Ιωάσαφ ο Όσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών ούτος εγεννήθη περί τα μέσα του ΙΔ΄ (14ου) αιώνος. Πατήρ του ήτο ο σερβικής καταγωγής αλλ’ εξ Ελληνίδος μητρός γεννηθείς ευλαβέστατος και χριστιανικώτατος δεσπότης της Ηπείρου και Θεσσαλίας Συμεών Ούρεσης, σερβιστί Ουρώς, και μήτηρ του η Θωμαϊς, θυγάτηρ του δεσπότου της Ηπείρου Ιωάννου Β΄ του Παλαιολόγου, έλαβε δε ο Όσιος κατά το Άγιον Βάπτισμα το όνομα Ιωάννης. Εκ παιδικής ηλικίας ο χαριτώνυμος ούτος Ιωάννης απεστράφη τον κόσμον και τα τερπνά του κόσμου τούτου, έχων διαρκώς τον νουν του εστραμμένων προς τον Θεόν και ουδέν άλλο φανταζόμενος ειμή τα αιώνια εκείνα αγαθά, τα οποία από καταβολής κόσμου ητοίμασεν ο Θεός δια τους αγαπώντας Αυτόν.
Ήτο τακτικώτατος εις την παρακολούθησιν των ιερών Ακολουθιών της Εκκλησίας και συχνάκις επεσκέπτετο Ιεράς Μονάς και Κοινόβια, ουδέν άλλο ποθών ειμή να συναναστρέφεται ονομαστούς Πατέρας της Μοναχικής ζωής και να αθροίζη ως ακούραστος μέλισσα παρ’ ενός εκάστου εξ αυτών το μέλι των πνευματικών αρετών. Κατά το έτος ατοα΄ (1371) ο πατήρ του Συμεών Ούρεσης απέθανε, διάδοχος δε αυτού ήτο ο Ιωάννης ούτος, όστις κατά την εποχήν εκείνην διέτριβεν εις το Άγιον Όρος. Πληροφορηθείς τότε ο καλός Ιωάννης τον θάνατον του πατρός του ήλθεν εις Τρίκκαλα, την πρωτεύουσαν του κράτους του, δια να αναλάβη τον θρόνον. Εις την πραγματικότητα όμως ουδέν άλλο εσκέπτετο, παρά πως θα ήτο δυνατόν να απαλλαγή της βασιλικής πορφύρας και των φροντίδων του παρόντος βίου, δια να αφοσιωθή εξ ολοκλήρου εις τον Θεόν και την λατρείαν Αυτού κατά τον πόθον της ψυχής του. Περιοδεύσας λοιπόν ο μακάριος την Θεσσαλίαν και τα άλλα μέρη της επικρατείας του ήλθε και εις τα Μετέωρα, όπου εγνωρίσθη με τον Όσιον Αθανάσιον τον Μετεωρίτην, τον πρώτον Κτίτορα του Μετεώρου. Οι δύο ούτοι άνδρες συνεδέθησαν τότε με ισχυράν αμοιβαίαν φιλίαν και εκτίμησιν, με αποτέλεσμα να προτιμήση ο Ιωάννης αντί της βασιλικής πορφύρας το τρίχινον και πτωχικόν ράσον του Μοναχού. Παραχωρήσας λοιπόν τον θρόνον εις τον συγγενή του Αλέξιον Άγγελον Φιλανθρωπηνόν ήλθεν εις το Μετέωρον και υποταχθείς εις τον Όσιον Αθανάσιον ενεδύθη το μέγα και Αγγελικόν Σχήμα καρείς Μοναχός και λαβών το όνομα Ιωάσαφ. Η προς τον Πνευματικόν του Πατέρα Όσιον Αθανάσιον αγάπη και εκτίμησίς του τον ωδήγησεν εις το να εκλέξη ως τόπον της ασκήσεώς του την Ιεράν αυτήν Μονήν του Σωτήρος και της Παναγίας, την επί του Πλατυλίθου, του κατ’ εξοχήν Μετέωρον καλουμένου, εις την οποίαν μέχρι σήμερον τιμάται ως Πατήρ και Κτίτωρ αυτής και δια τας εξαιρετικάς υπηρεσίας, τας οποίας προσέφερεν εις την Μονήν και δια την αρετήν αυτού. Διάφοροι επιγραφαί διατηρούμεναι μέχρι σήμερον εις την Μονήν μαρτυρούσι τας δωρεάς και τας δαπάνας του Οσίου Ιωάσαφ δια την ανακαίνισιν και επέκτασιν των υπαρχόντων τότε Ιερών Ναών και Μονών και δια την ανοικοδόμησιν νέων τοιούτων. Δια να επαρκέση μάλιστα εις τας δαπάνας ταύτας ο μακάριος Ιωάσαφ εζήτησε και την συνδρομήν της αδελφής του Αγγελίνας Δούκαινας Παλαιολογίνας, χήρας του Δεσπότου της Ηπείρου Θωμά Παλαιολόγου, η οποία προθύμως τον συνέτρεξεν εις τούτο. Με έξοδα ιδικά του και της αδελφής του, όπως μαρτυρούν αι σωζόμεναι επιγραφαί, ωκοδόμησε τον Ναόν του Σωτήρος, έκτισεν αρκετά κελλία δια να κατοικούν εις αυτά οι Μοναχοί και κατεσκεύασε δεξαμενάς δια την αποθήκευσιν του ύδατος, ανήγειρε δε ακόμη και νοσοκομείον, δια την περίθαλψιν των ασθενών. Λόγω όμως των κατά την εποχήν εκείνην συχνών επιδρομών των Τούρκων εις τας ελληνικάς χώρας ο Όσιος Ιωάσαφ ηναγκάσθη κατά το έτος 1394 να εγκαταλείψη το αγαπημένον του Μετέωρον και να καταφύγη μαζί με άλλους συνασκητάς εις το Άγιον Όρος, οπόθεν όμως, ευθύς ως αποκατεστάθη σχετική ηρεμία, επανήλθεν εις τον προσφιλή του βράχον, κατά το έτος αυα΄ (1401), ίνα από του ύψους εκείνου του Μετεώρου, ως άλλος αετός υπόπτερος, αισθητώς και νοητώς των επιγείων αιρόμενος αναπέμπει αδιαλείπτως τας προς τον Κύριον δεήσεις του. Ο Όσιος Ιωάσαφ, όστις εις τα διασωθέντα χρυσόβουλλα υπογράφεται «Ιωάννης Ούρεσις Παλαιολόγος, ο δια του θείου και Αγγελικού Σχήματος ονομασθείς Ιωάσαφ», υπήρξε πνεύμα λεπτόν και ανώτερον, αφωσιωμένος ολοψύχως εις το ιδεώδες του Μοναχικού βίου. Η υπακοή του προς τον Πνευματικόν του Πατέρα και την αδελφότητα ήτο παροιμιώδης και η ταπεινοφροσύνη του θαυμαστή, η δε ολόψυχος συμμετοχή του εις τον αυστηρόν κοινοβιακόν βίον της όλης Μοναχικής αδελφότητος του Μετεώρου κατέστησαν αυτόν «σεβαστόν και ποθητόν τοις πάσι». Δια τούτο και ο Πνευματικός του Πατήρ και Ηγούμενος του Μετεώρου Όσιος Αθανάσιος, «τελειώνωντας τον βίον του εν ειρήνη, εγχειρίζει και δίδει με κοινήν γνώμην και βουλήν πάντων των Πατέρων όλην την εξουσίαν και αρχήν εις Ιωάσαφ τον βασιλέα». Μετά την επιστροφήν του κατά το αυα΄ (1401) εις το Μετέωρον εξ Αγίου Όρους, ο μακάριος Ιωάσαφ δεν απεμακρύνθη πλέον από το αγαπημένον του Μοναστήριον. Παρέμεινεν εις αυτό, επιδιδόμενος εις διαρκή προσευχήν και σκληρούς ασκητικούς αγώνας μέχρι τέλους της ζωής του, ότε ο Κύριος εκάλεσεν αυτόν κατά το έτος αυκγ΄ (1423) εις την απόλαυσιν των αιωνίων αγαθών, τα οποία εκ παιδικής ηλικίας επόθησεν. Η Εκκλησία εις αναγνώρισιν των υπηρεσιών του και των πολλών αυτού αρετών κατέταξε τούτον μεταξύ των Αγίων. Η τιμία αυτού Κάρα αποθησαυρίζεται εις το Μετέωρον, καθώς και άλλα αντικείμενα του Οσίου, εις δε το τμήμα Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης εναπόκειται το εγκόλπιον αυτού Ευαγγέλιον. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου