ζ΄ . Το τέχνασμα του εχθρού.
Επειδή λοιπόν εγίνοντο τα σημεία ταύτα και έτερα περισσότερα υπό του
Ιωάννου, και η φήμη των θαυμάτων έτρεχε πανταχού, ιδών ο δαίμων ο κατοικών εις
τον βωμόν της Αρτέμιδος πάντα τα γινόμενα υπό του Ιωάννου και ότι μέλλει να
κρημνισθή υπ’ αυτού και το ιερόν ακόμη, μετασχηματίζεται ο δαίμων κατά
φαντασίαν εις σχήμα δικαστικού υπαλλήλου, και βαστάζων διάφορα χαρτία, εκάθησεν
εις ένα τόπον και έκλαιεν· διαβαίνοντες δε απ’ εκεί δύο πραγματικοί δικαστικοί
υπάλληλοι της πόλεως Εφέσου και ιδόντες τον φαινόμενον συνάδελφον αυτών
κλαίοντα, ελυπήθηκαν αυτόν και τον ηρώτησαν δια ποίαν αιτίαν κάθεται κλαίων· ο
δε δαίμων δεν απεκρίθη προς αυτούς. Επειδή όμως εκείνοι παρεκάλουν αυτόν
λέγοντες: «Ειπέ εις ημάς δια ποίαν αιτίαν κλαίεις και υποσχόμεθα να σε
βοηθήσωμεν εις την συμφοράν σου», ο δαίμων κλαίων και οδυρόμενος είπε προς
αυτούς: «Εις πολλήν θλίψιν ευρίσκομαι, αδελφοί, και δεν δύναμαι ο άθλιος να
ζήσω πλέον· εάν λοιπόν δύνασθε να με βοηθήσητε, να σας ειπώ την συμφοράν μου·
εάν όμως δεν δύνασθε να μου χρησιμεύσητε, διατί να σας είπω και το μυστικόν
μου»; Απεκρίθησαν εκείνοι: «Ειπέ εις ημάς την συμφοράν σου και θα ίδης ότι
δυνάμεθα να σε βοηθήσωμεν». Λέγει προς αυτούς ο δαίμων: «Ποιήσατε όρκον εις το
όνομα της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος, ότι θα αγωνισθήτε έως θανάτου δια τον φίλον
σας, και τότε θα σας είπω την υπόθεσιν. Δείξατε λοιπόν αγάπην και διάθεσιν καλήν
προς φίλον και ξένον άνθρωπον, και εκτός ότι θα δικαιώσητε την ψυχήν μου, θα
λάβητε και τον μισθόν σας»· και ομού με τον λόγον, επέδειξε ποσότητα χρυσίου,
την οποίαν υπέσχετο να δώση εις αυτούς. Αφού λοιπόν οι άνθρωποι εκείνοι
εποίησαν τον όρκον ότι με όλην την δύναμίν των θα φροντίσωσι δια την υπόθεσιν
αυτού ωσάν να επρόκειτο περί ιδικής των υποθέσεως, λέγει προς αυτούς κλαίων ο
δαίμων: «από Καισαρείας της Παλαιστίνης είμαι εγώ ο άθλιος βοηθός εις το
βασιλικόν δικαστήριον και μοι εδόθησαν προς φύλαξιν δύο άνδρες επίσημοι, μάγοι
από Ιερουσαλήμ καταγόμενοι, Ιωάννης και Πρόχορος ονομαζόμενοι, τους οποίους
έβαλον εις την φυλακήν· και γενομένης ανακρίσεως αυτών, ευρέθησαν ούτοι ένοχοι
πολλών και μεγάλων πονηρών πράξεων, ένεκα των οποίων απέστειλεν αυτούς πάλιν ο
άρχων εις την φυλακήν δια να προσαχθώσιν εις δευτέραν εξέτασιν· παραλαβών δε
εγώ τούτους ίνα μεταφέρω αυτούς εις την φυλακήν, δια μαγικής κακοτεχνίας
εξέφυγον ούτοι εκ των χειρών μου. Τούτο μαθών εις εκατόνταρχος, συμπαθών προς
εμέ, μου είπε: «Φύγε, άθλιε, και καταδίωξον αυτούς, διότι κακώς θα αποθάνης·
και εάν μεν εύρης αυτούς, επίστρεψον φέρων τούτους· εάν δε δεν τους εύρης, μήτε
συ να φανής εδώ· διότι εγώ γνωρίζω τον θυμόν του άρχοντος». Λαβών λοιπόν εγώ τα
χρήματα ταύτα, ανεχώρησα εκ της πατρίδος μου εγκαταλείψας την οικίαν και την
γυναίκα μετά των τέκνων μου· ιδού δε και η κατάθεσις και καταδίκη αυτών
(δεικνύων προς αυτούς φανταστικούς χάρτας)· καθώς δε επληροφορήθην παρά πολλών,
εις την πόλιν ταύτην ευρίσκονται ούτοι, και δια τούτο ήλθον εδώ· όθεν παρακαλώ
σας ελεήσατέ με και βοηθήσατέ με τον ξένον». Ταύτα ακούσαντες οι βασιλικοί
εκείνοι άνθρωποι παρά του φαινομένου συναδέλφου αυτών, απήντησαν: «Μη λυπείσαι,
ω φίλε· διότι οι άνθρωποι περί των οποίων λέγεις εδώ ευρίσκονται». Λέγει πάλιν
ο δαίμων: «Φοβούμαι πολύ μήπως δια μαγείας φύγωσι πάλιν· αλλά τούτο ποιήσατε, ω
φίλοι· αποκλείσατε αυτούς εις ένα οίκον χωρίς να γνωρίζη κανείς, και εκεί
θανατώσατε αυτούς, και λάβετε τα ολίγα ταύτα χρήματα τα οποία έχω ακόμη».
Απεκρίθησαν εκείνοι ειπόντες προς αυτόν: «Συμφέρει καλλίτερον εις σε να
συλλάβωμεν αυτούς, και να σου παραδώσωμεν αυτούς ζώντας· διότι εάν θανατωθώσιν
εδώ, πως θα επιστρέψης συ χωρίς αυτούς εις την πατρίδα σου»; Απήντησε προς
αυτούς ο δαίμων: «Θανατώσατε αυτούς, ω φίλοι, και δεν θέλω να ίδω πλέον την
πατρίδα μου». Ούτοι δε υπεσχέθησαν ίνα ποιήσωσι τούτο, δια να λάβωσι παρ’ αυτού
του δαίμονος τα κατά φαντασίαν φαινόμενα χρήματα. Γνωρίσας πάντα ταύτα δια της
Χάριτος του Αγίου Πνεύματος ο Ιωάννης, είπε προς με: «Τέκνον Πρόχορε, θέλω να
γνωρίζης και να ετοιμάζης την ψυχήν σου δια πειρασμούς· διότι πολλήν θλίψιν
ετοιμάζει εναντίον ημών ο δαίμων, ο οποίος μένει εις τον βωμόν της Αρτέμιδος.
Ιδού ήγειρε καθ’ ημών δύο βασιλικούς ανθρώπους, και ο Κύριος εφανέρωσεν εις εμέ
πάντα όσα ωμίλησε προς αυτούς ο δαίμων». Και μετ’ ολίγην ώραν ήλθον οι δύο
στρατιωτικοί άνθρωποι και συνέλαβον ημάς κατά την στιγμήν την οποίαν δεν
ευρίσκετο μαζί με ημάς ο Διοσκορίδης. Λέγει προς αυτούς ο Ιωάννης: «Δια ποίαν
αιτίαν εκρατήσατε ημάς»; Απήντησαν ούτοι: «Δια μαγικήν κακοτεχνίαν». Είπε πάλιν
ο Ιωάννης: «Και ποίος είναι ο κατηγορών ημάς περί τούτου»; Απεκρίθησαν οι
άνθρωποι εκείνοι: «Θα εισέλθητε πρώτον εις την φυλακήν και εκεί θα ίδητε και
τον κατήγορόν σας». Λέγει πάλιν ο Ιωάννης: «Δεν δύνασθε να κλείσητε ημάς εις
την φυλακήν, εάν δεν παρουσιάσητε πρώτον τους κατηγόρους ημών». Τούτο
ακούσαντες εκείνοι ερράπισαν αυτόν, και σύραντες ημάς μετέφερον όχι εις την
κοινήν φυλακήν, αλλ’ εις μίαν ιδιωτικήν οικίαν δια να μας θανατώσωσι κατά την
συμβουλήν του δαίμονος. Ακούσασα η Ρωμάνα τα γενόμενα και δραμούσα ανέφερεν εις
τον Διοσκορίδην· ούτος δε ευθέως ελθών εκεί όπου είμεθα αποκεκλεισμένοι, ημάς
μεν απέλυσεν εκ της φυλακής, προς δε τους φυλακίσαντας ημάς ωμίλησε λόγους
σκληρούς και κατηγορητικούς ειπών προς αυτούς, μεταξύ των άλλων, και τα εξής:
«Δεν επιτρέπεται εις σας να φυλακίζητε ανθρώπους ακατακρίτους χωρίς να υπάρχη
κατήγορος αυτών και μάλιστα όχι εις φανερόν τόπον και δημοσίαν φυλακήν, αλλ’
εις απόκρυφον οικίαν δια να κακοποιήσετε ή και να θανατώσητε αυτούς. Ιδού οι
άνθρωποι ούτοι θα παραμένωσιν εις τον οίκον μου, και όστις έχει δίκην κατ’
αυτών, ας έλθη να λάβη αυτούς και κατά τον νόμον ας κριθώσιν». Ελθόντες οι
στρατιώται εις τον τόπον εις τον οποίον εκάθητο προηγουμένως ο δαίμων εις σχήμα
δικαστικού υπαλλήλου, καθώς προείπομεν, και μη ευρόντες αυτόν, περιέπεσον εις
μεγάλην λύπην και στενοχωρίαν λέγοντες: «Επειδή δεν ευρίσκεται ο κατήγορος,
ημείς ως συκοφάνται θα θεωρηθώμεν παρά του Διοσκορίδου· και τούτο δεν θα είναι
χωρίς κίνδυνον δι’ ημάς, διότι είναι πολύ αυστηρός ούτος». Επί πολλήν ώραν
αναμείναντες εις το μέρος εκείνο οι στρατιώται, ήλθεν ο δαίμων εις το αυτό ως
και πρότερον σχήμα και διηγήθησαν εις αυτόν πάντα όσα εποίησαν, και ότι οι
ζητούμενοι ευρίσκονται εις την οικίαν του Διοσκορίδου. «Εάν λοιπόν έλθης και συ
μεθ’ ημών, είπον, λαμβάνομεν αυτούς». Ο δε δαίμων ηκολούθησεν αυτούς κλαίων και
οδυρόμενος δήθεν, και τους χάρτας βαστάζων της καταθέσεως και καταδίκης ημών·
συνήχθη δε και λαός πολύς και προς πάντας τούτους εξηγείτο ο δαίμων εκείνα τα
οποία προηγουμένως είχεν είπει προς τους στρατιώτας. Ταύτα ακούσας ο λαός και
πλησθείς θυμού, έδραμε με ατάκτους φωνάς εις την οικίαν του Διοσκορίδου, και
κτυπώντες τας θύρας αυτής ισχυρώς, έκραζον λέγοντες: «Ή παράδος εις ημάς τους
μάγους τούτους, ή και σε και τον οίκον σου θα κατακαύσωμεν· διότι αφού είσαι
άρχων της πόλεως ταύτης, δεν πρέπει να υποστηρίζης και να ενισχύης τοιούτους
μάγους και κακοποιούς ανθρώπους». Βλέπων ο Ιωάννης την ορμήν και μανίαν του
πλήθους, είπε προς τον Διοσκορίδην: «Ημείς, αδελφέ, ούτε δια χρήματα, ούτε δια
τα σώματα ημών ενδιαφερόμεθα· διότι εδιδάχθημεν να βαστάζωμεν τον Σταυρόν καθ’
ημέραν και να ακολουθώμεν τον Χριστόν». Είπε δε ο Διοσκορίδης: «Ιδού η οικία
μου· ας αναφθή το πυρ και ας κατακαή μαζί με εμέ και τον υιόν μου, μόνον τον
Χριστόν να κερδήσωμεν». Λέγει προς αυτόν ο Ιωάννης: «Ούτε συ, ούτε ο οίκος σου
ούτε έτερον τι εκ των πραγμάτων σου θα απολεσθή· μόνον παράδος ημάς εις τους
ανθρώπους τούτους». Μη θέλοντος δε του Διοσκορίδου, ίνα παραδώση ημάς, είπε
προς αυτόν ο Ιωάννης: «Η συγκέντρωσις αύτη του λαού εις αγαθόν θα οδηγήση τους
περισσοτέρους εξ αυτών· έκβαλε λοιπόν ημάς εκ της οικίας σου και παράδος εις
αυτούς· σεις δε ησυχάσατε εις τον οίκον σας, και θα ίδητε την δόξαν του Θεού».
Καταβιβάσας λοιπόν ημάς εκ της οικίας του ο Διοσκορίδης, παρέδωκεν εις το
πλήθος του λαού· κρατούμενοι δε υπ’ αυτών και συρόμενοι, διήλθομεν και εκ του
ναού της Αρτέμιδος, περί του οποίου ηρώτησεν ο Ιωάννης: «Τίνος είναι ο μέγιστος
ούτος ναός»; Εκείνοι δε είπον: «Της Αρτέμιδος ιερόν είναι»· παρεκάλεσε δε ο
Ιωάννης ίνα σταθώσιν ολίγον εις τον τόπον εκείνον· και υψώσας τας χείρας προς
τον ουρανόν παρεκάλει τον Θεόν εκτενώς με στεναγμούς αλαλήτους, όπως καταπέση ο
ειδωλικός εκείνος ναός, άνθρωπος όμως κανείς να μη πάθη κακόν· αμέσως δε
επληρώθη η δέησις αυτού, και κατέπεσε το περισσότερον μέρος του ναού. Τότε ο
Ιωάννης είπε προς τον δαίμονα τον παραμένοντα εις τον ναόν εκείνον της
Αρτέμιδος: «Προς σε λέγω, το πνεύμα το ακάθαρτον, το παραμένον εις τον ναόν της
Αρτέμιδος», είπε δε ο δαίμων: «Τι είναι»; Λέγει προς αυτόν ο του Κυρίου
Απόστολος: «Ειπέ πόσους χρόνους έχεις όπου κατοικείς ενταύθα, και εάν συ τους
στρατιώτας τούτους και τον λαόν εξήγειρας εναντίον ημών ομολόγησον»· ο δε
δαίμων, βιαζόμενος υπό της θείας δυνάμεως, έκραξε: «Χρόνους μεν έχω ενταύθα
διακοσίους τεσσαράκοντα εννέα, πάντας δε τούτους εγώ εξήγειρα εναντίον σας».
Είπε πάλιν προς αυτόν ο Ιωάννης: «Παραγγέλλω εις σε, εν τω ονόματι Ιησού
Χριστού του Ναζωραίου, να μη κατοικήσης πλέον εις τον τόπον τούτον». Και ευθέως
εξήλθεν ο δαίμων από της πόλεως. Ταύτα ως είδε και ήκουσεν ο λαός, έλαβε πάντας
αυτούς θάμβος και έκτασις, και οι περισσότεροι εξ αυτών κατ’ αυτήν την ώραν
επίστευσαν εις τον Χριστόν όσοι ήσαν άξιοι σωτηρίας· οι δε λοιποί παραλαβόντες
ημάς παρέδωκαν εις τον ανθύπατον (διοικητήν της πόλεως), έχοντες συμβοηθούντα
αυτούς και Ιουδαίον τινά, Μαρεώνα ονόματι, ο οποίος μεγάλως ηγωνίζετο δια να
θανατώσουν ημάς, και όστις εβεβαίωνε τον άρχοντα, ότι πραγματικώς υπάρχομεν
μάγοι και ότι από την Καισάρειαν ήλθε βασιλικός άνθρωπος φέρων τας κατηγορίας
των μαγειών ημών. Και ταύτα ακούσας ο άρχων, διέταξεν ίνα κλεισθώμεν ημείς εις
την φυλακήν, απέστειλε δε ανθρώπους προς ανεύρεσιν του κατηγόρου ημών, τον
οποίον μετά κήρυκος (διαλαλητού) επί τρεις ημέρας ναζητήσαντες καθ’ όλην την
πόλιν και ουδαμού ευρόντες αυτόν, είπεν ο άρχων: «Εγώ ξένους ανθρώπους, μη υπάρχοντος
κατηγόρου ίνα βεβαιώση τας κατηγορίας, δεν δύναμαι ούτε ανέχομαι να τιμωρήσω ή
να κρατώ εις την φυλακήν»· και αποστείλας απέλυσεν ημάς. Όμως πολλοί της πόλεως
κάτοικοι διετέλουν εν οργή δια την κατάπτωσιν του ναού της Αρτέμιδος και επειδή
πολλά σημεία και τέρατα εγένοντο δια του Ιωάννου, ένεκα των οποίων πλήθος
άπειρον λαού υπήκουσαν προσελθόντες εις την πίστιν του Χριστού, καταφρονήσαντες
την λατρείαν των ειδώλων, δια τούτο δι’ αναφοράς κατοίκων τινών της Εφέσου
ανεφέρθησαν πάντα ταύτα εις τον τότε βασιλέα της Ρώμης Δομετιανόν, όστις
εβασίλευεν εκεί εν έτει πβ΄ (82) μετά της προσθήκης, ότι εις τας μαγικάς τέχνας
των καλουμένων Χριστιανών ακολουθήσαντες οι περισσότεροι των κατοίκων αθετούσι
μεν τους νόμους των βασιλέων, καταφρονήσαντες δε και των μεγάλων θεών το σέβας,
κατέστρεψαν τους επισημοτέρους και μεγαλυτέρους ναούς και τα ιερά αυτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου