Έσπερος, Ζωή, Κυριακός και Θεόδουλος οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους Αδριανού του βασιλέως εν έτει ρκε΄ (125), καίτοι δε ήσαν σωματικώς δούλοι Κατάλλου τινός και Τετραδίας της γυναικός του, οι οποίοι μετωκισμένοι όντες εκ της Ρώμης, ηγόρασαν αυτούς εκ της Παμφυλίας, ψυχικώς όμως ήσαν ελεύθεροι. Δια τούτο δεν υπέφερον να είναι δούλοι πολύν καιρόν εις αυθέντας ασεβείς και ειδωλολάτρας, προσκυνούντας αντί του Ποιητού και των πάντων Δημιουργού είδωλα άψυχα. Όθεν μίαν φοράν ο Κυριακός και ο Θεόδουλος, οι δύο υιοί των Αγίων Εσπέρου και Ζωής, συνεβούλευσαν τους γονείς των, ότι δεν πρέπει να συγκατοικώσι πλέον μετά των ασεβών, αλλά να φύγωσιν απ’ αυτών ίνα μη, μετ’ αυτών μένοντες, συναπολεσθώσιν.
Η δε μήτηρ αυτών είπε· «Τι να κάμωμεν, ω τέκνα, αφού είναι αυθένται μας»; Αλλ’ οι υιοί απεκρίθησαν· «Ημείς, ω γονείς, ηλευθερώθημεν με το Αίμα του Ιησού Χριστού και δεν είμεθα δούλοι ανθρώπου». Τότε και η μήτηρ συνεφώνησε με τους λόγους των τέκνων της. Όθεν αμοιβαίως ενθαρρυνθέντες, παρουσιάσθησαν εις τον αυθέντην των Κάταλλον και ωμολόγησαν, ότι ο μεν Κύριος Ιησούς Χριστός είναι ο κυρίαρχος των ψυχών των, ο δε Κάταλλος, κατά τύχην, έχει μόνην την εξουσίαν των σωμάτων, προτιμοτέρα δε είναι η εξουσία των ψυχών των, την οποίαν έχει ο Δεσπότης Χριστός ή εκείνη των σωμάτων των, την οποίαν έχει αυτός, επειδή, ως είπον οι θείοι Απόστολοι· «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξ. ε:29). Τότε ο Κάταλλος, ακούσας ταύτα, εξεπλάγη. Εστάλησαν λοιπόν οι υιοί μετά της μητρός προς τον πατέρα των Έσπερον, ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Τριτώνιον, κατόπιν δε, όταν εώρταζεν ο Κάταλλος ούτος τα γενέθλια υιού του νεογεννηθέντος, απεφάσισε να αποστείλη εις αυτούς οίνον και κρέατα, εξ εκείνων τα οποία είχεν ετοιμάσει δια τα ανόσια γενέθλια του υιού αυτού, με σκοπόν να δοκιμάση εάν θα φάφωσιν από τα ειδωλόθυτα. Οι δε μακάριοι παίδες Κυριακός και Θεόδουλος, συμβουλευθέντες μετά της μητρός των, αντί να φάγωσιν αυτά, τα έρριψαν εις τους κύνας. Τούτο μαθών ο Κάταλλος πρώτον προσέταξε να κρεμασθώσι τα παιδία και να ξεσχίζωνται δια σιδηρών ονύχων. Οι δε γονείς αυτών ενεθάρρυνον τα τέκνα των να μη ολιγοψυχήσωσιν, αλλά να υπομένωσιν ανδρείως μέχρι τέλους, αποβλέποντες εις τους στεφάνους του Μαρτυρίου. Έπειτα ο αυτός Κάταλλος προσέταξε να καταβιβάσωσι ταύτα και να τα δείρωσι δυνατά μετά της μητρός των, μετά δε τούτο να καή κλίβανος και εντός τούτου να τεθώσι τα τέκνα ομού με τους γονείς των. Όθεν, τούτου γενομένου, παρέδωκαν οι Άγιοι τας ψυχάς των εις τον Κύριον και ούτως έλαβον, οι μακάριοι, τους αφθάρτους στεφάνους του Μαρτυρίου. Την πρωϊαν της επομένης ηκούοντο ωσάν να εξήρχοντο φωναί ψαλμωδίας εκ του κλιβάνου και ανοίξαντες αυτόν δεν εύρον άλλον τινά ει μη μόνους τους Αγίους, των οποίων τα σώματα ήσαν σώα και αβλαβή εκ του πυρός, εστραμμένοι δε προς Ανατολάς εφαίνοντο ως να εκοιμώντο. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εν τω αγιωτάτω αυτών Ναώ, τω ευρισκομένω εις τόπον καλούμενον Δεύτερον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου