γ΄ Περί της
θυγατρός του Μύρωνος.
Η γυνή του ηγεμόνος καθώς προείπομεν, ήτο θυγάτηρ του Μύρωνος· αύτη δε ιδούσα τους γονείς και τους αδελφούς της πιστεύσαντας εις τον Χριστόν, εζήλωσεν επί καλώ και λέγει προς τον άνδρα αυτής: «Ιδού όλος ο οίκος του πατρός μου επίστευσεν εις τον Εσταυρωμένον, τον οποίον κηρύττει ο Ιωάννης· αποφάσισον λοιπόν να πιστεύσωμεν και ημείς δια να δοξασθή ο οίκος ημών μαζί με τον οίκον του πατρός μου». Είπε δε ο ηγεμών Λαυρέντιος προς Χρυσίππην την γυναίκα αυτού: «Ω γύναι· έως ότου είμαι εις την αρχήν και εξουσίαν ταύτην, δεν δύναμαι να πράξω αυτό το οποίον λέγεις και να γίνω Χριστιανός». Λέγει προς αυτόν η γυνή: «Τώρα μάλιστα, όπου έχεις εξουσίαν, πολύ καλλίτερον δύνασαι να πράξης τούτο· διότι θα είσαι συγχρόνως φρουρός και βοηθός των πιστών». Απεκρίθη ο ηγεμών λέγων: «Γνώριζε, ω γύναι, ότι την θρησκείαν των Χριστιανών πάντες αποστρέφονται και καταδιώκουσιν. Εάν λοιπόν γίνη αυτό, το οποίον λέγεις, αμέσως θα δημιουργηθώσι διαιρέσεις και σχίσματα, και συναχθέντες άπαντες θα κατακαύσωσιν ημάς, ή και μεταβαίνοντες εις τον βασιλέα θα καταγγείλωσιν ημάς προς βλάβην ημών. Προτιμότερον λοιπόν να μένω προσποιούμενος τον ειδωλολάτρην, και κρυφίως να υποστηρίζω και βοηθώ τους πιστεύοντας εις τον Χριστόν, και μετά την συμπλήρωσιν του χρόνου της ηγεμονίας, τότε γίνομαι και εις το φανερόν Χριστιανός λαμβάνων το άγιον Βάπτισμα. Συ λοιπόν λάβε τον υιόν μας και ύπαγε εις τον οίκον του πατρός σου· και αφού διδαχθής ακριβώς υπό του Ιωάννου τα δόγματα της Χριστιανικής πίστεως, βαπτίσθητι μετά του τέκνου ημών. Πρόσεχε όμως, ω γύναι, να μη καταφρονήσης κανενός εκ των όσων ακούσης παρά του Ιωάννου, μηδέ εις εμέ να λέγης εκείνα τα οποία παρ’ αυτού μανθάνεις μυστήρια, αλλά φύλαττε ταύτα μυστικά δια τον εαυτόν σου, έως ότου έλθη ο κατάλληλος καιρός». Ταύτα ακούσασα η Χρυσίππη παρά του ανδρός αυτής, και παραλαβούσα τον υιόν της, ήλθεν εις τον οίκον του Μύρωνος· και εισελθούσα προσεκύνησε πρώτον τον Ιωάννην και είτα τους γονείς και τους αδελφούς αυτής· είπε δε προς αυτήν ο Ιωάννης: «Δια ποίαν αιτίαν ήλθες προς ημάς, τέκνον»; Απεκρίθη εκείνη προς αυτόν: «Πιστεύω, Πάτερ τίμιε, ότι ο Θεός θα εγνώρισεν εις σε την αιτίαν δια την οποίαν ήλθον· πλην και εγώ αναγγέλλω προς σε, ότι από ζήλον θεοσεβείας ήλθον, δια να φωτισθώ υπό σου και συνδοξασθή ο οίκος μου μετά του οίκου του πατρός μου». Λέγει προς αυτήν ο Ιωάννης: «Είθε να φωτίση ο Κύριος την καρδίαν σού, του ανδρός σου, του υιού σου και όλου του οίκου σου». Εκείνη δε πεσούσα επί της γης, προσεκύνησεν αυτόν, και είπε: «Παρακαλώ σε, διδάσκαλε αγαθέ, δος εις εμέ την εν Χριστώ σφραγίδα δια να συναριθμηθώ με τον οίκον του πατρός μου». Είπε προς αυτήν ο Ιωάννης: «Τέκνον, τούτο πρέπει να γίνη με την γνώμην του ανδρός σου». Απήντησεν η Χρυσίππη εξηγηθείσα πάντας τους λόγους του ανδρός της. Και ακούσας ο Ιωάννης ότι κατά διαταγήν και με την άδειαν του ηγεμόνος η γυνή αυτού ζητεί το Βάπτισμα, εχάρη χαράν μεγάλην· και κατηχήσας και διδάξας αυτήν, και παραγγείλας προς αυτήν ίνα κατά τας εντολάς του Χριστού πολιτεύεται, εβάπτισεν αυτήν μαζί με τον υιόν της. Τότε ο Μύρων έφερε χρήματα πολλά και έδιδε προς την θυγατέρα αυτού λέγων: «Τέκνον, ιδού χρήματα όσα θέλεις, ιδού και η τράπεζά μου εις την διάθεσίν σου, ίνα τρώγητε εξ αυτής συ και ο υιός σου, και μηκέτι απομακρυνθήτε εκ της οικίας μου, μηδέ μεταβήτε πλέον εις τον ηγεμόνα, μήποτε καταφρονήσητε καμμίαν εκ των εντολών του Χριστού». Η δε Χρυσίππη συνεφώνησεν ειπούσα προς τον πατέρα της: «Τα μεν χρήματά σου ας μένωσιν· εγώ δε μετά του υιού μου, μεταβαίνουσα μίαν φοράν εις τον οίκον μου, ευθύς θα μεταφέρω εκείθεν πάντα όσα προς διατροφήν μας χρειάζονται, και θα είμεθα πλέον πάντοτε μαζί σας». Ταύτα ακούσας ο Απόστολος του Χριστού, είπε προς τον Μύρωνα: «Δεν δέχομαι ουδέ συμφωνώ με τους λόγους σού και της θυγατρός σου· διότι ο Χριστός δεν με απέστειλε δια να χωρίζω γυναίκας από των νδρών ή άνδρας από των γυναικών αυτών, και μάλιστα ότι η θυγάτηρ σου μετά γνώμης και συμφωνίας του ανδρός αυτής επίστευσαν εις τον Χριστόν. Ας πορευθή λοιπόν εν ειρήνη εις τον οίκον της· διότι εγώ πιστεύω εις τον αποστείλαντά με Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, ότι και ο ανήρ αυτής συντόμως θα γίνη Χριστιανός· τα δε χρήματα, δια τα οποία είπατε, δανείσατε εις τον Χριστόν καθώς είναι γεγραμμένον: «Ο ελεών πτωχών δανείζει Θεώ». Προς τους ερχομένους λοιπόν και ζητούντας και έχοντας ανάγκην χρημάτων, δίδετε εξ αυτών· διότι είπεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ότι «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε»· κι πάλιν αλλαχού είπεν: «Ελεήσατε ίνα ελεηθήτε· δότε και δοθήσεται». Ταύτα και περισσότερα τούτων ειπών ο Ιωάννης, απέστειλε την Χρυσίππην και τον υιόν αυτής εις την οικίαν των· την δε επομένην ημέραν έφερεν ο Μύρων προς τον Ιωάννην χρήματα πολλά, λέγων προς αυτόν· «Λάβε ταύτα, διδάσκαλε, και διαμοίρασον εις τους πτωχούς». Λέγει προς αυτόν ο Ιωάννης: «Ιδού εδέχθην την προαίρεσίν σου, διότι γνωρίζω ότι είναι αύτη κατά Θεόν· εις δε την ιδικήν σου γνώμην αφήνω τα ιδικά σου, όπως με τας ιδίας σου χείρας δίδης εις εκείνους οι οποίοι έχουσιν ανάγκην». Ο δε Μύρων λοιπόν εις πάντας έδιδε τους έχοντας ανάγκην. Ο δε Θεός επλήθυνε τα αγαθά του εις την οικίαν αυτού, η οποία ήτο ως μία πηγή τρέχουσα αφθόνως δια της Χάριτος του Κυρίου· πάντες δε οι εν τω οίκω του Μύρωνος έχαιρον δια την μετάδοσιν προς τους έχοντας ανάγκην, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών· ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Η γυνή του ηγεμόνος καθώς προείπομεν, ήτο θυγάτηρ του Μύρωνος· αύτη δε ιδούσα τους γονείς και τους αδελφούς της πιστεύσαντας εις τον Χριστόν, εζήλωσεν επί καλώ και λέγει προς τον άνδρα αυτής: «Ιδού όλος ο οίκος του πατρός μου επίστευσεν εις τον Εσταυρωμένον, τον οποίον κηρύττει ο Ιωάννης· αποφάσισον λοιπόν να πιστεύσωμεν και ημείς δια να δοξασθή ο οίκος ημών μαζί με τον οίκον του πατρός μου». Είπε δε ο ηγεμών Λαυρέντιος προς Χρυσίππην την γυναίκα αυτού: «Ω γύναι· έως ότου είμαι εις την αρχήν και εξουσίαν ταύτην, δεν δύναμαι να πράξω αυτό το οποίον λέγεις και να γίνω Χριστιανός». Λέγει προς αυτόν η γυνή: «Τώρα μάλιστα, όπου έχεις εξουσίαν, πολύ καλλίτερον δύνασαι να πράξης τούτο· διότι θα είσαι συγχρόνως φρουρός και βοηθός των πιστών». Απεκρίθη ο ηγεμών λέγων: «Γνώριζε, ω γύναι, ότι την θρησκείαν των Χριστιανών πάντες αποστρέφονται και καταδιώκουσιν. Εάν λοιπόν γίνη αυτό, το οποίον λέγεις, αμέσως θα δημιουργηθώσι διαιρέσεις και σχίσματα, και συναχθέντες άπαντες θα κατακαύσωσιν ημάς, ή και μεταβαίνοντες εις τον βασιλέα θα καταγγείλωσιν ημάς προς βλάβην ημών. Προτιμότερον λοιπόν να μένω προσποιούμενος τον ειδωλολάτρην, και κρυφίως να υποστηρίζω και βοηθώ τους πιστεύοντας εις τον Χριστόν, και μετά την συμπλήρωσιν του χρόνου της ηγεμονίας, τότε γίνομαι και εις το φανερόν Χριστιανός λαμβάνων το άγιον Βάπτισμα. Συ λοιπόν λάβε τον υιόν μας και ύπαγε εις τον οίκον του πατρός σου· και αφού διδαχθής ακριβώς υπό του Ιωάννου τα δόγματα της Χριστιανικής πίστεως, βαπτίσθητι μετά του τέκνου ημών. Πρόσεχε όμως, ω γύναι, να μη καταφρονήσης κανενός εκ των όσων ακούσης παρά του Ιωάννου, μηδέ εις εμέ να λέγης εκείνα τα οποία παρ’ αυτού μανθάνεις μυστήρια, αλλά φύλαττε ταύτα μυστικά δια τον εαυτόν σου, έως ότου έλθη ο κατάλληλος καιρός». Ταύτα ακούσασα η Χρυσίππη παρά του ανδρός αυτής, και παραλαβούσα τον υιόν της, ήλθεν εις τον οίκον του Μύρωνος· και εισελθούσα προσεκύνησε πρώτον τον Ιωάννην και είτα τους γονείς και τους αδελφούς αυτής· είπε δε προς αυτήν ο Ιωάννης: «Δια ποίαν αιτίαν ήλθες προς ημάς, τέκνον»; Απεκρίθη εκείνη προς αυτόν: «Πιστεύω, Πάτερ τίμιε, ότι ο Θεός θα εγνώρισεν εις σε την αιτίαν δια την οποίαν ήλθον· πλην και εγώ αναγγέλλω προς σε, ότι από ζήλον θεοσεβείας ήλθον, δια να φωτισθώ υπό σου και συνδοξασθή ο οίκος μου μετά του οίκου του πατρός μου». Λέγει προς αυτήν ο Ιωάννης: «Είθε να φωτίση ο Κύριος την καρδίαν σού, του ανδρός σου, του υιού σου και όλου του οίκου σου». Εκείνη δε πεσούσα επί της γης, προσεκύνησεν αυτόν, και είπε: «Παρακαλώ σε, διδάσκαλε αγαθέ, δος εις εμέ την εν Χριστώ σφραγίδα δια να συναριθμηθώ με τον οίκον του πατρός μου». Είπε προς αυτήν ο Ιωάννης: «Τέκνον, τούτο πρέπει να γίνη με την γνώμην του ανδρός σου». Απήντησεν η Χρυσίππη εξηγηθείσα πάντας τους λόγους του ανδρός της. Και ακούσας ο Ιωάννης ότι κατά διαταγήν και με την άδειαν του ηγεμόνος η γυνή αυτού ζητεί το Βάπτισμα, εχάρη χαράν μεγάλην· και κατηχήσας και διδάξας αυτήν, και παραγγείλας προς αυτήν ίνα κατά τας εντολάς του Χριστού πολιτεύεται, εβάπτισεν αυτήν μαζί με τον υιόν της. Τότε ο Μύρων έφερε χρήματα πολλά και έδιδε προς την θυγατέρα αυτού λέγων: «Τέκνον, ιδού χρήματα όσα θέλεις, ιδού και η τράπεζά μου εις την διάθεσίν σου, ίνα τρώγητε εξ αυτής συ και ο υιός σου, και μηκέτι απομακρυνθήτε εκ της οικίας μου, μηδέ μεταβήτε πλέον εις τον ηγεμόνα, μήποτε καταφρονήσητε καμμίαν εκ των εντολών του Χριστού». Η δε Χρυσίππη συνεφώνησεν ειπούσα προς τον πατέρα της: «Τα μεν χρήματά σου ας μένωσιν· εγώ δε μετά του υιού μου, μεταβαίνουσα μίαν φοράν εις τον οίκον μου, ευθύς θα μεταφέρω εκείθεν πάντα όσα προς διατροφήν μας χρειάζονται, και θα είμεθα πλέον πάντοτε μαζί σας». Ταύτα ακούσας ο Απόστολος του Χριστού, είπε προς τον Μύρωνα: «Δεν δέχομαι ουδέ συμφωνώ με τους λόγους σού και της θυγατρός σου· διότι ο Χριστός δεν με απέστειλε δια να χωρίζω γυναίκας από των νδρών ή άνδρας από των γυναικών αυτών, και μάλιστα ότι η θυγάτηρ σου μετά γνώμης και συμφωνίας του ανδρός αυτής επίστευσαν εις τον Χριστόν. Ας πορευθή λοιπόν εν ειρήνη εις τον οίκον της· διότι εγώ πιστεύω εις τον αποστείλαντά με Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, ότι και ο ανήρ αυτής συντόμως θα γίνη Χριστιανός· τα δε χρήματα, δια τα οποία είπατε, δανείσατε εις τον Χριστόν καθώς είναι γεγραμμένον: «Ο ελεών πτωχών δανείζει Θεώ». Προς τους ερχομένους λοιπόν και ζητούντας και έχοντας ανάγκην χρημάτων, δίδετε εξ αυτών· διότι είπεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ότι «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε»· κι πάλιν αλλαχού είπεν: «Ελεήσατε ίνα ελεηθήτε· δότε και δοθήσεται». Ταύτα και περισσότερα τούτων ειπών ο Ιωάννης, απέστειλε την Χρυσίππην και τον υιόν αυτής εις την οικίαν των· την δε επομένην ημέραν έφερεν ο Μύρων προς τον Ιωάννην χρήματα πολλά, λέγων προς αυτόν· «Λάβε ταύτα, διδάσκαλε, και διαμοίρασον εις τους πτωχούς». Λέγει προς αυτόν ο Ιωάννης: «Ιδού εδέχθην την προαίρεσίν σου, διότι γνωρίζω ότι είναι αύτη κατά Θεόν· εις δε την ιδικήν σου γνώμην αφήνω τα ιδικά σου, όπως με τας ιδίας σου χείρας δίδης εις εκείνους οι οποίοι έχουσιν ανάγκην». Ο δε Μύρων λοιπόν εις πάντας έδιδε τους έχοντας ανάγκην. Ο δε Θεός επλήθυνε τα αγαθά του εις την οικίαν αυτού, η οποία ήτο ως μία πηγή τρέχουσα αφθόνως δια της Χάριτος του Κυρίου· πάντες δε οι εν τω οίκω του Μύρωνος έχαιρον δια την μετάδοσιν προς τους έχοντας ανάγκην, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών· ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου