η΄ Περί του
Ιουδαίου Κάρου.
Μετά
παρέλευσιν ημερών τινων, εξελθόντες της οικίας του Μύρωνος ήλθομεν εις τόπον
τινά παραθαλάσιον ονομαζόμενον «Πρόκλον», ένθα υπήρχον καταστήματα κατεργασίας
δερμάτων (βυρσοδεψεία)· ήτο δε εκεί εις βυρσοδέψης Ιουδαίος, ονομαζόμενος
Κάρος, ο οποίος ήρχισε να συζητή μετά του Ιωάννου εκ των βιβλίων του Μωϋσέως, ο
δε Απόστολος του Χριστού εξήγει προς τον Ιουδαίον κατά το πνεύμα τα υπ’ εκείνου
κατά το γράμμα εννοούμενα· ούτος δε
εφιλονίκει και αντέλεγεν εις τα λεγόμενα υπό του Ιωάννου. Όμως ο θείος
Απόστολος μετά πολλής της πραότητος επέμενε διαλύων τα λεγόμενα υπό του
Ιουδαίου, αντιπαραθέτων τα των Προφητών και προσαρμόζων αυτά εις τον Υιόν του
Θεού και την ένσαρκον οικονομίαν αυτού, τον τε Σταυρόν και την Ανάστασιν, τα
οποία πάντα υπ’ αυτών προεκηρύχθησαν. Ακούσας ταύτα ο Κάρος ετράπη πάραυτα εις
βλασφημίας, τας οποίας ακούσας ο Ιωάννης είπε προς αυτόν· «Σιώπα, πεφίμωσο»·
και ομού με τον λόγον έγινεν ο Ιουδαίος κωφός και άλαλος· πάντες δε οι εκεί
ευρισκόμενοι εθαύμασαν, πως μόνον με τον λόγον του Ιωάννου εβωβάθη ο Κάρος, και
επίστευσαν εις τον Κύριον. Λέγει προς αυτούς ο Ιωάννης: «Τι θαυμάζετε, ω
άνδρες, δια τούτον, ο οποίος μόνος του έσυρεν εις τον εαυτόν του την καταδίκην;
Ή δεν γνωρίζετε, ότι εκείνοι οι οποίοι δεν συμφωνούσι και δεν πείθονται εις
τους λόγους, ούτοι κρίνονται δια των όπλων και πείθονται δια της βίας». Ίστατο
δε εκεί πλησίον Αρεώτης ο φιλόσοφος, όστις είπε προς τον Ιωάννην: «Διδάσκαλε,
το μέλι δεν γνωρίζει καμμίαν πικρίαν, και το γάλα δεν έχει καμμίαν κακίαν», και
με τον λόγον ένευσεν ο φιλόσοφος εις τον Κάρον, ίνα προσπέση εις τους πόδας του
Αποστόλου ειπών προς αυτόν: «Πάτερ· αυτόν τον οποίον εδέσμευσας, καθώς του
έπρεπε, παρακαλώ σε λύσον δι την αγάπην και ευσπλαγχνίαν». Τότε ο Ιωάννης,
λυπηθείς αυτόν, είπεν: «Εν τω ονόματι Ιησού Χριστού εκλείσθη το στόμα σου, εν
τω ονόματι αυτού πάλιν ας ανοιχθώσι τα χείλη σου»· και αμέσως με τον λόγον του
Ιωάννου ωμίλησεν ο Κάρος. Εξίσταντο λοιπόν πάντες, επίστευον και εβαπτίζοντο
εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος· ημείς δε
εισελθόντες εις την οικίαν του Ρόδωνος εμείναμεν εκεί. Την άλλην ημέραν
αναζητήσας και ευρών ημάς ο Κάρος, έπεσεν εις τους πόδας του Ιωάννου, λέγων
προς αυτόν: «Διδάσκαλε, γνωρίζομεν από των Φραφών, ότι οι Πατέρες ημών ελύπησαν
και παρώργισαν τον Θεόν, και παραιτήσαντες αυτόν, ο οποίος ήτο η ζωή των,
έδωκαν εις τα έθνη το καύχημα της εις Χριστόν ελπίδος· και εγώ δε, επειδή
ημάρτησα εις τον Θεόν και εις σε τον υπ’ αυτού αποσταλέντα, παρακαλώ να τύχω
συγχωρήσεως και να αξιωθώ της εν Χριστώ σφραγίδος». Κατηχήσας λοιπόν αυτόν ο
Ιωάννης, εβάπτισεν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου