Φήλιξ, Ιανουάριος, Φουρτουνάτος και Σεπτεμίνος οι Άγιοι του Χριστού Μάρτυρες έζων εις την πόλιν Τουβιουκάν της Λυκαονίας κατά τον καιρόν των αντιχρίστων βασιλέων Διοκλητιανού 384 – 305 και Μαξιμιανού 286 – 305. Ήσαν δε ο μεν Φήλιξ Επίσκοπος, ο δε Ιανουάριος Πρεσβύτερος. Κατά δε το όγδοον έτος της βασιλείας του ζεύγους εκείνου του διαβόλου, ήτοι εν έτει 294, εξεδόθη διάταγμα αυτών δια του οποίου επροστάσσετο να καίωνται εις πάσαν πόλιν και χώραν όλα τα βιβλία των Χριστιανών.
Τότε λοιπόν απεστάλη εις την πόλιν του Τουβιουκάν παμμίαρος τις ηγεμών, Μαγνιανός ονόματι, ο οποίος, αφού επρόσταξε και ωδήγησαν προ αυτού τον Επίσκοπον Φήλικα, τον Πρεσβύτερον Ιανουάριον, και τους Φουρτουνάτον και Σεπτεμίνον, ανέγνωσεν εις αυτούς το πρόσταγμα των βασιλέων και εζήτει παρ’ αυτών να του παραδώσουν όσα βιβλία έχουν. Τότε ο αγιώτατος Φήλιξ απεκρίθη προς αυτόν· «Είναι γεγραμμένον εις τας Γραφάς μας, ω ηγεμών, «Μη δότε τα άγια τοις κυσί, μηδέ ρίψητε τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρων» (Ματθ. ζ:6). Όθεν, ματαίως κοπιάζεις ζητών παρ’ ημών τα ιερά βιβλία μας, έστω και αν έχης βασιλικά προστάγματα». Ο άρχων τότε είπε· «Άφες τας μωρολογίας ταύτας και πράξον κατά το θέλημα των βασιλέων· διότι άλλως θα σε στείλω δεδεμένον εις τον ανθύπατον». Απεκρίθη ο Άγιος· «Όπως παρουσιάζομαι τώρα ενώπιον σου, τοιούτος θέλω φανή ενώπιον και αυτού του βασιλέως σου, ήτοι εις την γνώμην ταύτην θέλω μείνει ασάλευτος». Τότε ο ηγεμών έκλεισε τον Άγιον εις την φυλακήν και αφήκεν αυτόν ανεπιμέλητον επί τρεις ημέρας. Μετά ταύτα τον απεφυλάκισε και κρίνας αυτόν εκ δευτέρου τον εύρε και πάλιν αμετάθετον. Όθεν κατά προσταγήν του τον έδεσαν ομού με τους άλλους τρεις Αγίους Μάρτυρας, τον Ιανουάριον, τον Φουρτουνάτον και τον Σεπτεμίνον και έστειλεν αυτούς δεσμίους εις τον ανθύπατον. Εξετάσας λοιπόν ο ανθύπατος τους Μάρτυρας και φυλακίσας αυτούς, μετά παρέλευσιν ένδεκα ημερών τους εξήγαγεν εκ της φυλακής και δέσας αυτούς τους έστειλεν εις τον έπαρχον των Πραιτωρίων, όστις, όταν τους είδε, τους ηπείλησε με φοβεράς απειλάς, όμως αντιληφθείς ότι ήσαν κραταιοί και αμετάβλητοι εις την Πίστιν των, έρριψεν αυτούς εις δεινοτάτην φυλακήν, εις την οποίαν επρόσταξε να φυλάττωνται με μεγάλην ασφάλειαν και επιτήρησιν. Αφ’ ου δε παρήλθον δεκατέσσαρες ημέραι απεφυλάκισε τους Αγίους και τους έκρινε δια δευτέραν φοράν. Μετά δε ταύτα εισήγαγεν αυτούς εντός πλοιαρίου ομού με ίππους και έδεσεν άπαντας τους Αγίους εκ των ποδών των αλόγων ζώων. Εκυλίοντο λοιπόν οι σεβασμιώτατοι ούτοι άνδρες εις τους πόδας των ίππων τέσσαρας ημέρας, χωρίς να φάγωσιν ή να πίωσιν, ευχαριστούντες τον Θεόν, φθάσαντες δε εις λιμένα πόλεως τινός, εγένοντο δεκτοί κρυφίως υπό των εκεί Χριστιανών. Εκείθεν δε μετέβησαν εις πόλιν καλουμένην Αίλουροι. Τότε ο ασεβής έπαρχος, ευσπλαγχνισθείς, έλυσε τα δεσμά των Αγίων και με πραείαν φωνήν τους παρεκίνει να δώσωσι τα βιβλία και να θυσιάσωσιν εις τα είδωλα· αλλ’ οι Άγιοι ανθίσταντο εις αυτόν λέγοντες, ότι ούτε βιβλία δίδουσιν, ούτε εις τα είδωλα θυσιάζουσιν. Όθεν προσέταξε να αποκεφαλίσωσιν αυτούς, οι δε Άγιοι προσευχηθέντες απεκεφαλίσθησαν και ανήλθον στεφανηφόροι εις τα ουράνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου