στ΄ Η κατάρρευσις
του ναού του Απόλλωνος.
Αφού
συνεπληρώθησαν τρία έτη από της ελεύσεως ημών εις την Πάτμον και πολύ πλήθος
λαού επίστευσε και εβαπτίσθη υπό του Ιωάννου, παραλαβών με ούτος μίαν των
ημερών εξήλθομεν εις την αγοράν εις μέρος ένθα ήτο ιερόν του Απόλλωνος· και
συνήχθη εκεί λαός πολύς, και άλλοι μεν επίστευον εις τα λεγόμενα υπό του
Ιωάννου, άλλοι δε ηπίστουν· οι δε ιερείς του Απόλλωνος ήρχισαν λέγοντες προς
αυτούς: «Ω ανόητοι άνθρωποι, τι δίδετε προσοχήν εις τα λεγόμενα υπό του
απατεώνος τούτου; δεν γνωρίζετε ότι δια τας μαγείας του εστάλη ενταύθα εις
εξορίαν; Τι πλανάσθε λοιπόν ακούοντες τοιούτου ελεεινού και εξορίστου ανδρός, ο
οποίος υβρίζει τους αθανάτους θεούς»; Ακούσας ταύτα ο Ιωάννης, είπε προς τους
ιερείς τούτους: «Ιδού αφίεται ο οίκος υμών έρημος εν τω ονόματι του Χριστού»,
και εν τω άμα κατέπεσεν ο ναός του Απόλλωνος χωρίς εκ της πτώσεως να βλαβή
κανείς εκ του πλήθους. Τότε συλλαβόντες τον Ιωάννην οι ιερείς, και δώσαντες εις
αυτόν πολλάς πληγάς, έφερον αυτόν προς τον ηγεμόνα λέγοντες προς αυτόν, ότι
«Ιωάννης ο εξόριστος δια μαγικής κακοτεχνίας κατέστρεψε του μεγάλου θεού
Απόλλωνος τον ναόν». Και τούτο ακούσας ο ηγεμών εταράχθη μεγάλως και ελυπήθη
πολύ· δια τούτο διέταξεν ίνα βάλωσιν ημάς εις την βαθυτέραν φυλακήν δεδεμένους
με σίδηρα. Ταύτα πάντα μαθών ο Μύρων μετά του υιού αυτού Απολλωνίδου, μετέβησαν
προς τον ηγεμόνα Ακύλαν, προς τον οποίον είπεν ο Απολλωνίδης: «Η ευσπλαγχνία, η
φιλανθρωπία και η ελεημοσύνη σου προς πάντας τους έχοντας ανάγκην είναι πολύ
μεγάλαι και παρά πάντων ομολογούνται· όθεν παρακαλώ και εγώ την εξοχότητά σου
δια τον ξένον Ιωάννην, όπως παραδώσης τούτον εις ημάς, και όστις έχει να είπη
τίποτε εναντίον αυτού ενώπιόν σου, δυνάμεθα να τον παρουσιάσωμεν οιανδήποτε
ώραν ζητήσης αυτόν». Απεκρίθη προς αυτούς ο ηγεμών ειπών: «Έχω ακούσει παρά
πολλών περί του ανθρώπου τούτου, ότι είναι μάγος· εάν λοιπόν δια μαγείας φύγη
από σας ούτος, τι θα κάμητε τότε»; Απήντησαν ούτοι προς τον ηγεμόνα: «Ας είναι
εις την διάθεσίν σου αντί του Ιωάννου αι κεφαλαί ημών και όλος ο οίκος μετά των
υπαρχόντων ημών». Κατόπιν τούτων έδωσε την άδειαν ο ηγεμών ευλαβηθείς τους
άνδρας, διότι ήσαν εκ πάντων των κατοίκων της πόλεως τιμιώτεροι και
ονομαστότεροι. Εισελθόντες εις την φυλακήν ο Μύρων μετά του υιού αυτού
Απολλωνίδου έλυσαν ημάς εκ των σιδήρων, και εκβαλόντες εκ της φυλακής έφερον
εις τον οίκον αυτών· είπε δε ο Μύρων προς τον Ιωάννην: «Κάθισον λοιπόν εις τον
οίκον του δούλου σου, και μη εξέρχησαι πλέον εις την αγοράν· διότι πονηροί και
βάρβαροι είναι οι κάτοικοι της πόλεως ταύτης και υπάρχει φόβος μήπως σε
θανατώσωσιν». Απεκρίθη ο Ιωάννης: «Μύρων αδελφέ, δεν με απέστειλεν ο Χριστός
δια να ησυχάζω μέσα εις τας οικίας, αλλά με απέστειλεν εις τους βαρβάρους και
πονηρούς ανθρώπους, ειπών: «Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων».
Και πάλιν: «Ότι δια πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των
ουρανών». Εγώ λοιπόν είμαι έτοιμος δια το όνομα του Χριστού να ατιμάζωμαι και
να υποφέρω, να δέρωμαι και να υπομένω, να διώκωμαι και να ευχαριστώ, και με ένα
λόγον, καθ΄ εκάστην ημέραν υπέρ του Χριστού να αποθνήσκω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου