Ιέρων ο ανδρείος και γενναίος στρατιώτης του ουρανίου Βασιλέως Χριστού ήτο από τα Τύανα, ήτις είναι δευτέρα πόλις των Καππαδοκών· η μήτηρ αυτού εκαλείτο Στρατονίκη, γυνή θεοσεβής και φοβουμένη τον Κύριον. Τον καιρόν εκείνον εβασίλευον τα δύο ανήμερα και άς[λαγχνα θηρία, ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός οι αντίχριστοι εν έτει 290, προς τους οποίους κατήγγειλάν τινες, ότι όλη η χώρα των Αρμενίων και Καππαδοκών καταφρονούσι τα προστάγματα αυτών, προσκυνούντες Θεόν νεώτερον· όθεν έστειλαν δύο άνδρας, σκολιούς τον τρόπον και πολυμηχάνους, τον μεν ένα Αγρικόλαον ονόματι εις την Καππαδοκίαν, τον δε έτερον Λυσίαν καλούμενον εις την Αρμενίαν ως αντιπροσώπους των, να τιμωρώσιν όσους δεν προσκυνούσι τα είδωλα και να εύρουν ανδρείους στρατιώτας δια τον πόλεμον.
Φθάσαντες δε εις την Καππαδοκίαν ο λυσσώνυμος εζήτει να στρατολογήση τους επιτηδείους και περιβοήτους ανδρείους. Όθεν τινές ανέφεραν εις αυτόν δια τον γενναίον Ιέρωνα, ότι ήτο από τους άλλους πλέον δυνατός και γενναιότερος και εκείνος έστειλεν ευθύς στρατιώτας δια να του τον φέρωσιν. Εξελθόντες λοιπόν οι στρατιώται προς αναζήτησιν του Ιέρωνος εύρον αυτόν εις τον αγρόν του, εις τον οποίον έσκαπτεν· ιδών δε αυτούς ο Άγιος από μακρόθεν ηννόησεν, ότι τον εζήτουν δια τον πόλεμον· εκείνος δε μη θέλων, ως ευσεβής, να στρατευθή με ασεβείς, εξέβαλε την ξυλίνην λαβήν του σκαπτηρίου και ορμήσας μόνον με αυτήν ανά χείρας εναντίον των στρατιωτών, τους εκτύπησε με τόσην ανδρείαν, ώστε έφυγαν έμφοβοι με όλα των τα ξίφη και τα όπλα· αισχυνόμενοι δε αυτοί τους ανθρώπους και φοβούμενοι να είπωσιν εις τον άρχοντα, ότι τους έδειρεν ένας άοπλος με τεμάχιον ξύλου και τους κατήσχυνεν άπαντας, έλαβον και άλλους πολλούς εις βοήθειαν και επήγαν όλοι ομού να τον εύρωσιν· ούτος δε, πριν να φθάσωσιν, είχε και αυτός συνηγμένους άλλους δέκα οκτώ συγγενείς και φίλους του και εφύλαττον εντός σπηλαίου, εις το οποίον ελθόντες οι στρατιώται εστάθησαν έξωθεν φυλάττοντες να μη εξέλθωσι και διεμήνυσαν εις τον άρχοντα, να τους στείλη και άλλους ανθρώπους πολλούς, δια να μη δυνηθούν να διαφύγωσιν. Εκείνος δε έπεμψεν ικανούς και αδελφόν τινα του Ιέρωνος, Κυριακόν ονομαζόμενον, οίτινες απελθόντες εις το σπήλαιον ίσταντο έξωθεν και ουδείς ετόλμα να έμβη πρότερον· ο δε Κυριακός τους είπε να αποσυρθώσιν εκείνοι και αυτός θα οδηγήση τον Ιέρωνα με το καλόν και χωρίς πόλεμον εις το θέλημα του άρχοντος. Εισελθών λοιπόν ο Κυριακός κατέπεισε τον Άγιον με λόγους ταπεινούς και εξήλθεν, επήγαν δε ομού πρότερον εις τη μητέρα του, να τον ευχηθή και να του δώση συγχώρησιν. Η δε γραία ακούσασα, ότι έμελλε την ώραν ταύτην να παρασταθή ο υιός της εις τον δούκα κατάκριτος έκλαιεν, ονομάζουσα τούτον βακτηρίαν του γήρατός της και της δεινής χηρείας αυτής αναψυχήν και βοήθειαν, τοσούτον μάλλον καθ’ όσον ήτο τυφλή εις τους οφθαλμούς και εις αυτόν εστήριζε τας ελπίδας της, διότι την ηγάπα περισσότερον. Ο δε Άγιος την παρηγόρησε και ασπασάμενος αυτήν και τους συγγενείς του Ματρωνιανόν και Αντώνιον, οίτινες ήσαν αδελφοί, ως και έτερον συγγενή του, Ουϊκτωρα καλούμενον, απεχαιρέτησεν άπαντας και παραδοθείς εις τους στρατιώτας ανεχώρησαν οδεύοντες προς Μελιτινήν και το εσπέρας κατέλυσαν εις τινα τόπον έως την επομένην· κατ’ αυτήν δε την νύκτα του εφάνη λευκοφόρος τις, με φωνήν πραείαν και φιλάνθρωπον λέγων· «Χαίροις, Ιέρων. Ιδού λέγω σοι σωτηρίας ευαγγέλια· γίνωσκε ότι αύτη η οδός την οποίαν πορεύεσαι είναι καλή και ωφέλιμος, ότι δεν αγωνίζεσαι δια βασιλέα επίγειον, ούτε δια δόξαν επίκηρον, αλλά δια τον ουράνιον Βασιλέα υπερμαχείς και αυτός θέλει σε δοξάσει αιώνια». Ταύτα ειπών ο φαινόμενος έγινεν άφαντος, αφήνων εις την καρδίαν του ευφροσύνην ανεκδιήγητον. Εγερθείς την πρωϊαν ο Άγιος έλεγε προς τους συγγενείς και φίλους του αγαλλόμενος· «Εγνώρισα, αδελφοί, το περί εμέ της του Θεού οικονομίας μυστήριον. Λοιπόν υπάγω εις την προκειμένην μοι οδόν πρόθυμος, διότι ένας θησαυρός είναι μόνον, μία απόκτησις και ένας πλούτος, ο επουράνιος, ενώ ταύτα όλα τα πρόσκαιρα δεν ωφελούσι ουδόλως τον άνθρωπον, καν και όλον τον κόσμον αν κερδήση, ζημιωθή δε την ψυχήν του, της οποίας δεν είναι άλλο πράγμα ουδόλως τιμιώτερον. Φθάνει εις εμέ ο περασμένος καιρός της ζωής μου, τον οποίον ματαίως και ανωφελώς εδαπάνησα, και ας υπάγω καν τώρα προς τον Θεόν, να αγάλλωμαι με τους Αγίους δούλους του πάντοτε. Μίαν δε μόνον φροντίδα και μέριμναν έχω, την της μητρός μου, δια την πτωχείαν και ασθένειαν αυτής, διότι είναι χήρα, τυφλή και γερόντισσα και δεν έχει τινά να την επιμεληθή εις τας ανάγκας της. Πλην επειδή δια τον Δεσπότην Χριστόν υπάγω να λάβω θάνατον, αυτός ο πατήρ των ορφανών και κριτής των χηρών θέλει κυβερνήσει και αυτήν άπορον». Ταύτα λέγων εδάκρυσε δια την μητέρα του. Έπειτα ανεχώρησε με τους άλλους δια τον προορισμόν των. Φθάσαντες εις Μελιτινήν, εφυλάκισαν τον Άγιον με άλλους τριάκοντα τρεις, τους οποίους εστερέωσεν εις την πίστιν λέγων εις αυτούς τοιαύτα σωτήρια λόγια· «Ακούσατέ μου την συμβουλήν, αδελφοί και φίλοι μου. Αύριον μέλλει να μας βιάση ο αθεώτατος ηγεμών, να προσκυνήσωμεν τα αναίσθητα είδωλα και φυλάττεσθε, όσα κολαστήρια σας δώση, να μη δειλιάσητε, να προσφέρητε θυσίαν εις άψυχα κτίσματα, αλλά μάλλον εις τον αληθινόν Θεόν ας θύσωμεν θυσίαν αινέσεως, αυτόν ας παρακαλέσωμεν προσευχόμενοι, να μας δώση ως παντοδύναμος δύναμιν, να υπομείνωμεν τας βασάνους και να δώσωμεν εαυτούς εις τέλος μακάριον». Τότε όλοι επήνεσαν την γνώμην αυτού δεικνύοντες προθυμίαν θαυμάσιον. Την επομένην ανήγγειλαν περί αυτών εις τον τύραννον, ότι επίστευον εις τον Χριστόν, καταφρονούντες τα βασιλικά προστάγματα· όθεν θυμωθείς εκάθισεν εις υψηλόν θρόνον, και αφού έφερον τους Αγίους, είπε προς αυτούς οργιζόμενος· «Τις δαίμων σας ύψωσεν εις τόσην υπερηφάνειαν και ανοησίαν, ώστε να καταφρονήτε των αυτοκρατόρων τα δόγματα, τους δε μεγάλους θεούς να υβρίζητε;» Οι δε Άγιοι απεκρίθησαν· «Μάλιστα σεις είσθε όντως υπερήφανοι και ανόητοι, προσκυνούντες ξύλα, λίθους και άλλα βδελύγματα, αλλ’ ημείς, επειδή έχομεν γνώσιν και λογισμόν σώφρονα, φρονούμεν ορθώς και προσκυνούμεν τον αληθή Θεόν, όστις με ένα λόγον όλον τον κόσμον εδημιούργησεν». Τότε εις από τους παρεστώτας ειδωλολάτρας έδειξε τον Ιέρωνα εις τον άρχοντα λέγων· «Αυτός είναι, όστις έδειρε με το ξύλον τους στρατιώτας σου». Ο δε δούξ, στραφείς προς τον Άγιον, τον ηρώτησε πόθεν ήτο· ο δε απεκρίνατο, ότι ήτο από τα Τύανα. Και ο άρχων λέγει· «Συ είσαι όστις εναντιώνεσαι εις τα βασιλικά προστάγματα και επαιρόμενος εις την δύναμιν των χειρών σου έδειρες τους στρατιώτας μου;» Ο δε Άγιος ωμολόγησε την αλήθειαν. Τότε ο τύραννος, αντί να επαινέση την ανδρείαν του Μάρτυρος, τον κατεφρόνησεν ο αφρονέστατος λέγων· «Αυτό ήτο θρασύτης και όχι ανδρεία σου, υπερήφανε, δια το οποίον προστάσσω να κόψουν από τον αγκώνα την άτακτον χείρα σου· αυτούς δε τους άλλους δείρατε άσπλαγχνα με βούνευρα». Ευθύς λοιπόν οι ανελεήμονες υπηρέται τα προσταχθέντα ετέλεσαν· οι δε Άγιοι υπέμειναν τας οδύνας αγαλλιώμενοι και ευχαριστούντες τον Θεόν, όστις τους ηξίωσε να μαστιγωθώσι δι’ αγάπην του. Αφού λοιπόν τους έδειραν ώραν πολλήν και έκοψαν την δεξιάν τού μακαρίου Ιέρωνος, τους έβαλαν πάλιν εις την φυλακήν, έως δευτέρας εξετάσεως. Εις δε απ’ εκείνους, Ουϊκτωρ ονόματι, συγγενής του Ιέρωνος, περί του οποίου προείπομεν, όστις είχε και αυτός συλληφθή, εδειλίασεν από τον πόνον των πληγών ο άθλιος, και φοβούμενος τα μέλλοντα βάσανα, εκάλεσε κρυφίως τον κομενταρήσιον και παρεκάλεσεν αυτόν με ταπείνωσιν, να τον αφήση να φύγη και να σβήση το όνομά του από την βίβλον, εις την οποίαν τους είχον γράψει και δια ταύτην την χάριν να του χαρίση ένα αγρόν, τον οποίον είχεν εις τους Κοράμους. Ο δε κομενταρήσιος μετά χαράς τον ελύτρωσε, διότι είχε και αυτός άλλους αγρούς πλησίον του άνωθι. Φεύγων λοιπόν ο Ουϊκτωρ την νύκτα εζημιώθη τον αγρόν και την ψυχήν του ο δείλαιος· και το πρωϊ, γνωρίσας το πραχθέν ο Ιέρων, πικρώς εθρήνει του συγγενούς την απώλειαν, λέγων· «Οίμοι, Ουϊκτωρ, και τι κακήν πραγματείαν έκαμες, να ανταλλάξης δια ζωήν βραχυτάτην την αιωνίζουσαν· δια μικράν άνεσιν εζημιώθης χαράν ατελεύτητον και ηδονήν ανεκλάλητον, και δια να φύγης μίαν ημέραν ολίγην κάκωσιν, μέλλει να πέσης εις χείρας Θεού, να φλογίζησαι εις το πυρ της γεένης αιωνίως, δυστυχέστατε». Αφού έκλαυσεν ο Άγιος ικανώς, εκάλεσε τους συγγενείς του Ματρωνιανόν και Αντώνιον, οίτινες παρηκολούθουν μακρόθεν τα γενόμενα και τους λέγει· «Ακούσατε την τελευταίαν μου διάταξιν, την οποίαν σας παρακαλώ να εκτελέσετε, όταν υπάγητε εις την χώραν μας. Αφήνω της αδελφής μου Θεοτιμίας το πράγμα, το οποίον έχω εις την Πεσδησίαν, να τρέφεται και να κάμνη κατ’ έτος το μνημόσυνον του Μαρτυρίου μου· τα δε επίλοιπά μου πράγματα αφήνω της μητρός μου άπαντα, δια να κυβερνηθή εις το γήρας της· έτι δε αφήνω εις αυτήν την δεξιάν μου χείρα, την οποίαν μου έκοψαν, να την έχη εις παραμυθίαν της αβλεψίας της. Ας στείλη δε και γράμμα παρακαλεστικόν δι’ εμέ προς τον μεγαλοπρεπέστατον Ρουστίκιον τον αυθέντην της Αγκύρας, να της δώση τον οίκον, όστις είναι εις την Καδεσάνην, να φυλάξη εκεί την χείρα μου». Ταύτα ο Άγιος συνταξάμενος ηυχαρίστει τον Κύριον χαίρων δια την ελπίδα της μελλούσης απολαύσεως. Την τετάρτην ημέραν έφεραν και πάλιν τους Αγίους εις εξέτασιν, επάσχισε δε πολλά ο λυσσώδης Λυσίας με κολακείας και πανουργίας να τους διαστρέψη εις την ασέβειαν, αλλά ματαίως εβασανίζετο· όθεν τους έδωκε ραβδισμόν ωμόν και πολλά ισχυρόν ο άσπλαγχνος, βλέπων δε ότι ήσαν εις την προτέραν γνώμην στερεοί και αμετακίνητοι, επρόσταξε να κόψουν τας τιμίας αυτών κεφαλάς έξω της πόλεως. Οίτινες όταν επήγαινον εις τον τόπον της τελειώσεως έψαλλον τον άμωμον, και φθάσαντες εκεί εγονάτισαν, δεόμενοι του Θεού να υποδεχθή ευμενώς τας ψυχάς αυτών εις την εκείθεν μακαριότητα, και ούτω τους απεκεφάλισαν. Την δε νύκτα επήγαν τινές φιλόχριστοι και επήραν τα άγια λείψανα και εντίμως αυτά ενεταφίασαν. Ο δε Αντώνιος και ο Ματρωνιανός, οίτινες, ως είπομεν, παρηκολούθουν τα γενόμενα, έδιδαν αργύρια του δουκός, να τους δώση την κεφαλήν του Ιέρωνος, την οποίαν είχε κρατήσει και αυτός εζήτησε τόσον χρυσίον, όσον εζύγιζεν η τιμία κάρα· οι δε μη έχοντες τόσην ποσότητα έμενον περίλυποι. Αλλ’ ο εν απόροις πόρους ευρίσκων και εν ανάγκαις βοηθών τους εις Αυτόν πιστεύοντας, εφώτισε συγκλητικόν τινα πιστόν και φιλομάρτυρα, την κλήσιν Χρυσάφιον, να αγοράση την αγίαν κάραν και να οικοδομήση Ναόν εις τον Μάρτυρα. Προσελθών λοιπόν εις τον υπό της φιλαργυρίας λυσσώντα Λυσίαν εμέτρησεν εις αυτόν όσον επόθει χρυσίον ο Χρυσάφιος· όθεν όχι μόνον την τιμίαν κεφαλήν τού εχάρισεν, αλλά και άδειαν του έδωκε και έκτισε Ναόν περικαλλέστατον εις τον τόπον, εις τον οποίον ετελειώθησαν οι Άγιοι· εξήτασε δε ο φιλάργυρος Λυσίας να εύρη και την δεξιάν του Αγίου, ελπίζων να κερδήση και εξ αυτής χρήματα, αλλ’ οι σπουδαίοι Ματρωνιανός και Αντώνιος την επήραν κρυφίως την νύκτα και έφυγαν· οίτινες φθάσαντες εις την χώραν αυτών, έδωκαν εις την μητέρα του Αγίου το πολύτιμον εκείνο και πολυέραστον δώρον, διηγούμενοι κατά μέρος τους άθλους των Αγίων. Λαβούσα η γηραιά μήτηρ του Αγίου εις τας χείρας αυτής την χείρα του φιλτάτου υιού της και Μάρτυρος, έκλαιε από την χαράν της και αγαλλίασιν και καταφιλούσα ταύτην εσκίρτα και εδάκρυζε λέγουσα· «ω ποθεινότατον τέκνον μου, με πόσους πόνους σε εγέννησα και με πόσους κόπους και μόχθους σε ανέθρεψα, δια να σε έχω εις το γήρας μου βακτηρίαν και βοήθειαν, εις την θλίψιν και αθυμίαν μου αναψυχήν της ψυχής μου και άνεσιν, και χειραγωγίαν εις την ασθένειαν. Τώρα δε μου έδωσαν, αντί σου, μόνην την χείρα, μικρόν σου μέρος (φευ!) και βραχύτατον λείψανον, δια να έχω περισσοτέρους πόνους και πάθη ενθυμουμένη σε· αλλά τι λέγω; Διατί να κλαίω, ενώ έπρεπε μάλιστα να αγάλλωμαι, επειδή έγινα μήτηρ Αθλητού του Χριστού και γενναίου Μάρτυρος, τον οποίον ανέθρεψα και επαίδευσα εις την ευσέβειαν και τώρα ηξιώθην να τον ίδω τετελειωμένον δια την αγάπην του Ποιητού και Σωτήρος μας; Αλλά δέομαί σου, αγιώτατον τέκνον μου, να παρακαλής τον Δεσπότην Χριστόν, δια τον οποίον έλαβες πολυώδυνον θάνατον, να με λυτρώση το γρηγορώτερον από ταύτην την ζωήν την μοχθηράν και επίπονον και να συγκατατάξη μετά της ψυχής σου το πνεύμα μου». Ταύτα ειπούσα και άλλα πλείονα, έθεσε την αγίαν χείρα εις τον τόπον, εις τον οποίον ο Μάρτυς προσέταξε και ετελείωσεν όσα ο Άγιος παρήγγειλεν, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου