Εφραίμ ο θαυμάσιος πατήρ ημών ήτο το γένος Σύρος γεννηθείς, ως πιθανώς εικάζεται, εις την πόλιν Νίσιβιν της Μεσοποταμίας επί της βασιλείας του Διοκλητιανού περί το τστ΄ (360), επί του οποίου οι γονείς αυτού, ευσεβείς όντες Χριστιανοί, ωμολόγησαν γενναίως την εις τον Ιησούν Χριστόν πίστιν.
Προσληφθείς εκ νεαράς ηλικίας υπό του Επισκόπου της πόλεως ταύτης Ιακώβου ανετράφη υπ’ αυτού επιμελώς, διαγνώσαντος την αγαθήν φύσιν του παιδός. Ων δε ο Όσιος εκ νεότητος ενάρετος, έφευγε τας επιβλαβείς ομιλίας των συνομηλίκων του και δεν έχανε ποτέ τον καιρόν του επί ματαίω, αλλ’ ανεγίγνωσκε καθ’ εκάστην τας ιεράς βίβλους των Γραφών, μελετών και σπουδάζων εις αυτάς ακατάπαυστα, εις τας οποίας ησθάνετο τόσην γλυκύτητα, ώστε του ήρμοζε το ρητόν του Προφήτου· «Ως γλυκέα τω λάρυγγί μου τα λόγια σου, υπέρ μέλι τω στόματί μου» (Ψαλμ. ριη (118): 103). Δια τούτο κατώρθωσεν όλας τας αρετάς ο μακάριος, νηστείαν, λέγω, αγρυπνίαν, χαμευνίαν, χρηστότητα, ακτημοσύνην, πραότητα και τα τούτων συνακόλουθα· εξαιρέτως δε την άσυλον ταπεινοφροσύνην, η οποία θανατοί τους δαίμονας. Έμαθε δε και γράμματα και έγινε σοφός διδάσκαλος, καθώς εις τα θαυμάσια συγγράμματά του φαίνεται, με τα οποία μας διδάσκει καθ’ ώραν έως την σήμερον, νουθετών, παρακαλών, συμβουλεύων. Όθεν δι’ αυτού ορθοτομούμεν τον ευσεβή λόγον της πίστεως και προς την απόκτησιν της αρετής εγειρόμεθα πρόθυμοι και εξόχως προς την χριστομίμητον και πολυτίμητον αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον, δια την οποίαν έβαλλε τόσην σπουδήν και επιμέλειαν ο θαυμάσιος και τόσον την απέκτησεν, ώστε όλοι τον εθαύμαζον. Ακούσατε δε πως και αυτός ο ίδιος, όταν ήλθεν η ώρα να υπάγη προς τον ποθούμενον, το ωμολόγησεν, όχι δια κενοδοξίαν, αλλά προς νουθεσίαν ημών ταύτα λέγων· «Ποτέ μου εις όλην μου την ζωήν δεν ωλιγώρησα προς Κύριον, ούτε τινά ελοιδόρησα, ούτε εξήλθεν άφρων λόγος από το στόμα μου, ουδέ τινα κατηράσθην, ούτε μετά τινος των πιστών ήλθον εις διενέξεις». Ταύτα βεβαίως όλα είναι μεγάλα κατορθώματα και εξαίσια· ήτο δε και το δάκρυον εις τους οφθαλμούς του πάντοτε, ώστε εις όλην του την ζωήν έχυσε σχεδόν ένα ποταμόν σωτηριωδεστάτων δακρύων. Τα δάκρυα δε ακολουθούσαν στεναγμοί εκ βάθους καρδίας, ωσάν να έβγαινε πυρ από τα σπλάγχνα του, καθώς ημπορεί να πιστωθή έκαστος από τα κατανυκτικά του συγγράμματα, εις τα οποία διηγείται πολλάκις δια την δευτέραν του Χριστού παρουσίαν και την αδέκαστον κρίσιν της φοβεράς εκείνης ετάσεως· και τόσον τυπώνει εις τας διανοίας μας τον τρόμον της φρικτής εκείνης ημέρας, ώστε δειλιά ο καθείς αναγιγνώσκων, πως ωδύρετο ελεεινώς ο δίκαιος, ως κατάκριτος. Εις τους τοιούτους λογισμούς σχολάζων ο Όσιος εμάκρυνε φυγαδεύων, πάντας τους θορύβους του βίου εγκαταλείπων και εις την έρημον αυλιζόμενος περιεπάτει από τόπου εις τόπον, ωφελών και ωφελούμενος. Πνεύματι δε θείω κινούμενος, ότε η πατρίς του Νίσιβις παρεδόθη εις τους Πέρσας, εξήλθεν από την πατρίδα του και φθάνει εις την Έδεσσαν δια να προσκυνήση τα άγια λείψανα, τα οποία εις αυτήν ευρίσκοντο, έτι δε και δια να εύρη τινά ενάρετον και λόγιον άνθρωπον, να ωφεληθή από αυτόν· δια την αιτίαν δε αυτήν έκαμε και δέησιν προς τον Θεόν, ταύτα λέγων· «Δέσποτα, Κύριε Ιησού Χριστέ, αξίωσόν με να υπαντήσω τινά άνθρωπον εις την Έδεσσαν, δια να μου είπη λόγον τινά ωφέλιμον δια την ψυχήν μου». Ταύτα ευξάμενος έξω της πόλεως, περιεπάτει να έμβη εις αυτήν και επαρατηρούσεν εάν τύχη τις καθώς ήθελεν. Ούτω λοιπόν περιπατούντα και συλλογιζόμενον τον υπήντησε μία πόρνη εστολισμένη, κατά την συνήθειαν των νεανίδων του έρωτος· τούτο δε ήτο Θεού θέλημα, όστις οικονομεί με τα εναντία τα εναντία με τρόπον μυστικόν και απόρρητον· ο δε Όσιος, βλέπων αυτήν, έμεινεν εξεστηκώς και περίλυπος, πως του συνέβη όλως το εναντίον της αιτήσεώς του· η γυνή δε εστάθη και αυτή και τον έβλεπεν ώραν πολλήν. Ο Άγιος λοιπόν, δια να την κάμη να εντραπή, είπε ταύτα· «Διατί τολμάς και με βλέπεις, ω γύναι, με αναισχυντίαν και δεν εντρέπεσαι»; Η δε απεκρίθη λέγουσα· «Εγώ δεν έχω τόσον άδικον να σε παρατηρώ, επειδή από την πλευράν σου έγινα, όταν μας έπλασεν ο Κύριος· συ όμως πρέπει να παρατηρής εις την γην από την οποίαν εβγήκες· μάλιστα δε εφ’ όσον είσαι Μοναχός και θεωρείσαι νεκρός εις το σώμα, δεν έπρεπε να με ατενίσης ουδόλως εις το πρόσωπον». Ταύτα ανελπίστως ακούσας ο Όσιος, αυτήν μεν ηυχαρίστησεν ομολογών ότι έλεγε την αλήθειαν, τον δε Κύριον εδόξασεν, ότι επήκουσε την δέησίν του και ωφελήθη. Εισελθών λοιπόν εις την πόλιν έμεινεν ολίγας ημέρας εις τινα οικίαν· εκεί πλησίον ήτο μία γυνή αναίσχυντος, της οποίας το παράθυρον έβλεπεν εις το του Οσίου. Ενώ δε μίαν ημέραν ο Όσιος έβραζε μαγείρευμα, ήνοιξεν εκείνη το παράθυρον λέγουσα: «Αββά, ευλόγησον». Ούτος δε της απήντησε με ταπεινήν φωνήν: «Ο Κύριος να σε ευλογήση». Τότε εκείνη εγέλασεν άσεμνα λέγουσα: «Σου λείπει τίποτε φαγητόν να σου δώσω»; Λέγει ο Όσιος· «Τρεις λίθοι λείπουσι και ολίγος πηλός να κλείσωμεν αυτήν την θυρίδα, να μη μου δώσης πλέον ενόχλησιν». Τότε η αναίσχυντος δεν εντράπη, αλλά ωμολόγησε την αλήθειαν λέγουσα· «Εγώ σε εχαιρέτησα εύσπλαγχνα, διότι έχω πόθον να κοιμηθώ μαζί σου και συ υπερηφανεύθης ευθύς και μου λέγεις να φράξω την είσοδον»; Αυτά και έτερα όμοια του έλεγε, διότι καθολικά ο δαίμων την παρεκίνησε να πειράξη τον σώφρονα και σεμνόν, η άσεμνος. Αλλ’ όσον εκείνη τον παρεκίνει με σατανικά λόγια εις άπρεπον έρωτα, τόσον αυτός πάλιν της απεκρίνετο με ψυχωφελή και σωτήρια. Τέλος πάντων, βλέπων την αναισχυντίαν της, είπε ταύτα· «Εάν ορέγεσαι να κοιμηθώμεν μαζί, ας υπάγωμεν όπου θέλω εγώ». Εκείνη δε, νομίζουσα ότι είχε κελλίον τι απόκρυφον και ήθελε να κάμη εκεί την αμαρτίαν, δια να μη τον ίδη κανείς, εχάρη και του λέγει· «Ας υπάγωμεν όπου βούλεσαι». Ο δε είπεν εις αυτήν· «Εις το μέσον της πόλεως θέλω να υπάγωμεν». Η δε απεκρίθη· «Και δεν εντρέπεσαι τους ανθρώπους, οι οποίοι θα μας εμπαίζωσι»; Τότε ο πάνσοφος, αφού την έφερε τεχνηέντως εκεί όπου ήθελε και δια των ιδίων αυτής όπλων επολέμησεν αυτήν, απεκρίνατο· «Τους ανθρώπους εντρέπεσαι και τον Θεόν δεν φοβείσαι, ταλαίπωρε, όστις βλέπει όλας τας πράξεις μας, είτε εις το φανερόν είτε εις το απόκρυφον γίνονται και μας δίδει δεινήν τιμωρίαν και αιώνιον κόλασιν, δια την ολίγην αυτήν απόλαυσιν, όπου λαμβάνομεν αμαρτάνοντες»; Αυτά και άλλα πολλά λέγων ο πάνσοφος, εψάρευσε την πόρνην, του Θεού συνεργήσαντος· και τόσον φόβον επήρεν εις την ψυχήν της από τα λόγια του, ώστε μετενόησεν εξ όλης καρδίας δι’ όλα της τα αμαρτήματα, και προσπίπτουσα μετά δακρύων εις τους πόδας του, εζήτει να της συγχωρήση την άλογον επιθυμίαν και ακόλαστον γνώμην, την οποίαν είχεν εις εκείνον πρότερον και να την διδάξη πως να πορεύεται και να την οδηγήση εις τόπον σωτήριον. Ο δε Όσιος εδέχθη την μετάνοιαν αυτής προθύμως και νουθετήσας αυτήν να μη επιστρέψη πλέον εις τα πρότερα, αλλά να πορεύεται μετά σωφροσύνης, εγκρατευομένη παντός απρεπούς λογισμού και ατόπου πράξεως, την έβαλεν είτα εις Μοναστήριον· αύτη δε επολιτεύθη το υπόλοιπον της ζωής της θεάρεστα και εσώθη. Και εις τούτο ο Όσιος ήτο αίτιος, όστις την εδίδαξεν, ενώ ήθελε να τον κολάση με τας παγίδας του δράκοντος. Ούτω λοιπόν ο θείος Εφραίμ, από μεν την πρώτην πόρνην, ήτις τον υπήντησε καθ’ οδόν, πολύ ωφελήθη, την δε ετέραν πολύ ωφέλησε και εσώθη με του Θεού την βοήθειαν. Καταλιπών μετά ταύτα την Έδεσσαν, ανεχώρησεν εις παρακείμενον όρος ασκητεύσας εις αυτό επί τινα χρόνον. Μετά ταύτα επανελθών εις την πόλιν ο Όσιος ανεχώρησεν από την Έδεσσαν και απήλθεν εις την Καισάρειαν δια να συναντήση τον Μέγαν Βασίλειον, την πηγήν των δογμάτων και της ευσεβείας τον πρόμαχον. Βλέπων δε αυτόν ο θείος Εφραίμ, τον ευφήμησε πολύ, διότι, ως προορατικός όπου ήτο, είδε με το όμμα της ψυχής μίαν περιστεράν απαστράπτουσαν ως ο ήλιος, ήτις εκάθητο εις τον δεξιόν ώμον του Μεγάλου Βασιλείου και του ωμίλει εις το ους· αυτός δε εδίδασκε τον λαόν λέγων όσα η ένθεος εκείνη περιστερά του έλεγεν, η οποία του εφανέρωσε και τον Όσιον Εφραίμ και γνωρίσας τις ήτο από την χάριν του Παναγίου Πνεύματος, συνωμίλησαν και ηυφράνθησαν πνευματικώς, απολαύσαντες ο ένας τον άλλον. Λέγουσι δε τινές ότι τότε ο Μέγας Βασίλειος, γνωρίσας εκ Θεού οποίος ήτο ο Εφραίμ, εχειροτόνησε τούτον Διάκονον, άλλοι δε πάλιν λέγουσιν ότι ήτο Διάκονος και τον εχειροτόνησε τότε Ιερέα. Πιθανώτερον όμως φαίνεται ότι ο Όσιος ηρνήθη να λάβη μεγαλύτερον του Διακόνου αξίωμα εν τη Εκκλησία δια να είναι όλως αφωσιωμένος εις την μελέτην των θείων Γραφών και την συγγραφήν. Ούτος ο Όσιος εδέχθη από τον Θεόν της διδασκαλίας το τάλαντον, το οποίον εσπούδαζε διαφοροτρόπως να το αυξάνη εις τας ψυχάς των ανθρώπων, ως δούλος ευγνωμονέστατος. Και τούτο ο ίδιος ο Όσιος Εφραίμ το εφανέρωσε μοναχός του και ωμολόγησεν εις ένα ενάρετον πνευματικόν μίαν οπτασίαν την οποίαν είδεν, όταν ήτο ακόμη μικρός, ούτω λέγων· «Είδα μίαν άμπελον, ήτις είχε σταφυλάς αναριθμήτους, αύτη δε εφύτρωσεν εις την γλώσσαν μου και εκβαίνουσα έξω από το στόμα μου, ήπλωσαν τα κλήματα και εσκέπασαν όλην την γην και εκάθηντο όλα τα πετεινά εις αυτήν την άμπελον και έβοσκον και όσον αυτά έτρωγον τον καρπόν, τόσον εκείνος επλήθυνε». Ταύτα μεν είπεν ο Όσιος δια τον εαυτόν του και άλλο περισσότερον δεν εφανέρωσεν. Εκείνοι όμως, οίτινες ηξιώθησαν να θεωρώσι θεία Μυστήρια, είδον πολλάς αποκαλύψεις περί αυτού εις δε από εκείνους είπεν ότι είδεν πληθύν Αγγέλων, οι οποίοι κατέβαινον άνωθεν, με ένα βιβλίον χειρόγραφον· και ηρώτα ο ένας Άγγελος τον άλλον. «Τις να είναι άξιος, να λάβη την βίβλον εις χείρας του»; Και άλλος μεν έλεγεν ένα, άλλος άλλον, τους πλέον σώφρονας και ευλαβείς ονομάζοντες. Τέλος συνεφώνησαν όλοι οι Άγγελοι ότι ο Όσιος Εφραίμ ήτο άξιος δια το βιβλίον και του το έδωσαν εις τας χείρας του· και ούτως έλαβε τέλος η όρασις. Τότε ο ευλαβής εκείνος ανήρ ηγέρθη έμφοβος και πηγαίνων εις την Εκκλησίαν, εύρε τον Όσιον Εφραίμ διδάσκοντα τον λαόν με τα μελίρρυτα εκείνα λόγια και εφανέρωσε την όρασιν· και απ’ εκείνην την ώρα εξεχύθη η χάρις του Θεού εις τον Όσιον, τόσον ώστε εκυματούσαν τα ρείθρα των νοημάτων εις την γλώσσαν του και εδίδασκε με τόσην ευκολίαν και γρηγορότητα, ώστε σου εφαίνετο, ότι τα έβλεπε γεγραμμένα και τα έλεγε· και δεν έφθανεν η γλώσσα του να λέγη όσα ο νους εγέννα με τόσην ταχύτητα. Είχε δε ο Όσιος και το σωτήριον δάκρυον, καθώς είπομεν, και μάλιστα κατά την νύκτα, ότε ηγρύπνει το περισσότερον δια το ήσυχον και προσηύχετο και μόνον ολίγον ύπνον ελάμβανε, όσον να φυλάττη το σώμα άβλαβον, να μη ασθενήση από τους πολλούς κόπους και πόνους, χαμευνίαν, σκληραγωγίαν και κάκωσιν· εξόχως δε είχε τόσην ακτημοσύνην και πτωχείαν εκούσιον, ώστε άλλος δεν τον επέρασε, καθώς αυτός την υστάτην ώραν της μεταστάσεώς του εμαρτύρησε, την αλήθειαν λέγων· «Δεν απέκτησεν ο Εφραίμ αργύριον ή χρυσίον ή βαλάντιον ή πήραν ή ράβδον, ούτε άλλο πράγμα επίγειον, αλλά μόνον είχα τον πόθον εις τα ουράνια από την ώραν όπου ήκουσα από το άγιον Ευαγγέλιον, ότι προσέταξεν ο Δεσπότης τους Αποστόλους του να μη αποκτήσουν πράγμα επίγειον». Αυτά είναι λόγια αυτού του τρισμάκαρος, τα οποία είναι πιστότερα παρά να τα έλεγεν άλλος δια λόγου του. Ίδετε λοιπόν με πόσον πόθον εφύλαττε του Αγίου Ευαγγελίου τα λόγια και πόσον ήτο ζηλωτής και μιμητής του Διδασκάλου και Σωτήρος μας και των μαθητών αυτού, ο αείμνηστος. Ταπεινοφροσύνην δε και μετριότητα είχε τόσην ο Όσιος, ώστε έτρωγε με την στάκτην τον άρτον και έσμιγε το ύδωρ με δάκρυα. Όσους δε τον επαινούσαν και τον ενεκωμίαζον όχι μόνον τους εδίωκεν, αλλά και πολύ τους εχθρεύετο, καθώς άλλος μισεί εκείνον όστις τον περιγελά και τον εμπαίζει, και εκοκκίνιζεν η όψις του και ίδρωνεν από τον πόνον τον οποίον ησθάνετο η ψυχή του, όταν τις τον ευφήμιζεν. Όχι δε μόνον ζων είχε τοσαύτην ταπείνωσιν, αλλά και την ώραν, κατά την οποίαν έμελλε να τελευτήση, προσέταξε με αφορισμόν να μη του ψάλη κανείς τροπάρια, μήτε να του κάμουν εγκώμιον, ούτε να τον θάψουν με ράσα καλά, ούτε εις χωριστόν τάφον, αλλά με παλαιά και άχρηστα εις τον τάφον των ξένων· διότι (καθώς έλεγεν) είχε συνθήκας με τον Θεόν να ενταφιασθή με τους ξένους ως ξένος και πάροικος. Ήτο δε και πολύ φιλόξενος και εύσπλαγχνος εις τους πένητας και όταν είχεν, έδιδεν ελεημοσύνην όσην ηδύνατο· όταν όμως δεν είχεν (επειδή ήτο πτωχότατος και τον περισσότερον καιρόν δεν του ευρίσκετο τίποτε) έπαιρνε τους ξένους και τους πένητας και τους εφίλευε με την σωτήριον διδασκαλίαν του, όπερ είναι, υπέρ την σωματικήν βρώσιν, αναγκαιότερον. Ήτο δε και τόσον λόγιος, ώστε οι λόγοιτου ηδύναντο να μαλάξουν πάσαν ψυχήν, να παρηγορήσουν τον θλιβόμενον και να πραϋνουν τον οργιζόμενον. Αλλά και η όψις του, η ευταξία και το ήθος του έκαμνε καθ’ ένα και κατενύγετο η καρδία του. Κατά δε την Ορθοδοξίαν ήτο σφόδρα ζηλωτής και ακαταγώνιστος πρόμαχος της αμώμου πίστεως και ακούσατε μίαν μηχανήν την οποίαν έκαμεν ο σοφώτατος δια να μη ζημιωθούν οι πιστοί. Τον καιρόν εκείνον ήτο ο δυσσεβής Απολλινάριος, όστις εκαινοτόμησε πολλά ορθά δόγματα και διδάγματα των Διδασκάλων μας, διαστρέψας αυτά εις την μιαράν αυτού γνώμην και έγραψε πολλά φλυαρήματα κατά των Ορθοδόξων, ο κακόδοξος. Συντάξας δε επιμελώς δύο βιβλία με πολλούς κόπους και βάσανα, τα είχεν έτοιμα δια να αντιμάχεται με τους πιστούς, όταν εύρη καιρόν επιτήδειον. Είχε δε ούτος γυναίκα τινά πολύ ηγαπημένην ομόγνωμον αυτού και ομόφρονα, όχι μόνον εις την αίρεσιν, αλλά και εις τας σαρκικάς ηδονάς υπήκοον, καθώς έλεγον οι γείτονες. Εις αυτήν λοιπόν έδωκεν ο Απολλινάριος τα δύο αυτά βιβλία να τα φυλάττη δια να μη του τα κλέψουν οι Ορθόδοξοι. Τούτο μαθών ο Εφραίμ προσεποιήθη ότι ήτο εις την αίρεσιν του Απολλιναρίου και αυτός και πηγαίνων εις τον οίκον εκείνης της γυναικός, της έδωκε δωρεάν από την έρημον χάριν ευλογίας· και ούτως επήγαινε πολλάκις, όταν έλειπεν ο Απολλινάριος· και όταν εγνώρισεν ότι δεν είχεν υποψίαν τινά η γυνή δι’ αυτόν, της εζήτησε τα βιβλία να τα αναγνώση, δια να ηξεύρη να μάχεται με τους αιρετικούς (ούτως ωνόμασε τους Ορθοδόξους ο πάνσοφος, καθώς τους εθεωρούσαν αυτοί οι κακόδοξοι), δια να μη τον νικήσουν ως αμαθή και απαίδευτον. Δελεασθείσα λοιπόν η γυνή από ταύτην την πιθανοφανή μηχανήν του μάκαρος, του έδωκε τα βιβλία, με την υπόσχεσιν να τα επιστρέψη την άλλην ημέραν. Λαβών λοιπόν αυτά ο Όσιος, ανέγνωσεν εις διαφόρους τόπους και επειδή δεν είχε καιρόν να αντιγράψη αυτά και να αναιρέση τας αιρέσεις εκείνας, επειδή η γυνή δεν του άφηνε πολλάς ημέρας, τι μηχανάται ως φρόνιμος; Ετοίμεσε ψαρόκολλαν καλήν και εκόλλησε με αυτήν όλα τα φύλλα επιμελέστατα το ένα με το άλλο, τόσον καλά, ώστε δεν ήτο δυνατόν να ξεκολλήσουν πλέον, εάν δεν εσχίζοντο· κατόπιν τα έδεσεν απ’ έξω καθώς ήσαν και τα παρέδωκε της γυναικός, η οποία δεν τα ήνοιξεν, αλλά τα εφύλαξεν εις τον τόπον των. Μετά δε ημέρας τινάς παρεκίνησε τους Ορθοδόξους ο Όσιος να κάμουν Σύνοδον, ήτις να διαλεχθή με τον Απολλινάριον δια να γνωρισθή η αλήθεια. Τούτου γενομένου, ήλθεν εις την Σύνοδον ο Απολλινάριος, όστις ήτο υπέργηρως και μη δυνάμενος να ομιλή πολλά λόγια, είπε προς τους Ορθοδόξους ταύτα· «Εγώ, Πατέρες Άγιοι, δεν δύναμαι πλέον να φιλονικώ με πολλούς φωνάζων· έχω όμως δύο βιβλία πολύτιμα, τα οποία έγραψα με άμετρον επιμέλειαν και ας αναγνωσθο΄τν εις την Σύνοδον· και ό,τι γράφουν τα βιβλία, αυτά ομολογώ και εγώ με το στόμα μου». Τότε εδοκίμασε να ανοίξη το ένα βιβλίον και δεν ηδυνήθη να εύρη ούτε αρχήν, ούτε τέλος, ούτε μέσην, διότι τα φύλλα έγιναν ένα σώμα και ούτε να τα σχίση ηδύνατο. Λαμβάνων και το άλλο βιβλίον, εύρε και αυτό ομοίως ως και το πρότερον· όθεν επήρε τόσην λύπην και αθυμίαν από την εντροπήν του, ώστε έφυγεν από την Σύνοδον· και μη δυνάμενος να υποφέρη την συμφοράν, κακώς ο κακός εξέψυχεν. Ούτως ελυτρώθησαν οι ευσεβείς από την μιαράν αυτού αίρεσιν, αυτός δε ο δείλαιος έλαβεν εις αμοιβήν των κόπων του τον πρέποντα θάνατον εις αρραβώνα της ατελευτήτου κολάσεως. Τοιούτος ήτο λοιπόν κατά τον ζήλον της Ορθοδοξίας ο Όσιος και ούτως εις την ψυχήν εκείνην ήτο πεφυτευμένη πάσα αρετή, ώστε δικαίως ήθελε καλέσει τις αυτήν πηγήν διαφόρων ναμάτων, ή λειμώνα κεκοσμημένον δια ποικίλων ανθέων και ρόδων, ή και άλλον επίγειον ουρανόν, περιλαμπόμενον πάντοθεν υπό πολυφώτων αστέρων· ή και Παράδεισον, ως τον της Εδέμ, όστις ουδέποτε εμαράνθη, αλλ’ ήτο πάντοτε ευθαλής και γεμάτος καρποφόρων δένδρων και καρπών ωραίων και αφθάρτων, άψαυστον όμως και ανεπίβατον υπό του πονηρού όφεως, του εχθρού και επιβούλου της ημετέρας σωτηρίας. Αλλά ας έλθωμεν εις την οσίαν αυτού μετάστασιν δια να δώσωμεν τέλος της διηγήσεως· μόνον να αναφέρωμεν τι κατά την τελευτήν αυτού, αναγκαίον μάλιστα προς απόδειξιν της ενοικούσης εις αυτόν θείας χάριτος. Ως προείπομεν, ο Όσιος παρήγγειλε να μη ενταφιάσωσιν αυτόν δια πολυτελούς ενδύματος· και πάλιν κατά την ώραν του θανάτου επανέλαβε το αυτό, προσθέσας ότι, εάν υπάρχη τις εκ των αδελφών, όστις προητοίμασε τοιούτον ένδυμα, ας δώση αυτό εις τον έχοντα ανάγκην. Εις δε εκ των περιφανεστέρων και αγαπητοτέρων εις αυτόν, προετοιμάσας λαμπρόν ένδυμα, εσκόπευε να ενδύση το σώμα εκείνου μετά θάνατον· αλλ’ αφού ήκουσε την παραγγελίαν ελυπείτο, διότι προελήφθη ο σκοπός αυτού. Εσκέφθη δε να μη δώση το ένδυμα, ως παρηγγέλθη, νομίσας ότι ήτο προτιμότερον να διανείμη εις τους πτωχούς την αξίαν αυτού εις χρήματα και επομένως ήθελεν ούτως ευχαριστήσει περισσότερον τον Όσιον. Αλλά μόλις ταύτα συλλογισθείς, έλαβε και την τιμωρίαν της παρακοής. Ευθύς ενώπιον πάντων κυριεύεται υπό δαιμονίου, πίπτει προ της κλίνης του μακαρίου σπαρασσόμενος, στρεβλώνει τας χείρας, διαστρέφει τους οφθαλμούς, εκβάλλει αφρούς εκ του στόματος και πράττει όσα άλλα φοβερά μανία δύναται να επιφέρη εις τον άνθρωπον. Ο δε θείος Εφραίμ εννοήσας εξ Αγίου Πνεύματος, ότι τούτο ήτο καρπός αμαρτίας, εξαγορεύει τον ασθενή άμα συνελθόντα και επιτιμήσας αυτόν δια την ασθένειαν του λογισμού, εσυγχώρησεν αυτόν και δια της προσευχής και επιθέσεως των χειρών μόνον απέβαλε το δαιμόνιον, και ιατρεύσας τον ασθενή προέτρεπε να εκπληρώση κατά γράμμα την προτέραν παραγγελίαν. Ούτω λοιπόν ο ιερός Εφραίμ κατά το τέλος του βίου δια τοιούτου θαύματος επεσφράγισε τας πράξεις αυτού, έπειτα δε συμβουλεύσας ικανώς τους παρόντας ίνα εργάζωνται την αρετήν, και ευλογήσας αυτούς και προρρήσεις τινάς προειπών, ακριβώς μετά ταύτα εκπληρωθείσας, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού εν ειρήνη, το έτος τοθ΄ (379), και ούτω στεφανηφόρος απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς και εις την λαμπρότητα, η οποία προσμένει τους τοιούτους, δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εις τον οποίον πρέπει δόξα και τιμή και κράτος, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου