Λουκία η Αγία Μάρτυς και Παρθένος κατήγετο εκ των Συρακουσών, πόλεως της νήσου Σικελίας, αρραβωνισμένη ούσα· δια δε την ασθένειαν της αιμορροίας, η οποία εταλαιπώρει την μητέρα της, επορεύθη μετ΄ αυτής εις την Κατάνην, όπως προσκυνήση το εκεί ευρισκόμενον Λείψανον της Αγίας Μάρτυρος Αγάθης και παρακαλέση αυτήν ίνα θεραπεύση το πάθος της μητρός της. Εκεί δε αφιχθείσα, βλέπει εις το όραμά της την Αγίαν Αγάθην, η οποία εις μεν την μητέρα της έδωσε την ιατρείαν, εις αυτήν δε προείπεν, ότι μέλλει να μαρτυρήση δια τον Χριστόν. Όθεν όταν η μήτηρ της έγινεν υγιής, διένειμεν η Αγία όλην αυτής την περιουσίαν εις τους πτωχούς και ήτο ετοίμη και πρόθυμος, όπως υπάγη και ομολογήση τον Χριστόν. Διαβληθείσα λοιπόν εις τον άρχοντα Πασχάσιον υπό του ιδίου μνηστήρος της, παρεστάθη εις αυτόν με ανδρείαν και ωμολόγησε τον Χριστόν· ο δε άρχων προσέταξε να δώσωσιν αυτήν εις χαμαιτυπείον προς ατίμωσιν. Αλλ΄ όμως αυτή με την θείαν Δύναμιν εφυλάχθη καθαρά και δεν εμολύνθη, διότι πολλοί στρατιώται ελθόντες δεν ηδυνήθησαν να μετασαλεύσουν αυτήν εκ της θέσεώς της, αλλ΄ ουδέ ηδυνήθησαν να την καύσωσι δια πυράς, την οποίαν ήναψαν εκεί όπου ίστατο η Αγία· όθεν αποκαμόντες και απελπισθέντες, ότι δεν δύνανται να την μετακινήσωσι, διότι εφυλάττετο υπό Θεού, τέλος απέκοψαν με το ξίφος την τιμίαν αυτής κεφαλήν και ούτως έλαβεν η μακαρία τον αμάραντον στέφανον του Μαρτυρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου