Ιάκωβος ο ένδοξος του Χριστού Μεγαλομάρτυς ήτο από την Περσίαν, ζων κατά τους χρόνους των ευσεβών βασιλέων Αρκαδίου και Ονωρίου των υιών του Μεγάλου Θεοδοσίου, οίτινες εβασίλευσαν εν έτει 395, διέμενε δε εις την πόλιν της Περσίας Βηθλαβάν κειμένην εις την χώραν των Ελουζησίων. Τότε εκυρίευον εις την Περσίαν ο Ισδιγέρδης Α΄ και Βαχράμ Ε΄ ο υιός του, οίτινες ήσαν άνθρωποι ωμοί και άσπλαγχνοι και εβίαζον τους Χριστιανούς, όσους εύρισκον, να προσκυνώσιν ώσπερ εκείνοι τα αναίσθητα είδωλα. Ο δε Ιάκωβος ήτο άρχων την αξίαν περιφανέστατος και χρήσιμος, από όλους τιμώμενος και αγαπώμενος διότι ήτο πλούσιος, γνωστικός και ενάρετος· όθεν ήτο πρώτος του παλατίου και τον ηγάπα πολύ ο βασιλεύς δίδων εις αυτόν μεγάλην αξίαν και χαρίσματα άφθονα.
Τόσον δε τον ηγάπων ο Ισδιγέρδης και ο Βαχράμ ο υιός του, ώστε δεν ήθελον σχεδόν να αποχωρισθούν μίαν ώραν από αυτόν· εδείκνυον δε τόσην συμπάθειαν, ώστε τον είχον ως αδελφόν δια την του γένους του περιφάνειαν και την κοσμιότητα αυτού και δια να τον σύρωσιν οι πανούργοι προς την ασέβειαν, - διότι ήτο παιδιόθεν Χριστιανός καθώς οι γονείς και η γυνή του ήσαν ευσεβείς και πιστοί εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν – από τον οποίον έπασχον να τον αποξενώσωσιν οι αλιτήριοι με δωρεάς και χαρίσματα, γινώσκοντες ότι οι καλόγνωμοι και διακριτικοί άνθρωποι πείθονται μάλλον με ευεργεσίας και κολακείας ή με απειλάς και κολαστήρια, καθώς έπαθε και ούτος ο θαυμαστός Ιάκωβος, όστις, νικηθείς υπό της πολλής φιλοδωρίας του άρχοντος, ηχμαλωτίσθη, φεύ! Και ηρνήθη τον Χριστόν τον γλυκύτατον και προσκυνήσας τους δαίμονας έγινε με τον βασιλέα μία ψυχή. Αλλά μη σκυθρωπάσητε, ακροαταί, και βαρυκαρδίσητε, τοιαύτα ακούοντες· διότι καθώς μία ρανίς ύδατος στάζουσα διηνεκώς εις το μάρμαρον δύναται να το τρυπήση, ούτως αι πολλαί δωρεαί και χάριτες δύνανται ψυχήν ευγνώμονα να την μεταστρέψουν με ευκολίαν και λίαν τάχιστα, καθώς έκαμαν εις τούτον τον περιφανή και αοίδιμον και εκοίλαναν την στερεάν πέτραν της πίστεως αυτού· αλλ’ ακούσατε και το τέλος, να λάβητε ευφροσύνην και αγαλλίασιν, ότι ο Θεός δεν παραβλέπει όσους προεγνώρισε και προώρισεν, αλλά και πεσόντας ανορθοί και φωταγωγεί τυφλώττοντας. Εξελθούσα λοιπόν η φήμη του Ιακώβου εις τόπους διαφόρους ότι ηρνήθη τον Χριστόν, ήλθε και εις τας ακοάς της μητρός και της συμβίας του, αίτινες επληγώθησαν την καρδίαν τοιούτον λόγον ανελπίστως ακούσασαι· και επειδή δεν ήτο παρών να τον ελέγξωσι δια στόματος, του έστειλαν επιστολήν ταύτα γράφουσαν· «Δεν ήτο πρέπον της ευγενείας σου να ανταλλάξης δια το ψεύδος την αλήθειαν και να απατηθής δια τιμάς ανθρώπων και χαρίσματα πρόσκαιρα, τα οποία παρέρχονται ωσεί όνειρος και ωσεί καπνός διαλύονται. Να αγαπήσης βασιλέα φθαρτόν και πρόσκαιρον και να εγκαταλείψης τον αθάνατον και αιώνιον, όστις κατακρίνει τους αυτόν αθετήσαντας εις πυρ άσβεστον και κόλασιν ατελεύτητον; Τον Χριστόν ηρνήθης και γέγονας της τούτου αγάπης ανάξιος, δια να έχης φίλον ένα σκωληκόβρωτον άνθρωπον; Ω της ανοίας! Και τι δύναται να σε ωφελήση, όταν υπάγης μετ’ αυτού εις τα εκεί κολαστήρια; Ημείς πολλήν θλίψιν έχομεν δια σε και πολλά δάκρυα εχύσαμεν, εξ όλης καρδίας δεόμεναι του αληθινού Θεού να μη σε εγκαταλείψη ως ευσπλαγχνος, αλλά να σε υποδεχθή επιστρέφοντα. Λοιπόν γνώρισον την αταξίαν, την οποίαν εποίησας, γενόμενος υιός του σκότους, αντί φωτός όπου ήσουν το πρότερον και ανανήψας επίστρεψον πάλιν προς την θεοσέβειαν· ει δε και δεν μετανοήσης το ταχύτερον, γίνωσκε, ότι δεν έχεις πλέον με ημάς καμμίαν συγγένειαν, αλλά θέλομεν είσθαι από σου ξέναι και αλλότριαι, ούτε τινά κληρονομίαν θα λάβης από το πράγμα μας, αλλά θα είσαι τελείως κεχωρισμένος από την κοινωνίαν μας· διότι ουδεμίαν μερίδα έχει το φως με το σκότος και ο πιστός με τον άπιστον. Επίστρεψον λοιπόν καλώς όθεν κακώς ανεχώρησας, επειδή ο Δεσπότης, τον οποίον ηρνήθης, δεν σε αποστρέφεται μεταμελούμενον, αλλ’ ίσταται εις τον Σταυρόν με αγκάλας ανοικτάς να σε υποδεχθή ευφραινόμενος· ει δε καταφρονήσης την συμβουλήν ημών και τα δάκρυα, όταν σε φθάση η θεία δίκη μαζί με τον φίλον σου, θα τιμωρήσθε εις κόλασιν ατελεύτητον, πλην τότε θέλεις κλαίει ανώφελα». Ταύτην την επιστολήν αναγνώσας ο Ιάκωβος έμεινε σύννους ώσπερ από ύπνον και μέθην εξεγειρόμενος και συλλογιζόμενος ποίον θησαυρόν της πίστεως απώλεσε, ποίου φωτός υστερήθη και εις ποταπόν σκότος της πλάνης εξέπεσεν, έκλαυσε οικρώς, μετανοήσας δια τα πεπραγμένα και εκ καρδίας στενάζων και τύπτων το στήθος ωλοφύρετο κραυγάζων προς τον Δεσπότην να του συγχωρήση την ανομίαν ως εύσπλαγχνος. Εμιμείτο την του Μανασσή και Πέτρου μετάνοιαν, εμελέτα την θείαν Γραφήν και ενθυμούμενος τας πικράς κολάσεις, δεν ηδύνατο να παύση τα δάκρυα, αλλά φανερά εξωμολογείτο την προτέραν ασέβειαν. Όθεν ιδόντες αυτόν τινές ασεβείς και μαθόντες την αιτίαν της θλίψεως, τον διέβαλον εις τον βασιλέα, όστις επληγώθη την καρδίαν ταύτα ακούσας και προσκαλεσάμενος ηρώτησεν αυτόν μετά θυμού, εάν ήτο Ναζωραίος, ο δε απεκρίσατο ευθαρσώς και εύθυμος· «Ναι, δούλος είμαι του Κυρίου μου Ιησού Χριστού». Ο δε βασιλεύς εθυμώθη, πλην ενθυμούμενος την προτέραν αυτών φιλίαν δεν έδειξε τον θυμόν εις το φανερόν, αλλ’ εδοκίμασε πρότερον με κολακείας και δωρεών υποσχέσεις, οτέ δε και με φοβερισμούς τιμωριών και κολάσεων, μήπως και τον μεταστρέψη, αλλά δεν ηδυνήθη ο δείλαιος, ότι ο Άγιος εδίψα το Μαρτύριον. Ο δε μακάριος Ιάκωβος, δια να κάμη τον τύραννον να τον θανατώση το γρηγορώτερον, τοιαύτα προς αυτόν απεκρίνατο· «Μάτην κοπιάς επιχειρών αδύνατα πράγματα, να σπέίρης σίτον εις το πέλαγος ή να κρατήσης τον άνεμον εις το δίκτυον· ούτως είναι αδύνατον να μεταβάλης πλέον την γνώμην μου από την ευσέβειαν. Λοιπόν απόθες πάσαν ελπίδα να μη κρύπτης πλέον την οργήν σου, αλλά κατάκοψον μεληδόν τας σάρκας μου· τιμώρει, κατάφλεγε, ποίησον ει τι βούλεσαι εις το σώμα μου, την δε ψυχήν δεν θέλεις δυνηθή να μεταστρέψης εις την ασέβειαν». Ο δε βασιλεύς εδοκίμασε πάλιν με κολακείας να τον παγιδεύση και κρύπτων τον θυμόν προσποιείται πάλιν αγάπην, λέγων προς αυτόν· «Λυπήσου το σώμα σου, Ιάκωβε, την επανθούσαν σοι ωραιότητα και την άμετρον φιλίαν μας και μη θελήσης να στερηθής τας απολαύσεις του κόσμου και την γλυκυτάτην ταύτην ζωήν, να λάβης χαλεπάς οδύνας και πικρότατον θάνατον, δια ελπιζόμενα αγαθά αβέβαια. Εγώ σου υπόσχομαι να έχωμεν κοινόν τον πλούτον και την δόξαν της βασιλείας μου, καλλίτερα παρά πρότερον. Ναι, φίλτατέ μοι και περιπόθητε, δέομαί σου μη καταφρονήσης την μεγάλην φιλίαν μας, να φανής προς εμέ αχάριστος· διότι, εάν απειθήσης, ανάγκη είναι να σου δώσω, και χωρίς να θέλω, την πρέπουσαν παίδευσιν· αλλά μη νομίσης, ότι θα σε λυπηθώ ποσώς εις το ύστερον· όχι κατά αλήθειαν, αλλάθα μετατρέψω την αγάπην, την οποίαν σου έχω τώρα, εις μίσος αντάξιον της παρακοής σου και θα σου δώσω τοιαύτα δεινά κολαστήρια, τα οποία ποτέ δεν ηκούσθησαν». Ταύτα ακούων ο μακάριος Ιάκωβος απεκρίνατο λέγων· «Μη χάνης τον καιρόν ακαίρως, ω βασιλεύ· μη με φοβερίζης με παιδευτήρια, ούτε να με κολακεύης με δωρεάς και χαρίσματα, διότι εγώ πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον εκ καρδίας εμίσησα, ματαίαν δόξαν, ρέοντα πλούτον και σαρκικήν ηδυπάθειαν, ίνα κληρονομήσω τον αληθή πλούτον, την όντως τιμήν και ανέκφραστον ηδονήν της εκείθεν μακαριότητος. Όθεν ευχαρίστως στερούμαι πλούτου και δόξης, φίλων και συγγενών, μητρός, γυναικός και πάντων των ηδέων του σώματος· όχι δε μόνον ταύτα, αλλά και έτοιμος είμαι να λάβω μυρίους θανάτους, μόνον να μη ζημιωθώ Χριστόν τον γλυκύτατον, τον ωραίον κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων, όστις εδημιούργησεν ήλιον, σελήνην και τα επίλοιπα κτίσματα και έχει ίσην την δύναμιν με την ένθεον βούλησιν και όστις αυτόν απαρνήσηται, υπάγει εις θάνατον ατελεύτητον». Αυτάκαι πλείονα είπεν ο μακάριος Ιάκωβος· ο δε βασιλέύς εθυμώθη λίαν, γνωρίσας ότι δεν ηδύνατο να τον διαστρέψη· όθεν συμβουλευθείς με τινα της συγκλήτου άνθρωπον, έδωκε κατ’ αυτού απόφασιν τοσούτον σκληράν, ώστε μόνον να την ακούη τις φρίττει η καρδία του, ήτοι να κόψουν όλους τους αρμούς και αρθρώσεις του, αρχίζοντες πρώτον από τους δακτύλους των χειρών, έπειτα και τας λοιπάς αρμονίας. Ω απανθρώπου αποφάσεως! Τις άλλος σκληρότατος τύραννος έδειξε ποτέ τόσην ασπλαγχνίαν προς φίλον του; Ω θηριώδους γνώμης και ψυχής ασυμπαθούς και ανελεήμονος! Όσοι το ήκουσαν συνεπόνεσαν, όχι μόνον οι ευσεβείς, αλλά και οι περισσότεροι εθνικοί και σχεδόν ειπείν και οι ασεβείς ειδωλολάτραι εδάκρυσαν εις τοιαύτην ψήφον θηριογνώμονα. Ο δε Μάρτυς της αληθείας δεν εδειλίασε καν εις το άκουσμα τοιαύτης καταδίκης, αλλά μάλλον έτρεχεν εις το στάδιον με πολλήν προθυμίαν και αγαλλίασιν. Συνήχθησαν λοιπόν όλοι της πόλεως δια να ίδουν τούτο το φρικωδέστατον θέαμα, όχι δε μόνον άνθρωποι, αλλά και Άγγελοι και δαίμονες παρεγένοντο εις τοσούτον ισχυρόν αγώνα και βίαιον πάλαισμα. Οι μεν Άγγελοι δια να βοηθήσουν αοράτως τον Άγιον να λάβη τον στέφανον, οι δε αντίπαλοι δια να εμποδίσουν (εάν δυνηθούν) και σμικρύνουν τούτου το πρόθυμον· έτι δε και δια να πληρωθή ο λόγος του Αποστόλου· «Θέατρον εγενήθημεν τω κόσμω και Αγγέλοις και ανθρώποις» (Α΄ Κορ. δ:9). Αλλά και αυτός ο μέγας αγωνοθέτης και Βασιλεύς ουράνιος παρεγένετο και ίστατο άνωθεν αυτού, να τον ενδυναμώνη εις την των παθημάτων πάλην εκείνην και μετά το τέλος να του χαρίση τον άφθαρτον στέφανον. Βλέπων δε ο θαυμαστός εκείνος και μεγαλόφρων ανήρ τους ανημέρους δημίους και τα φοβερά όργανα, με τα οποία έμελλον να τον κατακόψωσι, δεν εφοβήθη την παρασκευαζομένην καινοτομίαν, την οποίαν πάσα αγαθή ψυχή και φιλάνθρωπος, εάν έβλεπεν άλλον ούτω πάσχοντα, ήθελε λυπηθή και συμπονέσει αυτόν ως άνθρωπος· αλλ’ αυτός ο γενναίος δεν έδειξε τίποτε σκυθρωπόν, δεν ωμίλει λόγον ταπεινόν, ουδέ τι ανάξιον της ανδρείας του έπαθεν· αλλ’ ώσπερ να ήτο η σαρξ του αναίσθητος, ίστατο με ιλαρόν βλέμμα και πρόσωπον χαριέστατον. Έδεσαν λοιπόν τότε τας χείρας και τους πόδας του Μάρτυρος οι δήμιοι· αφού δε έβαλαν εις τον άκμονα την δεξιάν αυτού, λέγουσιν· «Ίδε τι μέλλεις να πάθης δια την απείθειάν σου· προσετάχθημεν να κόψωμεν ένα προς ένα τα μέλη σου, τους δακτύλους όλους, τας χείρας και τους πόδας, τους βραχίονας, τους ώμους, τους αστραγάλους, τα γόνατα, τους μηρούς και την κεφαλήν εις το ύστερον. Συλλογίσου λοιπόν , πριν δοκιμάσης τόσας βασάνους, να κάμης το συμφερώτερον, ότι ύστερα δεν ωφελεί η μετάνοια». Τινές δε φίλοι και γνώριμοι επαρακαλούσαν αυτόν δακρύοντες να λυπηθή την σάρκα του και να μη λάβη εκουσίως τοσούτον επίπονον και πολυώδυνον θάνατον. Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Μη κλαίετε δι’ εμέ, ταλαίπωροι, αλλά θρηνείτε εαυτούς και τα τέκνα σας, ότι δια πρόσκαιρον ηδονήν υπάγετε με τους θεούς σας εις κόλασιν ατελεύτητον· εγώ δε, δια πόνον πρόσκαιρον μιας ημέρας, κληρονομώ την ουράνιον Βασιλείαν του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, ηδονήν ανέκφραστον και ευφροσύνην αιώνιον». Ταύτα ειπών είδε τους δημίους ότι ητοίμαζον τα εργαλεία να κόψουν τα μέλη του· όθεν εζήτησεν ολίγην διορίαν να κάμη προς Κύριον δέησιν και ούτως έκαμε προσευχήν, να του δώση δύναμιν και βοήθειαν να τελάση τον αγώνα, ίνα λάβη τον της αθλήσεως στέφανον. Αρξάμενοι δε του Μαρτυρίου οι δήμιοι έκοψαν πρώτον τον αντίχειρα του Μάρτυρος. Ο δε αναβλέψας προς ουρανόν, είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο βοηθός των αβοηθήτων, η ελπίς των απηλπισμένων και των αδυνάτων η δύναμις, πρόσδεξαι τον πρώτον κλάδον του δένδρου τούτου εν τω ελέει σου, ότι ώσπερ η άμπελος θάλλει κλαδευομένη εις τον καιρόν αυτής, ούτω και εγώ θέλω παρασταθή εις το βήμα σου σώος και ανελλιπής την ημέραν της Αναστάσεως». Όταν δε του έκοψαν και τον δεύτερον δάκτυλον, είπε· «Πρόσδεξαι, Κύριε, και τον δεύτερον κλάδον του δένδρου, το οποίον η δεξιά σου εφύτευσεν». Είχε δε το πρόσωπον φαιδρόν και χαριέστατον, ώσπερ να ενετρύφα εις τα προσδοκώμενα αγαθά του Κυρίου μας. Είτα έκοψαν τον τρίτον δάκτυλον, και εκείνος έλεγε· «Μετά των εν τη καμίνω βληθέντων τριών Παίδων ανυμνώ και δοξάζω σε, Κύριε, και εν τω χορώ των Αγίων σου Μαρτύρων ψαλώ τω Ονόματί σου, Ύψιστε». Εις δε την εκτομήν του τετάρτου και πέμπτου, επληρώθη χαράς το στόμα αυτού, και έλεγεν· «Εν ταις πέντε μου αισθήσεσιν ευλογήσω σε, Κύριε· όθεν των αγαθών πόνων της εμής δεξιάς τον πενταστέλεχον και ευκλεή καρπόν πρόσδεξαι, Δέσποτα Κύριε». Τότε έκοψαν ένα προς ένα και τα της αριστεράς δάκτυλα και ηυχαρίστει εις όλα ο γενναιότατος, λέγων εις έκαστον την αρμοδίαν ευχήν και δοξολογίαν την πρέπουσαν. Τινές δε των παρεστώτων φίλων του έλεγον προς αυτόν, πικρώς κλαίοντες· «Αδελφέ ηγαπημένε, λυπήσου τον εαυτόν σου και μη θελήσης να σε κακοθανατώσουν οδυνηρώς, να χάσης την γλυκυτάτην ζωήν, την γυναίκα και την μητέρα σου και την λοιπήν του κόσμου απόλαυσιν, μη λυπείσαι δε δια τους δακτύλους σου, ότι έχομεν ιατρούς επιστήμονας να σε θεραπεύσουν· έχεις πολύν πλούτον και δεν χρειάζεσαι από των χειρών την υπηρεσίαν. Λοιπόν άκουσόν μας προς το συμφέρον σου, ειπέ μόνον λόγον μικρόν με το στόμα σου, να φανή ότι έκαμες του βασιλέως το πρόσταγμα, ίνα λυτρωθής των δεινών κολάσεων και με την καρδίαν πίστευε πάλιν εις τον Θεόν σου· και όταν υπάγης εις την χώραν σου θέλεις κλαύσει και του ζητήσει συγχώρησιν». Ο δε μακάριος απεκρίνατο· «Μη γένοιτο να πράξω τοιαύτην υπόκρισιν· δεν δύναταί τις να δουλεύη δύο αυθέντας· όστις βάλη την χείρα εις το άροτρον και στραφή οπίσω, δεν είναι άξιος της ουρανίου μακαριότητος. Άδικον είναι ν’ αγαπώ την μητέρα και την γυναίκα μου περισσότερον από τον Θεόν και Σωτήρα μου. Όστις δεν λάβη τον Σταυρόν αυτού ίνα ακολουθήση τον Χριστόν, δεν είναι άξιος δούλος του. Δια των μικρών τούτων πόνων υπάγω προς αυτόν τον Δεσπότην μου, να λάβω τον της αθλήσεως στέφανον· όθεν παρακαλώ σας μη με λυπήσθε, αλλά συγχαρήτε μοι μάλλον και συνευφρανθήτε». Ταύτα ακούσαντες οι δήμιοι έκοψαν και τα δάκτυλα των ποδών αυτού καθ’ έκαστον, δια να του δίδουν πολλήν οδύνην και βάσανον. Ο δε αδαμάντινος υπέμεινεν όλους αυτούς τους πόνους καρτερικώς και ηυχαρίστει εις έκαστον δάκτυλον, αναμέλπων τον αρμόδιον ύμνον. Άλλοτε μεν έλεγεν· «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν». Ποτέ δε ώσπερ επιθαρρύνων εαυτόν έλεγεν· «Ίνα τι περίλυπος ει η ψυχή μου;» και τα λοιπά. Τότε έκοψαν και τους πόδας αυτού από τους αστραγάλους· έπειτα πάλιν τους εξανάκοψαν εις τα γόνατα· μετά ταύτα τας παλάμας και τους βραχίονας ανηλεώς απέκοψαν. Ο δε αδαμάντινος εκαρτέρει μεγαλοψύχως, βλέπων τους δακτύλους, τας χείρας και τους πόδας ερριμμένους εις την γην και δεν ελάλησε λόγον θυμού ποσώς κατά των δημίων ή του δικάζοντος, αλλά μόνον προσηύχετο λέγων διαφόρους ρήσεις της θείας Γραφής, ήτοι «Άσω τω Κυρίω εν τη ζωή μου, ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω. Ηδυνθείη αυτώ η διαλογή μου, εγώ δε ευφρανθήσομαι επί τω Κυρίω» (Ψαλμ. ργ: 33-34) και άλλα τοιαύτα προς αναψυχήν αυτού και παράκλησιν. Ω της του Μάρτυρος γενναιότητος! Ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Και πως υπέμεινε τόσους δριμυτάτους πόνους και αλγηδόνας πικράς ο αήττητος; Ω ακροαταί, τάχα δεν ιλιγγιάσατε και δεν επόνεσεν η ψυχή σας, μόνον ακούοντες τοιαύτην κατακοπήν πρωτάκουστον; Εγώ νομίζω, όσοι ευρέθησαν παρόντες εις τοσούτον φοβερόν και φρικωδέστατον θέαμα, όχι μόνον οι πιστοί, αλλά και αυτοί οι διώκοντες, έτι δε και αυτοί οι αναίσθητοι λίθοι, θα συνεπόνεσαν. Μόνον εκείνος ο καρτερόψυχος και φιλόχριστος δεν εδάκρυσεν, αλλ’ υπέμεινε γενναίως τας φρικτάς και αφορήτους βασάνους με ιλαρόν και αγαλλόμενον πρόσωπον· διότι τοιαύτην φύσιν και συνήθειαν έχει ο θείος έρως, όταν περιλάβη μίαν ευγενεστάτην ψυχήν, την ενδυναμώνει να υπερνικά και να κυριεύη την φύσιν, να μη δειλιά αλγηδόνας και μάστιγας· διότι χωρίς της θείας αυτής δυνάμεως δεν ήτο δυνατόν να υπομείνη τόσας οδύνας, καθώς είδομεν μερικούς, οίτινες μόνον δια την κοπήν της μιας χειρός ή του ποδός απέθανον, τον σφοδρόν και άρρητον πόνον μη υποφέροντες, ούτος δε ο πολυϋμνητος και αειμακάριστος όχι μόνον ένα ή τρεις ή δέκα θανάτους υπέμεινεν, αλλά υπέρ τους είκοσι και τριάκοντα. Έτρεχον ως ποταμοί τα αίματα, έπιπτον αι σάρκες, εκόπτοντο αι φλέβες, ανεσπώντο τα νεύρα, αι αρτηρίαι ηφανίζοντο, τα μέλη διεσκορπίζοντο, ελιποθύμει το θέατρον, οι δήμιοι κόπτοντες εκουράσθησαν, οι δαίμονες ηττηθέντες εφρύαξαν, οι Άγγελοι ορώντες εθαύμασαν· αλλ’ ο πάσχων εφαίνετο φαιδρός και δεν εδείκνυε βλάμμα στυγνόν, αλλ’ ήτο όλος περιχαρής ως ευωχούμενος μάλλον και όχι τεμνόμενος. Έκοψαν δε και τους μηρούς του Μάρτυρος και τότε επόνεσε πολύ ο μακάριος, δριμυτέρας οδύνας αισθανόμενος, και εβόησε λέγων· «Χριστέ, βοήθει μοι». Τότε είπον οι δήμιοι προς αυτόν· «Δεν σου το είπομεν πρότερον, ότι δεινάς βασάνους και πόνους έμελλες να λάβης και δεν το επίστευες; Ειπέ τώρα του Θεού σου να σε λυτρώση από τας τιμωρίας ταύτας». Ο δε απεκρίνατο· «Δεν ζητώ από τον Χριστόν μου να με λυτρώση από την βάσανον, αλλά να με ενδυναμώση έως τέλους, να λάβω τον στέφανον, ω ανόητοι· δια να φανή ότι έχω σάρκα, δια τούτο τώρα προς ώραν επόνεσα· αλλά πρότερον ήτο ο νους μου όλος προς τον Δεσπότην μου Ιησούν Χριστόν, όστις ελάφρυνε τους πόνους μου και δεν ησθανόμην τίποτε, και επ’ αληθείας, καθώς ο άκμων σφυροκοπούμενος δεν αισθάνεται πόνον, ούτω και εγώ κατακοπτόμενος δεν επόνεσα· όθεν ευχαριστώ τον Θεόν μου και παρακαλώ σας μη με λυπείσθε, αλλά καταλύσατέ μου τούτον τον παλαιόν οίκον της σαρκός, δια να μου ανακαινισθή άλλος ωραιότερος και φαιδρότερος· επειδή τους κλάδους αποτόμως εθερίσατε, μη ίστασθε αργοί, αλλά κόψατε και το δένδρον, όπως αξιωθώ και της ουρανίου μακαριότητος, ότι καθώς ποθεί η έλαφος να φθάση επί τας πηγάς των υδάτων, ούτω και εγώ διψώ και επιποθώ τον θάνατον, δια να απολαύσω τον Κτίστην μου». Ούτω λοιπόν κατά μέρος τεμνόμενος ο αήττητος εφύλαξε τον λογισμόν της ευσεβείας απαθή και άτμητον και επήρε κατά πάντων τα νικητήρια με την συμμαχίαν του Αγίου Πνεύματος και το μεγαλοφυές του φρονήματος. Έμεινε λοιπόν μόνον με την κεφαλήν εις το στήθος και την κοιλίαν, ελεεινόν, φεύ! Εις τους ορώντας και φρικτόν θέαμα. Οι δε αλιτήριοι άρχοντες, βλέποντες ότι και ούτω κατακοπείς ουδέν φοβείται ποσώς, αλλά μάλλον εκείνους φοβεί περισσότερον, μη έχοντες πλέον ουδεμίαν ελπίδα περί αυτού, προστάσσουν να κόψουν και την τιμίαν αυτού κεφαλήν ώσπερ και τα επίλοιπα μέλη του σώματος. Τούτο δε εκέλευσαν ουχί δια ευσπλαγχνίαν τινά ποσώς ή συμπάθειαν, αλλ’ από την πολλήν των αισχύνην δια να μη φαίνεται ότι τους νικά ούτω κατατεμνόμενος, ούτε να μαρτυρήται δι’ αυτού η ασθένεια και η αήττητος μεγαλειότης της του Κυρίου δυνάμεως. Ησυχάσας λοιπόν ολίγον ο Αθλητής μετά την απόφασιν και μετά βίας κινήσας την τιμίαν αυτού κεφαλήν, τοιαύτα προσηύξατο· «Δέσποτα Θεέ, Πάτερ Παντοκράτορ, και Κύριε Ιησού Χριστέ, και Άγιον Πνεύμα, ευχαριστώ σοι ότι με ενεδυνάμωσες και υπέμεινα τας βασάνους δια το Όνομά σου το Άγιον· αλλά καταξίωσόν με να τελέσω τον αγώνα, ότι «περιέσχον με ωδίνες θανάτου, και χείμαρροι ανομίας εξετάραξάν με, ωδίνες άδου περιεκύκλωσάν με» (Ψαλμ. ιζ:5-6). Όλα μου τα μέλη κατέκοψαν, δεν έχω πόδας να σταθώ όρθιος, να προσκυνήσω το κράτος σου, ούτε χείρας να τας υψώσω προς ουρανόν ευχόμενος και την βοήθειάν σου επικαλούμενος, γόνατα και βραχίονας δεν μου αφήκαν οι ανήλεοι, αλλ’ έμεινα ώσπερ δένδρον ξεκλαδισμένον ελεεινώς, και τας ρίζας κατακεκομμένον· όθεν δέομαι της χρηστότητός σου, Βασιλεύ Άγιε, μη εγκαταλίπης τον δούλον σου, αλλά εξάγαγε από την φυλακήν του σώματος την ψυχήν μου, και κατάταξον αυτήν μετά των Αγίων Μαρτύρων σου, δια να δοξάζωμεν ακαταπαύστως το Κράτος σου εις τους αιώνας των αιώνων· Αμήν. Αφού δε είπε ταύτα, απέκοψαν την τιμίαν αυτού κεφαλήν, και ουτως απέλαβε τα άρρητα εκείνα αγαθά, «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός» (Α΄ Κορ. β:9). Εάν δε, καθώς είπεν ο μέγας Παύλος, έκαστος μέλλη να πληρωθή κατά τον κόπον αυτού, πόσην αμοιβήν θέλει λάβει ούτος ο μυριοθανής και αθάνατος, όστις υπέμεινε τοσούτους πόνους υπέρ πάσαν ανθρώπινον δύναμιν; Αψευδέστατα, καθώς ήσαν αι οδύναι και αι κολάσεις σφοδρόταται, ούτω θα είναι και η απόλαυσις άπονος και ο μισθός αναρίθμητος, η ευφροσύνη ανεκδιήγητος και οι στέφανοι ενδοξότεροι. Εμαρτύρησε δε ο μακάριος Ιάκωβος εις την Βαβυλώνα την εικοστήν εβδόμην μηνός Νοεμβρίου ημέραν Παρασκευήν. Τότε προσελθόντες άνδρες τινές θεοσεβείς και φιλόχριστοι έδιδαν εις τους φύλακας χρήματα, να τους αφήσουν να λάβουν μέρος από τα άγια λείψανα. Οι δε φοβούμενοι τον βασιλέα δεν εδέχθησαν. Παραμερίσαντες δε ολίγον οι φιλόχριστοι εκρύβησαν εις τόπον τινά, αναμένοντες το σκότος της νυκτός, ίνα εύρωσιν ευκαιρίαν και αρπάσωσιν εξ αυτών μέρος τι. Αφού λοιπόν διήλθε πολύ της νυκτός και απεκοιμήθησαν οι φυλάσσοντες, προσήλθον ησύχως οι χριστεπώνυμοι και επήραν κρυφίως τα του Μάρτυρος πολύτιμα λείψανα και ως έπρεπεν εντίμως και ευλαβώς ενεταφίασαν αυτά, εις μνημόσυνον μεν αυτού και ενθύμησιν αιώνιον, εις δόξαν δε και έπαινον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει τιμή, ανύμνησις και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγίω και Αγαθώ και Ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου