Ευσέβιος ο Όσιος πατήρ ημών ήτο κεκλεισμένος εντός κελλίου λίαν μικρού και σκοτεινού, επειδή δεν είχε κανέν παράθυρον, και εκεί μετεχειρίζετο πάσαν σκληραγωγίαν και άσκησιν. Ύστερον δε, κατά πολλά παρακινηθείς υπό ενός αδελφού, Αμμιανού ονόματι, επήγεν εις Μοναστήριον, δια να δεχθή την προστασίαν και Ηγουμενίαν των αδελφών. Όθεν επολιτεύετο με πραότητα και ταπεινοφροσύνην και με πάσαν κακοπάθειαν του σώματος, διότι ανά τρεις ή τέσσαρας ημέρας έτρωγεν ο αοίδιμος· είχε δε ζώνην σιδηράν ες την μέσην του, και άλυσιν βαρυτάτην εις τον λαιμόν του.
Βλέπων δε τις τον Όσιον κύπτοντα προς τα κάτω λόγω του βάρους της αλύσεως, τον κατηγόρησεν. Ο δε είπεν εις αυτόν· «Εγώ κάμνω τούτο, δια να αντιπολεμήσω τας μηχανάς του διαβόλου, όστις με πολεμεί, επειδή δηλαδή εκείνος με πολεμεί δια να με υστερήση μεγάλων πραγμάτων και αρετών, σωφροσύνης, λέγω, και δικαιοσύνης, και να με ρίψη εις μεγάλα κακά, τούτου χάριν και εγώ εις τα μικρά ταύτα κακοπαθήματα έστησα τον πόλεμον εις τα οποία, εάν μεν με νικήση ο διάβολος, δεν θα υπερηφανευθή πολύ, εάν όμως νικηθή υπ’ εμού, θα είναι άξιος γέλωτος, επειδή ουδέ εις τα μικρά ηδυνήθη να με νικήση». Με τοιαύτην λοιπόν πολιτείαν θεάρεστον ζήσας ο αοίδιμος απήλθε προς Κύριον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου