Κοδράτος ο Άγιος Μάρτυς και οι συν αυτώ μαρτυρήσαντες Άγιοι Μάρτυρες ήθλησαν κατά τους χρόνους των ασεβών βασιλέων Δεκίου (249-251) και Ουαλεριανού (253-259). Τότε εκινήθη μέγας διωγμός κατά των Χριστιανών, πολλοί δε Χριστιανοί ηρπάγησαν από πολλούς και διαφόρους τόπους και ωδηγηθέντες εις την Νικομήδειαν εκλείσθησαν εις την φυλακήν και εφυλάττοντο με κάθε ασφάλειαν, δια να εξαναγκασθούν να θυσιάσουν εις τα είδωλα και εάν μεν συγκατένευον, να απολυθούν και να επιστρέψη ο καθ’ εις εις την πατρίδα του, εάν δε δεν επείθοντο, να βασανισθούν με πολλά και διάφορα βασανιστήρια, τελευταίον δε να θανατωθώσι. Τούτου ένεκεν οι Χριστιανοί, οίτινες ευρίσκοντο εντός της πόλεως Νικομηδείας, είχον φόβον μέγαν και άλλοι μεν έφευγον εις τα βουνά, άλλοι δε εκρύπτοντο εις απόκρυφα μέρη.
Όσοι όμως ήσαν γενναίοι και αληθείς δούλοι του Χριστού επολιτεύοντο αφόβος εντός της πόλεως, με μεγάλην χαράν και αγαλλίασιν αναμένοντες πότε να αξιωθούν και αυτοί να δοξάσουν τον Κύριον δια των βασάνων του Μαρτυρίου. Τότε ο Άγιος Κοδράτος, όστις ήτο εκ της Νικομηδείας, νέος, ευγενής, πλούσιος, ωραίος, πεπαιδευμένος, λόγιος και εστολισμένος με πάσαν αρετήν, μεταβάς προς τον επιστάτην της φυλακής και τους στρατιώτας τους φυλάττοντας τους Μάρτυρας και δώσας εις αυτούς πολλά αργυρά νομίσματα, έλαβε την άδειαν και επεριποιείτο με πολλήν επιμέλειαν τους φυλακισμένους αδελφούς, προσφέρων αφόβως εις έκαστον εξ αυτών ό,τι εχρειάζετο· και εκείνους μεν οίτινες ησθάνοντο μεγαλυτέραν τόλμην δια το Μαρτύριον παρεκάλει να τον ενθυμούνται, όταν έλθωσιν εις την Βασιλείαν των ουρανών, τους δε δειλούς παρεθάρρυνε, κάμνων τούτους προθύμους δια το Μαρτύριον, νουθετών αυτούς να μη δειλιάζουν προ των βασάνων, αλλά να χαίρωνται μάλλον δι’ αυτά. Τους υπενθύμιζε δε, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι διήλθον την ζωήν ταύτην όχι με άνεσιν, αλλά με πολλήν οδύνην, θλίψεις και δεινά βασανιστήρια και ούτω ηξιώθησαν της αιωνίου και μακαρίας ζωής, ευχαριστών δε τον Θεόν εις πάσαν θλίψιν έλεγε το του θείου Παύλου· «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού, προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (Ρωμ. η:18). Εις καιρόν λοιπόν ότε ο μακάριος Κοδράτος δια τοιούτων αρετών επολιτεύετο, μίαν ημέραν ο ανθύπατος, αφού εκάθησεν εις το κριτήριον, επρόσταξε τους στρατιώτας να φέρωσι προ αυτού τους Αγίους Μάρτυρας. Όταν δε ούτοι παρουσιάσθησαν, είπεν ο ανθύπατος προς αυτούς· «Ας είπη ο καθείς εξ υμών το όνομά του, την αξίαν του γένους του και την πατρίδα του». Ο δε μακάριος Κοδράτος, ως πολύ ευσεβής, έχων δε πόθον ανείκαστον δια την Βασιλείαν των ουρανών, προ όλων των άλλων αδελφών εσκέπτετο να υπάγη προς Κύριον· διότι έβλεπε μερικούς εξ εκείνων, οίτινες εδειλίαζον να εισέλθουν εις τους αγώνας του Μαρτυρίου, να γίνωνται ασθενέστεροι εις την πίστιν του Χριστού και φοβηθείς μήπως τις εξ αυτών, δεχόμενος πρώτος τας βασάνους, αρνηθή το όνομα του Χριστού, δια τούτο ηθέλησεν, ως καλός πρωταγωνιστής και γενναίος στρατιώτης, να δείξη τον εαυτόν του ως καλόν παράδειγμα. Τούτο και έπραξε. Διότι, αν και παρέμενε τελευταίος όλων των αδελφών και παρ’ ουδενός εκρατείτο, όμως, εις μίαν στιγμήν, απεκρίθη μεγαλοφώνως εις την ερώτησιν του ανθυπάτου, ειπών· «Γνώριζε, ω ανθύπατε, ότι όλοι ημείς είμεθα και λεγόμεθα Χριστιανοί και ότι τούτο είναι το εξαίρετον και θαυμαστόν όνομα ημών. Η δε αξία πάντων ημών και η ευγένεια είναι μία και η αυτή, ότι, δηλαδή, όλοι είμεθα δούλοι του Κυρίου Ιησού Χριστού, του επουρανίου και αοράτου Θεού ημών, η δε πατρίς ημών είναι η επουράνιος Ιερουσαλήμ, η μήτηρ των Πρωτοτόκων, εντός της οποίας εγκαθιστά ο Χριστός τους ελπίζοντας εις Αυτόν. Ιδού, ήκουσας όλα τα περί ημών. Εις το εξής λοιπόν μη θελήσης πλέον να ερωτάς περί τούτων». Aκούσας ταύτα ο ανθύπατος και έκπληκτος γενόμενος δια την παρρησίαν του ανδρός, είπεν εις τους στρατιώτας· «Φέρετε έμπροσθέν μου εκείνον τον αυθάδη, ίνα αποφασίσω τι μέλλει να του προξενήση η αδιάντροπος αυθάδειά του». Ο δε μακάριος Κοδράτος, ακούσας ταύτα και διασχίσας το πλήθος, ήλθεν εμπρός και σταθείς έμπροσθεν όλων, αφού εσφράγισεν εαυτόν με το σημείον του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, είπε προς τον ανθύπατον· «Εγώ έρχομαι αυτόκλητος έμπροσθέν σου, δια να αγωνισθώ, εξ ονόματος όλων των συστρατιωτών μου, εναντίον του πατρός σου διαβόλου. Λοιπόν μη αργοπορής, αλλά κάμε εις εμέ εκείνο το οποίον θέλεις, δια να μάθης από την ιδικήν μου δοκιμήν, ότι όλοι είμεθα στρατιώται του Χριστού και εν τω ονόματι του Δεσπότου ημών Ιησού Χριστού ανίκητοι όντες, αντιπολεμούμεν τας μηχανάς του σατανά». Ο ανθύπατος τότε είπεν· «Αυθάδη και απόξενε της ιλαρότητος των θεών, λέγε πρώτον το όνομά σου και την κοινωνικήν σου κατάστασιν». Ο Άγιος Κοδράτος απήντησεν· «Είπον εις σε, ότι είμεθα Χριστιανοί και εγώ και όλοι ούτοι, δεν έχομεν δε άλλους τίτλους ευγενίας εκτός από το ότι είμεθα δούλοι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· αύτη είναι η ιδική μας ευγένεια και τίτλος». Τότε του λέγει ο ανθύπατος· «Δεν είναι συμφέρον εις σε να λέγης τον εαυτόν σου Χριστιανόν· επειδή η προσταγή των ανικήτων βασιλέων ημών λέγει, ότι πας Χριστιανός να θανατώνεται· εγώ δε βλέπω, ότι είσαι εύμορφος και πολύ λόγιος και συμπεραίνω από τους λόγους σου και από το κάλλος σου, ότι εξ άπαντος είσαι και ευγενής και δεν είσαι από κανέν άτιμον γένος. Ειπέ λοιπόν πότε απέκτησας την μάθησιν και την σοφίαν και πείσθητι εις εμέ, φίλε αγαπητέ, και εγώ θέλω διαμηνύσει εις τους βασιλείς δια σε και θέλω σου προσφέρει ηγεμονικόν αξίωμα, μόνον εάν συ θελήσης να φανής ευάρεστος εις τους θεούς». Ο δε μακάριος Κοδράτος, χωρίς να απατηθή από τους επαίνους και τας υποσχέσεις του ανθυπάτου, είπε προς αυτόν· «Ανθύπατε, μη παραφέρεσαι λέγων θεούς, διότι δεν είναι πολλοί θεοί, αλλ’ εις είναι ο Θεός και Πατήρ, εξ ου τα πάντα εγένετο και εις Κύριος Ιησούς Χριστός, δι’ ου τα πάντα και εν Πνεύμα Άγιον αληθώς, εν ω τα πάντα». Ο ανθύπατος τότε είπεν· «Είναι μεν θεοί πολλοί, οι δε βασιλείς απεφάσισαν ώστε οι άνθρωποι εις δώδεκα θεούς μόνον να θυσιάζουν, εις τους οποίους έχεις και συ χρέος να θυσιάσης και να τους προσκυνήσης». Ο δε Άγιος Κοδράτος μετά μεγάλης παρρησίας ανέκραξεν· «Ουκ αγαθόν πολυκοιρανίη· εις κοίρανος έστω, εις βασιλεύς» (Ιλ. Β΄ στ. 204). Ο ανθύπατος πάλιν είπεν· «Ο Όμηρος όμως λέγει τούτο δια τον Ποσειδώνα, διότι συνήθροιζε νεφέλας και ετάρασσε διαφόρους ανέμους, καλύπτων ούτω τον ουρανόν. «Δεινόν εβρόντησε πατήρ ανδρών τε θεών τε υψόθεν· αυτάρ ένερθε Ποσειδών ετίναξε γαίαν…» (Ιλ. Υ΄ στ. 54). Αλλά και δια τον Δία πολλά είπεν ο Όμηρος, δια τίνος τρόπου ηνδραγάθησε και συ δε ο ίδιος βλέπεις την μεγαλειότητα των θεών». Τότε ο μακάριος Κοδράτος ηρώτησε τον ανθύπατον· «Όσα λοιπόν είπεν ο Όμηρος δια τους θεούς αληθή είναι ή ψευδή»; Ο ανθύπατος απεκρίθη· «Αληθή είναι». Λέγει ο Άγιος· «Εντρέπομαι πολύ δια σας, οίτινες προσκυνείτε θεούς μοιχούς και αρσενοκοίτας, καθώς λέγει ο Όμηρος, επειδή εκείνους μεν οίτινες πράττουν τα έργα τούτων, δηλαδή τας μοιχείας και τας αρσενοκοιτίας, τους τιμωρείτε σεις οι κατά καιρούς εξουσιασταί, ενώ αντιθέτως τούτους νομίζετε θεούς και τους προσκυνείτε. Εάν λοιπόν θέλης, πείσθητι από τους ιδικούς σας ποιητάς, ότι είναι δαίμονες αισχρουργοί, ακατάστατοι, νεκροί, πνεύματα μάγων και πλάνων». Απεκρίθη ο ανθύπατος· «Ανόσιε, ήρχισες να υβρίζης τους θεούς; Φοβούμαι μήπως αγανακτήσουν εναντίον μου οι βασιλείς, διότι εξακολουθώ να σε ευσπλαγχνίζομαι». Αλλά και πάλιν ο Άγιος απήντησε· «Την ιδικήν μου παρρησίαν, ανθύπατε, ούτε συ ούτε άλλος τις δύναται να αφαιρέση απ’ εμού. Λοιπόν πράξε ό,τι θέλεις». Θυμωθείς τότε σφόδρα ο ανθύπατος επρόσταξε τους υπηρέτας να τον εκδύσουν και να τον κτυπήσουν με βούνευρα ωμά, λέγων προς αυτόν· «Ειπέ το όνομά σου». Αλλ’ επειδή ο μακάριος Κοδράτος δεν απεκρίνετο, ηρώτα ο ανθύπατος τους στρατιώτας, λέγων· «Πως ονομάζεται»; Και εκείνοι είπον προς αυτόν· «Κοδράτος καλείται και είναι από γένος λαμπρόν». Λέγει ο ανθύπατος· «Αφήσατε αυτόν, μη τον κτυπάτε, αλλά σηκώσατέ τον από την γην». Κατόπιν λέγει προς τον Μάρτυρα· «Διατί μας κάμνεις να ατιμάζωμεν την αξίαν και το γένος σου»; Προσκαλέσας δε αυτόν να υπάγη πλησιέστερον, συνέχισε· «Διατί εγκατέλειψας παραλόγως την αξίαν και το γένος σου και ηκολούθησας και συ την ματαίαν θρησκείαν των Χριστιανών»; Ο Άγιος Κοδράτος τότε μετά θάρρους απήντησεν· «Εξελάμην παραρριπτείσθαι εν τω οίκω του Θεού μου μάλλον ή οικείν με εν σκηνώμασιν αμαρτωλών» (Ψαλμ. πγ:11). Απεκρίθη ο ανθύπατος· «Άκουσόν μου, και θυσίασε εις τους θεούς, μάλιστα σήμερον, οπότε είναι τα ιερά γενέθλια των βασιλέων, εάν θέλης να συναριθμηθής με την Γερουσίαν των Ρωμαίων και να μη αποθάνης κακήν κακώς ως κακούργος. Ή δεν ήκουσας την προσταγήν των βασιλέων και της ιεράς συγκλήτου, ακόμη δε και των μυριάδων εκείνων ανδρών εναρέτων και θαυμαστών, οι οποίοι εβεβαίωσαν, ότι δεν πρέπει να ζη κανείς Χριστιανός»; Εις ταύτα ο Άγιος Κοδράτος απεκρίθη, λέγων το του Δαβίδ· «Μακάριος ανήρ ος ουκ επορεύθη εν βουλή ασεβών και εν οδώ αμαρτωλών ουκ έστη και επί καθέδρα λοιμών ουκ εκάθισεν· αλλ’ ή εν τω νόμω Κυρίου το θέλημα αυτού» (Ψαλμ. α:1-2). Λέγει ο ανθύπατος· «Μη πλανάς τον εαυτόν σου, Κοδράτε, διότι η προσταγή των βασιλέων είναι εναντίον κάθε Χριστιανού, είτε πτωχός είναι, είτε πλούσιος, είτε αξιωματικός, είτε ιδιώτης· και απλώς πάντα Χριστιανόν, οιοσδήποτε και αν είναι, το κριτήριον δεν τον λυπείται καθόλου, αλλά τον θανατώνει». Τότε ο Άγιος Κοδράτος απήντησεν· «Αληθώς είπας, ότι και η θεία Γραφή λέγει· «Ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Κολ. γ:11). Δια τούτο όλοι οι Χριστιανοί, με την χάριν του Κυρίου, είμεθα εν. Όθεν, σε παρακαλώ, εφάρμοσον ταχέως εις εμέ την προσταγήν των βασιλέων σου και της συγκλήτου, διότι εγώ είμαι Χριστιανός· επειδή το ιδικόν μου γένος ως και το αξίωμα είναι μετά των Αγίων, οίτινες έχουν την δόξαν επάνω εις τους ουρανούς». Τότε ο ανθύπατος, έκπληκτος από όσα ήκουσεν, είπεν· «Υπάκουσόν μου και θυσίασον εις τους θεούς, ίνα απολαύσης τη ζωήν ταύτην και το φως τούτο του κόσμου, επειδή, άλλως, μέλλεις να αποθάνης κατόπιν φρικτών μαρτυρίων». Ταύτα δε ειπών εδάκρυσεν αναστενάξας βαθέως, δια δε του μανδηλίου εσπόγγιζε το πρόσωπόν του. Ιδών δε αυτόν ο Άγιος είπεν· «Ανθύπατε, μη μηχανεύεσαι τας πανουργίας του δράκοντος και χύνεις τα δάκρυα του αποστάτου, σκύλε άρπαξ. Διότι δεν θέλεις επιτύχει να φέρης εις πλάνην εμέ, τον δούλον του Θεού». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών Μάξιμος, όστις παρίστατο εκεί, είπε· «Πονηρότατε άνθρωπε, ο αυθέντης μου, ο μεγαλοπρεπέστατος ανθύπατος, σε ευσπλαγχνίζεται και συ τον υβρίζεις»; Και ο Άγιος Κοδράτος απήντησεν· «Ας κλαίη τον εαυτόν του και την ώραν της γεννήσεώς του· διότι εγώ, ως ταπεινός δούλος του Θεού, δεν είμαι άξιος ελέους, ουδέ άξιος δακρύων. Εάν δε ο ανθύπατος είναι κριτής, συ ποίος είσαι, όστις ομιλείς έμπροσθέν του; Αυτός μόνος αρκεί εις ημάς. Εάν δε και συ θέλης να άρχης, ο Κύριος θέλει σε αφανίσει». Τότε ο ηγεμών εκείνος, εξαφθείς από τον θυμόν ή μάλλον από τον πατέρα του διάβολον, εστράφη προς τον ανθύπατον και του λέγει· «Σε βεβαιώ εις την μεγίστην σου ευτυχίαν, αυθέντα μου ανθύπατε, ότι εάν αφήσης αυτόν ατιμώρητον, δεν θέλει διστάσει να εξυβρίση και τους βασιλείς και να φέρη ούτω ημάς εις μέγαν κίνδυνον». Αλλ’ ο Άγιος Κοδράτος ατάραχος είπε· «Πράγματι αψευδώς λέγει η θεία Γραφή· «Ίνα τι εφρύαξαν έθνη και λαοί εμελέτησαν κενά; Παρέστησαν οι βασιλείς της γης και οι άρχοντες συνήχθησαν επί το αυτό, κατά του Κυρίου και κατά του χριστού αυτού» (Ψαλμ. β:1-2). Ιδού λοιπόν ότι και τώρα κρίνεται ο δούλος του Χριστού από ασεβείς και ματαίους ανθρώπους». Τότε ο ανθύπατος, πλήρης οργής, είπε προς τους στρατιώτας· «Εκδύσατε αυτόν τον αχάριστον και βλάσφημον και κτυπήσατέ τον ανηλεώς, δια να εξυπνήση από την μανίαν, η οποία τον κατέλαβε και να πεισθή εις τα προστάγματα των βασιλέων, να θυσιάση εις τους θεούς». Ο δε μακάριος Κοδράτος, ενώ εδέρετο, έλεγε· «Δόξα σοι, Θεέ και Κύριε Ιησού Χριστέ, διότι κατηξίωσας και εμέ τον αμαρτωλόν και ανάξιον να πάθω ταύτα δια το όνομά Σου το Άγιον, ίνα συναριθμηθώ και εγώ ο ταπεινός μετά των δούλων Σου των παρά Σου αγαπωμένων. Ναι, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, καταξίωσόν με να απολαύσω πλουσίαν την χάριν του Αγίου σου Πνεύματος και δος μοι τέλειον προς Σε το φρόνημα, διαφυλάττων την πίστιν μου ασάλευτον, ότι αύτη είναι η στιγμή της παρά Σου αντιλήψεως. Τώρα είναι καιρός ευδοκίας. Τώρα είναι η στιγμή της παρά Σου αναγκαίας βοηθείας. Ενίσχυσόν με, Κύριε, στήριξον και ανόρθωσόν με, δια μέσου της επαγγελίας Σου και πρόσδεξαί με εις το υπερουράνιόν Σου θυσιαστήριον, ίνα δοξασθή και δι’ εμού, του ταπεινού δούλου Σου, το Πανάγιον όνομά Σου, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Αλλ’ επειδή και εκείνοι, οίτινες τον έδερον, ηλλάγησαν πέντε φοράς και ητόνισαν εκ των πολλών βασάνων, εξωγκώθησαν αι πλευραί του μακαρίου Μάρτυρος και έτρεχε ποταμηδόν το αίμα ομού με τας σάρκας του. Τότε ο ανθύπατος είπε προς τον Άγιον· «Πείθεσαι τώρα, τουλάχιστον, να θυσιάσης εις τους θεούς ή όχι»; Ο Άγιος Κοδράτος όμως θαρραλέως απήντησε· «Τα είδωλα των εθνών αργύριον και χρυσίον· έργα χειρών ανθρώπων… όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες επ’ αυτοίς» (Ψαλμ. ριγ:12-17). Ο ανθύπατος απεκρίθη· «Βλασφημείς με σκοτεινόν λόγον, νομίζων ότι δύνασαι να μας απατήσης. Δια τούτο σε προστάσσω να θυσιάσης αμέσως εις τους θεούς· διότι άλλως θέλω ρίψει προ των οφθαλμών σου τας σάρκας σου κεκομμένας εις μικρά τεμάχια». Απτόητος όμως ο μακάριος Κοδράτος απήντησε· «Καλώς είπας, ότι δια σκοτεινών λόγων ελάλησα· διότι σκοτεινή φαίνεται εις σε η αλήθεια και φωτεινή η πλάνη. Όθεν θέλω μεταχειρισθή τας προγονικάς σου φωνάς, δια να λαλήσω με ωραίους λόγους. Γνώριζε λοιπόν, ότι δεν λατρεύομεν τους θεούς σου και δεν πειθόμεθα εις τα δόγματα του Καίσαρος και της συγκλήτου. Δια τούτο, αν σου φαίνεται εύλογον να με βασανίζης, πράξε ό,τι θέλεις το ταχύτερον και απόστειλόν με προς τον ουράνιον Βασιλέα μου». Ο δε ανθύπατος με πολλήν αναισχυντίαν απεκρίθη· «Η κακή σου μοίρα σε τιμωρεί. Όθεν με την δύναμιν των θεών όλων, δεν θέλω σε λυπηθή ουδόλως, αλλά θέλω σε εξολοθρεύσει με πολλά και διάφορα βασανιστήρια και τέλος με πικρόν θάνατον». Αφού δε ταύτα συνέβησαν και παρήλθεν η ημέρα, επρόσταξεν ο ανθύπατος τους υπηρέτας να κλείσουν όλους τους Μάρτυρας εις την φυλακήν. Δια δε τον ευλογημένον Κοδράτον επρόσταξε να στρώσουν αιχμηράς πέτρας υπό τα πληγωμένα πλευρά του Αγίου, να θέσουν πέτραν μεγάλην επί του στήθους του, τους πόδας του να κλείσουν εντός των ξύλων, εις δε τα άλλα μέλη του σώματός του να βάλουν βαρέα σίδηρα. Πάντα δε ταύτα εξετέλεσαν οι υπηρέται αφήσαντες τον Άγιον εις τα δεσμά και τας θλίψεις, σφοδρώς βασανιζόμενον επί πολλάς ημέρας. Ο δε μακάριος Κοδράτος, ως αληθώς γενναίος Αθλητής της ευσεβείας, υπέμενε μεγαλοψύχως· παρά δε το ότι τα βασανιστήρια ήσαν φοβερά, όμως δεν μετεβλήθη ουδέ απεμακρύνθη από την ελπίδα και την αγάπην την οποίαν είχε προς τον Θεόν. Όθεν, μετά ταύτα, μέλλων να μεταβή ο ανθύπατος εις την Νίκαιαν, επρόσταξε τους Αγίους Μάρτυρας να ακολουθήσουν αυτόν. Μετά τούτων δε ήτο και ο Άγιος Κοδράτος. Καθώς δε εις αρχιστράτηγος, έχων πεποίθησιν εις την δύναμίν του, βαδίζει έμπροσθεν όλων κατά του στρατεύματος των εχθρών λάμπων και με όλα τα όπλα του, γενναίως δε προσβλέπων προς τους εχθρούς τρομάζει την παράταξιν αυτών, τοιουτοτρόπως και ο γενναίος και ανδρειότατος Κοδράτος εβάδιζεν έμπροσθεν όλων των Αγίων Μαρτύρων, δεικνύων τον εαυτόν του όλον εύχαριν και ισχυρόν. Φέρων δε τας αλύσεις εσεμνύνετο και έχαιρεν, ως να είχε πολύτιμα κοσμήματα, τόσον ώστε οι φιλόσοφοι των ειδωλολατρών εθαύμαζον δια την σοφίαν, την εγκράτειαν και την υπομονήν των Χριστιανών και εδόξαζον τον Θεόν λέγοντες· «Αληθώς μεγάλη είναι η πίστις των Χριστιανών». Πολλοί δε εξ αυτών επίστευσαν εις τον Κύριον. Ότε λοιπόν έφθασαν εις την Νίκαιαν και ήλθεν η ώρα να παρουσιασθούν προ του ανθυπάτου, παρεκάλεσεν ο Κοδράτος τους υπηρέτας να εισαγάγουν πρώτον αυτόν δι’ εξέτασιν. Ως δε τον εισήγαγον, είπεν ο τύραννος προς αυτόν· «Κοδράτε, θυσίασον εις τους θεούς, δια να σωθής από τα βασανιστήρια, τα οποία μέλλεις να δοκιμάσης». Απήντησεν ο Άγιος· «Εγώ είμαι δούλος του Ιησού Χριστού, όστις είπεν, ότι οι θεοί οίτινες δεν εποίησαν τον ουρανόν και την γην ας απολεσθώσι». Ο ανθύπατος επέμεινε· «Πρέπει να πεισθής εις τους νόμους των βασιλέων και όχι του Χριστού». Ο Άγιος Κοδράτος όμως είπεν· «Εγώ πείθομαι εις τον Βασιλέα μου Χριστόν μετά θάρρους και όχι εις ανθρώπους, οίτινες δεν γνωρίζουν τον Θεόν. Είναι όμως γεγραμμένον εις ημάς να παρακαλούμεν τον Θεόν δι’ αυτούς, δια να επιστρέψουν εις θεογνωσίαν και να γνωρίσουν την αλήθειαν, το να θυσιάσωμεν δε εις είδωλα ουδαμού είναι γεγραμμένον, αλλ’ ούτε και σεις οι ίδιοι έχετε υποχρέωσιν να θυσιάζετε εις αυτά. Θυσιάζοντες δε δια να υποτάσσεσθε εις τον Καίσαρα, βλάπτετε μάλιστα και αυτόν τον εαυτόν σας». Τότε ο ανθύπατος είπε προς τον Άγιον· «Αν λοιπόν είναι γεγραμμένον να παρακαλής τον Θεόν δια τους βασιλείς, χρέος έχεις να πείθεσαι και εις τα προστάγματά των· διότι είναι γεγραμμένον εις σας, καθώς και συ το γνωρίζεις, να αποδίδετε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. κβ: 21). Ο Άγιος Κοδράτος, πάντοτε θαρραλέος, είπεν· «Εγώ επλήρωσα τον Καίσαρα δια τους αγρούς μου. Έχω λοιπόν χρέος να πληρώσω και εις τον Θεόν μου την εις αυτόν οφειλομένην ευσέβειαν· ο Καίσαρ όμως επρόσταξεν ή να θυσιάζωμεν ημείς οι Χριστιανοί ή να αποθνήσκωμεν. Έτοιμοι λοιπόν είμεθα, δια την εις Χριστόν ομολογίαν, να αποθάνωμεν, όχι μόνον μίαν φοράν, αλλά μυριάκις». Λέγει ο ανθύπατος· «Βλέπεις, Κοδράτε, πόσον πλήθος Χριστιανών εθυσίασαν εις τους θεούς; Μήπως συ νομίζεις ότι είσαι καλλίτερος ή ευγενέστερος εξ όλων τούτων»; Απαντών ο Άγιος εις τον τύραννον είπε· «Ναι, είμαι ευγενέστερος κατά το εξής· ότι δεν εθυσίασα εις τους θεούς σου. Αλλά που είναι εκείνοι οίτινες εθυσίασαν; Διότι εγώ δεν βλέπω κανένα». Επρόσταξε τότε ο ανθύπατος να φέρουν έμπροσθέν του όσους εθυσίασαν εις τα είδωλα. Ο δε μακάριος Κοδράτος, δια να μη τον ίδουν εκείνοι, ότι ήτο δεδεμένος, είπε προς τον ανθύπατον· «Πρόσταξον να με λύσουν». Ο δε ανθύπατος, νομίσας ότι θέλει να θυσιάση, επρόσταξε να τον λύσουν. Ούτος δε ο μακάριος, ευθύς ως τον έλυσαν, έδραμεν εις τον ναόν των και συντρίψας όλα τα είδωλα έρριψε ταύτα εις την γην· οι δε μιαροί ιερείς, ιδόντες το γενόμενον, ήρπασαν αυτόν ομού με τους στρατιώτας και τον έφερον εις τον ανθύπατον. Εκείνος δε, θυμωθείς, επρόσταξε να τον κρεμάσουν εις το ξύλον και να τον ξέουν. Ενώ δε εκρέματο ο Μάρτυς και εξέετο από τους στρατιώτας, εδόξαζε δια θερμής φωνής τον Θεόν. Ως δε ήλθον οι αρνησίχριστοι, είπε προς αυτούς ο μακάριος Κοδράτος· «Πανάθλιοι και δειλοί, τι μέγα κακόν επάθετε και ηρνήθητε, φευ! τον Δεσπότην Χριστόν και παρεδώσατε εαυτούς εις θάνατον; Δεν επιστεύσατε, ότι υπάρχει ανάστασις νεκρών και κρίσις Θεού; Δεν εμάθετε ότι υπάρχει πυρ άσβεστον, σκώληξ ακοίμητος, βαθύτατος τάρταρος και κόλασις ατελεύτητος; Ποίαν λοιπόν απολογίαν θέλετε δώσει κατά την ένδοξον εκείνην και μεγάλην ημέραν της Δευτέρας Παρουσίας του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού; Ανοίξατε τους οφθαλμούς της διανοίας σας και ίδετε από ποίον ύψος δόξης κατεκρημνίσθητε και εις ποίον βάθος αδοξίας κατεποντίσθητε, αφ’ ότου εγκατελείψατε την Βασιλείαν των ουρανών και την αιώνιον ζωήν και υπετάχθητε εις τον αχρείον και ευτελή δούλον, τον διάβολον, όστις, επειδή απεστάτησεν από τον Δεσπότην Θεόν, κτυπά τους συνδούλους του, τους ανθρώπους, και τους φονεύει· τον οποίον, όταν έλθη ο Δεσπότης, θέλει διχοτομήσει και θέλει αποστείλει εις το πυρ το αιώνιον ομού με όλους τους υπηρέτας του δαίμονας. Εννοήσατε λοιπόν, άθλιοι, τι κακόν επράξατε; Πως παρεδώκατε τον εαυτόν σας εις την αιώνιον κόλασιν, με το να φοβηθήτε τας προσκαίρους βασάνους; Δεν ηκούσατε τας εντολάς του Κυρίου, όστις λέγει· «Μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι; Φοβήθητε δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα απολέσαι»; (Ματθ. ι:28). Ταύτα δε ενώ έλεγεν ο μακάριος Κοδράτος, οι αρνησίχριστοι εφώναξαν μετά δακρύων μεγαλοφώνως· «Αυθέντα μας και διδάσκαλε, εφοβήθημεν τα βάσανα και ηπατήθημεν, σπαραχθέντες ως άλογα ζώα, και ως αρνία εν μέσω λύκων. Διότι μας ετύφλωσαν αι αμαρτίαι μας, επειδή επεθυμήσαμεν να ζήσωμεν εις την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν και ούτω απεθάνομεν δια τον μέλλοντα και αληθινόν αιώνα. Δεν ηξεύρομεν λοιπόν οι ταλαίπωροι πως πρέπει να πράξωμεν εις το εξής». Τότε ο μακάριος Κοδράτος, πλησθείς υπό χαράς μεγάλης δια την μετάνοιάν των και ιδών και τα δάκρυά των, είπε προς αυτούς· «Θαρρείτε, αδελφοί, διότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ως εύσπλαγχνος και φιλάνθρωπος, δέχεται όλους σας, οίτινες μετανοείτε. Μόνον προσπέσατε εις Αυτόν μετά δακρύων και ταπεινής και συμπαθούς δεήσεως και σταθήτε πλέον ανδρείοι εις την πίστιν και εις την προς τον Σωτήρα Χριστόν ομολογίαν, έκαστος δε εξ υμών ας καθαρισθή δια του ιδίου του αίματος από τας αμαρτίας του. Εάν δε ενικήθητε κατά την σάρκα, νικήσατε τώρα δια της αντιστάσεως της ψυχής και της ομολογίας». Αφ’ ου λοιπόν τούτους και άλλους ψυχωφελείς λόγους είπεν ο Άγιος, ήρχισαν εκείνοι να κλαίουν μετά κραυγών και θρήνων και έπεσον πρηνείς επί της γης, κτυπώντες τας κεφαλάς των και τα στήθη των με πέτρας. Τοσούτον δε τρομεράν έκστασιν ησθάνθησαν οι παρεστώτες, ώστε όχι μόνον οι Χριστιανοί, αλλά και αυτοί οι ειδωλολάτραι και οι άσπλαγχνοι υπηρέται συνεπάθησαν αυτούς, μέχρι τοιούτου σημείου, ώστε ενόμιζον, ότι και αυτοί οι λίθοι εθρήνουν αυτούς και μετ’ αυτών συνωδύροντο. Διότι οι κάτοικοι της πόλεως, εκπλαγέντες από τας κραυγάς και τους ολολυγμούς και θρήνους, οίτινες ηκούοντο, συνηθροίσθησαν όλοι ομού, άνδρες, γυναίκες και παιδία, Ιουδαίοι, ειδωλολάτραι και Χριστιανοί, τόσον πολλοί, ώστε δεν τους εχώρει ούτε η αγορά, ούτε η πλατεία. Ο δε ανθύπατος, θυμωθείς, επρόσταξε τους υπηρέτας να ξέουν ώραν πολλήν τον μακάριον Κοδράτον και να καίουν τας πλευράς του με ανημμένας λαμπάδας. Αλλ’ ο γενναίος του Χριστού Αθλητής, ως να μη ησθάνετο καθόλου τα βασανιστήρια, ενουθέτει μετά παρρησίας τους αρνησιχρίστους, οίτινες μετενόησαν, λέγων μεταξύ άλλων και τα εξής· «Αδελφοί, επικαλείσθε ακαταπαύστως τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και Αυτός θέλει σας χαρίσει το έλεός Του». Ως δε εκείνοι είπον, ότι δεν είναι άξιοι ούτε να προφέρουν το Άγιον Όνομα του Χριστού, διότι κακώς ηθέτησαν και ητίμασαν τούτου, είπε προς αυτούς ο Άγιος Κοδράτος· «Αδελφοί, επικαλείσθε τον Θεόν, επικαλείσθε Αυτόν ακαταπαύστως, πλησιάσατε δε και εις εμέ και μη φοβείσθε». Αφού δε εκείνοι επλησίασαν και προσπεσόντες ωδύροντο και μετ’ αυτών άπαντες οι παρόντες, ύψωσε την φωνήν του ο μακάριος Κοδράτος και ανεβόησε μετά δακρύων, λέγων· «Κύριε ο Θεός, ο αγαθός και εύσπλαγχνος και φιλάνθρωπος, ο αποστείλας τον μονογενή Σου Υιόν, τον Ιησούν Χριστόν, και δι’ αυτού συμφιλιώσας τον εαυτόν Σου μεθ’ ημών, ο πάσαν την κτίσιν εν σοφία δημιουργήσας δια τον άνθρωπον, τον γενόμενον κατ’ εικόνα Σου, δια να απολαύση τα κτίσματά Σου και να κυβερνά τον κόσμον εν οσιότητι και δικαιοσύνη, ο παραδούς εις τον τάρταρον της απωλείας τον αποστάτην και μισάνθρωπον τύραννον διάβολον, τον πατέρα των ειδώλων και του σκότους οδηγόν, ο δια την πολλήν Σου αγαθότητα και φιλανθρωπίαν προσκαλών πάντας τους ανθρώπους εις μετάνοιαν και σωτηρίαν, διότι δεν θέλεις να απολεσθή ουδείς, αλλά πάντες να σωθώσι και να έλθωσιν εις επίγνωσιν αληθείας, δέχθητι και τώρα, παρακαλώ σε, Δέσποτα Κύριε, τούτους τους συστρατιώτας μου, οίτινες μετανοούν εξ όλης της ψυχής. Επειδή όμως επαγιδεύθησαν από την παγίδα του διαβόλου και εξώμοσαν, τώρα δε κατέφυγον εις την ιδικήν Σου αγαθότητα και φιλανθρωπίαν, μη οργισθής κατ’ αυτών, Κύριε, ωσάν εκείνους οι οποίοι εγκαταλείπουν τους στρατιώτας των και φεύγουν. Διότι, αν και ηργοπόρησαν να επιστρέψουν εις την τάξιν, τώρα μετενόησαν και θέλουν μείνει αμετάβλητοι εν τη προς Σε πίστει, εάν ελεήσης αυτούς και τους δεχθής με ιλαρότητα. Ναι, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, δέξαι μου το δώρον του αναξίου δούλου Σου και καταξίωσον αυτούς να ενωθούν και να συναριθμηθούν με το επουράνιον και αληθινόν στράτευμά Σου και δείξον εις αυτούς σήμερον σημείον εις αγαθόν, δια να γνωρίσουν και αυτοί, ότι ελέησας αυτούς, που μετενόησαν, και δεν τους εβδελύχθης. Ναι, Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, επάκουσόν μου του δούλου Σου, λάβε δε ως ενέχυρον αυτών την ιδικήν μου ψυχήν, ότι Σοι πρέπει η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν». Ευθύς δε ως όλοι ανεβόησαν το Αμήν, εσβέσθησαν αι λαμπάδες, αίτινες έκαιον τον Άγιον Κοδράτον και νεφέλη φωτεινή ηπλώθη άνωθεν των Αγίων Μαρτύρων. Την αυτήν δε στιγμήν ομίχλη σκοτεινή και καπνός δριμύς περιεκύκλωσε τον ανθύπατον και τους ειδωλολάτρας, τόσον ώστε από τον φόβον έμεινεν άναυδος καταπτοηθείς, ως και οι σύμβουλοί του, διότι ενόμισαν ότι όλη η πόλις μέλλει να κατακρημνισθή. Εν μέσω δε της σιωπής φωνή αγγελική ηκούσθη ανυμνούσα και δοξολογούσα τον Θεόν. Αφού δε παρήλθον δύο ώραι ήρχισεν ολίγον κατ’ ολίγον να διαλύεται το σκότος. Τότε ήρχισαν και οι ειδωλολάτραι να ατενίζουν προς τους Αγίους Μάρτυρας. Είδον δε τότε φως μέγα, το οποίον περιέβαλλεν αυτούς, οι δε μετανοήσαντες ήρχισαν μετά κλαυθμών και θρήνων να βοούν λέγοντες· «Ημάρτομεν, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν, απεμακρύνθημεν από Σου· αλλά ιλάσθητι, Σωτήρ, ιλάσθητι ο Θεός, ίλεως γενού εις ημάς, Βασιλεύ επουράνιε». Μετά ταύτα, αφού ο ανθύπατος ήλθεν εις εαυτόν, επρόσταξε τους στρατιώτας να κλείσουν εις την φυλακήν άπαντας τους Αγίους Μάρτυρας και να τους φυλάττουν αυστηρώς. Κατόπιν κατεβίβασαν από του ξύλου τον μακάριον Κοδράτον και τον έρριψαν εις την φυλακήν ως πρότερον. Όλον τότε το πλήθος της πόλεως και όλον το τάγμα των στρατιωτών του ανθυπάτου και του ηγεμόνος εφύλαττον έξωθεν της φυλακής. Την δε επομένην ημέραν, αφού εκάθισεν ο ανθύπατος εις το κριτήριον, επρόσταξε να παρουσιασθή ενώπιόν του ο μακάριος Κοδράτος και οι δι’ αυτού επιστρέψαντες εις μετάνοιαν και σωθέντες Άγιοι Μάρτυρες. Ερωτήσας δε τούτους και ιδών την ακλόνητον αυτών παρρησίαν, την ασάλευτον εις Χριστόν ομολογίαν των και τον διάπυρον και ένθεον λογισμόν των, αφού τους έδειρεν όλους, χωρίς να κατορθώση τίποτε, επρόσταξε τους στρατιώτας να τους οδηγήσουν όλους εις την πατρίδα των, εκτός του Αγίου Κοδράτου, και εκεί να τους καύσουν ζώντας. Όλοι τότε οι Άγιοι ηκολούθουν μετά πολλής χαράς αινούντες και δοξάζοντες τον Θεόν. Ούτω έκαστος εξ αυτών μετέβη εις τον τόπον του και με την χάριν και δύναμιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ετελειώθησαν άπαντες εν πυρί. Αφού δε ταύτα πάντα εξετελέσθησαν, επρόσταξεν ο ανθύπατος να οδηγήσωσι τον μακάριον Κοδράτον, ομού μετά των άλλων, πρώτον εις την Απάμειαν και κατόπιν εις Καισάρειαν, εις τας οποίας πόλεις θα επήγαινε και αυτός. Τούτου γενομένου μετέβη κατόπιν και ο ανθύπατος εις Απάμειαν και αφού εθυσίασεν εις τα είδωλα, επρόσταξε να φέρουν προ αυτού τους Αγίους Μάρτυρας. Είπε τότε προς τον μακάριον Κοδράτον· «Θυσιάζεις τουλάχιστον τώρα εις τους θεούς, μάγε και πλάνε, ή όχι»; Ο Άγιος Κοδράτος απήντησε· «Τον πατέρα σου τον σατανάν λέγε μάγον και πλάνον· διότι εγώ είμαι Χριστιανός και δεν ηξεύρω ούτε μαγείαν ούτε απάτας ούτε θυσιάζω ποτέ εις δαίμονας». Ιδών δε ο ανθύπατος όλον το σώμα του Αγίου κατεξεσμένον και όλον ως μίαν πληγήν, είπεν εις τους φίλους του· «Δεν ηξεύρω ποίαν άλλην τιμωρίαν να δώσω εις τούτον τον κακοθάνατον». Και επειδή ηπόρησαν και εκείνοι και δεν απεκρίνοντο, διότι έβλεπον, ότι δεν εδέχετο πλέον το σώμα του Αγίου άλλην βάσανον, επρόσταξεν ο ανθύπατος να τοποθετήσουν τον Άγιον εντός σάκκου και να τον κτυπούν σφοδρώς. Τούτο και εγένετο. Και αφ’ ου τον εκτύπων επί ώραν πολλήν, επρόσταξε να τον εκβάλουν από τον σάκκον, νομίζων ότι απέθανεν. Ως δε ήνοιξαν τον σάκκον, εξήλθεν ο Άγιος και εστάθη όρθιος. Ο δε ανθύπατος, εκπλαγείς, είπεν· «Άθλιε, ακόμη δεν ησθάνθης τας βασάνους»; Ο δε Άγιος, αναβλέψας προς τον ουρανόν, είπεν· «Ευχαριστώ Σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ, ότι βέλη νηπίων εγενήθησαν επ’ εμέ αι πληγαί αυτών και εξησθένησεν εν αυτοίς η ισχύς των, εμέ δε ενεδυνάμωσας». Στραφείς δε προς τον ανθύπατον, είπεν· «Μάταιε και ταλαίπωρε, διατί βλέπεις και δεν εξετάζεις; Λοιπόν ό,τι δύνασαι να κάμης, κάμε το συντομώτερον». Θυμωθείς δε ο ανθύπατος είπε προς αυτόν· «Καθ’ όλην την οδοιπορίαν θα σε βασανίζω, άθλιε, και ας εμπιστεύεσαι εις τας μαγείας σου». Τότε ο Κοδράτος ηυχαρίστησε κατ’ ιδίαν τον Κύριον, λέγων· «Ευλογητός ει Κύριε ο Θεός, ότι ελύτρωσας εκ χειρός θανάτου την ζωήν μου». Ο δε ανθύπατος επρόσταξε τους στρατιώτας, οι οποίοι θα ωδήγουν τον Άγιον εις Καισάρειαν, να αναχωρήσουν αμέσως, όπερ και εγένετο. Όταν δε ήλθε και ο ανθύπατος εις Καισάρειαν, επρόσταξε να φέρουν ενώπιόν του τον μακάριον Κοδράτον. Τούτου γενομένου ηρώτησεν ο ανθύπατος τον Άγιον, εάν θέλη να θυσιάση. Ιδών δε την άρνησιν αυτού, είπε προς αυτόν· «Ω άνθρωπε, αρκεταί πλέον είναι αι βάσανοι, τας οποίας εδέχθης. Ελθέ λοιπόν και θυσίασε εις τους θεούς». Αλλά και πάλιν απεκρίθη μετά παρρησίας ο Άγιος ειπών· «Έπαιξας μετ’ εμού δια μέσου των βασάνων τούτων, ανθύπατε, και όχι με ετιμώρησας». Όθεν, οργισθείς ο ανθύπατος, επρόσταξε τους στρατιώτας να τον οδηγήσουν εις το λιθόστρωτον, να δέσουν εις στύλους τας χείρας και τους πόδας του και ούτω δεδεμένον να τον δέρουν δυνατά με ωμά βούνευρα εις όλον του το σώμα. Ο δε μακάριος Κοδράτος, αν και εδέρετο επί ώραν πολλήν και πικρώς εβασανίζετο, εδόξαζε τον Θεόν, λέγων· «Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου, και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι· επί τον νώτον μου ετέκταινον οι αμαρτωλοί, εμάκρυναν την ανομίαν αυτών» (Ψαλμ. ρκη:2-3). Ως δε ο Άγιος ετελείωσε τον Ψαλμόν, είπεν ο ανθύπατος· «Δέρετέ τον με όλην σας την δύναμιν, διότι δεν ησθάνθη τας βασάνους». Ο δε μακάριος Κοδράτος απεκρίθη· «Δέρετε το ταπεινόν μου δέρμα· την μεν σάρκα θέλεις δυνηθή να την αδικήσης, την ψυχήν μου όμως ουδόλως θέλεις δυνηθή να την βλάψης». Ο ανθύπατος είπεν· «Άθλιε, κακόν δαίμονα εκυρίευσας». Απεκρίθη ο Άγιος· «Ο Κύριός μου Ιησούς γνωρίζει ότι έγινα κύριος και εξουσιαστής πολύ κακού δαίμονος· όχι δε μόνον ενός, αλλά και όλου του στρατεύματός του, δια της Χάριτος και δυνάμεως Αυτού, του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, Ω η δόξα εις τους αιώνας». Επειδή δε και το πλήθος των αδελφών ανέκραξαν το «Αμήν», εθυμώθη πολύ ο ανθύπατος και επρόσταξε να συλλάβουν δύο από το πλήθος των αδελφών, να τους κρεμάσουν έμπροσθέν του και να τους ξέουν. Εγκαταλείπων δε τον Άγιον Κοδράτον, ηθέλησε να τιμωρήση τους μακαρίους Μάρτυρας Σατορνίνον και Ρουφίνον, τους οποίους συνέλαβον, και τόσον απανθρώπως τους έξεον δια σιδηρών ονύχων, ώστε τα έντερά των έμελλον να πέσωσιν εις την γην. Οι δε μακάριοι, βασανιζόμενοι, παρεκάλουν τον Άγιον Κοδράτον και όλους τους παρεστώτας αδελφούς να εύχωνται υπέρ αυτών. Τότε ο Άγιος ανέπεμψε μεγαλοφώνως δέησιν προς τον Κύριον, λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του αοράτου Πατρός, εξαπόστειλον την βοήθειάν Σου εις αυτούς και υπεράσπισον τούτους. Συ, ο Θεός των ταπεινών, ελέησον τους δούλους Σου και δος αυτοίς υπομονήν και την νίκην έως τέλους». Αφού δε παρήλθεν ώρα πολλή και οι Μάρτυρες δεν απεκρίνοντο, διότι εκ των πολλών βασάνων δεν ηδύναντο καν να ομιλήσουν, επρόσταξεν ο ανθύπατος να καταβιβάσουν τούτους από του ξύλου και να τους παραδώσουν εις τους δημίους, δια να τους αποκεφαλίσουν προς την οδόν του Ελλησπόντου. Ακολουθήσαντες δε τούτους θεοφιλείς τινές και φιλόχριστοι και αφού ούτω μακαρίως ετελειώθησαν οι δύο ούτοι Άγιοι Μάρτυρες, έδωκαν εκείνοι χρήματα πολλά εις τους δημίους και έλαβον τα πολύτιμα και άγια αυτών Λείψανα και τα ενεταφίασαν εντίμως εις την πατρίδα των. Εν τω μεταξύ τούτω, περατώσας ο ανθύπατος τας εις Καισάρειαν υποθέσεις του και μέλλων να αναχωρήση δια την Απολλωνίαν, επρόσταξε να ακολουθήση αυτόν και ο μακάριος Κοδράτος μετά και άλλων Μαρτύρων. Ευθύς δε ως έφθασεν εκεί και εισήλθεν εις τον ναόν του Απόλλωνος, επρόσταξε τους στρατιώτας να φέρουν τούτους ενώπιόν του. Ως δε ήλθον εκείνοι, επέμεινε και πάλιν να θυσιάσουν εις τους ακαθάρτους δαίμονας, έλεγε δε με γλυκύτητα προς τον μακάριον Κοδράτον· «Άκουσε τουλάχιστον τώρα, άνθρωπε, και θυσίασε εις τους θεούς· διατί ατιμάζεις το αξίωμά σου και το γένος σου; Γνώρισε τους θεούς και προσκύνησέ τους, δια να σώσης την ζωήν σου και εγώ θέλω ειπεί εις τους ιατρούς να σε επιμεληθούν και να ιατρεύσουν τας πληγάς σου, αρκεί, ως σου λέγω, να θυσιάσης εις τους μεγάλους θεούς». Αλλ’ ο μακάριος Κοδράτος απεκρίθη· «Εγώ προσκυνώ τον αληθινόν Θεόν και τον μονογενή Υιόν Αυτού Ιησούν Χριστόν και το Άγιον και ζωοποιόν Πνεύμα, διότι τρέμων την ισχύν Αυτού και την ανεκδιήγητον αυτού δύναμιν, υμνώ και δοξάζω Τούτον δια παντός· δαίμονας όμως δεν φοβούμαι και έργα χειρών ανθρώπων δεν προσκυνώ· αλλ’ ούτε εις σε, όστις έχεις πρόσκαιρον εξουσίαν, υπακούω. Διότι μετ’ ολίγας ημέρας μεταβαίνω προς τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, συ δε κακήν κακώς θέλεις αποθάνει, επειδή δεν ηθέλησες να γνωρίσης τον αληθινόν Θεόν, τον δωρήσαντα προς σε την εξουσίαν, υιέ του σατανά, αδελφέ του αποστάτου διαβόλου, συμμέτοχε των ακαθάρτων δαιμόνων, αλογώτερε των χοίρων, λυσσασμένε κύον, αιμοπότα δράκον, σαρκοφάγε λέον, αγριώτερε και των θηρίων! Δεν εντρέπεσαι να θυσιάζης εις τους λίθους προ τόσου πλήθους ανθρώπων, οι οποίοι δεν καταλαμβάνουν τίποτε; Οι μάγειροι είναι σεμνότεροι από σας, οι οποίοι φαίνονται ότι είναι δούλοι ανθρώπων και όχι των δαιμόνων. Σεις όμως δεν αισχύνεσθε να θυσιάζετε δημοσία εις είδωλα αναίσθητα, το δε φρικτότερον είναι το να θυσιάζετε μεν εις τα είδωλα, αλλά να τρώγετε σεις οι ίδιοι τας θυσίας. Ας έλθη λοιπόν εκείνος, όστις δέχεται την θυσίαν. Ας φανή να τον ίδωμεν. Ας ζητήση αφ’ εαυτού την θυσίαν και ας την φάγη· ας ειπή ο λίθινος θεός σας τι θέλει να θυσιασθή εις αυτόν, αίξ ή βους ή όρνεον, το οποίον πάντως είναι αξιώτερον από εκείνον. Αισχύνθητε λοιπόν να αναγκάζετε ημάς να θυσιάζωμεν εις τα είδωλα· αισχύνθητε, τέκνα αισχύνης, διότι σεις, οίτινες είσθε έξω φρενών, νομίζετε ημάς τους έχοντας σώας τας φρένας ως ανοήτους». Ταύτα ο ανθύπατος ακούσας ωργίσθη και επρόσταξε τους υπηρέτας να βρέχωσι με όξος και άλμην τας πληγάς του Μάρτυρος και να τας τρίβουν με τρίχινα υφάσματα. Αφού δε έγιναν ταύτα ταχέως και εβασανίζετο ο Άγιος επί ώρας πολλάς, είπε πάλιν ο απάνθρωπος και ασεβής να κατακαύσουν τας πλευράς του με πεπυρωμένα σίδηρα. Ο δε μακάριος Κοδράτος, υποφέρων μακροθύμως τους πόνους, προσηύχετο εν γαλήνη και τα μεν χείλη του εκινούντο, η δε φωνή του δεν ηκούετο· αφού δε ητόνισαν οι στρατιώται βασανίζοντες τον Μάρτυρα επρόσταξεν ο τύραννος να τον ρίψουν εις την φυλακήν. Την επομένην ημέραν ο ανθύπατος επρόσταξε τον Άγιον να προπορεύεται νήστις της συνοδείας, η οποία θα εβάδιζε προς τον Ελλήσποντον. Μεταβάς δε κατόπιν και αυτός εκεί, αφού διήλθε τον Ρήνδακα ποταμόν, προϋπαντήθη υπό του εξουσιαστού του τόπου, ως και υπό του πλήθους, το οποίον συνηθροίσθη εκ των χωρίων, ίνα δήθεν ευφημήση αυτόν, εις την πραγματικότητα όμως διότι επεθύμουν να ίδουν τον Αθλητήν του Χριστού. Διότι η φήμη του Μαρτυρίου του μακαρίου Κοδράτου διεδόθη εις όλην την Ασίαν και σχεδόν εις όλην την οικουμένην. Τότε επρόσταξεν ο ανθύπατος να προπορευθούν άπαντες εις το χωρίον Σερούκομην, όπου ήσαν πολλά είδωλα, εκεί δε παρέμεινε και αυτός κατά την ημέραν εκείνην. Κατά δε την αυγήν της επομένης, αφού ανήλθεν εις το κριτήριον, επρόσταξε να φέρουν εκεί τον Κοδράτον. Το δε πλήθος, συναχθέν, ανέμενε να ίδη την άθλησιν αυτού. Ο δε Άγιος, αν και ήτο καταπληγωμένος εις όλον του το σώμα και εξωγκωμένος ως ασκός, εδείκνυε το πρόσωπόν του ιλαρόν και εύχαρι, οι δε στρατιώται, οίτινες τον συνώδευον, έβλεπον το πρόσωπον αυτού ως να μειδιά. Διότι εκ των πολλών βασάνων δεν ηδύνατο πλέον ουδέ να περιπατήση, αλλά καθ’ όλον τον δρόμον εφέρετο επάνω εις άμαξαν. Ως δε παρουσιάσθη προ του ανθυπάτου, είπεν ούτος προς τον Άγιον· «Εσωφρονίσθης, Κοδράτε, ή όχι»; Ο δε Άγιος με μεγάλην φωνήν απεκρίθη· «Εγώ εξ απαλών ονύχων έχω σώας τας φρένας και εκ κοιλίας μητρός μου είμαι Χριστιανός· άλλον δε Θεόν δεν γνωρίζω, ει μη μόνον τον Ιησούν Χριστόν. Κάμε λοιπόν ό,τι θέλεις και ό,τι δύνασαι». Τότε θυμωθείς σφόδρα ο ανθύπατος επρόσταξε να ανάψουν μεγάλην πυράν και επ’ αυτής να θέσουν εσχάραν και αφού πυρακτωθή να απλώσουν επ’ αυτής τον Άγιον. Όταν δε τούτο εγένετο, ο μακάριος Κοδράτος είπεν· «Ανθύπατε, εγώ εφ’ εαυτού μου ανέρχομαι επί της εσχάρας και δεν υπάρχει λόγος να αναμένω τους υπηρέτας σου». Ποιήσας δε το σημείον του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού ερρίφθη επί της πεπυρακτωμένης εσχάρας. Οι δε υπηρέται του διαβόλου έβαλον επί πλέον επάνω εις την εσχάραν πίσσαν, έλαιον και στυππείον. Ο δε Μάρτυς έψαλλεν ούτως· «Ο Θεός εις την βοήθειάν μου πρόσχες, Κύριε εις το βοηθήσαι μοι σπεύσον· αισχυνθήτωσαν και εντραπείτωσαν οι ζητούντες την ψυχήν μου· αποστραφήτωσαν εις τα οπίσω και καταισχυνθήτωσαν οι βουλόμενοί μοι κακά» (Ψαλμ. ξθ:2-3). Αφού δε ο Άγιος συνεπλήρωσε τον Ψαλμόν και παρήλθον δύο ώραι, αφ’ ότου ευρίσκετο επί της εσχάρας, ήρχισε να περιγελά τον ανθύπατον λέγων· «Ανθύπατε, το πυρ σου είναι ψυχρόν, τα δε σίδηρα της εσχάρας είναι απαλώτερα από την καρδίαν σου και πολύ καλά έκαμες να προστάξης να ριφθώ επάνω εις ταύτην την τρυφεράν εσχάραν, ίνα, ως επί κλίνης καλώς εστρωμένης, αναπαυθώ, επειδή ήμην πολύ κοπιασμένος από την οδοιπορίαν. Τώρα λοιπόν ανέλαβον και απέκτησα πάλιν τας δυνάμεις μου περισσότερον, από ό,τι ήμην προτού με βασανίσης». Ταύτα δε λέγων ο μακάριος Μάρτυς έστρεφε από το εν μέρος εις το άλλο. Αφού δε παρήλθεν ώρα πολύ και η πυρά ουδόλως ήγγιζε τον Άγιον επάνω εις την εσχάραν, επρόσταξεν ο ανθύπατος να τον σηκώσουν εκ της εσχάρας και να τον φέρουν ολίγον έξωθι του χωρίου εις τόπον υψηλόν, και εκεί να τον αποκεφαλίσουν. Πορευόμενος δε ο μακάριος Κοδράτος προς το τέλος του Μαρτυρίου αυτού, έψαλλεν· «Ευλογητός Κύριος ο Θεός, ος ουκ έδωκεν ημάς εις θήραν τοις οδούσιν αυτών» (Ψαλμ. ρκγ:6) τινές δε των αδελφών, οίτινες τον ηκολούθουν, συνέψαλλον μετ’ αυτού, μέχρι του τόπου της τελειώσεως. Όταν λοιπόν έφθασεν εις τον τόπον εκείνον εστάθη κατ’ ανατολάς και ήρχισε να δοξολογή τον Θεόν, λέγων· «Ευχαριστώ Σοι, Κύριε, ότι κατηξίωσάς με τον ανάξιον δούλον Σου να υπομείνω δια το Όνομά Σου το Άγιον και δεσμά και φυλακήν και βάσανα και τιμωρίας πολλάς. Τώρα, Κύριε ο Θεός, ο Παντοκράτωρ, ο Πατήρ του αγαπητού Σου Υιού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δοξολογώ Σε, διότι κατηξίωσας και εμέ τον ανάξιον, ίνα εν τη ώρα και ημέρα ταύτη συναριθμηθώ μετά των Αγίων Σου Μαρτύρων, με την χάριν και δύναμιν του Σωτήρος Χριστού, εις ανάστασιν και ζωήν αιώνιον, ψυχής τε και σώματος, εν αφθαρσία Πνεύματος Αγίου. Είθε λοιπόν ίνα και εγώ ο ανάξιος γίνω δεκτός μετά των Αγίων Σου Μαρτύρων ενώπιόν Σου σήμερον, με θυσίαν λιπαράν και ευπρόσδεκτον, καθώς προητοίμασας και προεφανέρωσας και ετελείωσας ο αψευδής και αληθινός Θεός ημών, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Αφού λοιπόν ο μακάριος Κοδράτος ηυχαρίστησε τον Θεόν, ετελειώθει τμηθείς δια ξίφους την ζ΄ (7ην) του Μαϊου μηνός, λαβών τον στέφανον του Μαρτυρίου παρά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν (τελείται δε η αυτού Σύναξις πλησίον της Ξηροκέρκου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου