Μέρος Β΄.
Η εν Εφέσω δράσις του Ιωάννου.
α΄
Άφιξις εν Εφέσω και εν αυτή ανάληψις υπηρεσίας εν λουτρώ.
Μετά ταύτα εγερθέντες εκείθεν εισήλθομεν εις την Μαρεώτην, και ζητήσαντες
άρτον και ύδωρ εφάγομεν και επίομεν· και βαδίσαντες την οδόν προς την Έφεσον,
εφθάσαμεν εις αυτήν και εισήλθομεν εις την πόλιν, καθίσαντες εις την αρχήν
αυτής εις ένα τόπον καλούμενον «τόπος της Αρτέμιδος». Υπήρχε δε εκεί πλησίον
λουτρόν του πρώτου της πόλεως ονόματι Διοσκορίδου. Έλεγε λοιπόν ο Ιωάννης προς
με: «Τέκνον Πρόχορε· ας μη γνωρίση κανείς εκ των κατοίκων της πόλεως ταύτης
ποίοι είμεθα και δια ποίον σκοπόν ήλθομεν ενταύθα, έως ότου ο Θεός φανερώση
ημάς, δια να έχωμεν παρρησίαν». Ταύτα δε του Ιωάννου ομιλούντος προς εμέ, ιδού
εφάνη έμπροσθεν ημών διερχομένη μία γυνή μεγαλόσωμος, η οποία είχε την
επιστασίαν του λουτρού εκείνου, και δια την παχυσαρκίαν της ήτο στείρα ωσάν
ημίονος. Αύτη η γυνή, έχουσα το θάρρος εις την δύναμίν της, εκακομεταχειρίζετο
τους υπηρετούντας εις το λουτρόν ανθρώπους, κτυπώσα αυτούς με τας ιδίας της
χείρας· δια τούτο ουδείς εξ αυτών ετόλμα ίνα αμελή την υπηρεσίαν του λουτρού
δια τον φόβον αυτής. Ελέγετο δε περί αυτής ότι εξήρχετο και εις τους πολέμους,
ρίπτουσα λίθους και ουδέποτε αποτυγχάνουσα· ενομίζετο δε ότι εσωφρόνει κατά το
σώμα, αλλ’ αυτή μάλλον ασχημονούσε· διότι βάφουσα και χρωματίζουσα τας ιφρύας
των οφθαλμών της, περιέφερεν αυτούς πανταχού· και άλλους μεν ανθρώπους έβλεπε
με ιλαρόν πρόσωπον, άλλους δε με άγριον, ένεκα του οποίου οι έχοντες νουν
άνθρωποι διέκρινον τον ένα οφθαλμόν αυτής αισχρόν, και τον άλλον ελεύθερον
ωνομάζετο δε η γυνή αύτη Ρωμάνα. Αύτη λοιπόν εξερχομένη εκ του λουτρού και
ιδούσα ημάς καθημένους εις τον τόπον εκείνον, πλησιάσασα και βλέπουσα το
ταπεινόν σχήμα ημών, εσκέφθη καθ’ εαυτήν λέγουσα: «Ούτοι οι άνθρωποι ξένοι
υπάρχουσι και έχουσιν ανάγκην τροφής· δύνανται όθεν αυτοί να χρησιμεύσωσιν εις
εμέ δια την υπηρεσίαν του λουτρού, χωρίς να έχωσι και πολλάς απαιτήσεις δια
μισθόν, μήτε και της υπηρεσίας του λουτρού θα αμελώσι δια τον ιδικόν μου
φόβον». Και ταύτα σκεφθείσα, λέγει προς τον Ιωάννην: «Πόθεν είσαι, άνθρωπε»;
Απεκρίθη προς αυτήν ο Ιωάννης: «Από ξένην γην υπάρχω», και η Ρωμάνα: «Ποίαν»;
Λέγει ο Ιωάννης: «Την Ιουδαίαν». Ηρώτησε πάλιν η γυνή: «Ποίας θρησκείας
υπάρχεις»; Απήντησεν ο Ιωάννης: «Ιουδαίος μεν την ρίζαν, Χριστιανός δε την
χάριν, και ναυαγός την συμφοράν». Λέγει πάλιν η γυνή: «Θέλεις να μείνης εις την
υπηρεσίαν μου και να καίης την κάμινον του λουτρού, εγώ δε να δίδω εις σε την
τροφήν και τα λοιπά χρειώδη του σώματος»; Απεκρίθη ο Ιωάννης: «Εγώ ποιώ τούτο».
Στραφείσα και προς εμέ η γυνή, είπε: «Συ δε πόθεν είσαι»; Απήντησε ο Ιωάννης:
«Ιδικός μου αδελφός υπάρχει». Και πάλιν είπεν η Ρωμάνα: «Έχω ανάγκην και αυτού
δια το έργον της περιχυτικής εις το λουτρόν». Εισήγαγε λοιπόν ημάς η Ρωμάνα εις
το λουτρόν, και τον μεν Ιωάννην διέταξε να καίη την κάμινον, εμέ δε διέταξεν
ίνα χύνω ύδωρ εις τους λουομένους· έδιδε δε εις ημάς καθημερινώς δια τροφήν
τρεις λίτρας άρτου (300 περίπου γραμμάρια), και τα αναγκαιούντα αργύρια δια
τα λοιπά έξοδα. Μετά παρέλευσιν τεσσάρων ημερών από της εισόδου ημών εις το
λουτρόν, εργαζόμενος ο Ιωάννης εις την κάμινον και ως άπειρος αποτυχών εις το
έργον, εστέκετο σκεπτικός πλησίον της καμίνου. Εισελθούσα η Ρωμάνα λοιπόν και
ιδούσα ούτως ιστάμενον τον Ιωάννην, λαβομένη έρριψεν αυτόν κάτω, και έτυπτε
σφοδρώς τούτον κατά γης κείμενον, λέγουσα συγχρόνως προς αυτόν: «Φυγοπολίτα,
εξόριστε, καταχραστά, άχρηστε· αφού δεν δύνασαι να χρησιμεύσης, διατί προσήλθες
εις το έργον μου; Τας πανουργίας σου εγώ θα καταστρέψω· προς την Ρωμάνα ήλθες
να υπηρετήσης, η οποία έχει ακουσθή μέχρι της Ρώμης; Δούλος μου είσαι,
κακότροπε, και δεν δύνασαι να φύγης πλέον απ’ εδώ· διότι, και εάν φύγης, εγώ θα
σε αναζητήσω παντού, και αφού σε εύρω, θα σε θανατώσω κακώς. Όταν τρώγης και
πίνης, ευφραίνεσαι, και όταν πρόκειται να εργασθής, καταλαμβάνεσαι από
αμέλειαν; Άλλαξον την γνώμην σου, κακότροπε, διότι εις την Ρωμάναν υπηρετείς».
Αφού εξήλθεν η Ρωμάνα εκ του λουτρού και μετέβη εις τον οίκον της, ακούσας εγώ
πάντα όσα είπεν αύτη προς τον Ιωάννην και ότι πολλάς πληγάς έδωκεν εις αυτόν,
αν και δεν είχομεν ακόμη πολλάς ημέρας εις την υπηρεσίαν της, εις μεγάλην λύπην
και στενοχωρίαν ήλθεν ο λογισμός μου, χωρίς όμως να είπω τίποτε προς τον
Ιωάννην. Γνωρίσας όμως δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος την θλίψιν μου, είπε
προς με: «Τέκνον Πρόχορε· επειδή εν Ιεροσολύμοις εδίστασεν ο λογισμός μου,
γνωρίζεις εις πόσον μέγα ναυάγιον περιεπέσαμεν· και όχι μόνον ημείς, αλλά και
άλλοι ανεύθυνοι της αμαρτίας, την οποίαν είχον εγώ· δια τούτο και εποίησα
τεσσαράκοντα νυχθήμερα εις την θάλασσαν, έως ότου ηθέλησεν ο Θεός να εξέλθω εις
την ξηράν. Και συ λοιπόν λυπείσαι και απελπίζεσαι δια ένα μικρόν πειρασμόν ενός
γυναικαρίου και δια μερικάς ψυχράς απειλάς του; Πήγαινε λοιπόν εις το έργον, το
οποίον διωρίσθης, και ποίει αυτό μετά επιμελείας· διότι ο Κύριος ημών Ιησούς
Χριστός ο Ποιητής των απάντων ερραπίσθη, ενεπτύσθη, εφραγγελώθη, εσταυρώθη, ο
Ποιητής υπό των ποιημάτων, γενόμενος εις ημάς παράδειγμα και δια να μας
παρακινήση εις προθυμίαν· διότι είπε προς ημάς, ότι «Εν τη υπομονή υμών
κτήσασθε τας ψυχάς υμών». Και ταύτα του Ιωάννου ειπόντος προς με, επορεύθην εις
το έργον το οποίον με είχε διορίσει η Ρωμάνα. Την επομένην ημέραν λίαν πρωϊ,
ελθούσα πάλιν η Ρωμάνα, ήρχισε λέγουσα προς τον Ιωάννην: «Εάν έχης ανάγκην δια
περισσοτέραν τροφήν, ειπέ εις εμέ δια να σου δώσω· μόνον εις το έργον σου
πρόσεχε». Ο δε Ιωάννης είπε προς αυτήν: «Και η τροφή και η λοιπή χρεία του
σώματός μου είναι αρκετή εις ημάς, και το έργον μου προσέχω». Λέγει η Ρωμάνα:
«Διατί λοιπόν σε κατηγορούσι πάντες, ότι είσαι άχρηστος εις το έργον»; Ο δε Ιωάννης
απήντησε προς αυτήν: «Τώρα εσχάτως ήρχισα την εργασίαν αυτήν, και δια τούτο
κάμνω λάθη· αλλ’ όταν παρέλθη μερικός καιρός, τότε θέλεις πληροφορηθή ότι είμαι
τεχνίτης· διότι όλαι αι τέχναι είναι δύσκολοι ολίγον εις τους αρχαρίους». Ταύτα
ειπών ο Ιωάννης προς την Ρωμάναν, απήλθεν εκείνη εις τον οίκον αυτής. Ο δε απ’
αρχής μισόκαλος διάβολος, εμφανισθείς εις το σχήμα της Ρωμάνας, εστάθη
έμπροσθεν του Ιωάννου και λέγει προς αυτόν: «Πάλιν θα σε τιμωρήσω, δραπέτα
(φυγάδα), διότι μου κατέστρεψας το έργον. Δεν δύναμαι να σε υπομένω πλέον·
καύσον αρκετά την κάμινον δια να σε βάλω μέσα. Όμως, επειδή δεν θέλω να σε
βλέπω πλέον, φύγε απ’ εδώ μακράν, επιθέτα, επίβουλε, παραλαμβάνων μαζί σου και
τον συνεπιθέτην σου, και πήγαινε εις την χώραν από την οποίαν σε εδίωξαν δια
τας κακάς πράξεις σου». Και λαβών ο δαίμων εις χείρας το σίδηρον της καμίνου,
έλεγε μετά απειλών προς τον Ιωάννην: «Θα σε φονεύσω, κακότροπε, φύγε απ’ εδώ·
δεν θέλω πλέον να με υπηρετής· φύγε διότι θα σε θανατώσω κακώς». Ο δε Ιωάννης,
γνωρίσας δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, ότι ο ταύτα λέγων και πράττων
είναι ο δαίμων, ο οποίος έμενεν εις τον λουτρόν, επικαλεσάμενος το όνομα του
Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, εδίωξεν αυτόν αμέσως. Την επομένην
λοιπόν ημέραν ελθούσα πάλιν εις το λουτρόν η Ρωμάνα, λέγει προς τον Ιωάννην:
«Πάλιν πολλά λέγουσι δια σε, ότι εις το έργον σου δεν προσέχεις, αλλά κατά το
κακόν σου θέλημα τούτο ποιείς, ζητών αφορμήν ίνα σε διώξω· αλλά δεν δύνασαι
πλέον να φύγης απ’ εμού· διότι, εάν θελήσης να φύγης εντεύθεν, ουδέν εκ των
μελών σου θα αφήσω χρήσιμον, αλλά δια των τιμωριών θα καταστήσω πάντα άχρηστα».
Εις όλα ταύτα ουδόλως ωμίλησεν ο Ιωάννης· βλέπουσα δε εκείνη την υπομονήν αυτού
και το πράον και ησύχιον, ενόμιζεν ότι είναι ούτος αγροίκος και ιδιώτης· όθεν
και ίνα δοκιμάση αυτόν, έλεγε λόγους σκληρούς μετά απειλών, λέγουσα: «Δεν είσαι
δούλος μου, κακότροπε; Λέγε, αποκρίθητι εις εμέ». Ο δε Ιωάννης είπε: «Ναι,
δούλοι σου υπάρχομεν, εγώ τε ο εγκαύστης Ιωάννης, και ο περιχύτης Πρόχορος». Αύτη
δε η κακή Ρωμάνα, έχουσα φίλον ένα δικολάβον, εζήτησε την γνώμην αυτού ειπούσα
προς αυτόν ψευδώς: «Οι γονείς μου αποθνήσκοντες άφησαν εις εμέ δύο δούλους·
ούτοι δε από πολλών ετών εδραπέτευσαν εκ της οικίας μου· τα δε χαρτία της
αγοράς αυτών απώλεσα· τώρα δε ελθόντες πάλιν εις την οικίαν μου, ομολογούσιν
ότι δούλοι μου υπάρχουσι. Δύναμαι λοιπόν ίνα γράψω έτερα χαρτία αγοράς αυτών»;
Λέγει προς αυτήν ο δικολάβος: «Εάν ομολογώσι και τώρα ότι εκ προγόνων δούλοι
σου υπάρχουσι, και την ομολογίαν ταύτην ποιήσωσιν ενώπιον τριών αξιοπίστων
μαρτύρων, δύνασαι να γράψης νέα χαρτία αγοράς αυτών». Γνωρίσας ταύτα πάντα δια
της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος ο Ιωάννης, είπε προς με: «Τέκνον Πρόχορε·
γνώριζε ότι το γύναιον τούτο ζητεί να ομολογήσωμεν εγγράφως, ότι ως δούλοι
αυτής υπάρχομεν· διότι προ ολίγου συνεβουλεύθη ένα δικολάβον· εκείνος δε
συμφώνως προς όσα είπεν εις αυτόν κατά τον σκοπόν της, συνεβούλευσεν αυτήν.
Τώρα λοιπόν ζητεί να εύρη τους μάρτυρας, όπως έμπροσθεν αυτών ομολογήσωμεν, ότι
δούλοι αυτής υπάρχομεν. Μη λάβης λοιπόν ένεκα τούτου λύπην εις την καρδίαν σου,
αλλά μάλλον να χαίρης· διότι δια του τρόπου τούτου ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός
πολύ συντόμως θα δείξη, προ παντός εις την γυναίκα ταύτην, ποίοι είμεθα». Ταύτα
ομιλούντος του Ιωάννου, εισέρχεται η Ρωμάνα εις το λουτρόν, και λαβούσα αυτόν
εκ της χειρός, ήρχισε να τον κτυπά λέγουσα· «Δούλε κακέ, δραπέτα· διατί όταν
εισέρχεται η κυρία σου δεν σπεύδεις να προϋπαντήσης και να προσκυνήσης αυτήν; Ή
μήπως νομίζεις ότι είσαι ελεύθερος; Γνώριζε ότι είσαι δούλος της Ρωμάνας». Και
πάλιν ερράπισεν αυτόν προς εκφοβισμόν, και έλεγε: «Δεν είσαι δούλος μου,
δραπέτα»; Ο δε Ιωάννης είπε: «Κι άλλοτε είπον, ότι δούλοι σου υπάρχομεν, εγώ τε
ο εγκαύστης Ιωάννης και Πρόχορος ο περιχύτης». Λέγει πάλιν η Ρωμάνα: «Τίνος
δούλοι, κακότροποι»; Και ο Ιωάννης: «Τίνος θέλεις να είπωμεν»; Απήντησεν η
Ρωμάνα: «Ότι ιδικοί μου δούλοι υπάρχετε». Απεκρίθη ο Ιωάννης: «Και εγγράφως και
αγράφως ομολογούμεν, ότι δούλοι σου υπάρχομεν». Λέγει η Ρωμάνα: «Εγγράφως θέλω
ίνα ομολογήσητε ενώπιον τριών μαρτύρων». Και ο Ιωάννης: «Μη βραδύνης λοιπόν,
αλλά ποίησον τούτο σήμερον». Λαβούσα λοιπόν ημάς η Ρωμάνα έφερεν απέναντι του
ναού της Αρτέμιδος, και εκεί ενώπιον τριών μαρτύρων έγραψε τα χαρτία της αγοράς
ημών· και πάλιν εισήγαγεν ημάς έκαστον εις το έργον αυτού. Εις δε το λουτρόν
εκείνο υπήρχε μία τοιαύτη διαβολική ενέργεια αφ’ ότου εκτίζετο αυτό· εμεθοδεύθη
ο σατανάς και ενέβαλεν εις τους πεπλανημένους εκείνους ειδωλολάτρας, όταν
κτίζωσι λουτρόν και ανοίγωσι τα θεμέλια, να θάπτωσι μέσα εις αυτά, σκεπάζοντες
δια των λίθων, ένα νέον ή μίαν νέαν δέκα πέντε έως δεκαέξ ετών, δια να κάμνη
δήθεν ήχον καλόν και να φαίνηται ευχάριστον το λουτρόν. Και εις τούτο λοιπόν το
λουτρόν είχε γίνει μία τοιαύτη μιαιφονία και αθωοφονία και εκ της αιτίας ταύτης
έλαβεν αφορμήν ο σατανάς και κατώκησεν εις το λουτρόν εκείνο εις δαίμων
πάντοτε, ο οποίος τρεις φοράς τον χρόνον, εκ των εκεί εισερχομένων, έπνιγεν εις
το ύδωρ ένα νέον ή μίαν νεάνιδα. Ο Διοσκορίδης λοιπόν, ο κύριος του λουτρού,
είχε σημειώσει εγγράφως τας ημέρας εκείνας όπου ενήργει ταύτα ο δαίμων· διότι
επειδή είχεν υιόν ωραιότατον έως ετών δέκα οκτώ, παρετήρει τας ημέρας εκείνας
κατά τας οποίας ενηργείτο η επιβουλή αύτη του δαίμονος, και δεν άφηνεν αυτόν
κατ’ αυτάς ίνα εισέλθη εις το λουτρόν, αλλά εις άλλας ημέρας μόνος ούτος
ελούετο, και δια τον φόβον του δαίμονος και δια τον φθόνον των ανθρώπων. Αφού
λοιπόν εποιήσαμεν ημείς εις την υπηρεσίαν του λουτρού τρεις μήνας, έτυχε μίαν
ημέραν να εισέλθη ο υιός του Διοσκορίδου μόνος εις το λουτρόν· εισήλθον δε και
εγώ μετ’ αυτού έχων εις χείρας το σκεύος της υπηρεσίας μου· εισήλθον δε μετ’
εμέ και οι υπηρέται αυτού. Ο ακάθαρτος λοιπόν δαίμων ορμήσας απέπνιξε τον νέον,
τον του Διοσκορίδου υιόν· και τούτο ιδόντες οι υπηρέται, κλαίοντες και
κοπτόμενοι, εξελθόντες ανέφερον αυτό εις την Ρωμάναν· ακούσασα δε τούτο εκείνη,
έρριψεν εις την γην το διάδημα της κεφαλής της, και λαβούσα δια των χειρών τας
τρίχας της κεφαλής της, μετά πολλού κλαυθμού και πικροτάτου οδυρμού ήρχισε να
λέγη: «Αλλοίμονον εις εμέ! Τι να απολογηθώ εις τον κύριόν μου Διοσκορίδην; Αλλά
και αυτός μόλις ακούση περί τούτου, αμέσως θα αποθάνη από την λύπην του· διότι
μονογενής υιός του υπήρχεν ο κύριός μου Δόμνος (τούτο ήτο το όνομα του νέου).
Μεγάλη Άρτεμις των Εφεσίων, βοήθησον ημάς· δείξον την δύναμίν σου και ανάστησον
τον αποθανόντα νεανίσκον. Γνωρίζομεν πάντες οι κατοικούντες την Έφεσον ότι δια
σου κυβερνώνται τα πάντα, και ότι δια σου δυνάμεις και σημεία μεγάλα γίνονται.
Ανάστησον λοιπόν και τον δούλον σου Δόμνον, και παρουσίασον αυτόν ζώντα εις τον
πατέρα αυτού». Ταύτα και τα τούτων όμοια και περισσότερα λέγουσα η Ρωμάνα,
εξέσχιζε τας χείρας και τας σάρκας αυτής εκριζώνουσα και τας τρίχας της κεφαλής
της· και ήτο κλαίουσα και κοπτομένη από της τρίτης έως της ενάτης ώρας. Συνήχθη
δε και λαός πολύς· και άλλοι μεν ελυπούντο δια τον θάνατον του νεανίσκου
Δόμνου, άλλοι δε εθαύμαζον δια το πολύ πένθος της Ρωμάνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου