαν του. Ενθυμείσθε πόσους κινδύνους υπέμεινεν ο μακάριος Θεωνάς, όστις με ανέθρεψε και με αφήκεν εις τον θρόνον διάδοχον. Έτι δε και ο μέγας Διονύσιος και άλλοι πολλοί Αρχιερείς, οίτινες διήλθον όλην των την ζωήν με στενοχωρίαν ανείκαστον, υπομείναντες πειρασμούς από τον Σαβέλλιον, τον Μάνεντα και τους άλλους αιρετικούς και ηγωνίσθησαν καλώς δια την νύμφην του Χριστού Εκκλησίαν μέχρι αίματος. Ούτως ελπίζω ότι η Χάρις του Θεού θα σκεπάση και σας με τας πτέρυγας της προνοίας του, να νικήσητε όλα τα σκάνδαλα». Ταύτα ειπών ο θεσπέσιος εγονάτισε και έκαμε προσευχήν προς Κύριον να τους δίδη βοήθειαν. Έπειτα αναστάντες κατεφίλουν τας χείρας αυτού δακρυρροούντες την τούτου υστέρησιν· ο δε Άγιος ενουθέτησε και τους άλλους Κληρικούς, να φροντίζουν την σωτηρίαν των και ευλογήσας αυτούς και ευξάμενος εν ειρήνη τούτους απέλυσεν. Έπειτα ηξεύρων ότι οι τριβούνοι εμελέτων να τον θανατώσωσιν κατά το βασιλικόν πρόσταγμα, εφοβήθη μήπως στασιάσουν οι Χριστιανοί και γίνη αιματοχυσία μεγάλη δι’ αυτόν. Όθεν, ως φρόνιμος εφρόντισε και εις τούτο, ευρίσκων νεοφανή τινά μέθοδον, να φυλάξη το ποίμνιον αβλαβές και να λάβη και αυτός κρυφίως τον ποθούμενον θάνατον. Παρήγγειλεν εις ένα εκ των τριβούνων με ευλαβή τινά και πιστότατον άνθρωπον, να υπάγη το μεσονύκτιον από το όπισθεν μέρος της φυλακής, να χαλάσουν τον τοίχον εκεί όπου κτυπήση από μέσα ο Άγιος, να τον εκβάλουν ησύχως, δια να μη τον εννοήσουν οι Χριστιανοί, οίτινες εκάθηντο απ’ έξω της θύρας φυλάττοντες. Τούτο ακούσας ο τριβούνος εχάρη και επήγε με δύο πετροκόπους την ώρα κατά την οποίαν ώρισεν ο Άγιος, όστις ίστατο εις το εσώτερον μέρος της φυλακής και κτυπήσας εις τον τοίχον ησύχως, εκρήμνισαν επιδεξίως τον τοίχον και τον εξέβαλον. Συνέβη δε και άλλο ταύτην την ώραν από θείαν νεύσιν και βούλησιν. Ήτοι ηγέρθη δυνατός άνεμος και έγινε βροχή μεγάλη και σύγχυσις και ένεκα τούτου δεν ηννόησαν τον κτύπον των πετρών οι φυλάσσοντες. Όθεν ο πραότατος Πέτρος, μιμούμενος τον Δεσπότην αυτού και Διδάσκαλον, παρέδωκεν εαυτόν εις τους φονευτάς του εκουσίως και επήγε χαρούμενος προς τον θάνατον. Ούτοι δε εθαύμαζον βλέποντες την προθυμίαν αυτού και την του ήθους εξαίρετον κατάστασιν. Όταν λοιπόν έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, Βουκόλον καλούμενον (εις τον οποίον ετελείωσε και ο Ευαγγελιστής Μάρκος πρότερον το Μαρτύριον), εζήτησε την άδειαν των στρατιωτών, να τον αφήσουν να καταβή εις τον τάφον του Αποστόλου, να λάβη συγχώρησιν, οίτινες είπον προς αυτόν· «Ύπαγε, αλλά στρέψον γρήγορα, πριν να γνωρίσουν οι Χριστιανοί την υπόθεσιν». Προσελθών λοιπόν κατεφίλει τον τάφον και ώσπερ να ήτο ζων, να τον ήκουε, έλεγε ταύτα προς τον Απόστολον με δάκρυα κατανύξεως· «Πάτερ σεβάσμιε Ευαγγελιστά του Δεσπότου Χριστού και Μάρτυς των αυτού παθημάτων, σε εξαπέστειλεν ο Χριστός πρώτον Αρχιερέα και ποιμένα ταύτης της πόλεως, εις την οποίαν εκήρυξες τον λόγον της πίστεως και επλήρωσες αποστολικώς την διακονίαν σου και έλαβες εις μισθόν των πόνων σου του Μαρτυρίου τον στέφανον, εις δε τον θρόνον σου έγινε διάδοχος ο μακάριος Ανιανός, έπειτα Αβίλιος, Κέρδων, Πρίμος, Ιούστος, Ευμένης, Μάρκος, Κελαδίων, Αγριππίνος, Ιουλιανός, Δημήτριος, Ηρακλάς και Διονύσιος και μετ’ αυτούς ο Μάξιμος και ο μακάριος Θεωνάς, όστις με ανέθρεψε· και τότε ενεπιστεύθη και εις εμέ ο Δεσπότης την Εκκλησίαν αυτήν, και έγινα διάδοχός σου, αν και ανάξιος· και απ’ εκείνην την ώραν διψώ να γίνω κοινωνός του Πάθους αυτού και του ιδικού σου, να τελειώσω τον δρόμον της παροικίας μου με μαρτύριον. Εύξαι λοιπόν, Πάτερ αγαθέ, δι’ εμέ, να τελειώσω και εγώ τούτο το στάδιον με φρόνημα άτρεπτον και καρδίαν αδίστακτον, διότι τώρα υπάγω να πίω το ποτήριον του θανάτου του Χριστού και παραδίδω εις την ποίμνην ταύτην, την οποίαν μοι παρέδωκες πρότερον, και δέομαί σου να την διαφυλάττης αβλαβή με τας προσευχάς σου προς Κύριον». Ταύτα ειπών ο Άγιος ηγέρθη του μνήματος και υψώσας τας χείρας προς τον ουρανόν, λέγει ταύτα· «Δέσποτα Ιησού Χριστέ, Υιέ Μονογενές του Αθανάτου και Ανάρχου Πατρός, επάκουσόν μου του αμαρτωλού και αχρείου δούλου σου. Κατάπαυσον τον χειμώνα, όστις ταράσσει την Εκκλησίαν Σου και μετάτρεψε την τρικυμίαν και καταιγίδα ταύτην εις αέρα λεπτόν και γλυκύτατον· και ας γίνη το αίμα μου σφραγίς και τέλος του διωγμού της αγαπημένης ποίμνης Σου, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας. Αμήν». Αυτήν την ώραν προσηύχετο μία παρθένος, ήτις κατώκει εκεί πλησίον του Μαρτυρίου του Αποστόλου· και αφού ετελείωσε το μεσονύκτιον, ήκουσε φωνήν ουράνιον λέγουσαν· «Πέτρος τέλος Μαρτύρων», το οποίον επληρώθη τότε. Επειδή εις ολίγας ημέρας εβασίλευσεν ο Μέγας Κωνσταντίνος και έπαυσαν οι διωγμοί της Εκκλησίας μας. Αφού δε επλήρωσε την προσευχήν του ο Άγιος, ησπάσθη τον τάφον του Αποστόλου και των Αρχιερέων, οίτινες ήσαν εκεί εις το κοιμητήριον και ούτως επέστρεψε προς τους τριβούνους με ανθηρόν και αγαλλιώμενον πρόσωπον, όπερ εξήστραπτε φως άρρητον, ώστε εθαύμαζον οι ορώντες και εξεπλήσσοντο. Κατά την ώραν εκείνην ήρχοντο εις την χώραν δύο γυναίκες, μία παρθένος και η άλλη γερόντισσα, αίτινες εκράτουν δύο σινδόνας και τέσσαρα δερμάτια, τας οποίας ιδών ο μακάριος και γνωρίσας ότι ο Θεός τας απέστειλε, τας προσέταξε να απλώσουν εις την γην τα δερμάτια και τα σινδόνια άνωθεν· και τότε εγονάτισεν επάνω εις αυτά και προσηύχετο ευχαριστών τον Κύριον· και ποιήσας τον Σταυρόν του, εξέβαλε το ωμοφόριον· και γυμνώσας τον τράχηλον έκλινε την κεφαλήν, να την κόψωσιν. Οι δε στρατιώται, ευλαβούμενοι την αρετήν αυτού, έμειναν προς την σφαγήν ακίνητοι και δεν είχε προθυμίαν τις να τον θανατώση. Αλλά προσέτασσεν ο εις τον άλλον να γυμνώση το ξίφος και δεν ηδύνατο. Τέλος πάντων (επειδή εξημέρωσε και εφοβούντο μη ακουσθή εις την πόλιν το πράγμα και έλθουν οι Χριστιανοί να τους εμποδίσουν) συνεφώνησαν και έβαλεν έκαστος στρατιώτης πέντε φλωρία χρυσά κατά γης, να τα λάβη όλα όποιος κόψη την κεφαλήν του Ιερομάρτυρος· και τότε ο εις εξ αυτών, νικηθείς από την αγάπην του χρυσίου, λαβών τα αργύρια απεκεφάλισεν αυτόν, επί Μαξιμιανού, εν έτει 311, και τότε έφυγον σπουδαίως όλοι οι ειδωλολάτραι. Το δε άγιον σώμα του Μάρτυρος ίστατο ώραν πολλήν (ω του θαύματος!) όρθιον, έως ου ηκούσθη η φήμη πανταχού. Ταύτα ακούσαντες οι Χριστιανοί, οίτινες εφύλαττον την φυλακήν, έδραμον εις τον τόπον των καταδίκων και ιδόντες το άγιον λείψανον έκαμαν θρήνον πολύν, ως τέκνα πατρός φιλόπαιδος, την ορφανίαν αυτών οδυρόμενοι. Συνήχθη δε όχι μόνον η πόλις, αλλά και τα περίχωρα της Αλεξανδρείας άπαντα και πολύν κοπετόν εποίησαν, με βοήν ακατάπαυστον θρηνούντες τοιούτου πατρός υστέρησιν. Και πάντες εφιλονίκουν τις να λάβη τεμάχιον από το ιμάτιόν του δι’ ευλάβειαν. Όθεν οι σπουδαιότεροι ετύλιξαν το άγιον λείψανον εις το δερμάτιον εκείνο και την σινδόνα, ήτις εδέχθη το αίμα του. Και δένοντες αυτό σφικτά, το εφύλαττον, φοβούμενοι την ορμήν του πλήθους δια να μη το διαμοιρασθούν και το διαλύσουν. Μετά ταύτα έγινε φιλονικία μεταξύ των, θέλοντες τινές μεν να τον ενταφιάσωσιν εκεί εις του Αποστόλου το κοιμητήριον, οι δε έτεροι έλεγον να το υπάγουν εις το του Θεωνά, του πρότερον αρχιερατεύσαντος, διότι εκεί ανετράφη ο Άγιος. Οι δε σπουδαιότεροι ητοίμασαν λέμβον (διότι ευρίσκεται πλησίον εις τον αιγιαλόν ο τόπος αυτός), έβαλαν δε εις αυτήν τον Άγιον και τον επήγαν εις τόπον Λευκάδα καλούμενον, εις το δυτικόν μέρος της πόλεως, ενταφιάσαντες αυτόν ευλαβώς τη 24 Νοεμβρίου μηνός, εις το κοιμητήριον, όπερ αυτός ο Άγιος ωκοδόμησεν. Αλλά πριν να τον καταβιβάσουν εις τον τάφον, τον επήγαν εις την Μητρόπολιν μέσα εις το Άγιον Βήμα και τον εκάθησαν εις το Αρχιερατικόν σύνθρονον. Βλέποντες αυτόν όλος ο λαός εις τον θρόνον καθήμενον, έπαυσαν τον θρήνον και παρηγορήθησαν. Διότι ζων ο Άγιος δεν ηθέλησε να καθίση εις τον θρόνον εκείνον, αλλά εις το υποπόδιον εκάθητο. Οι δε Κληρικοί, μη ηξεύροντες τότε την αιτίαν, εσκανδαλίζοντο γογγύζοντες· και ερωτώντες αυτόν τινές Ιερείς μυστικώς, διατί καταφρονεί τοιουτοτρόπως το μέγα της αρχιερωσύνης αξίωμα και κάθηται κατά γης ενδεδυμένος στολήν πατριαρχικήν, εκείνος απεκρίνατο λέγων· «Μη με αναγκάζετε να καθήσω εις το ιερόν σύνθρονον, διότι φόβος και τρόμος καταλαμβάνει την ψυχήν μου, όταν πλησιάσω εις τον θρόνον· επειδή βλέπω θείαν τινά και φωτοειδή δύναμιν, ήτις εις αυτό καθέζεται. Όθεν από την χαράν και τον φόβον απορώ, μη ηξεύρων τι να κάμω και δι’ αυτό καθέζομαι εις το υποπόδιον, αλλά και πάλιν με φόβον πολύν, δια να μη σκανδαλίζεται ο λαός και με κατακρίνωσιν. Ιδού σας είπον την αφορμήν και παρακαλώ σας, όταν με ίδητε πλέον ούτω ποιούντα, να μη πειράζετε, αλλά μάλλον νουθετήσατε τον λαόν, να μη σκανδαλίζωνται». Δια ταύτην λοιπόν την αιτίαν ανεβίβασαν το ιερόν λείψανον του Αγίου εις το ιερόν σύνθρονον, να τον ιδούν να χαρώσιν, επειδή ως ταπεινόφρων δεν εκάθησε ζων. Τούτου γενομένου, έφερον οι Επίσκοποι πλησίον του θρόνου τον Αχιλλάν και του έβαλαν το ωμοφόριον του Αγίου, χειροτονήσαντες αυτόν Πατριάρχην, καθώς ο μέγας Πέτρος προσέταξε, το δε άγιον λείψανον ενεταφίασαν μεγαλοπρεπώς και φιλοτίμως με σινδόνας και μύρα πολυτελή καθώς έπρεπε και τον έβαλαν εις το μνημείον, όπερ αυτός έκτισεν, εις το οποίον έγιναν πολλά σημεία και θαύματα και έως την σήμερον γίνονται εις δόξαν Χριστού του αληθινού Θεού ημών. Ω πρέπει τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου