Δονάτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ήτο Επίσκοπος πόλεως τινός Ευροίας καλουμένης, ήτις κείται κατά την παλαιάν Ήπειρον, την άχουσαν Μητρόπολιν τα Ιωάννινα, ζήσας κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του Μεγάλου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 379 – 395. Έχει δε η πόλις αύτη κώμην ονομαζομένην Σωρείαν, όπου ευρίσκετο πηγή τις ύδατος, εκ του οποίου όσοι ήθελον πίει, απέθνησκον με πικρόν θάνατον. Τούτο μαθών ο αγιώτατος ούτος Δονάτος μετέβη εις την πηγήν μετά των Ιερέων και Κληρικών του, ως δε έφθασεν εκεί, βροντή μεγάλη ηκούσθη, μετά δε ταύτην εξήλθεν εκ της πηγής θανατηφόρος δράκων, όστις, πλησιάσας τον Άγιον, προσεπάθει να περιπλέξη δια της ουράς του τους πόδας του όνου, επί του οποίου εκάθητο ο μακάριος. Στραφείς δε ο Άγιος και ιδών τον δράκοντα, έλαβε το σχοινίον με το οποίον εκτύπα τον όνον και εγγίσας τούτο επί της ράχεως του δράκοντος, με τούτο και μόνον επροξένησεν εις αυτόν θανατηφόρον τραύμα, και παρευθύς, ω της του Θεού μεγαλειότητος και αφάτου φιλανθρωπίας! Πεσών εκ τούτου έμεινεν άπνους.
Διότι ο Πανάγαθος Κύριος συνεργεί τοις ευαρεστούσιν Αυτώ Αγίοις ίνα πράττωσι τοιαύτα θαυμαστά και παράδοξα έργα! Τότε λοιπόν συλλέξαντες ξύλα οι του θαύματος τούτου Χριστιανοί θεαταί, ήναψαν πυράν και κατέκαυσαν το θηρίον. Ουδείς όμως ετόλμα υπό του φόβου να πίη ύδωρ εκ της πηγής εκείνης. Τότε ο Άγιος προσευχηθείς ηυλόγησε την πηγήν και πρώτος έπιεν εκ του ύδατος, ειπών και εις τους άλλους να πίωσιν αφόβως. Αφού δε έπιον και ενεπλήσθησαν επανήλθον εις τα ίδια αβλαβείς. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς Θεοδόσιος ο Μέγας εκάλεσεν όλους τους εις τα μέρη εκείνα ευρισκομένους Επισκόπους, αφού δε συνήχθησαν, ηρώτα να μάθη ποίος εξ αυτών ήτο ο Επίσκοπος Δονάτος, ο δια του σχοινίου θανατώσας τον δράκοντα και δια προσευχής του αναβλύσας ύδωρ από της γης και εκ του ουρανού βροχήν καταβιβάσας. Οι δε Επίσκοποι έδειξαν τον Άγιον λέγοντες· «Ούτος είναι, ω βασιλεύ». Τότε ο βασιλεύς εχαιρέτησεν αυτόν και τον ωδήγησεν εις την βασίλισσαν. Όταν δε έφθασαν εκεί, εγονυπέτησαν αμφότεροι και ήψαντο των ποδών του Αγίου, παρακαλούντες αυτόν και λέγοντες· «Δούλε του Θεού, παρακινήθητι και ποίησον εις ημάς έλεος, επειδή έχομεν θυγατέρα μονογενή, ήτις ενοχλείται υπό δαιμονίου, γεγονός δια το οποίον μεγάλως λυπούμεθα και κατά την ψυχήν συντριβόμεθα. Εάν δε θεραπεύσης αυτήν, λάβε το ήμισυ της προικός της». Ο Άγιος απεκρίθη· «Ας παρουσιασθή η κόρη ίνα την ίδω». Εισήγαγον λοιπόν οι βασιλείς τον Άγιον εις τον κοιτώνα της θυγατρός των και τότε επιτιμήσας ο μακάριος τον δαίμονα εξεδίωξεν τούτον πάραυτα απ’ αυτής. Το θαύμα τούτο ιδών ο βασιλεύς ητοίμαζε χαίρων, ίνα δώση εις αυτόν όσα τω υπεσχέθη. Αλλ’ ο Άγιος δεν εδέχθη. Βλέπων όμως την αγαθήν γνώμην αυτών, εζήτησε να του δοθή τόπος τις πλησίον της επαρχίας του, όστις ήτο κατάλληλος δια να κτισθή επ’ αυτού Εκκλησία. Εκαλείτο δε ο τόπος εκείνος Ομφάλιος. Ο βασιλεύς λοιπόν εδώρησεν εις τον Άγιον τον τόπον με έγγραφον προσταγήν. Ούτος ο Άγιος Δονάτος ανέστησε και νεκρόν, του οποίου η ταφή ημποδίζετο υπό τινος δανειστού, επειδή δεν είχεν πληρώσει τα δανεικά χρήματα τα οποία του ώφειλεν. Αφού δε ο νεκρός συνωμίλησε μετά του δανειστού δια το χρέος και αφ’ ου εσχίσθη η χρεωστική ομολογία, τότε πάλιν τον προσέταξεν ο Άγιος να κοιμηθή, μέχρις ότου έλθη η κοινή Ανάστασις όλων των νεκρών. Όταν δε ο Άγιος ευρίσκετο ακόμη εις Κωνσταντινούπολιν συνέβη ανομβρία και ο ουρανός εφαίνετο καθαρός και ανέφελος. Διο ο βασιλεύς παρεκάλεσε τον Άγιον, λέγων· «Τίμιε Πάτερ, η πόλις όλη πολύ με ενοχλεί φωνάζουσα και βεβαιούσα, ότι έλαβες χάριν και δύναμιν παρά Θεού να καταβιβάζης βροχήν εκ του ουρανού· πλήρωσον λοιπόν, σε παρακαλώ, και ταύτην την αίτησίν μου». Εξελθών τότε ο Άγιος της πόλεως προσηυχήθη. Τόση δε βροχή ηκολούθησεν έσω και έξω της πόλεως, ως και εις τα πέριξ χωρία, ώστε σχεδόν ειπείν δεν διέφερε της βροχής του κατακλυσμού. Ενόμιζε δε ο βασιλεύς, ότι ο Άγιος, έξω ευρισκόμενος, ήτο επόμενον να βραχή ένεκα της ραγδαίας βροχής και μάλιστα διότι είχεν εν και μόνον ένδυμα. Αλλ’ εισελθών μετ’ ολίγον εις την πόλιν και ελθών εις τα βασίλεια, ω του θαύματος! εφάνη, ο θαυμάσιος, χωρίς να έχη επ’ αυτού ουδ’ ελαχίστην σταγόνα ύδατος· διο παρά πάντων εθαυμάζετο δια τα τοιαύτα θαθμάσια. Ο βασιλεύς λοιπόν έχαιρε και ηυφραίνετο ακούων τους λόγους του Αγίου. Κατόπιν εδώρησεν εις αυτόν αρκετόν χρυσόν, ίνα οικοδομήση την Εκκλησίαν, καθώς και άλλα τινά κειμήλια προς καλλωπισμόν του οικοδομηθησομένου Ναού και τον απέστειλεν εις τα ίδια. Πορευθείς δε ο Άγιος εις την επαρχίαν του και κτίσας τον Ναόν ητοίμασεν εν αυτώ και τον τάφον του, ελθών δε εις γήρας βαθύ, εκοιμήθη ο αοίδιμος και απήλθε προς Κύριον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου