ζ΄ Η θεραπεία του
δαιμονιώντος νέου και του παραλυτικού.
Την επομένην ημέραν παραλαβών εμέ ο Ιωάννης μετέβημεν εις τόπον καλούμενον
«Τύχη», ένθα κατέκειτο εις παραλυτικός, ο οποίος ιδών ημάς διερχομένους
εκείθεν, είπε προς τον Ιωάννην: «Διδάσκαλε των Χριστιανών, μη παραβλέψης τον
δούλον σου· διότι και εγώ ξένος είμαι καθώς και εσείς· μη με βδελυχθής λοιπόν
και αποστραφής· ευρίσκεται παρ’ εμοί άρτος ολίγος και βούτυρον ολίγον· δια
τούτο παρακαλώ να καταδεχθής και έλθης δια να συμφάγωμεν». Λυπηθείς αυτόν ο
Απόστολος του Χριστού είπε: «Σήμερον θα συμφάγω μετά σου και θα συνευφρανθώμεν»·
και προχωρησάντων ημών ολίγον, συνήντησεν ημάς μία χωρική γυνή χήρα κλαίουσα
και ερωτώσα: «Που είναι ο ναός του Απόλλωνος»; Είπε δε προς αυτήν ο Ιωάννης:
«Τι χρειάζεσαι τον ναόν αυτόν»; Απεκρίθη η γυνή λέγουσα: «Έχω υιόν μονογενή και
εισήλθεν εις αυτόν πνεύμα πονηρόν, το οποίον τυραννεί αυτόν ήδη τριάκοντα τρεις
ημέρας. Ήλθον λοιπόν ίνα ερωτήσω τον θεόν τι να πράξω δια τον υιόν μου, και δεν
γνωρίζω τον τόπον όπου είναι ο ναός· διότι δεν ήλθον ποτέ άλλοτε εις την πόλιν
ταύτην». Αφού ο Απόστολος του Χριστού ήκουσε την γυναίκα, λέγει προς αυτήν:
«Επίστρεψον εις τον οίκον σου, γύναι· διότι με την δύναμιν του Χριστού απ’
αυτής της στιγμής εκαθαρίσθη ο υιός σου από του πονηρού πνεύματος». Νομίσασα δε
η γυνή ότι ο Ιωάννης είναι ιερεύς του Απόλλωνος, επίστευσεν εις τους λόγους
αυτού, και απελθούσα εις τον οίκον αυτής εύρε τον υιόν της απαλλαγέντα του
πονηρού πνεύματος και σωφρονούντα. Και αφού εδίδαξεν αρκετά τους παρευρεθέντας
περί της Βασιλείας του Θεού ο Ιωάννης, επεστρέψαμεν εις τον τόπον όπου
ευρίσκετο ο παραλυτικός, περί του οποίου προείπομεν, είπε δε προς αυτόν ο
Απόστολος: «Ιδού όπου ήλθομεν εις την τράπεζάν σου δια να συμφάγωμεν, αλλά
ποίος θα μας υπηρετήση»; Λέγει ο παραλυτικός: «Κύριοι, εις κόπον σας έβαλον
όπως σεις υπηρετήσητε εμέ τον δούλον σας». Απεκρίθη ο Ιωάννης ειπών: «Όχι· αλλ’
εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού, εγέρθητι και υπηρέτησον ημάς»·
και κρατήσας εκ της χειρός, ήγειρεν αυτόν και υπηρέτησεν ημάς μετά χαράς και
αγαλλιάσεως δοξάζων τον Θεόν. Αναστάντες εκείθεν και ευχαριστήσαντες τον Κύριον
επεστρέψαμεν εις τον οίκον του Μύρωνος· εύρομεν δε εκεί Ρόδωνα τον ανεψιόν
αυτού, ο οποίος παρεκάλεσε πολύ τον Ιωάννην, όπως βαπτίση αυτόν· διδάξας δε
τούτον και κατηχήσας ασφαλώς ο Απόστολος εβάπτισεν αυτόν εις το όνομα του
Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Την ακόλουθον ημέραν ήλθεν εκεί ο
ξένος, ο οποίος ήτο παραλυτικός και εθεραπεύθη, και προσκυνήσας τον Ιωάννην
παρεκάλει αυτόν λέγων: «Κύριε, καθώς το σώμα μου ανελπίστως εκ της ανιάτου
ασθενείας εθεράπευσας, τοιουτοτρόπως και την ψυχήν μου ανόρθωσον δια της
σφραγίδος του Θεού σου». Πάντως δε όσοι είδον υγιά και περιπατούντα τον πρώην
παραλυτικόν εξεπλάγησαν δια το μεγαλείον του πράγματος· διηγείτο δε ούτος εις
πάντας τον τρόπον της θεραπείας του. Κατηχήσας δε τούτον ο Ιωάννης εβάπτισε,
παραγγείλας εις αυτόν να τηρή επιμελώς πάσας τας εντολάς του Κυρίου, δια να μη
πάθη πάλιν όπως και πρότερον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου