Μείραξ ο μακάριος Μάρτυς του Χριστού ήτο Αιγύπτιος, γεννηθείς εκ γονέων Χριστιανών εις πόλιν ονομαζομένην Τενεσή, βαπτισθείς δε ανετρέφετο και εξεπαιδεύετο υπό των γονέων του με την αμώμητον και καθαράν πίστιν του Χριστού. Ύστερον όμως, από μικρόνοιαν και κουφότητα, ηπατήθη υπό του διαβόλου και προσελθών εις τον εκεί Αμιράν, ηρνήθη, φεύ! την πίστιν του Χριστού· και όχι μόνον τούτο, αλλά και την ζώνην του κόψας και τον Σταυρόν πατήσας, έλαβε την μάχαιραν εις τας χείρας και ηλάλαζε την ελεεινήν εκείνην φωνήν· «Από σήμερον είμαι πλέον Αγαρηνός και όχι Χριστιανός». Όθεν επί έτη τινά έχαιρε τιμάς και δόξαν, πλησίον εις τον Αμιράν και τους μετ΄ αυτού, χωρίς να φροντίζη τελείως δια την σωτηρίαν του. Οι δε γονείς του, τούτο μαθόντες, δεν έπαυον παρακαλούντες τον Θεόν ίνα μεταβάλη την γνώμην του υιού των. Όθεν βλέπων ο Θεός την αγαθήν προαίρεσιν και επίμονον αυτών παράκλησιν, εκίνησε την καρδίαν του υιού αυτών εις μετάνοιαν. Δια τούτο αυτός ο ίδιος ο Μείραξ παρουσιασθείς εις τους γονείς του, λέγει·
«Ιδού, κύριοι και γλυκύτατοι γονείς μου, ότι ήλθον, διότι ηννόησα ο ταλαίπωρος ότι εσκοτίσθην τον νουν και εποίησα τοιαύτην παραφροσύνην. Τώρα δε παρακαλώ να γίνω πάλιν Χριστιανός και να είμαι ομού με σας». Οι δε γονείς του απεκρίθησαν· «Ημείς, τέκνον, όταν έπραξας το κακόν αυτό, εχύσαμεν πολλά δάκρυα και ποτέ δεν επαύσαμεν παρακαλούντες τον Θεόν, δια να σε φωτίση να γνωρίσης την αλήθειαν και να επιστρέψης πάλιν προς τον Χριστόν τον σωτήρα σου· δια τούτο τώρα ευχαριστούμεν την αγαθότητά Του, διότι δεν παρέβλεψε την ταπεινήν ημών δέησιν. Πλην, τέκνον, καθώς και συ γνωρίζεις, δεν είναι δυνατόν να σε έχωμεν μαζί μας, διότι φοβούμεθα τον Αμιράν μήπως εκ τούτου κινδυνεύσωμεν, παρέχοντες υποψίαν, ότι ημείς σε μετεβάλαμεν. Αλλ΄ εάν θέλης να απαλλαγής από το μέγα αμάρτημα της αρνήσεως και να εύρης τον Θεόν ίλεων, να μη περιπέσωμεν δε και ημείς εξ αιτίας σου εις κατηγορίας, να γίνης δε και τόσον οικείος και φίλος του Χριστού, ώστε να καταστής και πρεσβευτής εις αυτόν δι΄ όλον το γένος σου, ύπαγε εις τον Αμιράν και καθώς παρρησία ηρνήθης τον Χριστόν, ούτω παρρησία ομολόγησον πάλιν αυτόν, ως να μη γνωρίζωμεν ημείς ουδέν περί τούτου. Και βεβαίως ο Θεός, τέκνον, θέλει ευοδώσει την οδόν σου ταύτην καθώς βούλεται». Τότε ο Μείραξ λαβών την συμβουλήν αυτήν παρά των γονέων του, ως επίσης και την ευλογίαν των, λαβών δε και εις την χείρα του ζώνην, επορεύθη εις την συναγωγήν των Αγαρηνών. Ζωσθείς λοιπόν τότε την ζώνην, την οποίαν εκράτει, έμπροσθεν εις τον Αμιράν, ετύπωσε τον Τίμιον Σταυρόν εις εν ξύλον και ασπασάμενος αυτόν ήρχισε να φωνάζη, με όσην δύναμιν είχε, το «Κύριε ελέησον». Ο δε Αμιράς, κρατήσας αυτόν, λέγει· «Τι έπαθες»; Ο δε Μείραξ απεκρίθη· «Μόλις τώρα ήλθον εις τον εαυτόν μου από την γενομένην εις εμέ σκότωσιν του διαβόλου και προσέπεσον εις τον Χριστόν μου και πάλιν έγινα Χριστιανός, καθώς ήμην και πρότερον. Όθεν ήλθον να φανερώσω τούτο εις σε και εις όλην την ιδικήν σου συναγωγήν και να ομολογήσω μεν έμπροσθεν εις όλους τον Χριστόν, να αναθεματίσω δε την θρησκείαν σας». Ταύτα ακούσας ο Αμιράς έρριψεν αυτόν εις την φυλακήν και προσέταξε να μείνη εκεί τρεις ημέρας, χωρίς να του δώσωσι φαγητόν ή ποτόν. Μετά ταύτα εξήγαγεν αυτόν εκ της φυλακής και τον έκρινε πάλιν· και επειδή εύρεν αυτόν ομολογητήν του Χριστού, τον έδειρε μετρίως και πάλιν έκλεισεν αυτόν εις την φυλακήν. Μετά τρεις δε άλλας ημέρας πάλιν ανέκρινεν αυτόν· και ευρών επιμένοντα και ομολογούντα τον Χριστόν, έδειρεν αυτόν με βούνευρα και πάλιν τον έκλεισεν εις την φυλακήν. Μετά δε τρεις ημέρας πάλιν παρέστησεν αυτόν έμπροσθέν του και βλέπων, ότι στερεώς και αμεταθέτως ωμολόγει τον Χριστόν, έδειρεν αυτόν ανηλεώς επί των πληγών του σώματος και έδωκε κατ΄ αυτού την τελευταίαν απόφασιν της εις θάνατον καταδίκης. Όθεν λαβόντες τούτον οι υπηρέται επεβιβάσθησαν πλοιαρίου, καθώς προσετάχθησαν, και προχωρήσαντες εις την θάλασσαν έως τέσσαρα στάδια, ήτοι έως ήμισυ μίλιον, τον αφήκαν και προσηυχήθη, είτα αποκόψαντες την κεφαλήν του, έρριψαν αυτήν εις τον βυθόν της θαλάσσης. Και το μεν σώμα αυτού είτε εξήλθε της θαλάσσης, είτε όχι, τούτο δεν εφανερώθη· η δε τιμία αυτού κεφαλή εξήλθεν εις την ξηράν. Ταύτην γνωρίσαντες Χριστιανοί τινες έλαβον αυτήν ως πολύτιμον δώρον· διαβληθέντες δε εις τον Αμιράν δια τούτο, έδωκαν εις αυτόν εκατόν φλωρία και ούτως επετράπη εις αυτούς να έχωσι το ποθούμενον ακωλύτως. Τότε λοιπόν ποιήσαντες αργυράν θήκην, εναπέθεσαν την μαρτυρικήν κεφαλήν με την πρέπουσαν τιμήν και ευλάβειαν και έκτοτε μέχρι σήμερον αναβλύζει πάντοτε μύρον ευώδες και επιτελεί πολλάς και διαφόρους ιατρείας εις δόξαν μεν του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εις πληροφορίαν δε των σκανδαλιζομένων και δισταζόντων περί της εν ουρανοίς δόξης αυτού και των ομοίων του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου