γ΄ Ανάστασις του
Διοσκορίδου.
Ακούσας
ο Διοσκορίδης, ο κύριος του λουτρού και πατήρ του Δόμνου, τον θάνατον του υιού
του, εκ της πολλής λύπης ευθέως απέθανε· και δραμών εις εκ των υπηρετών εις το
μέρος όπου ευρίσκετο ο Δόμνος μετά του Ιωάννου, ανέφερε μετά δακρύων δια τον
του Διοσκορίδου θάνατον· τούτο δε ακούσας ο Δόμνος, έδραμεν εις τον οίκον αυτού
και ιδών τον πατέρα του κείμενον νεκρόν, υπέστρεψε μετά λύπης μεγάλης προς τον
Ιωάννην· και πεσών εις τους πόδας αυτού παρεκάλει μετά δακρύων, λέγων: «Άνθρωπε
του Θεού· καθώς εις εμέ, ο οποίος ήμην νεκρός, έδωσες ζωήν, τοιουτοτρόπως δος
και εις εμέ ζώντα τον πατέρα μου τον δι’ εμέ αποθανόντα· διότι προτιμότερον εις
εμέ ήτο να μείνω εγώ νεκρός, παρά να βλέπω νεκρόν τον πατέρα μου». Ο δε
Ιωάννης, κρατήσας εκ της χειρός τον Δόμνον, ήγειρεν αυτόν, λέγων: «Μη λυπήσαι,
τέκνον· διότι ο θάνατος του πατρός σου θα προξενήση ζωήν και εις σε και εις τον
εαυτόν του». Παραλαβών λοιπόν ο νεανίας τον Ιωάννην, έφερεν αυτόν εις τον οίκον
ένθα ευρίσκετο ο νεκρός πατήρ του· ηκολούθει δε όπισθεν αυτών η Ρωμάνα και
πλήθος λαού. Προσευξάμενος τότε ο Ιωάννης και κρατήσας της δεξιάς χειρός τον
Διοσκορίδην, είπεν: «Εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Θεού, ανάστηθι»· ευθέως δε
ανέστη ο νεκρός και εκάθησε· πάντες δε οι ιδόντες εθαύμασαν και εξέστησαν· όθεν και
άλλοι μεν έλεγον ότι είναι Θεός ο Ιωάννης, άλλοι δε έλεγον ότι είναι μάγος. Τότε
ο Διοσκορίδης, ελθών εις τον εαυτόν του, είπε προς τον Ιωάννην: «Συ είσαι,
άνθρωπε του Θεού, ο εμέ και τον υιόν μου ζωοποιήσας»; Απεκρίθη ο Ιωάννης:
«Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού ο δι’ εμού κηρυττόμενος, αυτός και εις σε και
τον υιόν σου εχάρισε την ζωήν· και εάν πιστεύσητε εις αυτόν, θέλει σας αξιώσει
και της αιωνίου ζωής». Πεσών τότε ο Διοσκορίδης εις τους πόδας του Ιωάννου,
λέγει προς αυτόν: «Ιδού εγώ και ο υιός μου και πάντα τα υπάρχοντά μου εις τας
χείρας σου», και έδειξεν εις αυτόν πάσαν την περιουσίαν του λέγων: «Ταύτα πάντα
λάβε και ποίησον ημάς δούλους του Θεού σου». Είπε δε εις αυτόν ο Ιωάννης: «Ούτε
εγώ έχω ανάγκην τούτων των πραγμάτων σου, ούτε ο Θεός μου· διότι ημείς,
αφήσαντες πάντα ταύτα, ηκολουθήσαμεν Αυτόν». Λέγει προς αυτόν ο Διοσκορίδης:
«Και που ηκολουθήσατε Αυτόν»; Αποκριθείς τότε ο Ιωάννης ήρχισε να λέγη:
«Άκουσον λοιπόν,Διοσκορίδη, θεία μυστήρια. Ο πολυέλεος και πανάγαθος Θεός,
βλέπων άπαν το γένος των ανθρώπων κατακρατούμενον από μεγάλην πλάνην εις την
λατρείαν των δαιμόνων και βεβυθισμένον εις την αγνωσίαν, λυπηθείς το ίδιόν του
πλάσμα, εξαπέστειλε τον Υιόν Του εις τον κόσμον γεννηθέντα εκ Πνεύματος Αγίου
και Μαρίας της Παρθένου, και ηυδόκησεν ίνα λάβη σάρκα και να πληρώση την δια
σαρκός οικονομίαν, δια να διδάξη τους ανθρώπους, όπως απομακρυνθώσιν από της
πλάνης των δαιμόνων, και να θεραπεύση πάσαν μεγάλην νόσον και πάσαν μικράν
ασθένειαν των ανθρώπων. Τούτον οι πρώτοι των Ιουδαίων κατεδίκασαν ίνα σταυρωθή·
διότι τοιουτοτρόπως ήτο δι’ αυτόν προωρισμένον. Παθών λοιπόν ο Υιός του Θεού
κατά σάρκα, και αποθανών θεληματικώς υπέρ ημών, κατήλθεν εις τον άδην, τον
οποίον ηχμαλώτισε και ηλευθέρωσε τας εκεί απ’ αιώνων κρατουμένας ψυχάς· αναστάς
δε θεοπρεπώς την τρίτην ημέραν, ενεφανίσθη εις ημάς τους δώδεκα μαθητάς, μετά
των οποίων συνέφαγε και συνέπιε· και είτα διέταξεν ημάς ίνα πορευθώμεν εις όλον
τον κόσμον και διδάξωμεν και βαπτίσωμεν πάντας εις το όνομα του Πατρός και του
Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Όστις λοιπόν πιστεύση και βαπτίζεται θα σωθή· ο
δε απιστών θα κατακριθή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου