β΄ Περί του
Μύρωνος και του υιού αυτού Απολλωνίδου.
Εις την πόλιν Φλωράν υπήρχεν άνθρωπός τις πλούσιος, ονόματι Μύρων, έχων
γυναίκα ονομαζομένην Φωνήν και τρεις υιούς ρήτορας, εκ των οποίων ο μεγαλύτερος
είχε δαιμόνιον πνεύμα πύθωνος. Ούτος λοιπόν ο Μύρων, ιδών ημάς, έλαβεν εις τον
οίκον αυτού· ως δε εγνώρισεν ο δαίμων την έλευσιν ημών, φοβούμενος ίνα μη
διωχθή υπό του Ιωάννου, παρέσυρε και απεμάκρυνε τον νέον μακράν της πόλεως.
Ιδών δε ο Μύρων ότι έφυγεν ο υιός αυτού μόλις εισήλθομεν ημείς εις την οικίαν,
λέγει προς την γυναίκα αυτού: «Ούτοι οι άνθρωποι, εάν ήσαν καλοί, δεν θα
συνέβαινεν εις ημάς το δυστύχημα τούτο, μόλις εισήλθον αυτοί εις τον οίκον μας·
πλην ως φαίνεται και καθώς πολλοί λέγουσιν, είναι μάγοι, και μαγεύσαντες τον
οίκον ημών, εδίωξαν εξ αυτού τον υιόν μας». Απεκρίθη η γυνή αυτού: «Και αφού οι
άνθρωποι ούτοι είναι καθώς λέγεις, διατί δεν διώκεις αυτούς εκ του οίκου ημών,
μήποτε διώξωσι και τους άλλους υιούς μας»; Ο δε Μύρων είπε: «Δεν διώκω αυτούς
τώρα όπου έπραξαν το κακόν, αλλά θα τους φοβερίσω και θα τους βάλω εις θλίψιν
δια να αναγκασθώσι να επαναφέρωσι ζώντα τον υιόν μας, και τότε θα τιμωρήσω
αυτούς πικρώς», ήτο δε ο Μύρων πενθερός του ηγεμόνος της Πάτμου. Εγνώρισε δε ο
Ιωάννης δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος πάντα όσα είπεν ο Μύρων προς την
γυναίκα αυτού, και λέγει προς με: «Τέκνον Πρόχορε, γνώριζε ότι ο Μύρων
σκέπτεται κακά εναντίον ημών· ας υποφέρωμεν λοιπόν τους πειρασμούς· διότι κατ’
αυτόν τον τρόπον εις ημάς μεν ο μισθός θα πλεονάση, εις δε τους ανθρώπους
τούτους ο φωτισμός του Χριστού θα αναλάμψη». Ενώ λοιπόν ταύτα ημείς
συνωμιλούμεν προς αλλήλους, ήλθεν επιστολή προς τον Μύρωνα, αποσταλείσα παρά
του έχοντος το δαιμόνιον μεγαλυτέρου υιού αυτού, η οποία έγραφεν ούτω: «Προς
τον ιδικόν μου κύριον και πατέρα Μύρωνα, Απολλωνίδης ο ρήτωρ. Γνώριζε, πάτερ
μου, ότι Ιωάννης ο μάγος, τον οποίον εδέχθης εις τον οίκον σου, μαγείας κακάς
μεταχειρισθείς, αντί της καλλίστης φιλοξενίας, στέρησιν του τέκνου σας ο άθλιος
σας προυξένησε· διότι το πονηρόν πνεύμα, όπου εκείνος έστειλεν εις εμέ, μεγάλως
με ετάραξε και μέχρι της πόλεως ταύτης με κατεδίωξε· ενταύθα δε συναντήσας τον
καθαρώτατον Κύνωπα, και διηγηθείς εις αυτόν την συμφοράν μου, μοι είπεν ούτος,
ότι αδύνατον αλλέως να επανέλθω εις τον οίκον μου ή να γίνω κύριος της πατρικής
κληρονομίας ή να απολαύσω της αγάπης των αδελφών μου, εάν δεν παραδώσητε πρώτον
εις τα θηρία να φάγωσι τον Ιωάννην τον εξόριστον, τον μάγον και διδάσκαλον των
Χριστιανών. Σπεύσον λοιπόν, πάτερ μου, προς τον θάνατον του Ιωάννου, δεικνύων
ούτω προς εμέ το τέκνον σου αγάπην και ενδιαφέρον. Υγίαινε». Ταύτην την
επιστολήν λαβών και αναγνώσας ο Μύρων, έκλεισεν ημάς αμέσως εις ασφαλές μέρος
της οικίας του· αυτός δε μεταβάς εις τον ηγεμόνα ενεχείρισε προς αυτόν την
επιστολήν, την οποίαν αναγνώσας εκείνος εταράχθη μεγάλως και εθύμωσεν εναντίον
ημών· περισσότερον δε διότι εντός της επιστολής περιείχετο και το όνομα του
Κύνωπος, τον οποίον πάντες οι κάτοικοι της Πάτμου είχον ως θεόν δια τα μαγικά
αυτού κατορθώματα και εμπαίγματα. Πιστεύσας λοιπόν εις ταύτα ο ηγεμών, διέταξεν
ίνα ρίψωσιν ημάς εις τα θηρία· και αποστείλας στρατιώτας, παρέλαβεν ημάς εκ της
κατοικίας του Μύρωνος και μας έκλεισεν εις την φυλακήν. Μετά τρεις ημέρας παρουσιάσας
ημάς εις το κριτήριον αυτού ο ηγεμών, είπε προς τον Ιωάννην: «Ο μεν
μεγαλειότατος και ενδοξότατος βασιλεύς ημών, αν και υπήρχες ένοχος και άξιος
καταδίκης, όμως φιλανθρωπίαν άκραν μεταχειρισθείς, εις εξορίαν σε έστειλεν εδώ,
δια σωφρονισμόν και αλλαγήν των κακών σου τρόπων· καθώς όμως πάντες βλέπουσι
τώρα, συ εις πολύ μεγαλυτέραν κακίαν ανέβης, ώστε και τους ευεργέτας σου να
επιβουλεύης. Ποίαν λοιπόν τέχνην μετεχείσθης και εδίωξας εκ της οικίας του τον
γυναικάδελφόν μου; Ομολόγησον προ του σε βασανίσω· ειπέ δε εις ημάς και ποίας
θρησκείας υπάρχεις». Αποκριθείς δε ο Ιωάννης είπεν: «Εξ Ιεροσολύμων κατάγομαι,
και είμαι δούλος του Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού του σταυρωθέντος δια τας
αμαρτίας των ανθρώπων, και αναστάντος τη Τρίτη ημέρα, και αποστείλαντος εμέ ίνα
ευαγγελίζωμαι πανταχού την δόξαν και το φως της αυτού επιγνώσεως». Λέγει προς
αυτόν ο ηγεμών: «Δια την ψυχρολογίαν σου ταύτην εστάλης εδώ εξορίαν, και ακόμη
επιμένεις εις την πλάνην αυτήν; Παύσον, μιαρώτατε, την ανόητον ταύτην διδαχήν·
μάθε να τιμάς τους αθανάτους θεούς και μη θεοποιείς άνθρωπον ο οποίος εθανατώθη
δια τας πολλάς του αταξίας. Λοιπόν μη πολυλογής, αλλά συντόμως να επαναφέρης
τον συγγενή μου εις την οικίαν του». Απεκρίθη ο Ιωάννης προς τον ηγεμόνα: «Δια
να παύσω εγώ από την διδαχήν ταύτην είναι αδύνατον· διότι πάσα η ελπίς της
σωτηρίας μου εξ αυτής εξαρτάται. Περί δε του ρήτορος Απολλωνίδου ουδεμίαν
ενοχήν γνωρίζω εις τον εαυτόν μου· εάν όμως θέλης αυτόν, ας έλθη προς σε· διότι
τώρα θα αποστείλω τον μαθητήν μου δια να φέρη εδώ τον Απολλωνίδην και ό,τι
αυτός έχει εναντίον ημών, να είπη ενώπιόν σου». Τότε διέταξεν ο ηγεμών να γίνη
ούτω, τον δε Ιωάννην να δέσωσι με αλύσεις και να κλείσωσιν εις την φυλακήν.
Είπε δε ο Ιωάννης προς τον ηγεμόνα: «Παρακαλώ, επιτρέψατε πρώτον εις εμέ ίνα
γράψω επιστολήν προς τον Απολλωνίδην, και ύστερον δέσατέ με δια των σιδήρων». Ο
δε ηγεμών, νομίσας ότι δια της επιστολής ταύτης ο Ιωάννης θέλει να λύση τον
Απολλωνίδην εκ της μαγείας, επέτρεψε την γραφήν της επιστολής. Όθεν έγραψεν ο
Ιωάννης ούτως: «Ιωάννης ο Απόστολος του Χριστού προς το πνεύμα του πύθωνος, το
οποίον κατοικεί εις Απολλωνίδην τον ρήτορα· παραγγέλλω σοι εν ονόματι του Ιησού
Χριστού, να εξέλθης από του πλάσματος του Θεού, και να μη εισέλθης πλέον εις
αυτόν μήτε εις άλλον άνθρωπον, αλλ’ έξω της νήσου ταύτης εις ερήμους τόπους να
είσαι δια παντός». Ταύτην την επιστολήν λαβών εγώ παρά του Ιωάννου μετέβην
αμέσως εις τον τόπον εις τον οποίον ήτο ο Απολλωνίδης· ήτο δε το διάστημα έξ
μιλίων η απόστασις· ερευνήσας λοιπόν και ευρών αυτόν, μόλις επλησίασα, ευθύς το
ακάθαρτον πνεύμα εξήλθεν απ’ αυτού· είπε δε προς με ο Απολλωνίδης: «Διατί
εκοπίασας να έλθης μέχρις εδώ, μαθητά του αγαθού διδασκάλου»; Απήντησα εγώ προς
αυτόν: «Ήλθον προς αναζήτησίν σου, ω σοφώτατε, δια να επιστρέψης υγιής και
καλώς έχων προς τους γονείς και συγγενείς σου». Αφού εξήλθε το δαιμόνιον εκ του
Απολλωνίδου, ησύχασεν ούτος κατά την ψυχήν και ήτο πλήρης χαράς· διέταξε δε να
ετοιμασθή δι’ εμέ μεν ημίονος, δια τον εαυτόν του δε ίππος· ανελθόντες δε επ’
αυτών επεστρέψαμεν εις την πόλιν Φλωράν. Μόλις εισήλθομεν εις την πόλιν, με
ηρώτησεν ο Απολλωνίδης: «Που ευρίσκεται ο διδάσκαλος»; Εγώ δε είπον προς αυτόν,
ότι «εις την φυλακήν σιδηροδέσμιον έκλεισεν αυτόν ο ηγεμών δια την ιδικήν σου
φυγήν και απουσίαν»· τούτο δε ακούσας εκείνος, δρομαίως ακολουθούντος εμού,
έφθασεν εις την φυλακήν· και ιδών αυτόν ο δεσμοφύλαξ προσεκύνησε και ήνοιξε την
φυλακήν, εις την οποίαν εισελθόντες και ιδών ο Απολλωνίδης τον Ιωάννην με τας
αλύσεις ερριμμένον εις την γην, έπεσε και προσεκύνησεν αυτόν· είτα δε εγερθείς,
έλυσεν αυτόν από τα σίδηρα και λαβών τούτον εξήλθεν εκ της φυλακής, ειπών προς
τον δεσμοφύλακα: «Εάν σε ερωτήση τις, ειπέ ότι εγώ ο Απολλωνίδης απέλυσα τον
άνδρα τούτον». Λαβών δε ημάς εισήγαγεν εις τον οίκον αυτού, όπου ήσαν οι γονείς
και οι αδελφοί αυτού πενθούντες και κλαίοντες δια την φυγήν τούτου, και τον
οποίον μόλις είδον εχάρησαν χαράν μεγάλην, και εγερθέντες κατεφίλουν αυτόν μετά
δακρύων. Ηρώτησεν αυτόν ο πατήρ αυτού ειπών: «Δια ποίαν αιτίαν ανεχώρησας και
κατελύπησας ημάς»; Τότε ο Απολλωνίδης διηγήθη προς αυτούς άπαντα καταλεπτώς, και
με ποίον τρόπον το πονηρόν πνεύμα του πύθωνος επέπεσεν εις αυτόν, και πως μόλις
εισήλθεν ο Ιωάννης εις τον οίκον εδίωξεν αυτόν το πονηρόν πνεύμα, λέγον ότι
είναι μάγος και ζητεί να αποκτείνη αυτόν, και ότι δεν επέτρεπεν εις αυτόν ο
δαίμων ίνα επιστρέψη εις την οικίαν των, προσθέσας εν τέλει, ότι «μόλις είδον
τον μαθητήν του Ιωάννου πλησίον μου, αμέσως έφυγεν απ’ εμού το βάρος του
δαίμονος και η ενόχλησις των λογισμών, και μεγάλην ανακούφισιν και ελαφρότητα
έλαβεν η ψυχή μου· διότι είδον το πονηρόν πνεύμα να εξέρχηται εκ του στόματός
μου κατά τον ίδιον τρόπον με τον οποίον εισήλθεν εις εμέ». Είπε δε ο Ιωάννης
προς αυτόν: «Θέλεις, τέκνον, να ίδης την δύναμιν του Εσραυρωμένου; Γνώριζε ότι
με την δύναμιν αυτού ημείς όχι μόνον κατά πρόσωπον ελέγχομεν τους ακαθάρτους
δαίμονας, αλλά και δι’ επιστολής τούτους αποδιώκομεν». Και λαβών παρ’ εμού την
κατά του δαίμονος αποσταλείσαν δι’ εμού επιστολήν, έδειξεν αυτήν προς τον
Απολλωνίδην· ούτος δε αναγνώσας εκράτησεν αυτήν· και παραλαβών αυτόν, τον
πατέρα και τους αδελφούς αυτού μετέβημεν όλοι ομού εις τον ηγεμόνα, προς τον
οποίον ο Απολλωνίδης διηγήθη τα υπό του δαίμονος συμβάντα εις αυτόν πάντα, και
ότι δια της βοηθείας του Ιωάννου ηλευθερώθη από του πονηρού πνεύματος· ταύτα δε
ακούσας ο ηγεμών εθαύμασε και ηυλαβήθη κατά πολλά τον Ιωάννην, αφήσας ημάς
ελευθέρους. ΚΚαθημένων δε ημών εις τον οίκον του Μύρωνος, κατήχησεν ο Ιωάννης
πάντας τους εις αυτόν υπάρχοντας, οι οποίοι παρεκάλουν αυτόν ίνα βαπτίση αυτούς·
και διδάξας αυτούς ικανώς τα της ευσεβείας μυστήρια, εβάπτισε πάντας εις το
όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, του ενός Θεού, και
εγένετο μεγάλη χαρά και αγαλλίασις εν Χριστώ εις την οικίαν του Μύρωνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου