Κυράννα η κυριώνυμος και πάγκαλος νύμφη του Χριστού κατήγετο από εν χωρίον της Θεσσαλονίκης καλούμενον Αβυσσώκα. Ήτο δε τέκνον Χριστιανών γονέων, ωραιοτάτη και διήγε ζωήν σεμνήν και σώφρονα. Αλλ’ ο μισόκαλος διάβολος την εφθόνησε δια τας αρετάς της και μη δυνάμενος να την μολύνη με αισχρούς λογισμούς και ατόπους πράξεις κρυφίως, εύρεν όργανον της κακίας του ένα Αγαρηνόν Γενίτσαρον, όστις ήτο εις το χωρίον εισπράκτωρ των αυθεντικών εισοδημάτων.
Ούτος ετρώθη από σατανικόν έρωτα προς την κόρην και ήρχισεν, ο μιαρός, να την κολακεύη με διαφόρους τρόπους, δια να την φέρη εις τον σκοπόν του· αλλ’ η παρθένος δεν τον εδέχετο ουδόλως, εκείνος δε της υπέσχετο να της δώση όσα χρήματα θέλει και να της κάμη πολύτιμα φορέματα, εάν δεχθή, ει δε μη, απειλούσε να την βασανίση σκληρώς και τελευταίον να την θανατώση. Η δε κόρη, έχουσα όλον της τον πόθον εις τον Χριστόν, δεν εφρόντιζεν ουδόλως ούτε δια τα χαρίσματα και τας υποσχέσεις του, ούτε δια τας απειλάς του. Ιδών λοιπόν εκείνος ότι δεν επιτυγχάνει τον σκοπόν του, συμφωνεί με άλλους Γενιτσάρους του ιδίου τάγματος, και αρπάσαντες έξαφνα την κόρην την έφεραν εις τον κριτήν της Θεσσαλονίκης, ψευδομαρτυρούντες, ότι είπε δήθεν εκείνη, ότι θα τον πάρη δι’ άνδρα και θα έλθη εις την πίστιν των. Παρηκολούθουν δε τα γενόμενα και οι γονείς της κόρης, αλλά δειλιάσαντες από τας απειλάς των τυράννων εκρύβησαν. Εκεί λοιπόν οι Τούρκοι έκαμαν πολλά εις την παρθένον, δια να την φέρουν εις τον σκοπόν των, πότε με κολακείας και υποσχέσεις και πότε με απειλάς. Αλλ’ η μακαρία Κυράννα εστάθη απτόητος, μόνον δε ένα λόγον είπε προς αυτούς· «Εγώ είμαι Χριστιανή και Νυμφίον έχω τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, εις τον οποίον προσφέρω ως προίκα την παρθενίαν μου, αυτόν επόθησα και ποθώ εκ νεότητός μου, δια δε την αγάπην του είμαι έτοιμη να χύσω και το αίμα μου, ίνα αξιωθώ να τον απολαύσω· ηκούσατε λοιπόν την απόκρισίν μου. Άλλον λόγον μη προσμένετε να σας ειπώ». Ταύτα ειπούσα εσιώπησε και δεν ηθέλησε πλέον να αποκριθή εις όσα κατόπιν την ηρώτων· αλλά κλίνασα κάτω την κεφαλήν ίστατο με πολλήν σεμνότητα ως να εντρέπετο να βλέπη εις τα πρόσωπα των ανδρών, προσηύχετο δε μόνον νοερώς και παρεκάλει τον Νυμφίον της Χριστόν να την ενδυναμώση έως τέλους. Την ώραν εκείνην εγέμισεν η καρδία της από αγαλλίασιν και χαράν πνευματικήν και φανταζομένη νοερώς τον γλυκύτατον Χριστόν, της εφαίνετο ως να ήτο εντός του Παραδείσου, λησμονούσα δε όλα τα λυπηρά της παρούσης ζωής, επεθύμει να λάβη, το συντομώτερον, τον υπέρ Χριστού θάνατον. Ιδόντες λοιπόν εκείνοι το αμετάθετον της γνώμης και την φαιδρότητα του προσώπου της, κατησχύνθησαν και την έστειλαν εις την φυλακήν, εγκλείσαντες αυτήν εις τα σίδηρα. Ο δε Γενίτσαρος εκείνος, φλεγόμενος ακόμη από τον δαιμονικόν έρωτα, επήγεν εις ένα μεγάλον αγάν της πόλεως, Αλή εφένδην ονομαζόμενον, έχοντα το αξίωμα του μπέη και τον παρεκάλεσε να προστάξη τον δεσμοφύλακα να τον αφήνη να εισέρχεται εις την φυλακήν, όταν θέλη, όπερ και εγένετο. Επήγαινε λοιπόν ο μιαρός καθ’ εκάστην ώραν και της έκαμνε πολλάς τυραννίας, με πείσμα, ή να την φέρη εις το θέλημά του, ή να την θανατώση. Δεν έφθανε δε μόνον αυτός, αλλά έπαιρνε μαζί του και άλλους ομοίους του Γενιτσάρους, δια να την τιμωρούν σκληρώς. Αλλ’ η μακαρία Κυράννα, όταν τους έβλεπεν, έκυπτε κάτω την κεφαλήν, εσκέπαζε το πρόσωπόν της και σταυρώνουσα τας χείρας της, ούτε ποσώς τους εκύτταζεν, ούτε τους απεκρίνετο· εκείνοι δε οι αλιτήριοι πρώτον ήρχιζαν να παρακινούν την Αγίαν με κολακείας και υποσχέσεις, ύστερον δε βλέποντες, ότι ήτο στερεά και ασάλευτος, ήρχιζαν τας παιδείας. Ο εις την εκτύπα με ξύλον, ο άλλος με μάχαιραν, άλλος με λακτίσματα και άλλος με γρόνθους, έως ότου την άφηναν ως νεκράν, αναχωρούντες κατόπιν, δια να έχη καιρόν να αναζή και πάλιν να την παιδεύουν. Και ταύτα μεν έκαμναν εκείνοι την ημέραν· τας δε νύκτας ο δεσμοφύλαξ την εκρέμα από τας μασχάλας, αν και είχε τας χείρας της αλυσοδεμένας, αρπάζων δε ό,τι ξύλον εύρισκε, την έδερνεν άσπλαγχνα, έως ότου εκουράζετο. Τότε την άφηνε κρεμαμένην και εκτεθειμένην εις το ψύχος του χειμώνος. Εις δε Χριστιανός, όστις ήτο θεατής, εφύλαττε τον καιρόν και όταν αντελαμβάνετο ότι επερνούσεν ο θυμός του δεσμοφύλακος, επήγαινε και τον παρεκάλει ζητών την άδειάν του να την καταβιβάση, όταν δε εκείνος του επέτρεπε την κατεβίβαζεν. Η δε Αγία είχε τόσην υπομονήν, ησυχίαν και σιωπήν, ώστε εφαίνετο ότι άλλη πάσχει και όχι εκείνη, όλος δε ο νους και η προσοχή της ευρίσκετο εις τους ουρανούς. Κατά την εποχήν εκείνην ήσαν εις την φυλακήν και άλλοι φυλακισμένοι Χριστιανοί, Εβραίοι και μερικαί Τούρκισσαι, δι’ ατίμους πράξεις, αίτινες ήλεγχον τον δεσμοφύλακα ως άσπλαγχνον και ως μη φοβούμενον τον Θεόν, επειδή τυραννεί κατ’ αυτόν τον τρόπον μίαν γυναίκα, η οποία δεν έσφαλεν. Αλλά και ο Χριστιανός εκείνος δεν έπαυε, πότε με το καλόν, πότε επειδή είχε θάρρος, με μετρίους ελέγχους να του ενθυμίζη την κρίσιν του Θεού και να προσπαθή να τον καταπραϋνη λέγων προς αυτόν, να μη παιδεύη την Αγίαν. Αλλ’ ο σατανάς εσκλήρυνε πολύ την καρδίαν του και όσον οι άλλοι τον παρεκάλουν, τόσον περισσότερον την εβασάνιζεν εκείνος. Οι δε Γενίτσαροι, πηγαίνοντες πολλάκις δια να την τιμωρούν, άφηναν τας τιμωρίας και προσεπάθουν να της δώσουν να φάγη, δια να μη αποθάνη και πότε της έδιδαν σταφίδας πότε φοίνικας· της δε Αγίας μη δεχομένης παντελώς φαγητόν, εκείνοι προσεπάθουν δια της βίας να της ανοίξουν το στόμα, χωρίς να το κατορθώνουν. Αλλά και οι εν τη φυλακή Χριστιανοί πολύ την παρεκάλουν να φάγη ολίγον, η δε Μάρτυς ουδόλως επείθετο να γευθή τι· διότι είχεν εντός της καρδίας της την φλόγα της αγάπης του Κυρίου της και Νυμφίου Χριστού, όστις την έτρεφε και την ενεδυνάμωνε. Την εβδόμην ημέραν επήγαν πάλιν οι Γενίτσαροι και την ετυράννουν σφοδρώς· όθεν, ζήλω κινούμενος ο ρηθείς Χριστιανός, ήρχισε να ελέγχη αυστηρά τον δεσμοφύλακα και να τον απειλή, ότι έχει να τον καταγγείλη εις τον πασάν, πως αφήνει και έρχονται απ’ έξω άνθρωποι και τιμωρούν τους φυλακισμένους, πράγμα το οποίον είναι εναντίον του νόμου των, άλλην δε φοράν τοιούτον τι δεν έγινεν· αλλά και αι Τούρκισσαι εκείναι πολύ τον ύβρισαν, λέγουσαι αυτόν άπιστον και φονέα και ηθέλησαν να φωνάξουν δυνατά. Εις ολίγην ώραν έφθασαν πάλιν οι Γενίτσαροι δια να την τιμωρήσουν, αλλ’ ο δεσμοφύλαξ δεν τους άφησε. Τότε εκείνοι επήγαν ευθύς και παρεπονέθησαν εις τον Αλήμπεην, όστις εκάλεσε το εσπέρας τον δεσμοφύλακα και τον ύβρισε δια την παρακοήν του εις εκείνο όπου τον επρόσταξεν. Εκείνος τότε επέστρεψε πολύ θυμωμένος και αρπάσας την Αγίαν την εκρέμασε, λαβών δε μίαν σχίζαν ξυλίνην πολύ μεγάλην, η οποία έτυχε να είναι εκεί και κρατών αυτήν με τας δύο χείρας του, εκτύπα επάνω εις την Αγίαν, όπου έφθανε, χωρίς ευσπλαγχνίαν, τόσον, ώστε ήρχισαν οι φυλακισμένοι να φωνάζουν· και αι Τούρκισσαι εκείναι ακόμη εφώναζον μεγαλοφώνως. Βλέπων δε την ταραχήν ο κατάρατος, την άφησε κρεμαμένην και επήγεν εις το δωμάτιόν του πολύ ταραγμένος, με μεγάλην σύγχυσιν και είπεν εις εκείνον τον Χριστιανόν να του βράση καφέ δια να πίη. Ενώ δε έβραζε τον καφέ ο Χριστιανός, ήρχισε πάλιν ήμερα να τον ονειδίζη δια την ασπλαγχνίαν την οποίαν έδειξε, τόσον ώστε τον έκαμε και έπεσε πρηνής και έκλαιεν, ή από τον έλεγχον της συνειδήσεώς του, ή από εντροπήν. Καθ’ ον δε καιρόν η Αγία ήτο ακόμη κρεμαμένη, ω του θαύματος! Αίφνης έλαμψε φως μέγα εις την φυλακήν, καταβαίνον άνωθεν, από την σκεπήν, ως αστραπή, το οποίον περικυκλώσαν το σώμα της Μάρτυρος εξεχύθη εις όλην την φυλακήν και εφώτιζεν αυτήν, ως να εισήρχετο εντός αυτής όλος ο ήλιος αν και ήτο Τετάρτη ή Πέμπτη ώρα της νυκτός. Και οι μεν Χριστιανοί εφώναζον «Κύριε, ελέησον», οι δε Εβραίοι έπεσον χαμαί, δια να μη βλέπουν το φως· και αι Τούρκισσαι εφώναζον· «Ωχ! Ωχ! Το κρίμα της πτωχής ρωμαίας μας έφθασε και έπεσεν αστραπή να μας καύση». Τότε ο δεσμοφύλαξ, τρέμων όλος εκ του φόβου του, είπεν εις τον Χριστιανόν να ξεκρεμάση την Αγίαν. Μεταβάς όθεν ο Χριστιανός εύρεν αυτήν τετελειωμένην, το δε φως εχάθη και έμεινε μία άρρητος ευωδία επί ώραν πολλήν. Λαβών λοιπόν ο Χριστιανός εκείνος τα κλειδία από τον δεσμοφύλακα, ήνοιξε τα σίδηρα και λύσας τας χείρας της συνέστειλε με σέβας και ευλάβειαν το άγιον αυτής λείψανον και ανάψας φώτα και θυμιάσας εκάθητο πλησίον, προσμένων με χαράν την ημέραν και δοξάζων τον Θεόν όπου τον ηξίωσε να ιδή τοιαύτα θαυμάσια και να ψηλαφήση και να περιποιηθή μαρτυρικόν λείψανον. Το πρωϊ διεδόθη εις την πόλιν η φήμη της τελειώσεως της Αγίας και η εμφάνισις του αγίου Φωτός. Και οι μεν Αγαρηνοί καταισχυνθέντες εσιώπων και έδωκαν άδειαν εις τους Χριστιανούς να πάρουν το λείψανον και να το κάμουν ως επιθυμούν, οι δε Χριστιανοί ηυφράνθησαν και πολλοί έδραμον εις την φυλακήν, λαβόντες δε το άγιον λείψανον με ευλάβειαν το ενεταφίασαν έξω της πόλεως, εκεί όπου ενεταφιάζοντο και των λοιπών Χριστιανών τα λείψανα· τα δε φορέματα της Αγίας διεμοίρασαν μεταξύ των πολλοί Χριστιανοί δι’ αγιασμόν και σωτηρίαν των.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου