στ΄ Θανάτωσις και
αύθις ανάστασις των διακοσίων στρατιωτών και θεραπεία του παραλυτικού.
Ταύτα ακούσαντες οι Εφέσιοι και ιδόντες την θεάν των συντριβείσαν,
ηγανάκτησαν περισσότερον, και έρριπτον πάλιν λίθους κατά του Ιωάννου. Όμως ουδέ
εις εκ των λίθων εκτύπησεν αυτόν, αλλά μόνον αυτοί υπό του θυμού και της οργής
κατεξεσχίζοντο και τους χιτώνας των περιέσχιζον, μη δυνάμενοι δια των χειρών
των να εκδικηθώσι τον Ιωάννην, επειδή εσκέπετο υπό της θείας Χάριτος. Ο δε
Ιωάννης, ιδών αυτούς υπό του δαίμονος εξεγειρομένους και οργιζομένους, είπε
προς αυτούς: «Καθησυχάσατε, ω άνδρες Εφέσιοι· διότι δεν είναι λογικών ανθρώπων
αυτά τα οποία κάμνετε, αλλά πολλής αλογίας και αγνωσίας γέμοντα, και πρέποντα
μόνον εις εκείνους τους ακαθάρτους δαίμονας, οι οποίοι σας παρακινούσιν ίνα
κάμνητε τα τοιαύτα. Προσέχετε λοιπόν και έλθετε εις τον εαυτόν σας δια να ίδητε
την δύναμιν του ιδικού μου Θεού». Των δε Εφεσίων μύθους νομιζόντων τους λόγους
του Ιωάννου, σταθείς ούτος κατά ανατολάς, και τας χείρας αυτού προς τον ουρανόν
ανυψώσας, και μεγάλως στενάξας, είπε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, εν οικτιρμοίς και
μέτρω παιδείας πιστοποίησον τους ανθρώπους τούτους, ότι συ είσαι ο Θεός και
πλην σου δεν υπάρχει έτερος». Ως ετελείωσεν η προσευχή ευθύς εγένετο σεισμός
μέγας και βρασμός της γης, ώστε ει του φόβου πεσόντες απέθανον έως διακόσιοι
άνδρες· οι δε λοιποί, άμα συνήλθον εκ του φόβου, έπεσον εις τους πόδας του
Ιωάννου, παρακαλούντες αυτόν όπως τύχωσιν ελέους· διότι μέγας τρόμος εκλόνιζεν
αυτούς, διο και παρεκάλουν λέγοντες: «Παρακαλούμεν σε, ΄νθρωπε του Θεού, ίνα
αναστήσης τους αποθανόντας ανθρώπους δια να πιστεύσωμεν εις τον υπό σου
κηρυττόμενον Θεόν». Αναβλέψας δε ο Ιωάννης εις τον ουρανόν παρεκάλεσε τον Θεόν
μετά στεναγμών και δακρύων και σιωπηράς φωνής, χωρίς να ακούηται, λέγων ούτως:
«Ο ων Θεός προς τον αεί όντα Πατέρα, Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, ο
επιφανείς επί σωτηρία πάντων των ανθρώπων και συγχωρήσας εις ημάς τους
πιστεύοντας επί σε τας αμαρτίας ημών, αυτός συγχώρησον και τούτους τους
τεθνηκότας, και ανάστησον αυτούς δια της παντοδυνάμου χειρός σου και άνοιξον
τας καρδίας αυτών προς φωτισμόν της γνώσεώς σου· δος δε και εις εμέ τον δούλον
σου θάρσος του μετά παρρησίας λαλείν τον λόγον σου». Ταύτα προσευχηθέντος του
Ιωάννου, πάλιν εγένετο βρασμός της γης μέγας, και ευθύς ανέστησαν πάντες οι
αποθανόντες· και προσπεσόντες εις τον Ιωάννην παρεκάλουν αυτόν, ίνα τους αξιώση
της ενθέου σωτηρίας δια του θείου Βαπτίσματος. Αφού λοιπόν εδίδαξεν ικανώς και
κατήχησε τον λόγον του Θεού, εβάπτισεν αυτούς άπαντας· παραλαβών δε ημάς ο
Διοσκορίδης έφερεν εις τον οίκον αυτού και παρέθεσε τράπεζαν· και αφού εφάγομεν
και ηυφράνθημεν δια την σωτηρίαν των αδελφών, εξήλθομεν πάλιν προς διδασκαλίαν
των ανθρώπων, και ήλθομεν εις ένα τόπον ονομαζόμενον «Τύχη πόλεως». Εις το
μέρος τούτο ευρίσκετο εις άνθρωπος παραλυτικός τελείως, έχων εις την ασθένειαν
αυτήν δώδεκα έτη, ο οποίος μόλις είδε τον Ιωάννην έκραξε λέγων προς αυτόν:
«Ελέησόν με μαθητά του Θεού», πλησιάσας δε προς αυτόν ο Ιωάννης είπεν: «Εις το
όνομα του Ιησού Χριστού, ανάλαβε την υγείαν σου»· και εν τω άμα ηγέρθη ο
ασθενής ευχαριστών και δοξάζων τον Θεόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου