β΄ Η αναχώρησις και το ναυάγιον.
Εις
εμέ τον Πρόχορον έλαχεν ο κλήρος, ίνα ακολουθήσω τον Ιωάννην· και αφού
ανεχωρήσαμεν εξ Ιεροσολύμων (Μετά το Πάθος και την Ανάληψιν του Κυρίου ο θείος Ιωάννης παρέμενε, κατά
την εντολήν του Κυρίου, εις Ιεροσόλυμα πλησίον της Θεοτόκου, επιστηρίζων και
τους εκεί Χριστιανούς. Η ενταύθα αναφερωμένη αναχώρησις αυτού εξ Ιεροσολύμων,
έλαβε χώραν μετά την Κοίμησιν της Μητρός του Θεού), κατήλθομεν εις την
Ιόππην και εμείναμεν εκεί τρεις ημέρας εις τον οίκον της Ταβιθά. Μετά ταύτα
ελθόν εκεί πλοίον από την Αίγυπτον με φορτίον υφασμάτων, και εκφορτώσαν εις την
Ιόππην, επρόκειτο κατόπιν να ταξιδεύση τούτο προς τα δυτικά μέρη. Εις αυτό
λοιπόν το πλοίον εισελθόντες ημείς και καθίσαντες εις την κοιλίαν αυτού, ήρχισεν
ο Ιωάννης κλαίων να λέγη προς εμέ: «Τέκνον Πρόχορε· θλίψις μεγάλη και θαλάσσιος
κίνδυνος με περιμένει, και θα τιμωρηθή πολύ το πνεύμα μου· εάν όμως ζήσω ή
αποθάνω κατά τον κίνδυνον αυτόν, δεν απεκάλυψεν εις εμέ ο Θεός. Συ όμως, εάν
διασωθής από της θαλάσσης, βάδισον επάνω εις την Ασίαν και είσελθε εις την
πόλιν Έφεσον, ανάμεινον με δε εκεί τρεις μήνας· και εάν μεν κατά το τρίμηνον
τούτο διάστημα έλθω και εγώ εκεί, εκτελούμεν την υπηρεσίαν μας· εάν δε δεν
έλθω, επίστρεψον τότε συ εις Ιεροσόλυμα προς Ιάκωβον τον αδελφόν του Κυρίου,
και ό,τι σε διατάξη εκείνος, τούτο πράξον». Καθώς ωμίλει ταύτα μετ’ εμού ο
Ιωάννης, η ώρα δε ήτο ως δεκάτη της ημέρας (δύο ώρας προ της δύσεως του ηλίου), αίφνης τρικυμία μετά
βροχής μεγάλης εγερθείσα εκινδύνευε να συντρίψη το πλοίον και εις τοιούτον
φοβερόν κίνδυνον διετελέσαμεν από της δεκάτης ώρας της ημέρας μέχρι τριών ωρών
της νυκτός· τότε δε ελθόντα τρία μεγάλα κύματα με ορμήν επάνω εις το πλοίον,
διέρρηξαν αυτό, και πάντες ευρέθημεν εις την θάλασσαν. Τότε λοιπόν έκαστος εξ
ημών ήρπασεν ό,τι επρόφθασε σκεύος του πλοίου, και με τούτο εκολύμβα καθώς
ηδύνατο· ο δε παντεπόπτης Θεός, οδηγών πάντας ημάς καθώς ο ποιμήν οδηγεί τα
πρόβατα, ούτω με ό,τι σκεύος εκράτει ο καθ’ εις, ωδήγησεν ημάς ωσάν εις ρεύμα
ποταμού· και περί την έκτην ώραν της ημέρας (μεσημβρία) εξέβρασεν η θάλασσα
πάντας ημάς ομού μετά των αποσκευών μας πέντε σημεία μακράν της κατά την
Αντιόχειαν πόλεως Σελευκείας· είμεθα δε πάντες οι διασωθέντες ψυχαί
τεσσαράκοντα δύο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου