Αυξίβιος ο Όσιος Πατήρ ημών κατήγετο από την παλαιάν Ρώμην. Οι γονείς του ήσαν πλούσιοι μεν, αλλά ειδωλολάτραι. Εγέννησαν δε δύο υιούς, τον μακάριον Αυξίβιον και τον Θεμισταγόραν. Ήτο δε ο ευλογημένος Αυξίβιος κατά πολύ χαρίεις και θαυμάσιος, διότι ήτο πράος καθώς ο Μωϋσής, είχε δε και τον λογισμόν σώφρονα, καθώς ο πάγκαλος Ιωσήφ και, δια να μη πολυλγώμεν, ήτο εστολισμένος από όλας τας αρετάς. Ότε ήλθεν εις ηλικίαν δεκτικήν μαθήσεως, εδόθη από τον πατέρα του εις διδασκάλους και εδιδάχθη όλην την έξω σοφίαν και ότε έφθασεν εις νόμιμον ηλικίαν οι γονείς του ηβουλήθησαν να τον υπανδρεύσωσιν.
Ο μακάριος όμως Αυξίβιος, έχων τον νουν ένθεον και τέλειον τον λογισμόν, αντέλεγεν εις τούτο, διότι ήκουσε περί του Χριστού και εμελέτα να γίνη Χριστιανός. Ακούσαντες τούτο οι γονείς του ηγανάκτουν εναντίον του και ο μεν πατήρ του απειλών τον ηνάγκαζε να υπανδρευθή, η δε μήτηρ του κολακεύουσα τον συνεβούλευε να υπακούση εις τούτο. Ιδών λοιπόν ο μακάριος Αυξίβιος την τοιαύτην αυτών προαίρεσιν, ήτις ήτο εναντία εις την ιδικήν του θέλησιν, ηβουλήθη να αναχωρήση κρυφίως από την Ρώμην. Λαβών όθεν σταθεράν απόφασιν, χωρίς να ανακοινώση εις κανένα τίποτε, αφ’ ου παρήλθον ολίγαι ημέραι, έφυγε κρυφίως από τους γονείς του και κατέβη εις τον λιμένα όπου εύρε πλοίον έτοιμον να ταξιδεύση εις την Ανατολήν και αφού αφήκεν όλα τα πάντα έλαβε μόνον ολίγα χρήματα, όσα επήρκουν δια τροφήν, και αναβάς εις το πλοίον ανεχώρησε. Μετ’ ολίγας ημέρας έφθασεν εις χωρίον τι της Κύπρου καλούμενον Λιμνήτην, το οποίον απείχε περί τα τέσσαρα μίλια από της πόλεως των Σόλων. Εις τον τόπον αυτόν ωδήγησεν η θεία Πρόνοια τον μακάριον δια να σωθούν δια μέσου αυτού πολλαί ψυχαί, διότι εκεί εύρεν αυτόν ο Απόστολος Μάρκος ο Ευαγγελιστής, όστις τον ηρώτησεν από ποίαν χώραν είναι και εκείνος του απεκρίθη· «Είμαι από την Ρώμην και ήλθα εδώ δια να γίνω Χριστιανός». Αφού είδεν ο Απόστολος Μάρκος, ότι είχε πόθον εις τον Χριστόν και ότι ήτο πιστός και λόγιος, αφ’ ου τον κατήχησεν αρκετά και τον εδίδαξε τον περί της αληθείας λόγον του Θεού, τον εβάπτισεν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος· μετά δε ταύτα, βαλών επάνω εις την κεφαλήν του τας χείρας του, έδωκεν εις αυτόν την Χάριν του Αγίου Πνεύματος και τον εχειροτόνησεν Επίσκοπον. Αφού δε τον εδίδαξε πως πρέπει να κηρύττη το Ευαγγέλιον του Χριστού, τον απέστειλεν εις την πόλιν των Σόλων, παραγγέλλων εις αυτόν ταύτα· «Επειδή η πόλις είναι πλήρης ειδώλων και οι κάτοικοι αυτής ακόμη δεν εδιδάχθησαν τον λόγον του Θεού, αλλ’ ευρίσκονται εις το σκότος της πλάνης των ειδώλων, να κάμης τούτο όπου σου λέγω· κατ’ αρχάς, όταν υπάγης εκεί, να μη γνωρίζη κανείς ότι είσαι Χριστιανός, αλλ’ υποκρίσου ότι ακολουθείς την θρησκείαν εκείνων· αφού δε παρέλθη ικανός καιρός, άρχισε να συνδιαλέγεσαι μετ’ αυτώ κεκαλυμμένως ως να ομιλής με μωρά βρέφη, και να τρέφης αυτούς, ως δια γάλακτος, με απλουστέραν διδασκαλίαν, έως ότου γίνουν τέλειοι και τότε να λάβουν στερεάν τροφήν, δηλαδή να ακούσουν τελειοτέραν διδασκαλίαν». Αφού λοιπόν ο θείος Απόστολος είπε προς τον Αυξίβιον ταύτα και άλλα τοιαύτα περισσότερα, ασπασάμενος αυτόν, απέλυσεν εν ειρήνη· ευρών δε πλοίον από την Αίγυπτον ο Ευαγγελιστής Μάρκος επεβιβάσθη εις αυτό και ήλθεν εις την Αλεξάνδρειαν, ένθα εκήρυττε το Ευαγγέλιον, διδάσκων τα περί της Βασιλείας του Θεού. Ο δε μακάριος Αυξίβιος, αναχωρήσας από τον Λιμνήτην, ήλθεν εις τους Σόλους. Πλησίον δε των πυλών της πόλεως, κατά το δυτικόν μέρος, ήτο ναός του ψευδωνύμου θεού των Ελλήνων Διός, εις τον οποίον διέμενεν ιερεύς τις των ειδώλων. Ότε λοιπόν διέβαινεν εκείθεν ο μακάριος Αυξίβιος, ως είδεν αυτόν ο ιερεύς και αντελήφθη ότι ήτο ξένος, τον εκάλεσεν εις την οικίαν του και τον εφιλοξένησε με φιλοφροσύνην. Έμεινε λοιπόν ο Αυξίβιος πλησίον εις αυτόν την ημέραν εκείνην. Κατά δε την επομένην ηρώτησεν ο ιερεύς πόθεν ήτο και δια ποίαν αιτίαν επήγεν εκεί. Ο δε θείος Αυξίβιος του απεκρίθη ότι ήτο από την Ρώμην και θέλων να υπάγη εις την Παλαιστίνην δια τινα υπόθεσιν, κατήντησεν εις τον Λιμνήτην, ότε μαθών περί της πολιτείας ταύτης, ότι είναι καλή η κατοίκησίς της, ήλθε δια να κατοικήση εις αυτήν μετά χαράς· προσέθεσε δε και τα εξής· «Όμως σε παρακαλώ, κύριέ μου, να κάμης έλεος δι’ εμέ, όπως μείνω πλησίον σου μερικάς ημέρας, έως ότου να εύρω τόπον να κατοικήσω». Λέγει δε ο ιερεύς προς αυτόν· ¨Μένε μετ’ εμού υγιαίνων». Έμεινε λοιπόν ο μακάριος Αυξίβιος εις τον τόπον εκείνον ικανόν χρόνον, χωρίς να φανερώση εις κανένα ότι είναι Χριστιανός, αλλ’ υπεκρίνετο, ότι ηκολούθει την θρησκείαν των Ελλήνων, συλλογιζόμενος καθ’ εαυτόν, ότι εάν ο διάβολος μετασχηματίζεται εις Άγγελον φωτός, δια να σύρη εις τον εαυτόν του εκείνους, οι οποίοι πείθονται εις αυτόν και δια μέσου των καλών και ευαρέστων λόγων να τους φέρη από το φως εις το σκότος, καθώς κάμνουν και οι υπηρέται και ακόλουθοι αυτού, πόσω μάλλον ημείς πρέπει να μετασχηματίζωμεν τον εαυτόν μας ως τους ομοιοπαθείς ανθρώπους, δια να τους αφαρπάσωμεν από την εξουσίαν του σκότους και του διαβόλου και να τους μεταφέρωμεν εις το θαυμαστόν φως της επιγνώσεως του Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού! Ταύτα δε διανοούμενος και πράττων ο δούλος του Θεού Αυξίβιος, έμεινεν εις τον προειρημένον τόπον. Αφ’ ου παρήλθον ημέραι τινές, λέγει προς τον ιερέα· «Κάτι σπουδαίον έχω να σου είπω, αδελφέ». Ο δε ιερεύς του λέγει· «Ειπέ». Λέγει τότε προς αυτόν· «Διατί λατρεύετε και προσκυνείτε ως θεούς τα είδωλα, τα οποία είναι ξύλα και λίθοι αναίσθητοι, αφού έχοντα στόμα δεν ομιλούν και οφθαλμούς έχοντα δεν βλέπουν και ώτα έχοντα δεν ακούουν, ούτε οσφραίνονται εις τας θυσίας, τας οποίας προσφέρετε εις αυτά. Εκείνον δε τον οποίον σέβονται και πιστεύουν οι Χριστιανοί, αυτός είναι Θεός αληθινός, καθώς ήκουσα από μερικούς Χριστιανούς, διότι και θαύματα έκαμε πολλά, καθώς ακούω και πολλάς δυνάμεις και ιατρείας». Ταύτα ακούσας ο ιερεύς κατενύχθη από τους λόγους του Αυξιβίου και δεν εθυσίαζε πλέον εις τα είδωλα, αλλ’ από τότε και εις το εξής εδιδάσκετο από τον μακάριον Αυξίβιον τα περί της πίστεως του Χριστού. Με τούτον τον τρόπον έμεινεν ικανόν καιρόν εις τον τόπον εκείνον ο θείος Αυξίβιος, μετέβαινε δε κρυφίως εις την πολιτείαν όπου εδίδασκε κεκαλυμμένα και πάλιν ανεχώρει και εξερχόμενος έμενεν εις τον προειρημένον τόπον του ναού του Διός. Ότε λοιπόν διέτριβεν ο Αυξίβιος εις εκείνον τον τόπον, ο Απόστολος Μάρκος εκήρυττεν εις την Αλεξάνδρειαν το Ευαγγέλιον του Χριστού και αφ’ ου επίστευσαν πολλοί και εβαπτίσθησαν, ανεχώρησεν εκείθεν δια να ζητήση τον Απόστολον Παύλον· και ευρών αυτόν και προσκυνήσας τον εδέχθη ο Παύλος μετά χαράς μεγάλης. Ο Απ. Μάρκος τότε του διηγήθη τα περί του Αποστόλου Βαρνάβα και πως ετελείωσε τον δρόμον τον καλόν μαρτυρήσας εις την Σαλαμίνα της Κύπρου. Έμεινε λοιπόν ο Απ. Μάρκος με τον Απ. Παύλον έως τον καιρόν της τελευτής του. Ότε δε έμαθε ο θείος Παύλος τον μαρτυρικόν θάνατον του Απ. Βαρνάβα και ότι δεν ήτο εις την Κύπρον κανείς από τους Αποστόλους, δια να κηρύττη το Ευαγγέλιον του Χριστού, απέστειλε τους Επαφράν και Τυχικόν και άλλους τινάς προς τον Ηρακλείδην, τον Αρχιεπίσκοπον της Κύπρου, γράψας προς αυτόν, όπως καταστήση τον Επαφράν Επίσκοπον εις την Πάφον και τον Τυχικόν εις την Νεάπολιν και εις εκάστην πόλιν άλλους, να αναζητήση δε εις την πόλιν των Σολίων και Ρωμαίον τινά ονόματι Αυξίβιον, τον οποίον να εγκαταστήση εις τους Σόλους, αλλά να μη τον χειροτονήση Επίσκοπον, διότι είχε χειροτονηθή πρότερον υπό του Αποστόλου Μάρκου. Ευθύς ως έλαβε τα γράμματα του θείου Παύλου ο μακάριος Ηρακλείδης και ανέγνωσεν αυτά, αμέσως, άνευ αργοπορίας, εξετέλεσεν όσα τον επρόσταζεν. Ελθών λοιπόν εις την πόλιν των Σολίων και αναζητήσας εύρε τον μακάριον Αυξίβιον, εις τον τόπον τον αποκαλούμενον του Διός και ασπασάμενοι ο εις τον άλλον λέγει ο μακάριος Ηρακλείδης· «Τέκνον Αυξίβιε, είμαι απεσταλμένος από τους Αποστόλους του Χριστού να σου είπω: έως πότε θα κρύπτης τον λύχνον υπό τον μόδιον και δεν τον τοποθετής επάνω εις την λυχνίαν του Σταυρού, δια να λάμπη εις τους κατοικούντας εις την πόλιν ταύτην; Έλα λοιπόν, φώτισον τους εσκοτισμένους από την πλάνην των ειδώλων· γενού κήρυξ της μετανοίας. Έως πότε θα κρύπτης το αργύριον, το οποίον έλαβες από τον Κύριόν σου; Κέρδισον εις αυτό επταπλασίονα· αγωνίσου να ακούσης και συ, «Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ, επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω» (Ματθ. κε: 21). Δεν ήκουσας την θείαν Γραφήν, ήτις λέγει, ότι «Οι σπείροντες εν δάκρυσιν, εν αγαλλιάσει θεριούσι»; (Ψαλμ. ρκε΄ 5). Σπείρον τον λόγον του Θεού εις τον χειμώνα τούτον της ειδωλολατρίας, όστις είναι τώρα εις την πόλιν ταύτην, δια να θερίσης καρπόν πολύν και με αγαλλίασιν της ψυχής και ειρήνην· μη φοβηθής από εκείνους, οι οποίοι φονεύουν το σώμα, αλλά φοβήθητι τον Θεόν, όστις δύναται να απολέση και να κολάση και ψυχήν και σώμα, μέσα εις την γέενναν· διότι αυτός είπεν· «Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματθ. ι: 16). Και πάλιν είπεν· «Και επί ηγεμόνας δε και βασιλείς αχθήσεσθε ένεκεν εμού… Όταν δε παραδώσωσιν υμάς, μη μεριμνήσητε πως ή τι λαλήσητε» (Ματθ. ι: 18-19). Διότι το Άγιον Πνεύμα θέλει διδάξει υμάς εκείνα τα οποία πρέπει να ομιλήσετε. Ταύτα ειπών ο θείος Ηρακλείδης, παραλαβών τον Άγιον Αυξίβιον εισήλθεν εις την πόλιν και ευχηθείς εχάραξεν εις την γην το σχέδιον της Εκκλησίας, ήτις ήτο μικρά μεν κατά το μήκος, μεγάλη δε κατά την Χάριν του Χριστού· έπειτα, διδάξας αυτόν όλον τον Εκκλησιαστικόν κανόνα και την τάξιν καθώς και αυτός εδιδάχθη από τους Αγίους Αποστόλους, παρέδωκεν αυτόν εις τον Κύριον και ασπασάμενος αυτόν επήγεν εις την ιδικήν του πόλιν. Τότε ο μακάριος Αυξίβιος ευθύς, χωρίς αργοπορίαν, ήρχισε να οικοδομή την Εκκλησίαν και ρίψας τον εαυτόν του εις το έδαφος προσηύχετο μετά δακρύων λέγων· «Θεέ Παντοκράτορ, ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην, την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτή· ο πλάσας τον άνθρωπον, χουν λαβών από της γης και τιμήσας αυτόν δια της ιδικής σου εικόνος, φθόνω δε του διαβόλου απατηθέντα και νεκρωθέντα δεν απεστράφης εις τέλος, Αγαθέ, αλλά απέστειλας ημίν τον Μονογενή σου Υιόν επί σωτηρία του γένους ημών. Κύριε Ιησού Χριστέ, ο επί του Τιμίου Σταυρού θριαμβεύσας τας αρχάς και τας εξουσίας του διαβόλου· ο δους εις τους Αγίους σου Αποστόλους δύναμιν εξ ύψους και εξουσίαν «του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού» (Λουκ. ι: 19), δυνάμωσον και εμέ τον Σον ικέτην και δος μοι μετά παρρησίας κηρύξαι τον Σον λόγον· έμβαλον, Δέσποτα, τον Σον φόβον εις την καρδίαν του λαού τούτου· φώτισον αυτούς δια της Σης Χάριτος, όπως, επιστρέψαντες εκ της πλάνης του διαβόλου, επιγνώσωνται Σε τον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν. Ενοίκησον, Δέσποτα, το Άγιόν σου Πνεύμα εις τον Άγιον Ναόν τούτον τον οικοδομηθέντα επί τω ονόματί σου τω Αγίω. Εδραίωσον αυτόν ασάλευτον εν τη Ση πίστει, έως της συντελείας του αιώνος· διότι Συ Κύριε είπας· «Επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν και πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ιστ: 18). Επίστρεψον, Κύριε, την πλανωμένην ποίμνην σου επί την Αγίαν σου ταύτην μάνδραν, ο ποιμήν ο καλός, ο την ψυχήν σου θεις υπέρ των προβάτων. Έκτεινον την παντοδύναμον δεξιάν σου, τον βραχίονά σου τον υψηλόν και φοβερόν και, τη βακτηρία του Τιμίου σου Σταυρού, αποδίωξον τον λύκον τον αιμοβόρον εκ της Σης αγέλης, Δέσποτα· τους πλανωμένους επισυνάγαγε, ίνα γένηται μία ποίμνη, εις ποιμήν. Άνοιξον δε καμοί θύραν του λόγου δια της ευσπλαγχνίας σου, εν τω εκτείνειν την χείρα μου εις σημεία και τέρατα, δια του Αγίου ονόματός Σου και του Μονογενούς σου Υιού Ιησού Χριστού, του Κυρίου ημών· μεθ’ ου σοι πρέπει δόξα, τιμή και κράτος συν τω Αγίω και Ζωοποιώ σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Αφ’ ου ετελείωσε την προσευχήν εσηκώθη από το έδαφος της γης και μεταβάς εις δημόσιον τόπον της πόλεως ήρχισε να διδάσκη τα περί της Βασιλείας του Θεού· συνήχθη δε λαός πολύς εις αυτόν και εδίδασκεν εις αυτούς λέγων· «Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατέ μου και πιστεύσατε εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον οποίον εγώ κηρύττω· διότι αυτός είναι Σωτήρ και Λυτρωτής πάντων των πιστευόντων εις αυτόν· λάβετε φως γνώσεως· υψώσατε τους οφθαλμούς της διανοίας σας· απέχετε από της λατρείας της ψευδωνύμου θρησκείας των ειδώλων και γνωρίσατε τον αληθινόν Θεόν, τον Ποιητήν όλων των όντων τον δυνάμενον να σώση τας ψυχάς ημών». Ταύτα διδάσκων και κηρύττων, παρρησία εις όλους, κατέπεισε πολλούς να αφήσωσι την ματαίαν πλάνην των ειδώλων και να πιστεύσωσιν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, δια μέσου της καλής διδασκαλίας του. Εδόθη δε εις αυτόν και Χάρις από τον Θεόν να ιατρεύη τους ασθενείς και να αποδιώκη τα δαιμόνια· καθ’ εκάστην δε ημέραν ηύξανεν ο λαός, όστις επίστευεν εις τον Κύριον και εβαπτίζοντο εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών. Όσοι δε είχον ασθενείς τους έφερον εις τον ευλογημένον Αυξίβιον και ως έθετεν επάνω εις αυτούς τας χείρας του, τους ιάτρευεν επικαλούμενος το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ακούσαντες ταύτα οι χωρικοί, οίτινες κατώκουν εις όλα τα περίχωρα, ήρχοντο εις την πόλιν, φέροντες μαζί των όλους τους ασθενείς, τους οποίους πάντας εθεράπευε δια της επικλήσεως της Αγίας και Ζωοποιού Τριάδος και πιστεύοντες εβαπτίζοντο. Ήτο δε και τις από το χωρίον Σαλαποτάμιον, Αυξίβιος και αυτός ονομαζόμενος, ο οποίος, ως ήκουσε περί του μακαρίου Αιξιβίου και της διδασκαλίας του και περί της αρετής του, ήλθε προς αυτόν και έπεσεν εις τους πόδας του παρακαλών αυτόν και λέγων· «Πάτερ, δος μοι την εν Χριστώ σφραγίδα», το Άγιον δηλαδή Βάπτισμα. Αφ’ ου δε τον κατήχησεν ο Άγιος και τον εδίδαξε περί του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, τον εβάπτισεν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος. Έμεινε δε ο Αυξίβιος ούτος μετά του Αγίου Αυξιβίου καθ’ όλον τον καιρόν της ζωής του, διδασκόμενος από αυτόν, έγινε δε και αυτός θαυμαστός άνθρωπος προκόπτων με την σοφίαν και χάριν του Θεού, ηκολούθει τα ίχνη του καλού διδασκάλου και επορεύετο με τον φόβον του Θεού μιμούμενος κατά πάντα τον διδάσκαλόν του. Εν μια δε των ημερών εξήλθεν ο Αυξίβιος, ο μαθητής του Αγίου, μακράν της χώρας κατά το μέρος της Ανατολής εις τόπον καλούμενον Ταρίχου δια να λάβη ολίγην άνεσιν. Εκεί, υπό την σκιάν δένδρου τινός εκάθησε και αναπεσών εκοιμήθη· και ιδού πλήθος μυρμήκων ήλθον τριγύρω εις την κεφαλήν του και εσχημάτισαν είδος στεφάνου. Τούτο συνέπεσε να ίδη ο Άγιος Αυξίβιος ευρεθείς τότε εκεί· όθεν εθαύμασε και το διεφύλαξεν εις την ψυχήν του εννοήσας, ότι το γένος των μυρμήκων φανερώνει την προθυμίαν αγαθών έργων, καθώς τούτο λέγει ο Σολομών· «Ίθι προς τον μύρμηκα, ω οκνηρέ, και ζήλωσον ιδών τας οδούς αυτού» (Παροιμ. στ: 6). Ο δε στέφανος προεμήνυε την αξίαν της αρχιερωσύνης· διότι έμελλεν ο μαθητής να καθήση εις τον θρόνον του διδασκάλου του, εξυπνήσας δε αυτόν εισήλθεν εις την Εκκλησίαν. Ο δε μαθητής υπετάσσετο εις τον διδάσκαλον κατά πάντα και υπηρέτει αυτόν, ως καλός υπηρέτης, όστις δουλεύει εις τον κύριόν του. Ο δε μακάριος Αυξίβιος δεν έπαυεν από του να παρακαλή τον Θεόν νύκτα και ημέραν δια την σωτηρίαν και επιστροφήν του λαού, διδάσκων αυτούς αδιαλείπτως. Και η μεν ποίμνη του Χριστού ηύξανε και επληθύνετο καθ’ ημέραν, η δε ποίμνη του εχθρού εσμικρύνετο ημέρα τη ημέρα και ωλιγόστευεν. Ακούσας ο αδελφός του Αγίου Αυξιβίου, ο Θεμισταγόρας, τα περί του Αγίου, ήλθεν εις τους Σόλους με την γυναίκα του, την μακαρίαν Τιμώ, ήτις ήτο και αυτή θαυμαστή και ενάρετος· αναβάντες δε εις την Εκκλησίαν ησπάσαντο αλλήλους οι αδελφοί και έγινε χαρά μεγάλη κατά την συνάντησιν αυτών, ήσαν δε εις το εξής εις την Επισκοπήν διδασκόμενοι από τον μακάριον Αυξίβιον, όστις και εβάπτισεν αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος· εχειροτόνησε δε τον μεν μακάριον Θεμισταγόραν Πρεσβύτερον της Ιεράς Εκκλησίας, την δε γυναίκα του Διάκονον· διότι αφ’ ου έλαβον το Άγιον Βάπτισμα διεχωρίσθησαν απ’ αλλήλων και ήσαν εις το εξής ως αδελφοί φθάσαντες εις απάθειαν. Ήλθε λοιπόν τότε η Χάρις του Θεού εις την πόλιν των Σόλων και σχεδόν όλοι επίστευσαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν δια της διδαχής του Αγίου Αυξιβίου, συνεργούντος του Αγίου Πνεύματος. Βλέπων δε ο Άγιος ότι ήτο μικρά η Εκκλησία και δεν εχώρει όλους, ηθέλησε να οικοδομήση μεγαλυτέραν Εκκλησίαν εις το όνομα του Θεού και κλίνας τα γόνατα παρεκάλει τον Κύριον να του εξαποστείλη πάσαν βοήθειαν· εγερθείς δε εχάραξε τον τύπον της Εκκλησίας και με την ευδοκίαν και συνεργίαν του Θεού ωκοδόμησε μέγαν και θαυμαστόν Ναόν, την Μητροπολιτικήν Εκκλησίαν, την οποίαν ηυτρέπισε με πάσαν ευπρέπειαν και την παρέδωκεν, ως εις νυμφίον, εις τον Χριστόν τον Θεόν ημών. Τις λοιπόν να μη θαυμάση και να μη επαινέση τον γενναίον Αθλητήν του Χριστού, όστις μόνος επολέμησε και ενίκησε τον εχθρόν, τον διάβολον δηλαδή, και ήρπασεν από τας χείρας του άρπαγμα μέγα; Διότι ο εχθρός είχεν όλους αυτούς υποτεταγμένους εις την εξουσίαν του, επειδή όταν μετέβη ο Άγιος εις την χώραν των δεν είχεν ούτε ένα Χριστιανόν· δια της Χάριτος όμως του Χριστού τους έκαμεν όλους Χριστιανούς. Αφ’ ου λοιπόν κατώρθωσε καλώς τα πάντα και έγινε κήρυξ της αληθείας και ετίμησε την αρχιερωσύνην επί πεντήκοντα ολοκλήρους χρόνους και έφθασε πλέον εις το τέλος της ζωής του, προσεκάλεσεν όλον τον τίμιον Κλήρον του και είπε προς αυτούς· «Πατέρες, αδελφοί και τέκνα μου ποθητά, ακούσατε με προσοχήν τους λόγους μου. Ιδού εγώ πηγαίνω εις τον δρόμον των Πατέρων μου, καθώς όλοι οι άνθρωποι, οίτινες είναι εις την γην· σεις δε, τέκνα μου, προσέχετε καλώς εις τον εαυτόν σας· ίστασθε στερεοί εις την πίστιν του Χριστού και προσέχετε μη σας πλανέση κανείς με μάταια και επιτηδευμένα λόγια· σεις γνωρίζετε καλώς πόσας θλίψεις υπέμεινα εις την πόλιν ταύτην, νύκτα και ημέραν δεόμενος και παρακαλών τον Θεόν να ανοίξη εις εμέ θύραν λόγου, να φανερώσω παρρησία το μυστήριον του Χριστού και ο αψευδής Θεός δεν παρέβλεψε την δέησίν μου, αλλά με εβοήθησε· και τώρα, αδελφοί μου, σας παραδίδω εις τον Κύριον και εις τον λόγον της Χάριτός του, όστις δύναται να σας οικοδομήση και να σας δώση κληρονομίαν την Βασιλείαν των ουρανών ομού με όλους τους Αγίους. Ίστασθε λοιπόν στερεοί και κρατείτε τας παραδόσεις, τας οποίας παρελάβετε από εμέ και μη αισχυνθήτε να δεχθήτε τον Αρχιερέα, τον οποίον εξέλεξεν ο Θεός από σας, διότι από σας είναι και μαζί σας μένει και σας θεραπεύει δια μέσου του εαυτού του». Αφ’ ου λοιπόν είπε ταύτα και άλλα τοιαύτα περισσότερα, κρατών τον θεοτίμητον Αυξίβιον, τον μαθητήν του, τον ησπάσθη και λέγει προς αυτόν· «Σε εξέλεξεν ο Θεός Αρχιερέα· συ μέλλεις να ποιμάνης την ποίμνην του Χριστού, την οποίαν επεριποιήθη δια του ιδίου του αίματος». Έπειτα ησπάσθη και ένα έκαστον από τους Κληρικούς του, κατά δε την τρίτην ημέραν ηκούσθη ότι ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Αυξίβιος έχει να αφήση την παρούσαν ζωήν. Συνήχθησαν όθεν όλοι οι Χριστιανοί μετά κλαυθμών και οδυρμών εις την Εκκλησίαν, ασπασάμενος δε ο Άγιος άπαντας παρέδωκε το πνεύμα εις τον Κύριον εν ειρήνη. Αφ’ ου δε τον εκήδευσαν με επιμέλειαν, έλαβον το Άγιον αυτού λείψανον άνδρες ευλαβείς και το ενεταφίασαν εις την λάρνακα, την οποίαν είχε προητοιμασμένην ο Άγιος, έξωθεν δε ταύτης είχεν επιγραφήν, ήτις έγραφε τα εξής· «Σας ορκίζω εις το Άγιον Σώμα και Αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να μην ξεσκεπάση κανείς την θήκην ταύτην, έως ότου τελευτήση ο αδελφός μου Θεμισταγόρας». Την ημέραν δε εκείνην όπου ενεταφιάσθη το πάντιμον λείψανον του Αγίου, ανέβλυσε πηγάς ιαμάτων· διότι πολλοί ασθενείς εθεραπεύθησαν από διαφόρους ασθενείας και από ακάρθατα πνεύματα. Ακόμη δε και εκείνοι, οίτινες κατώκουν εις τα περίχωρα, ακούσαντες τα θαύματα, τα οποία ενεργεί το τίμιον λείψανον του Αγίου δια της θείας Χάριτος, ήρχοντο μετά σπουδής εις την πόλιν άνδρες και γυναίκες και προσπίπτοντες μετά πίστεως εις την λάρνακα του Αγίου εθεραπεύοντο όλοι με την Χάριν του Θεού και του Αγίου. Ακούσαντες δε και οι κάτοικοι της Πάφου, ότι γίνονται ιατρείαι πολλαί δια του Αγίου Αυξιβίου, συναχθέντες τεσσαράκοντα άνδρες, ενοχλούμενοι από ακάθαρτα πνεύματα, ήρχοντο από την Πάφον εις την περιοχήν των Σολίων· και όταν έφθασαν εις απόστασιν δεκαπέντε μιλίων από την πόλιν τους συνήντησεν ο Άγιος Αυξίβιος και αποδιώκων από αυτούς τα ακάθαρτα πνεύματα, τους εθεράπευσεν όλους δια της Χάριτος του Θεού. Ούτοι, ευθύς μόλις εκαθαρίσθησαν από τους ακαθάρτους δαίμονας, ήλθον τρέχοντες εις τους Σόλους και διηγήθησαν όλα τα συμβάντα εις αυτούς εν τη οδώ, κατά την οδοιπορίαν των και όλοι, οι ακούσαντες ταύτα, εδόξασαν τον Θεόν, όστις έδωκε τοιαύτην χάριν εις τον ιδικόν του θεράποντα· εκείνοι δε οίτινες εθεραπεύθησαν, πηγαίνοντες εκεί ένθα ευρίσκετο το άγιον λείψανον, έπεσαν εμπρός εις την θήκην και ευχαριστήσαντες τον Θεόν, όστις εδόξασε τον θεράποντά του, ανεχώρησαν με ειρήνην εις την πατρίδα των την Πάφον. Διά τούτο και οι Πάφιοι εορτάζουν την μνήμην αυτού μετά μεγάλης ευλαβείας μέχρι σήμερον. Ο δε μακάριος Θεμισταγόρας, ιδών τα θαυμάσια, τα οποία εγίνοντο εκεί όπου ήτο το τίμιον λείψανον του Αγίου Αυξιβίου και ότι από της ιεράς αυτού λάρνακος ανέβλυζον αδιαλείπτως, ως από αενάου πηγής, παντοειδείς ιατρείαι, έλεγεν, ότι αυτός δεν ήτο άξιος να ενταφιασθή εις την λάρνακα ομού με τον μακάριον Αυξίβιον· όθεν, εδέσμευσε τους Κληρικούς της Αγίας Εκκλησίας, να μη τολμήση κανείς, μετά την τελευτήν του, να ανοίξη την θήκην του Αγίου, δια να ενταφιάσουν αυτόν, το οποίον και έκαμαν· όθεν έμεινεν εντός αυτής μόνον το ιερόν λείψανον του Αγίου Αυξιβίου. Ήτο δε ο τάφος του Αγίου πηγή ιαμάτων ανελλιπής, εις δόξαν Θεού και εις μνημόσυνον του Αγίου αυτού θεράποντος Αυξιβίου· ου ταις θείαις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς οι αμαρτωλοί της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου