α΄ Τα καθ’ οδόν
προς την εξορίαν θαύματα αυτού.
Ταύτα μαθών ο Δομετιανός απέστειλε δέκα αξιωματικούς μετά ικανού αριθμού
στρατιωτών και διαταγής οριζούσης όπως εξορίσωσιν ημάς εις την νήσον Πάτμον, να
εξετάσωσι δε ακριβώς περί της καταστάσεως των της πόλεως Εφέσου ναών και
αρχαίων νομοθετημάτων και συνηθειών, και να αναφέρωσι εις αυτόν περί πάντων
τούτων. Προφθάσας όμως ο Κύριος δι’ οράματος εγνώρισε πάντα ταύτα προς τον
Ιωάννην ειπών: «Πρέπει να πειρασθής και δοκιμασθής πολύ· και θα εξορισθής εις
μίαν νήσον, η οποία έχει μεγάλην ανάγκην της παρουσίας σου». Μετ’ ολίγας λοιπόν
ημέρας, ελθούσης της βασιλικής διαταγής, συνελήφθημεν υπό των απεσταλμένων
αξιωματικών, οι οποίοι προς μεν τον Ιωάννην εφέρθησαν πολύ σκληρώς δέσαντες
αυτόν δια σιδήρων και αλύσεων ασφαλώς, και λέγοντες: «Ούτος είναι ο μάγος ο
δεινός ο ποιών τας μαγείας», εις εμέ δε πληγάς αρκετάς δώσαντες και φοβερισμούς
πολλούς ειπόντες, με άφησαν ελεύθερον. Αφού ανήλθομεν εις το πλοίον, έκαστος εκ
των στρατιωτών εξέλεξε το μέρος του, ημάς δε διέταξαν ίνα καθήμεθα εις το μέσον
των στρατιωτών χάριν ασφαλείας· έδιδον δε εις ημάς καθ’ ημέραν εξ ουγγίας (225
γραμμάρια) άρτου, μίαν κοτύλην (300 περίπου γραμμάρια) όξους, και ένα ξέστην
(900-1000 γραμμάρια) ύδατος, εκ των οποίων ολίγα τινά λαμβάνων ο Ιωάννης, έδιδε
τα άλλα εις εμέ. Όμως οι αξιωματικοί ούτοι δεν ήθελον ίνα ταξιδεύση το πλοίον
κατ’ ευθείαν προς την Πάτμον δια τινας σκοπούς ιδικούς των, αλλ’ εις έκαστον
λιμένα σταθμεύοντες, εξώδευον αρκετόν καιρόν. Την επομένην ημέραν της αναχωρήσεως
ημών, ενώ εταξιδεύομεν, εκάθισαν οι αξιωματικοί μετά των στρατιωτών ίνα
φάγωσιν, έχοντες πολυτελεστάτην τράπεζαν πλήρη διαφόρων φαγητών· αφού δε έφαγον
και έπιον, ήρχισαν να παίζωσι και με φωνάς ατάκτους και κρότους να ανακράζωσι.
Κατ’ εκείνην την ώραν εις εκ των στρατιωτών, νέος κατά την ηλικίαν, δραμών προς
την πρώραν του πλοίου δια τινα υπηρεσίαν, εξ απροσεξίας έπεσεν εις την θάλασσαν·
ήτο δε και ο πατήρ αυτού εντός του πλοίου, ο οποίος ιδών τον υιόν του πεσόντα
εις την θάλασσαν, ηθέλησε να ρίψη και αυτός τον εαυτόν του εκ της πολλής του
λύπης· όμως ημποδίσθη υπό των εντός του πλοίου συντρόφων του να πράξη τούτο.
Ήτο λοιπόν θρήνος μέγας και οδυρμός πολύς εντός του πλοίου δια τον θάνατον του
νεανίου· ελθόντες δε μερικοί εξ αυτών εις τον τόπον όπου εκαθήμεθα ημείς
ησφαλισμένοι, λέγουσι προς τον Ιωάννην: «Ιδού, άνθρωπε, πάντες ημείς πενθούμεν
δια το κακόν όπου έγινεν εις ημάς, και πως μόνον συ αντί να λυπήσαι έγινες
πλέον ευθυμότερος»; Απεκρίθη προς αυτούς ο Ιωάννης: «Και τι θέλετε ίνα ποιήσω»;
Λέγουσιν εις αυτόν: «Ό,τι δύνασαι βοήθησον ημίν». Λέγει πάλιν ο Ιωάννης προς
τον μεγαλύτερον εξ αυτών: «Ποίον θεόν προσκυνείς»; Εκείνος δε απεκρίθη: «Τον
Απόλλωνα, τον Δία και τον Ηρακλέα». Είτα λέγει προς τον δεύτερον: «Συ δε ποίον
θεόν σέβεσαι»; Απήντησεν εκείνος: «Τον Ασκληπιόν, τον Ερμήν και την Ήραν», και
ούτω καθεξής έκαστος κατά σειράν ωμολόγει την πλάνην του. Λέγει λοιπόν προς
αυτούς ο του Κυρίου Απόστολος: «Και οι τοσούτοι θεοί σας δεν δύνανται να
παρουσιάσωσι πάλιν ζώντα τον πνιγέντα και σας να διαφυλάξωσι χωρίς λύπην»;
Εκείνοι δε απεκρίθησαν: «Επειδή είμεθα αμαρτωλοί και δεν φυλάττομεν καθαρότητα
προς αυτούς, δια τούτο μάς τιμωρούσιν οι θεοί». Λυπηθείς ο Ιωάννης δια τον
πνιγμόν του στρατιώτου, και δια την πλάνην και την θλίψιν των εν τω πλοίω ευρισκομένων,
είπε προς με: «Τέκνον Πρόχορε, εγείρου και δος εις εμέ την χείρα σου», διότι
ένεκα των σιδήρων δια των οποίων ήτο δεδεμένος, δεν ηδύνατο να εγερθή. Δώσας
λοιπόν εγώ την χείρα μου προς αυτόν, ηγέρθη και εστάθη εις το χείλος του
πλοίου, και κτυπήσας τα σίδηρα και στενάξας μετά δακρύων, είπε: «Ο Θεός των
αιώνων, ο των απάντων δημιουργός, ου τω νεύματι πάσα η των κτισμάτων έπεται
φύσις, ο μόνος παντοδύναμος και παμβασιλεύς, Ιησού Χριστέ, ο την προς ημάς και
δι’ ημάς οικονομίαν πληρών, ο ευδοκήσας περιπατήσαι επί θαλάσσης ως επί εδάφους
αβρόχοις ποσίν, ο επαγγειλάμενος ημίν αιτείν παρά σου ολοψύχως και λαμβάνειν
μεγαλοδώρως· αυτός, Δέσποτα, παρά του σου Ιωάννου ικετευόμενος, τάχυνον
εισακούσαί μου». Μόλις ετελείωσε την προσευχήν ταύτην ο Απόστολος, αίφνης
γίνεται βρασμός της θαλάσσης μέγας, ώστε παρ’ ολίγον να κινδυνεύσωμεν πάντες,
και εν μέγα κύμα υψωθέν εκ δεξιών του πλοίου έρριψε τον παίδα ζώντα παρά τους
πόδας του Ιωάννου· τούτο ιδόντες οι άνθρωποι του πλοίου, πεσόντες επί πρόσωπον
προσεκύνησαν αυτόν λέγοντες: «Αληθώς ο Θεός σου είναι Θεός ουρανού και γης και
θαλάσσης». Έλυσαν λοιπόν εκ των αλύσεων τον Ιωάννην και είμεθα πλέον ελεύθεροι
διάγοντες μετά μεγάλης προς αυτούς παρρησίας. Πλέοντες προς τα εμπρός,
εφθάσαμεν εις μίαν χώραν ονομαζομένην Κατοικίον, ένθα αράξαντες το πλοίον,
εξήλθον πάντες εις την ξηράν μείναντες μόνον ημείς μετά των φυλάκων εις το
πλοίον· περί δε την δύσιν του ηλίου επιστρέψαντες, έκριναν καλόν οι ναύται ίνα
αναχωρήσωμεν εκείθεν· όθεν και εξελθόντες επλέομεν. Κατά δε το μεσονύκτιον
γίνεται μεγάλη τρικυμία εις την θάλασσαν, ένεκα της οποίας εκινδύνευε το
πλοίον, και πάντες ανεμένομεν τον θάνατον. Τούτο βλέποντες οι επί κεφαλής των
στρατιωτών αξιωματικοί, είπον προς τον Ιωάννην: «Άνθρωπε του Θεού, τον νεκρόν
κατά παράδοξον τρόπον ανεβίβασας ζώντα εκ του βυθού της θαλάσσης δια της
προσευχής σου· παρακάλεσον λοιπόν και τώρα τον Θεόν σου δια να παύση την
τρικυμίαν, διότι κινδυνεύομεν να καταποντισθώμεν». Είπε δε προς αυτούς ο
Ιωάννης: «Ησυχάσατε και καθίσατε έκαστος εις τον τόπον αυτού»· επειδή δε η
τρικυμία εγίνετο ακόμη περισσοτέρα, εγερθείς ο Ιωάννης προσηυχήθη, και έπαυσεν
αμέσως ο άνεμος και ησύχασεν η θάλασσα. Αφού εφθάσαμεν και εσταθμεύσαμεν εις
τον τόπον τον λεγόμενον «Μύρων», ησθένησεν εκεί εις εκ των αξιωματικών παθών
από δυσεντερίαν, ένεκα της οποίας ασθενείας εκινδύνευε να αποθάνη, και δια την
οποίαν αιτίαν εμείναμεν εκεί επτά ημέρας· την δε ογδόην ημέραν ήρχισαν
φιλονικούντες αναμεταξύ των οι επί κεφαλής των στρατιωτών, και άλλοι μεν
έλεγον, ότι δεν πρέπει να βραδύνωμεν παραμένοντες εις τον τόπον εκείνον και να
αμελώμεν εις την εκτέλεσιν της βασιλικής προσταγής, άλλοι δε έλεγον, ότι δεν
πρέπει να εγκαταλείψωμεν εκεί τον ασθενούντα σύντροφόν μας· αλλά και να τον
λάβωμεν εις το πλοίον εις οποίαν κατάστασιν ευρίσκεται, δεν είναι δίκαιον,
διότι θα αποθάνη πάντως εντός αυτού. Τότε λέγει προς με ο Ιωάννης: «Ύπαγε,
τέκνον Πρόχορε, και ειπέ εις τον ασθενούντα άνθρωπον, ότι είπεν ο Ιωάννης ο
Απόστολος του Χριστού, ίνα έλθης προς αυτόν υγιής». Απήλθον λοιπόν και είπον
ταύτα προς τον ασθενούντα, όστις αμέσως εγερθείς ως να μη είχεν ασθένειάν τινα
με ηκολούθησε και ήλθε προς τον Ιωάννην, ο οποίος είπε προς αυτόν: «Ομίλησον
εις τους συντρόφους σου ίνα αναχωρήσωμεν απ’ εδώ», αμέσως δε ο μη φαγών επτά
ημέρας και εις κίνδυνον μέγαν ευρισκόμενος μεταβάς μετά χαράς παρεκίνει τους
συντρόφους του δια να αποπλεύσωμεν εκείθεν. Τούτο δε το θαύμα ιδόντες οι
αξιωματικοί μετά των στρατιωτών και πάντες οι εν τω πλοίω προσέπεσον εις τους
πόδας του Αποστόλου λέγοντες προς αυτόν: «Ιδού πάσα η γη είναι εις την διάθεσίν
σου, και πήγαινε όπου θέλεις· διότι εβεβαιώθημεν ότι είσαι υπηρέτης του
αληθινού Θεού». Ο δε Ιωάννης είπε προς αυτούς: «Όχι, τέκνα μου, δεν πρέπει να
γίνη ούτως, αλλά να με οδηγήσητε εκεί όπου έχετε διαταγήν, δια να μη τιμωρηθήτε
παρά του βασιλέως, όστις προς τούτο σας απέστειλεν». Όθεν κατηχηθέντες υπ’
αυτού, εβαπτίσθησαν άπαντες κατ’ εκείνην την ημέραν· και αναχωρήσαντες εκείθεν
εφθάσαμεν εις την νήσον Πάτμον και εισήλθομεν εις μίαν πόλιν αυτής ονομαζομένην
Φλωράν, εις τας αρχάς της οποίας, κατά την διαταγήν του βασιλέως, παρέδωκαν
ημάς οι αξιωματικοί, οι οποίοι δεν ήθελον να αποχωρισθώσιν, αλλ’ ήθελον να
μένωσι μεθ’ ημών. Όμως ο Ιωάννης είπε προς αυτούς: «Ω τέκνα, προσέχετε να μη
εκπέσητε μόνον από την χάριν την οποίαν ελάβετε, και κανείς τόπος δεν δύναται
να σας βλάψη». Μείναντες λοιπόν ομού με ημάς δέκα ημέρας, κατά τας οποίας
εδιδάσκοντο υπό του Ιωάννου, ύστερον επευξάμενος και ευλογήσας αυτούς, απέλυσεν
εν ειρήνη, παραδώσας αυτούς εις τον Θεόν τον οποίον επίστευσαν· ότι Αυτώ πρέπει
δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου