Ησύχιος ο Όσιος Πατήρ ημών, ο περιβόητος του Θεού άνθρωπος, κατήγετο εκ της εν Γαλατία πόλεως Άνδραπα, εις την οποίαν και ανετράφη ευλαβώς εξ αυτής ταύτης της βρεφικής σχεδόν ηλικίας. Τας υλικάς δε μερίμνας μισήσας, εχρημάτισε κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος, διότι επόθει την απόλαυσιν της άνω Σιών. Όθεν αναχωρήσας εκ της πατρίδος του μετέβη εις την έρημον την προς την θάλασσαν της Αρδανίας κειμένην, ως επρόσταξεν αυτόν το Πνεύμα το Άγιον, εν συνεχεία δε μετέβη εις το όρος το ονομαζόμενον του Μαϊωνος.
Βλέποντες τον Άγιον οι επί του όρους εκείνου κατοικούντες δαίμονες μετεχειρίζοντο πάντα τρόπον και μηχανορραφίαν, ίνα τον εκδιώξωσιν εκείθεν, μεταχειρισθέντες ως όργανα Ιωάννην τινά και Ιλαρίωνα και δια μέσου εκείνων ηρώτων τον Άγιον που έχει σκοπόν να κατοικήση. Ειπόντος δε του Αγίου ότι μέλλει να κατοικήση εις το όρος εκείνο, αντέλεγον ούτως οι κακούργοι εκείνοι· «Άνθρωπε, δεν γνωρίζεις τας δυσκολίας του τόπου και ζητείς να κατοικήσης εντός των κόλπων του θανάτου; Διότι ο τόπος ούτος είναι η κατοικία των θηρίων και των κλεπτών και όσοι κατοικήσωσιν εν αυτώ, δεν ζώσιν ουδέ μίαν μόνην ημέραν». Ταύτα ακούσας ο θείος Πατήρ εστάθη συλλογισμένος και περιειργάζετο τα πρόσωπα των ταύτα λεγόντων. Αντελήφθη λοιπόν με την διορατικήν δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, ότι υπό δαιμόνων υποκινούμενοι λέγουν ταύτα οι άνθρωποι εκείνοι. Δια τούτο σημειώσας επ’ αυτών τον τύπον του Τιμίου Σταυρού, εδίωξεν εξ αυτών τους ασωμάτους δαίμονας. Είτα ανήλθεν εις μίαν των κορυφών του όρους εκείνου και κατώκησεν, ακολουθών τον τούτον οδηγούντα Θεόν. Εκεί λοιπόν κατοικήσας ο Όσιος, εκαλλιέργησε την γην καθ’ όσον ηδύνατο και εξ εκείνης ωκονόμει τα εις αυτόν αναγκαία. Ελθόντα δε πτηνά, τα οποία έτρωγον τα γεννήματά του, κατά την βλάστησιν, έλαβον μετ’ ολίγον καιρόν την τιμωρίαν· διότι άμα έτρωγον τους βλαστούς, έπιπτον νεκρά εις την γην. Επειδή δε πάλιν ήλθον άλλα και έβλαπτον τους καρπούς, ο Όσιος, υψώσας τους οφθαλμούς εις τους ουρανούς, επετίμησεν αυτά, λέγων· «Φύγετε από τους Μοναχούς και μη βλάπτετε τους κόπους αυτών». Τότε τα πτηνά ταύτα, ως να ήσαν λογικά, ήκουσαν την φωνήν του Οσίου και ανεχώρησαν και πλέον δεν εφάνησαν εις τον τόπον εκείνον. Ύστερον ο Όσιος κατέβη εις το κατώτερον μέρος του όρους και εκεί ευρών ύδωρ έκτισεν Εκκλησίαν εις το όνομα του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου, εν αυτή δε ησύχαζε, προσευχόμενος τω Κυρίω. Καιρόν δε τινά, επειδή έφεραν Χριστιανοί τινές εις τον Όσιον την θυγατέρα των ενοχλουμένην υπό δαιμονίου και παρεκάλουν αυτόν να την ιατρεύση, ο Άγιος άνευ χρονοτριβής ιάτρευσεν αυτήν τη συνεργία του Πρωτοκλήτου Αποστόλου Ανδρέου και απέδωκε την κόρην εις τους γονείς της υγιαίνουσαν· αποδίδων δε αυτήν, είπε και τους προφητικούς τούτους λόγους εις τους γονείς και την θυγατέρα των· «Ταύτα μοι προλέγει το Πνεύμα το Άγιον, ότι μετά την αποβίωσίν μου θέλει κατασταθή ο τόπος ούτος σεμνών γυναικών και παρθένων Ασκητήριον και με τας απαύστους εκείνων προσευχάς θα διωχθή εντεύθεν όλη η των δαιμόνων παράταξις». Επραγματοποιήθησαν δε οι λόγοι ούτοι του Αγίου μετ’ ολίγον χρόνον. Άλλοτε, εξερχόμενος ο Όσιος εκ του κελλίου του, ως εκ θείας Προνοίας, βλέπει χωρικόν τινα, ο οποίος ωδήγει βόας σύροντας άμαξαν φορτωμένην· συνέβη δε να περιπλεχθή εις των βοών και να πέση πρηνής κατά γης, ο δε βοηλάτης έτρεξεν όπως τον ανεγείρη. Εις μάτην όμως εκοπίαζεν, επειδή ο βους μετεβλήθη σχεδόν εις λίθον αναίσθητον και δεν ηδύνατο να κινηθή εκ της θέσεώς του. Όθεν απορών ούτος περί του πρακτέου, εκάθητο θρηνών και βρέχων τον εαυτόν του με δάκρυα. Βλέπων δε αυτόν ο συμπαθής Ησύχιος, τον ελυπήθη δια την συμφοράν του και πλησιάσας τον πεπτωκότα βουν και τρίψας δια της χειρός του τον λαιμόν του είπεν εις αυτόν· «Εγέρθητι, ω οκνηρόν, και βάδισε τον υπόλοιπον δρόμον, μήπως ο εχθρός σε σφάξη με την μάχαιραν». Ταύτα ειπών ο Όσιος και σημειώσας επί του βοός το σημείον του Τιμίου Σταυρού ηγέρθη το ζώον και έσυρεν ελευθέρως την άμαξαν. Τούτο το θαύμα βλέπων ο βοηλάτης εξεπλάγη και πεσών εις την γην ηυχαρίστει τον Άγιον, διότι και αυτόν εσυμπόνεσε και το ζώον του ανέστησε και εις την οδόν τον ευώδωσεν. Ο μακάριος ούτος Ησύχιος, επειδή ανέπτυσσε περισσοτέραν αρετήν και εσπούδαζε να υποτάξη το χείρον εις το κρείττον, ήτοι το σώμα εις την ψυχήν, ηξιώθη να συνομιλή και με τους Αγίους Αγγέλους. Ούτω Άγγελος Κυρίου, ελθών προς αυτόν, του είπεν ότι μετά τριάκοντα ημέρας θέλει απέλθει προς Κύριον. Ευφρανθείς τότε ο Όσιος δια το χαροποιόν τούτο μήνυμα, προσεκάλεσε τους μετ’ αυτού όντας αδελφούς και είπε προς αυτούς τους εξοδίους και τελευταίους λόγους, προλαβών τον φόβον της μελλούσης κολάσεως, δια του οποίου κατετρόμαξεν άπαντας. Κατά δε το μεσονύκτιον, ενώ εισέτι ενουθέτει τους αδελφούς, έλαμψεν επ’ αυτού φως ουράνιον και ειπών· «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου», απεδήμησεν, ο αοίδιμος, εις τας αιωνίους μονάς. Τότε οι παρατυχόντες αδελφοί, κηδεύσαντες ευλαβώς το και Αγγέλοις σεβάσμιον σώμα του, έθηκαν αυτό εντός πετρίνης θήκης, παρά τη βασιλική πύλη της Εκκλησίας· όταν δε εβασίλευσεν ο Κωνσταντίνος και η μήτηρ του Ειρήνη, εν έτει ψπα΄ (781), τότε ο της Αμασείας Επίσκοπος Θεοφύλακτος ανεκόμισε το ιερόν Λείψανον του Αγίου και μετέθηκεν αυτό εις την Αμάσειαν, αποθέσας τούτο εις το δεξιόν μέρος του Αγίου Βήματος, ένθα ευρίσκεται και μέχρι της σήμερον, παρά πάντων τιμώμενον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου