Αγαπητός Α΄ ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, ο της Ρώμης Επίσκοπος, ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού Α΄ του μεγάλου, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη φκζ΄ - φξε΄ (527 – 565). Ούτος ανατραφείς μετά πάσης αρετής και ασκήσεως, ανεβιβάσθη εις το της Αρχιερωσύνης αξίωμα και έγινε Πάπας της Ρώμης. Έπειτα ηθέλησε να μεταβή εις Κωνσταντινούπολιν, ίνα συναντήση τον βασιλέα Ιουστινιανόν. Καθ’ οδόν δε ευρισκόμενος ο Άγιος έδωκεν απόδειξιν της αρετής του και της προς τον Θεόν παρρησίας αυτού. Διότι εν ω ήρχετο εις την Ελλάδα, εύρεν άνθρωπον πάσχοντα εκ δύο ανιάτων παθών· ούτε δηλαδή να ομιλήση ηδύνατο, ούτε να περιπατήση, αλλά από της γεννήσεώς του ήτο άλαλος και μόλις και μετά βίας εσύρετο κατά γης ως ερπετόν.
Τούτον ιδών ο Άγιος και λαβών αυτόν εκ της χειρός τον ήγειρεν άρτιον και υγιά κατά τους πόδας, θέσας δε και εις το στόμα αυτού μερίδα του Δεσποτικού Σώματος του Κυρίου, κατέστησεν αυτόν εύλαλον. Αλλά και όταν έφθασεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο Άγιος εποίησεν έτερον θαύμα· διότι διερχόμενος την πύλην της πόλεως, την ονομαζομένην Χρυσήν, εύρεν εκεί τυφλόν και θέσας την χείρα του εις τους οφθαλμούς του, εχάρισεν εις αυτόν την οπτικήν δύναμιν και ενέργειαν· διο, αξίως, δια τας αρετάς του ταύτας και τα χαρίσματα εγένετο δεκτός μετά μεγάλων τιμών υπό τε των αρχόντων και του βασιλέως και υφ’ όλου του λαού. Εν Κωνσταντινουπόλει δε ευρισκόμενος ο Άγιος εξωστράκισε τον από Τραπεζούντος Επίσκοπον Άνθιμον, όστις κακώς επεκάθησεν επί του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, διότι εφρόνει, ο κακόδοξος, την των Ευτυχούς και Σεβήρου των Μονοφυσιτών αίρεσιν και παρέδωκε τούτον εις το ανάθεμα. Αντί δε του Ανθίμου υπεστήριξε την εκλογήν ως Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Αγιωτάτου Μηνά, όστις μέχρι τότε ήτο Πρεσβύτερος. Έλαβε δε μέρος και εις την χειροτονίαν αυτού. Ολίγον όμως μετά ταύτα εξεδήμησε προς Κύριον. Η δε Σύναξις αυτού τελείται εν τω Ναώ των Αγίων μεγάλων Αποστόλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου