Ρηγίνος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών έζησεν ότε εβασίλευον οι υιοί του θεοστέπτου και πρώτου βασιλέως των Ορθοδόξων Χριστιανών Αγίου Κωνσταντίνου, ο μεν Κωνστάντιος της βασιλίδος των πόλεων Κωνσταντινουπόλεως ή Νέας Ρώμης, ο δε Κώνστας της παλαιάς Ρώμης· η δε βλαστήσασα αυτόν παλαιά πατρίς υπήρχεν η Ελλάς, η ευγενεστάτη και σοφωτέρα χώρα της οικουμένης, εκ πόλεως Λεβαδείας. Οι γεννήτορες αυτού ήσαν ευσεβείς και πιστοί, τον Θεόν φοβούμενοι και πολιτευόμενοι εν οσιότητι και δικαιοσύνη, οι οποίοι, αφού το τέκνον των αυτό, ο Ρηγίνος, ηυξήθη και ήλθεν εις ηλικίαν δεκτικήν γραμμάτων, παρέδωκαν αυτό εις την μάθησιν.
Αγχίνους δε ων ο παις, εις ολίγον καιρόν έμαθε πάσαν επιστήμην και σοφίαν, όχι μόνον την Ελληνικήν, αλλά και την Εκκλησιαστικήν, έχων σύντροφον και συμβοηθόν την καθαράν πολιτείαν, την εγκράτειαν και την άσκησιν· διότι εκ νεαράς ηλικίας και εξ απαλών ονύχων ηγάπησε την ασκητικήν ζωήν και σκληραγωγίαν, την οποίαν ήσκει με νηστείας, αγρυπνίας και χαμαικοιτίας ταλαιπωρών και καταδαμάζων την σάρκα αυτού, ίνα λαμπρύνη την ψυχήν του και ποιήση αυτήν οίκον της Αγίας Τριάδος. Όθεν ο Θεός, βλέπων τον πολύν πόθον και τον έρωτα, τον οποίον είχεν εις αυτόν, τον αντήμειψε με διάφορα χαρίσματα και τον ηξίωσε να ποιή θαύματα δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, το οποίον ενώκησεν εις αυτόν και τον έκαμε περιβόητον και θαυμαστόν εις τας νήσους των Κυκλάδων και εις πάσαν την Ελλάδα· διότι ούτω αντιδοξάζει ο Θεός τους δοξάζοντας Αυτόν δια των θεαρέστων έργων και δια της καθαράς πολιτείας. Αλλ’ επειδή, κατά το Ευαγγελικόν λόγιον, «ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη» (Ματθ. ε: 14), ούτω ουδέ του Αγίου Ρηγίνου η αρετή ηδύνατο να κρυβή, διότι ο λύχνος εζήτει το φως, δια να λάμψη εις όλην την οικουμένην, προς ωφέλειαν όλων των ανθρώπων. Λοιπόν τι γίνεται; Μεταλλάττει τον βίον ο των Σκοπέλων Αρχιερεύς και, ψήφω Θεού και ανθρώπων, λαμβάνει την επισκοπικήν καθέδραν και προστασίαν ο Άγιος Ρηγίνος. Πάνδημος δε χαρά εγένετο επί τη αναβάσει αυτού εις τον θρόνον και συντρέχουσι τα πλήθη των Χριστιανών, άνδρες τε και γυναίκες, νέοι και γέροντες, πλούσιοι και πένητες, δια να αγιασθώσι και ευλογηθώσιν υπό του νέου Αρχιερέως και να ιατρευθώσιν οι υπό νόσων και διαφόρων ασθενειών κατεχόμενοι, δια της ενοικούσης εις τον Άγιον θείας Χάριτος. Και οι μεν φιλόσοφοι ευφημούσαν τον φιλόσοφον Άγιον, τον άξιον της Αρχιερωσύνης, οι δε Ιερείς και ο Κλήρος τον επαινούσαν ως άξιον και ισάγγελον αυτών ποιμένα, άπαν δε το πλήθος του λαού, με επαίνους και ύμνους, προέπεμπον αυτόν εις τον θρόνον του, χαίροντες και αγαλλόμενοι διότι ηξιώθησαν να απολάβουν τοιούτου εναρέτου και σοφού ποιμένος. Οι αμαρτωλοί ηυφράνθησαν διότι εύρον τον προστάτην αυτών και διορθωτήν· οι πτωχοί επαρηγορήθησαν διότι απέκτησαν θησαυρόν τον Άγιον, και όσοι ήσαν εις θλίψεις και στενοχωρίας έλαβον παραμυθίαν, πιστεύοντες ότι η του Αγίου πρόνοια θέλει διασκεδάσει τας θλίψεις αυτών. Επειδή δε τότε, ότε ο Άγιος αρχιεράτευεν, επεκράτει ακόμη η του θεηλάτου Αρείου λυσσώδης αίρεσις, σύγχυσις δε, ταραχή και σάλος μέγας ήτο εις την Αγίαν του Θεού Εκκλησίαν, διωρίσθη πάλιν από τους βασιλείς να συνέλθη και νέα Σύνοδος, διότι είχε πρότερον συγκροτηθή η Αγία Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος, ήτις συνηθροίσθη εις την Νίκαιαν κατά του Αρείου, αύτη δε συνήλθε τώρα εις τα μέρη του Ιλλυρικού, εις την Σαρδικήν (Σαρδική· ρωμαϊκόν φρούριον της αρχαίας Δακίας, εις την θέσιν της σημερινής πρωτευούσης της Βουλγαρίας. Το όνομα Σόφια έλαβε κατά τον ΙΔ΄ -14ον αιώνα εκ του εν αυτή Ναού της Αγίας Σοφίας. Η Σύνοδος περί ης ενταύθα γίνεται λόγος συνεκλήθη υπό των βασιλέων Κωνσταντίου και Κώνσταντος εν έτει 343, εξέδωκε δε αύτη 20 Κανόνας, οίτινες ευρίσκονται εν τω «Πηδαλίω»). Και εκ μέρους μεν των Ορθοδόξων ήσαν πλείονες των τριακοσίων Αρχιερείς, από δε των του Αρείου φρονούντων εβδομήκοντα, μεταξύ δε των Ορθοδόξων διέπρεπε και ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Ρηγίνος· είχον δε οι της του Αρείου αιρέσεως προεστώτες τον δυσσεβή Ευσέβιον, τον Ισχύραν, όστις ήρπασε την ιερωσύνην αυτοθελήτως, τον Γρηγόριον, τον Γεώργιον, ως και τινας σκύμνους λεαίνης, οι οποίοι, τον Υιόν διαιρούντες από της ουσίας του Πατρός, ετερούσιον έλεγον· ομοίως και το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον το θείον Σύμβολον ανεκήρυττεν αναφανδόν ομοούσιον τω Πατρί και Υιώ, αυτοί έλεγον ετερούσιον. Ο δε του Χριστού τω όντι πιστός ποιμήν και ευσεβής λάτρης Ρηγίνος, δια των θείων και Ευαγγελικών ρημάτων και των Γραφικών αποδείξεων και δια της σοφίας των λόγων αυτού, καταβροντήσας αυτούς και κατά κράτος νικήσας, εδίωξε της του Χριστού ποίμνης, οίτινες, μη δυνάμενοι να υποφέρουν την αισχύνην, έφυγον από την Σύνοδον. Ο δε Άγιος Ρηγίνος μετά των άλλων Πατέρων παραμείνας εις την Σύνοδον επεκύρωσαν και εβεβαίωσαν το θείον Σύμβολον της Πίστεως και τον Υιόν του Θεού ομοούσιον τω Πατρί και τω Πνεύματι τρανώς τοις πάσιν ανεκήρυξαν. Τούτων δε ούτω γενομένων, έκαστος των της Συνόδου επανήλθεν εις την ιδίαν Επισκοπήν ως και ο Άγιος Ρηγίνος, όστις νικητής και τροπαιούχος κατέλαβε τον θρόνον αυτού και η παρουσία αυτού εγένετο πρόξενος χαράς και ευφροσύνης εις άπαν το ποίμνιον αυτού και εις πάντας τους μακράν και τους εγγύς και ήτο ειρήνη εις την του Θεού Εκκλησίαν. Αλλ’ επειδή είναι αδύνατον να μη συμβώσι σκάνδαλα, πάλιν η του Χριστού Εκκλησία, φθόνω του αρχεκάκου και μισοκάλου διαβόλου υπό των απίστων ταράττεται, όπως η θάλασσα υπό μεγάλου κλύδωνος, διώκεται σφοδρώς και γίνεται διωγμός μέγας κατά των Χριστιανών, παρά του βασιλέως Ιουλιανού του Παραβάτου, όντος κατά την θρησκείαν ειδωλολάτρου και των δαιμόνων προσκυνητού· έφθασε δε ο διωγμός εις πάσαν πόλιν και χώραν και εις αυτάς τας νήσους των Κυκλάδων, εις τας οποίας παραγενόμενος ο της Ελλάδος ηγεμών μετά βαρείας δυνάμεως, εποίει πολλήν εξέτασιν εις τους εις αυτάς κατοικούντας ευσεβείς Χριστιανούς, και πολλούς μεν εφυλάκιζε, πολλούς δε απανθρώπως εφόνευεν. Ευρών λοιπόν ο ηγεμών τον Άγιον Ρηγίνον αρχηγόν και ποιμένα του Χριστωνύμου λαού, εκράτησεν αυτόν και μη δυνάμενος ούτε με κολακείας, ούτε με φοβερισμούς να τον καταπείση να αρνηθή τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, επεχείρησε με δεινάς και αφορήτους τιμωρίας να τον μεταβάλη, αλλά ματαίως. Διότι ο Άγιος, όπως ο χρυσός εις την κάμινον και ο λίαν πεπυρωμένος σίδηρος, όταν τον κτυπήσωμεν επάνω εις τον άκμονα εκπέμπει σπινθήρας, ούτω και αυτός εξέλαμψεν εις τας βασάνους, ο δε ηγεμών εσκέπτετο, ότι αν καταπείση τον Άγιον να θυσιάση εις τα είδωλα, θέλει ακολουθήσει και όλον το πλήθος των Χριστιανών, δια τούτο δε τον ετυράννει με πολλών ειδών βάσανα. Αφ’ ου όμως είδεν, ότι δεν κατορθώνει τίποτε, αλλά αντιθέτως οι Χριστιανοί, βλέποντες τον ποιμένα των ότι υποφέρει με ανδρείαν τας βασάνους, στερεούνται περισσότερον εις την πίστιν, επρόσταξε να τον αποκεφαλίσωσι και ούτως απέτεμον την Αγίαν αυτού κεφαλήν. Και η μεν Αγία αυτού ψυχή ανήλθεν εις τους ουρανούς και συνευφραίνεται μετά των Αγίων Αγγέλων ως Ισάγγελος, των Ασκητών ως Συνασκητής, των Ιεραρχών ως Συνιεράρχης και των Μαρτύρων ως Συμμάρτυς, παρισταμένη ενώπιον του θρόνου της μεγαλωσύνης του Θεού και πρεσβεύουσα αδιαλείπτως υπέρ πάντων των μετ’ ευλαβείας επιτελούντων την ιεράν αυτού μνήμην, το δε πάντιμον αυτού και πολύαθλον σώμα μετεκομίσθη εις την νήσον Κύπρον, και εκείθεν, προ πέντε ετών από την σήμερον σταλείς παρά της γερουσίας των Σκοπέλων ο Χατζή Κωνσταντίνος, ο ύστερον μετονομασθείς δια του Μοναχικού Σχήματος Καλλίνικος, έφερε μέρη τινά εκ του Άγίου αυτού λειψάνου εις την Σκόπελον, άτινα απετέθησαν εν τω σεβασμίω Μοναστηρίω του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, όπου ευρίσκονται έκτοτε φυλαττόμενα και ευλαβώς τιμώμενα ή μάλλον ειπείν αυτά φυλάττουσιν από παντός κακού την νήσον Σκόπελον. Ούτος είναι με βραχυλογίαν ο Βίος του Αγίου Ρηγίνου, ευλογημένοι Χριστιανοί, αύτη η πολιτεία του θεοφόρου τούτου Πατρός ημών· αυτόν λοιπόν ας μιμηθώμεν, αυτόν ας ακολουθήσωμεν, δια να τον έχωμεν βοηθόν εις τας ανάγκας μας, παρηγορητήν εις τας θλίψεις, ιατρόν εις τας ασθενείας μας. Και, απλώς ειπείν, καθώς όσοι ήσαν εις τον καιρόν εις τον οποίον έζησε και κατοικούσαν εις την νήσον ταύτην, εις την οποίαν, θεία Χάριτι, κατοικούμεν και ημείς σήμερον, τον είχον υπερασπιστήν και υπέρμαχον, ούτω να τον έχομεν και ημείς, και καθώς όταν έζη εβοηθούσε και επεμελείτο ο Άγιος την Επισκοπήν και επαρχίαν ταύτην και ηγάπα τους κατοικούντας εις αυτήν, ως φιλόστοργος Πατήρ τα ίδια τέκνα, ούτω και νυν μετά θάνατον την βοηθεί και την επιμελείται και μας αγαπά ως πνευματικά του τέκνα, διότι ο Άγιος ζη και υπάρχει εις αιώνα τον άπαντα, καθώς ο σοφός Σολομών λέγει· «Δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι» (Σοφ. Σολ. ε:16). Ας ευφρανθώμεν λοιπόν σήμερον εις την Αγίαν του μνήμην, ας εορτάσωμεν, ας πανηγυρίσωμεν, όχι όμως με χορούς και άσεμνα και άπρεπα παιχνίδια και ξεφαντώματα, τα οποία αρμόζουν εις τους απίστους και ασεβείς και με τα οποία ευφραίνομεν και χαροποιούμεν τον διάβολον, αλλά με ύμνους, με δοξολογίας, με ψαλμωδίας και άλλα σεμνά και θεάρεστα έργα, τα οποία αρμόζουσιν εις ημάς τους Ορθοδόξους και ευσεβείς και με τα οποία ευφραίνομεν και χαροποιούμεν τον Άγιον, ο οποίος ίσταται υπεράνω ημών αοράτως. Και δι’ όσους μεν ήλθον και συνηθροίσθησαν ενταύθα δια να πανηγυρίσουν, καθώς οι άπιστοι και ασεβείς, λειπείται, θλίβεται και τους αποστρέφεται. Δια όσους δε ήλθον δια να τον δοξολογήσουν, δια να προσκυνήσουν τον τάφον και τα Άγια αυτού λείψανα και να πανηγυρίσουν σεμνώς και θεαρέστως, χαίρεται, ευφραίνεται και τους ευλογεί, παρακαλών τον Θεόν να τους χαρίση τα αιτήματά των. Και εδώ μεν εις τούτον τον κόσμον να τους αξιώση να διέλθουν ζωήν ειρηνικήν και ευτυχισμένην, εις δε τον άλλον να τους κάμη μετόχους και κοινωνούς των αιωνίων αγαθών της ουρανίου του Βασιλείας, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ Ιησού, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου