Θεοδόσιος ο Μέγας, ο ευσεβέστατος και αοίδιμος ούτος βασιλεύς, εγεννήθη εις την Ισπανίαν, περιφανής ων κατά το γένος και κατά την ανδρείαν περιφημότατος. Αναδειχθείς δε στρατηγός υπό του βασιλέως Γρατιανού του υιού Ουαλεντινιανού, ύστερον εχειροτονήθη υπό του ιδίου βασιλεύς εις το Σίρμιον, τη δεκάτη έκτη Ιανουαρίου εν έτει τοθ΄ (379). Ανελθών εις τον θρόνον ο Θεοδόσιος επέδειξεν ιδιαιτέραν μέριμναν υπέρ της κατισχύσεως της Ορθοδοξίας, ευθύς δε από της πρώτης στιγμής της βασιλείας του τον μεν αρειανόν Πατριάρχην Δημόφιλον εξώρισεν, ανεβίβασε δε εις τον πατριαρχικόν θρόνον τον Μέγαν Γρηγόριον τον Θεολόγον. Αλλά και εις τα πολιτικά εχρημάτισε άριστος αυτοκράτωρ, ως λέγει ο Μελέτιος.
Διέφερε δε πολύ ως προς την αγαθόυτητα από τους άλλους βασιλείς, μολονότι ήτο ολίγον οξύθυμος και τούτου φανερόν τεκμήριον οι πολλοί και άδικοι φόνοι, τους οποίους εποίησεν εν Θεσσαλονίκη, δια την αιτίαν του φονευθέντος τότε Βοθερίχου. Μάλιστα ολίγον έλειψε να πράξη τα αυτά και εις την Αντιόχειαν δια την φθοράν των ανδριάντων της μακαρίας βασιλίσσης Πλακίλλης, της συζύγου αυτού, ήτις ηγίασε και εορτάζεται κατά την δεκάτην τετάρτην του Σεπτεμβρίου. Aλλ’ όμως εις μεν το πρώτον διωρθώθη υπό του Αγίου Αμβροσίου Επισκόπου Μεδιολάνων, όστις ημπόδισεν αυτόν από του να εισέλθη εις τον Ναόν και κανόνα έδωκεν εις αυτόν, τον οποίον ουχί μόνον εδέχθη, υπό της μετανοίας αναγκαζόμενος, αλλά και νόμον εθέσπισεν ίνα η ψήφος, η κατά των υποκειμένων εις φόνον, μη λαμβάνη τέλος ευθύς, αλλά μετά τριάκοντα ημέρας. Από δε του δευτέρου ημπόδισεν αυτόν ο Πατριάρχης Αντιοχείας Φλαβιανός δια της πρεσβείας του, συνεργησάντων μεγάλως και των περί την Αντιόχειαν Ασκητών, καθώς μαρτυρεί ο θείος Χρυσόστομος εις τους λόγους των ανδριάντων, και ως ο Νικηφόρος Κάλλιστος λαμπρότατα εκτίθησι. Τόσην δε άκραν μετάνοιαν έδειξεν ο αοίδιμος, ώστε ηξιώθη να ενεργή και θαύματα, καθώς ιστορεί ο Κεδρηνός, όστις λέγει, ότι ο βασιλεύς ούτος θέλων να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους της Ιερουσαλήμ, ενεδύθη σχήμα ιδιωτικόν και μεταβάς εις τον Ναόν της Αγίας Αναστάσεως έκρουσε την θύραν· ανοίξαντος δε τινος υπηρέτου, εισήλθε, και ω του θαύματος! ενώ όλαι αι κανδήλαι ήσαν εσβεσμέναι, όλαι ευθύς ήναψαν, ως εν πανηγύρει. Εκπλαγέντος δε του υπηρέτου δια το τοιούτον θαυμάσιον και αναγγείλαντος τούτο εις τον Πατριάρχην, ούτος δια προσευχής εγνώρισε ποίος ήτο και τον εμακάρισεν. Ηυτύχησε δε ούτος ο βασιλεύς δια τα επόμενα· πρώτον, διότι κατά την εποχήν του συναχθείσα η Αγία Οικουμενική Δευτέρα Σύνοδος, εν έτει τπα΄ (381), εκήρυξε Θεόν το Πνεύμα το Άγιον και ακολούθως ηρμηνεύθη τελείως η περί του ομοουσίου της Αγίας Τριάδος Θεολογία· δεύτερον, ότι εις τους καιρούς του ήκμασαν άνδρες σοφώτατοι και αγιώτατοι, εν τε τη Ανατολή και τη Δύσει· τρίτον, ότι εφάνη καθαιρέτης ισχυρός των αιρετικών και ειδωλολατρών· τέταρτον, ότι έγινε καλλίτεκνος και πέμπτον, ότι εγένετο και Άγιος. Ούτος ο βασιλεύς έγραψε δια των ιδίων του χειρών το Άγιον Ευαγγέλιον και καθ’ εκάστην ανεγίνωσκεν αυτό· βασιλεύσας δε έτη δεκαεπτά (ή δεκαέξ κατ’ άλλους), και γενόμενος πεντηκοντούτης, απήλθε προς Κύριον εν Μεδιολάνοις, τη δεκάτη εβδόμη του Ιανουαρίου εν έτει τθε΄ (395), αφήσας τον μεν υιόν του Αρκάδιον βασιλέα της Ανατολής, τον δε Ονώριον βασιλέα της Δύσεως. Το λείψανόν του κομίσαντες ενεταφίασαν εις την Κωνσταντινούπολιν. Λέγει δε ο ιερός Αυγουστίνος, ότι ο βασιλεύς ούτος συνεχώς έλεγεν, ότι έχαιρε περισσότερον, ότι είναι μέλος της του Θεού Εκκλησίας ή ότι εβασίλευσεν επί της γης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου