δ΄ Βάπτισις των Διοσκορίδου, Δόμνου και Ρωμάνας.
Ταύτα ειπόντος του Ιωάννου, αποκριθείς ο Δισκορίδης είπεν: «Άνθρωπε του
Θεού, βάπτισον ημάς εις το όνομα του Θεού σου»· λέγει εις αυτόν ο Ιωάννης:
«Διάταξον πάντας τους ευρισκομένους εντός του οίκου σου ίνα εξέλθωσιν έξω». Και
αφού εξήλθον πάντες εκ της οικίας, ιδού και έρχεται η Ρωμάνα βαστάζουσα εις τας
χείρας της τα χαρτία της αγοράς ημών, και πεσούσα εις τους πόδας του Ιωάννου,
κλαίουσα έλεγε: «Δέξαι ταύτα και σχίσον τα χειρόγραφα των αμαρτιών μου, και
δώρησαι εις εμέ την εν Χριστώ σφραγίδα του αγίου Βαπτίσματος». Ο δε Ιωάννης,
λαβών τους χάρτας και σχίσας αυτούς, κατ’ αυτήν την ώραν εβάπτισε τον
Διοσκορίδην, τον υιόν αυτού Δόμνον και την Ρωμάναν. Μετά δε ταύτα και κατά
παράκλησιν του Διοσκορίδου, εξελθόντες εκ της οικίας αυτού ήλθομεν πάντες ομού
εις το λουτρόν, εις το οποίον προηγουμένως υπηρετούμεν, και εισελθών ο Ιωάννης
εις το μέρος όπου ήτο το ακάθαρτον πνεύμα, το οποίον έπνιγε τους ανθρώπους,
εδίωξεν αυτό εκείθεν· και λαβών πάλιν ημάς ο Διοσκορίδης επανήλθομεν εις τον
οίκον αυτού, ένθα ετοιμάσας ούτος τράπεζαν, ηυχαριστήσαμεν τω Θεώ και εφάγομεν
τροφήν, μείναντες εκεί πλέον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου