β΄
Ανάστασις του Δόμνου και μετάνοια της Ρωμάνας.
Ελθών ο Ιωάννης από του έργου αυτού προς με, ηρώτα δια ποίαν αιτίαν
κλαίει τόσον πικρώς η Ρωμάνα. Πριν δε προφθάσω εγώ να απαντήσω, ιδούσα ημάς ομιλούντας
προς αλλήλους αύτη, δραμούσα ήρπασε τον Ιωάννην και κρατούσα έλεγε προς αυτόν:
«Μάγε, ανεκαλύφθησαν αι μαγείαι σου, διότι από την ημέραν όπου ήλθες εις την
υπηρεσίαν μου μας εγκατέλειψεν η θεά ημών Άρτεμις· όθεν ή ανάστησον τον υιόν
του κυρίου μου ή αυτήν την ώραν θα χωρίσω την ψυχήν από του σώματός σου». Λέγει
προς αυτήν ο Ιωάννης: «Ειπέ εις εμέ, τι είναι εκείνο το οποίον έφερεν εις σε
τούτο το μέγα πένθος»· η δε Ρωμάνα από θυμόν μέγαν και οργήν κινουμένη, απλώσασα την χείρα αυτής,
ερράπισε τον Ιωάννην ειπούσα προς αυτόν: «Δούλε πονηρέ·
πάντες οι κατοικούντες την Έφεσον έμαθον το γενόμενον, και συ ήλθες δια να με
περιπαίξης χαίρων και λέγων ότι δεν γνωρίζεις το γενόμενον εις εμέ δεινόν; Δεν
γνωρίζεις ότι ο υιός του κυρίου μου Διοσκορίδου απέθανε μέσα εις το λουτρόν»;
Ακούσας δε ο Ιωάννης και περιχαρής γενόμενος, υπεχώρησεν ολίγον· και εισελθών
εις το λουτρόν προσηυχήθη· και δια της προσευχής του, αποδιώκει εκείθεν το
ακάθαρτον πνεύμα και εισοικίζει εις το σώμα την ψυχήν του νεανίσκου αναστήσας
αυτόν· και λαβών τούτον εκ της χειρός, εξήλθε του λουτρού και λέγει προς την
Ρωμάναν: «Λάβε τον υιόν του κυρίου σου». Ιδούσα Ρωμάνα το γεγονός τούτο της
αναστάσεως του Δόμνου, εξέστη το πνεύμα αυτής και φόβος και τρόμος έλαβεν αυτήν·
και δεν είχε πλέον εις τον νουν της τον θάνατον του Δόμνου, αλλ’ εις το σημείον
το οποίον εποίησεν ο Ιωάννης, δια το οποίον εθαύμαζε και εξεπλήττετο, και ως να
επληγώθη εις την καρδίαν, ούτως εκείτετο ως νεκρά και ακίνητος ωσεί λίθος επί
δύο ώρας· ύστερον δε ελθούσα εις τον εαυτόν της, δεν ηδύνατο εκ της εντροπής να
παρατηρήση εις το πρόσωπον του Ιωάννου, προτιμώσα μάλλον τον θάνατόν της· διότι
εσκέπτετο καθ’ εαυτήν λέγουσα: «Πώς να ατενίσω εις το πρόσωπον του ανθρώπου
τούτου, προς τον οποίον τόσας πληγάς έδωσα, χωρίς να έχω καμμίαν αφορμήν; Που
να κρύψω τον εαυτόν μου; Είθε να ανοίξη η γη να με καταπίη! Ω θάνατε, σε
επικαλούμαι· ελθέ και απάλλαξόν με εκ της εντροπής ταύτης»! Βλέπων ο Ιωάννης το
πρόσωπον της γυναικός μεταμορφωμένον και ότι πρόκειται αύτη να πέση εις την
γην, εκράτησεν αυτήν εκ της χειρός και εσφράγισεν εκ τρίτου δια του σημείου του
Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, και ούτως έφερεν αυτήν εις την προτέραν κατάστασιν·
πεσούσα δε αύτη εις τους πόδας του Ιωάννου και κλαίουσα πικρώς, είπεν εις
αυτόν: «Παρακαλώ σε, πληροφόρησόν με ποίος είσαι· διότι καθώς βλέπω ή Θεός ή
υιός Θεού». Είπε δε προς αυτήν ο Ιωάννης: «Ούτε Θεός είμαι, ούτε υιός Θεού·
αλλ’ είμαι ο Ιωάννης ο μαθητής του Υιού του Θεού, ο οποίος ανέπεσα εις το
στήθος αυτού και ήκουσα θεία μυστήρια· εάν λοιπόν πιστεύσης και συ εις Αυτόν,
θα γίνης δούλη Του, καθώς και εγώ είμαι δούλος Του». Ταύτα ακούσασα η Ρωμάνα,
μετά μεγάλης εντροπής και φόβου πολλού είπε προς τον Ιωάννην: «Πρώτον, άνθρωπε
του Θεού, συγχώρησον εις εμέ πάντα όσα σοι έπταισα εγώ η αθλία». Ο δε Ιωάννης
είπε προς αυτήν· «Εάν πιστεύσης εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, πάντα τα
αμαρτήματά σου θα συγχωρηθώσιν»· η δε γυνή λέγει προς αυτόν: «Πιστεύω, άνθρωπε
του Θεού, εις όλα όσα ακούω εκ του στόματός σου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου