δ΄ Περί του
Βασιλείου και της γυναικός αυτού.
Εις την πόλιν εκείνην
ήτο έτερος τις πλούσιος ονόματι Βασίλειος, έχων γυναίκα, η οποία ωνομάζετο
Χάρις, και η οποία ήτο στείρα. Ούτος λοιπόν ο Βασίλειος, ελθών προς Ρόδωνα τον
ανεψιόν του Μύρωνος, άνδρα ευγενή και κατά πάντα λαμπρόν, πλην Έλληνα κατά την
θρησκείαν υπάρχοντα, είπε προς αυτόν: «Τι συμβαίνει εις τον οίκον του Μύρωνος
του συγγενούς σου, και διατί ούτος περιωρίσθη εις την οικίαν του μετά των
ιδικών του και του ξένου εκείνου, και ούτε συναναστρέφεται με ημάς πλέον, ούτε
δέχεται ημάς εις συνομιλίαν; Ποία είναι η διδαχή του ανθρώπου εκείνου; Ειπέ
μοι, σε παρακαλώ». Είπε προς αυτόν ο Ρόδων: «Πολλοί θαυμάζουσι τον άνδρα τούτον
και λέγουσιν ότι εις όσα λέγει δεν αποτυγχάνει ποτέ». Λέγει ο Βασίλειος προς
τον Ρόδωνα: «Άραγε δύναται δια των λόγων του, ίνα ποιήση την γυναίκα μου να
τεκνοποιήση»; Απεκρίθη ο Ρόδων: «Λέγουσι περί αυτού, ότι και τούτο δύναται να
ποιήση». Ταύτα ακούσας ο Βασίλειος, ελθών εις την οικίαν του Μύρωνος, είπεν ότι
επιθυμεί να συνομολήση μετά του Ιωάννου· ακούσας δε παρά του Μύρωνος τούτο ο
Ιωάννης εδέχθη ευχαρίστως τον Βασίλειον, ο οποίος εισελθών προσεκύνησεν αυτόν·
είπε δε προς τον Βασίλειον ο Ιωάννης: «Είθε να πληρώση ο Κύριος πάντα τα
ζητήματά σου, και μακάριος ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος δεν επείρασε τον Θεόν
εν τη καρδία αυτού. Όμως, ω Βασίλειε, εις τους Ισραηλίτας, οίτινες επείραζον
τον Θεόν, ο απείραστος από τον πειρασμών αυτών, ως αγαθός όπου είναι, έδιδε την
ευλογίαν αυτού, άλλοτε μεν σχίζων την πέτραν και εξάγων εκείθεν ποταμόν ύδατος
δια να πίωσιν οι απειθείς, άλλοτε δε άρτον αποστέλλων προς αυτούς εκ του
ουρανού δια να φάγωσιν ακοπιάστως οι αχάριστοί· και άλλοτε τα κρέατα επλήθυνεν
εις αυτούς, τόσον ώστε εξήρχοντο από την ρίνα αυτών· αλλά δεν επίστευσαν εις
τον τα τοιαύτα θαυματουργήσαντα Θεόν οι αγνώμονες και σκληροί. Και συ λοιπόν,
Βασίλειε, μη πειράζης τον Θεόν, δια να μη πάθης κακόν· πίστευε δε εις αυτόν,
και πάντα τα αιτήματά σου Αυτός θέλει πληρώσει». Iδών ο Βασίλειος ότι πάντα όσα είχεν
εις την καρδίαν του εγνώρισε και του είπεν ο Απόστολος του Χριστού, είπε προς
αυτόν: «Και επίστευσα και πιστεύω, διδάσκαλε· όμως παρακαλώ σε, όπως δεηθής του
Θεού σου και τεκνοποιήση η γυνή μου». Λέγει προς αυτόν ο Ιωάννης: «Εάν
πιστεύσης, θα ίδης του Θεού μου την δύναμιν»· και πολλά κατηχηθείς ο Βασίλειος
παρά του Ιωάννου, εξήλθε του οίκου του Μύρωνος πορευθείς εις τον οίκον αυτού·
την δε επομένην ημέραν επανέρχεται μετά της γυναικός του εις την οικίαν του
Μύρωνος, και εισελθόντες προσεκύνησαν αυτόν· είπε δε ο Απόστολος προς την
γυναίκα του Βασιλείου: «Χαίροις, Χάρις· η Χάρις του Θεού να φωτίση την καρδίαν
σού και του ανδρός σου, και να δώση εις σε καρπόν κοιλίας αγαθόν». Και αφού
εδίδαξεν αυτούς ικανώς, ήλθεν επ’ αυτούς η Χάρις του Αγίου Πνεύματος και
παρεκάλεσαν αυτόν ίνα τους βαπτίση. Αφού λοιπόν εβαπτίσθησαν, παρεκάλουν τον
Ιωάννην όπως μεταβή και ευλογήση τον οίκον αυτών· όθεν απελθών και
προσευξάμενος, ηυλόγησεν αυτούς και τον οίκον αυτών, και υπέστρεψεν εις τον
οίκον του Μύρωνος. Συνέλαβε δε εν γαστρί η γυνή του Βασιλείου, και δια της
Χάριτος του Χριστού έτεκεν υιόν, τον οποίον ωνόμασαν Ιωάννην. Ο δε Βασίλειος,
λαβών χρυσίον αρκετόν, έφερεν αυτό εις τον Απόστολον προς διάδοσιν εις τους
πτωχούς· είπε δε προς αυτόν ο Ιωάννης: «Ύπαγε, τέκνον μου, και διαμοίρασον τα
ιδικά σου υπάρχοντα με τας ιδικάς σου χείρας, και θα έχης θησαυρόν εις τον
ουρανόν». Μετά ταύτα, αφού παρήλθον δύο έτη, έληξεν η προθεσμία της ηγεμονίας
Λαυρεντίου του ανδρός της Χρυσίππης, όστις αντικατεστάθη υπ’ άλλου· και
εισελθών ούτος εις τον οίκον Μύρωνος του πενθερού αυτού, ησπάσατο τον Ιωάννην και
είπε προς αυτόν: «Διδάσκαλε, η σύγχυσις των βιοτικών πραγμάτων εσκότισε τον
νουν μου και με υστέρησε μέχρι σήμερον της εκ της διδασκαλίας σου ωφελείας·
όμως τώρα παρακαλώ την αγίαν σου ψυχήν, όπως δια του φωτισμού του Θεού σου
καθαρίσης και την ιδικήν μου συνείδησιν εκ των προτέρων μου αμαρτημάτων».
Κατηχήσας λοιπόν τούτον ο Απόστολος του Χριστού, εβάπτισεν αυτόν, και απέλυσεν
εις τον οίκον αυτού μετ’ ειρήνης εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου