γ΄ Η εκ των πρώτων
πειρασμών διάσωσις των Αποστόλων.
Εξελθόντες λοιπόν κατεκείμεθα επί της ξηράς, αδυνατούντες εκ της πείνης,
του φόβου και του κόπου να ομιλήσωμεν ο εις προς τον άλλον· και ούτως
εκειτόμεθα από ώρας έκτης έως ώρας ενάτης. Ύστερον ελθόντες ολίγον εις τον
εαυτόν μας και βαδίσαντες, εισήλθομεν εις την Σελεύκειαν· και επειδή είχομεν
περιπέσει εις ναυάγιον, δια τούτο εζητήσαμεν άρτους και εφάγομεν. Μετά δε
τούτο, αφού συνήλθομεν εκ του φόβου, ήρχισαν πάντες οι του πλοίου άνθρωποι να
εγείρωνται εναντίον εμού κινούμενοι με λόγους πονηρούς και λέγοντες: «Ο
άνθρωπος ο οποίος ήτο μαζί σου, επειδή ήτο μάγος, δια τούτο εμάγευσεν ημάς,
θέλων να λάβη το φορτίον του πλοίου· κι αφού έλαβεν αυτό, εξηφανίσθη και δεν
γνωρίζομεν τι έγινε πλέον. Συ λοιπόν, επειδή υπάρχεις όμοιος με εκείνον μάγος,
δια τούτο δεν σε αφήνομεν να εξέλθης εκ της πόλεως ταύτης, επειδή είσαι ένοχος
θανάτου. Που είναι λοιπόν εκείνος ο κακότεχνος; Ιδού πάντες οι εν τω πλοίω
είμεθα εδώ· αυτός δε που είναι»; Ταύτα λεγόντων των ανθρώπων του πλοίου,
εξήγειραν και πάσαν την πόλιν εναντίον εμού, πληροφορούντες αυτούς με τους
ιδικούς των λόγους· ούτοι δε συλλαβόντες με, έθεσαν εις την φυλακήν. Την δε
επομένην ημέραν παρουσιάσαντές με εις τους εξουσιαστάς της πόλεως, εις δημόσιον
τόπον, ήρχισαν ούτοι να με ερωτώσι μετά σκληρότητος λέγοντες: «Πόθεν είσαι;
Ποίας θρησκείας είσαι; Ποία είναι η εργασία σου; Και ποίον είναι το όνομά σου;
Ειπέ εις ημάς αμέσως περί πάντων τούτων προ του σε βασανίσωμεν κακώς».
Αποκριθείς δε εγώ απελογήθην ειπών: «Είμαι εκ της Ιουδαίας γης, ανήκω δε εις
την θρησκείαν των λεγομένων Χριστιανών· ονομάζομαι Πρόχορος· περιέπεσα δε εις
ναυάγιον ομού με τους κατηγόρους μου». Ο πολιτάρχης είπε: «Πως λοιπόν ευρέθητε
όλοι μαζί εκτός μόνον του σου συντρόφου; Πάντως όθεν καθώς ούτοι λέγουσι, μάγοι
είσθε και εποιήσατε μαγείαν εις το πλοίον· και δια να μη γνωρίση κανείς την
υπόθεσιν, συ μεν ευρέθης μετά των ναυτών ενταύθα, ο δε σύντροφός σου, καθώς
έχετε συνεννόησιν, επήρε τα χρήματα και τα πράγματα του πλοίου. Λοιπόν ή
κακούργοι είσθε, ή ένοχοι φόνων και αιμάτων αθώων· και δια τούτο τον μεν συντροφόν
σου κατέπιεν η θάλασσα, σε δε η θεία δίκη ηθέλησε να σε διασώση από την
θάλασσαν, και να σε καταστρέψη εις την πόλιν ταύτην. Ειπέ λοιπόν εις ημάς μετά
πάσης ακριβείας, που είναι ο σύντροφός σου». Ταύτα ακούσας εγώ, μετά κλαυθμού
και οδυρμού πικροτάτου είπον προς αυτούς· «Χριστιανός είμαι, μαθητής δε των Αποστόλων
του Χριστού. Αυτός λοιπόν ο Κύριος έδωσεν εντολήν εις τους δώδεκα Αποστόλους
του, ίνα μεταβώσιν εις όλον τον κόσμον να διδάξωσι και βαπτίσωσι πάντας τους
πιστεύοντας εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αφού
λοιπόν ανελήφθη ο Χριστός εις τους ουρανούς, συναχθέντες εις ένα τόπον
ησυχαστικόν άπαντες οι Απόστολοι έβαλον λαχνούς, που να πορευθή έκαστος δια να
κηρύξη. Του δε διδασκάλου του ιδικού μου, επειδή έλαχεν ο κλήρος τού μέρους της
Ασίας, εφάνη εις αυτόν πολύ δύσκολον το μέρος τούτο· και επειδή εδίστασεν ο
λογισμός του, δια τούτο απεκαλύφθη εις αυτόν ότι ήμαρτε και ότι πρόκειται να
τιμωρηθή δια της θαλάσσης. Και αφού εισήλθομεν εις το πλοίον, εκείνα τα οποία
έμελλον να συμβώσιν εις αυτόν, πάντα καταλεπτώς και μετά αληθούς ακριβείας
εφανέρωσεν εις εμέ· και είπε μοι, ότι εις ωρισμένον τόπον να αναμείνω αυτόν
ωρισμένον αριθμόν ημερών· και εάν έλθη κατά το διάστημα των ημερών τούτων, θα
ποιήσωμεν το πρόσταγμα του διδασκάλου ημών· εάν όμως κατά το ανωτέρω διάστημα
δεν έλθη, τότε μοι είπε να επιστρέψω εις την πατρίδα ημών την Ιουδαίαν. Λοιπόν
ούτε ο διδάσκαλός μου είναι μάγος, ούτε εγώ, αλλά είμεθα Χριστιανοί». Ενώ
έλεγον ταύτα προς αυτούς, παρευρίσκετο εκεί και εις αξιωματικός, Σέλευκος
ονόματι, σεκρετάριος κατά την αξίαν, κατελθών τότε από της Αντιοχείας δια τινας
δημοσίας υπηρεσίας και υποθέσεις. Ούτος ακούσας τους λόγους μου, διέταξε τον
πολιτάρχην ίνα με απολύση. Απολυθείς λοιπόν και εξελθών εκ της πόλεως
Σελευκείας, δια πορείας τεσσαράκοντα ημερών έφθασα εις την Ασίαν εις εν μέρος
Μαρεώτη καλούμενον· ήτο δε ο τόπος αυτός πλησίον εις την θάλασσαν· υπήρχε δε
πλησίον εις τον αιγιαλόν και εν πανδοχείον εις το οποίον και κατέλυσα.
Καθήμενος πλησίον εκεί με πολλήν θλίψιν και στενοχωρίαν, ενύσταξα και
απεκοιμήθην· κοιμηθείς δε αρκετά εξύπνησα· και καθώς ήνοιξα τους οφθαλμούς μου,
εκοίταξα προς την θάλασσαν· και ιδού κύμα μέγα ελθόν μετά ήχου σφοδρού, έρριψε
τον Ιωάννην εις την γην· εγώ δε, αν και δεν εγνώρισα ότι είναι ο Ιωάννης,
εγερθείς όμως αμέσως έδραμον ίνα βοηθήσω αυτόν ως ομοιοπαθή, και διερχόμενον
την ιδίαν θλίψιν την οποίαν διήλθον και εγώ προηγουμένως. Προλαβών όμως εκείνος
ηγέρθη· και αναγνωρισθέντες, ενηγκαλίσθημεν αλλήλους και εκλαύσαμεν επί πολύ
ευχαριστήσαντες τον φιλάνθρωπον Θεόν των απάντων. Ελθών λοιπόν εις εαυτόν ο
Ιωάννης, ηρχίσαμεν διηγούμενοι ο εις προς τον άλλον τα συμβάντα εις ημάς·
διηγήθη δε προς εμέ ότι τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας εποίησεν
επάνω της θαλάσσης περιφερόμενος εδώ και εκεί υπό της βίας των κυμάτων·
διηγήθην δε και εγώ προς αυτόν όσα εποίησεν εις εμέ ο Θεός, και ποίους λόγους,
βασάνους και πειρασμούς ενήργησαν εις εμέ οι διασωθέντες μετ’ εμού άνθρωποι του
πλοίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου