θ’ Περί Κύνωπος
του μάγου.
Εκεί
εις την νήσον Πάτμον υπήρχεν εις μάγος ονόματι Κύνωψ, ο οποίος κατοικών εις ένα
έρημον τόπον, ήτο κατοικητήριον των ακαθάρτων πνευμάτων από πολλών χρόνων·
τούτον δε ως θεόν είχον άπαντες οι κάτοικοι της νήσου πλνώμενοι από τας υπ’
αυτού γενομένας φαντασίας δια της ενεργείας των εντός αυτού κατοικούντων
πονηρών δαιμόνων. Οι ιερείς λοιπόν του Απόλλωνος, βλέποντες ότι μετά παρρησίας
διδάσκει ο Ιωάννης και ότι ουδέν κακόν έπαθε παρά του ηγεμόνος δια την
καταστροφήν του ναού των, μετέβησαν προς τον Κύνωπα τούτον και είπον προς
αυτόν: «Ω καθαρώτατε Κύνωψ, επειδή γνωρίζομεν από πολλών ετών, ότι είσαι
προστάτης και βοηθός των κατοικούντων εις την νήσον ταύτην, δια τούτο
παρακαλούμεν σε, όπως βοηθήσης τώρα εις την συμφοράν, την οποίαν προυξένησεν
εις ημάς Ιωάννης ο ξένος και εξόριστος εις την νήσον ημών· διότι ούτος δια
μαγικής κακοτεχνίας δεσμεύσας τους πρώτους της πόλεως ημών, εποίησε πάντας
αυτούς υποχειρίους του· ένεκα τούτου δε μηδένα φοβούμενος, πολλάς αταξίας
κατεργάζεται εις την πόλιν ημών, ώστε και τον ναόν ακόμη του καθαρωτάτου
Απόλλωνος κατεκρήμνησε και εξηφάνισεν. Απελθόντες ημείς εις τον ηγεμόνα
κατηγγείλαμεν την πράξιν και ασέβειαν ταύτην του Ιωάννου, και διέταξεν ούτος,
ίνα κλεισθή ο Ιωάννης εις την φυλακήν· πλην ελθόντες ο Μύρων και ο Απολλωνίδης
εξέβαλον αυτόν εκείθεν. Και τώρα το ιδικόν σου όνομα ουδείς πλέον ενθυμείται,
αλλά πάντες οι άνθρωποι πλανηθέντες ηκολούθησαν οπίσω αυτού». Ταύτα ακούσας ο
Κύνωψ παρά των ιερέων του Απόλλωνος, είπε προς αυτούς: «Σεις γνωρίζετε καλώς,
ότι εγώ ουδέποτε εξήλθον εκ του τόπου τούτου, και πως τώρα με παρακινείτε να
πράξω τούτο»; Απεκρίθησαν οι ιερείς λέγοντες: «Παρακαλούμεν την καθαρότητά σου
να βοηθήσης ημάς ερχόμενος έως την πόλιν». Ο δε Κύνωψ είπε προς αυτούς: «Δεν
καταδέχομαι να αλλάξω την τακτικήν και την κατάστασίν μου και να εισέλθω εις
την πόλιν προς χάριν ενός μικρού ανθρώπου περιπετειώδους και εξορίστου, αλλ’
αύριον θέλω στείλει ένα πονηρόν άγγελον εις την οικίαν, εις την οποίαν διαμένει,
δια να παραλάβη την ψυχήν αυτού, την οποίαν θα παραδώσω εις την αιωνίαν
τιμωρίαν». Ταύτα δε ακούσαντες παρά του Κύνωπος οι ιερείς, πεσόντες
προσεκύνησαν αυτόν και επέστρεψαν εις
την πόλιν. Την επομένην ημέραν, προσκαλέσας ο Κύνωψ ένα άρχοντα των πονηρών
δαιμόνων, λέγει προς αυτόν: «Ετοιμάσθητι καλώς και μετάβηθι εις την πόλιν, εις
την οικίαν του Μύρωνος, εις την οποίαν
αφού εισέλθης τύφλωσον τον εκεί διαμένοντα εξόριστον Ιωάννην· είτα λάβε την
ψυχήν αυτού και φέρε αυτήν προς με, ίνα τιμωρήσω αυτήν καθώς θέλω εγώ». Εξελθών
λοιπόν ο δαίμων εκείθεν, μετέβη εις την οικίαν του Μύρωνος, και εισελθών εστάθη
εις τον τόπον εκείνον όπου ήτο ο Ιωάννης, ο οποίος γνωρίσας δια της Χάριτος του
Αγίου Πνεύματος την έλευσιν και τον σκοπόν του δαίμονος, είπε προς αυτόν: «Εν
τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σε προστάσσω, πνεύμα ακάθαρτον, να μη
εξέλθης από τον τόπον τούτον, έως ότου να είπης εις εμέ δια ποίον λόγον ήλθες
ενταύθα»· και ευθύς με τον λόγον του Ιωάννου ευρέθη ο δαίμων δεδεμένος. Λέγει
λοιπόν προς αυτόν ο Ιωάννης: «Ειπέ, πνεύμα ακάθαρτον, δια ποίαν αιτίαν εισήλθες
εις τον οίκον τούτον»; Αποκριθείς είπεν ο δαίμων: «Οι ιερείς του Απόλλωνος
ήλθον προς τον Κύνωπα και είπον πολλά κακά περί σου, παρακαλέσαντες αυτόν όπως
εισέλθη εις την πόλιν και θανατώση σε· ούτος όμως δεν κατεδέχετο, λέγων ότι
πολλά έτη έχω εις τον τόπον τούτον και δεν αλλάσσω την τακτικήν μου να έλθω εις
την πόλιν δι’ ένα μικρόν και εξόριστον ξένον άνθρωπον· λλά πηγαίνετε σεις εις
τον δρόμον σας και εγώ θα αποστείλω αύριον ένα άγγελον πονηρόν δια να παραλάβη
την ψυχήν αυτού και να την παραδώση εις την κρίσιν και τιμωρίαν». Είπε δε ο
Ιωάννης προς τον δαίμονα: «Απεστάλης άλλοτε υπό του Κύνωπος δια να παραλάβης
ψυχήν ανθρώπου και να την μεταφέρης εις αυτόν»; Απεκρίθη ο δαίμων ειπών:
«Απεστάλην μεν υπ’ αυτού και εθανάτωσα άνθρωπον, ψυχήν δε να μεταφέρω εις αυτόν
δεν ηδυνήθην ποτέ». Λέγει πάλιν προς αυτόν ο Ιωάννης: «Δια ποίον λόγον
υποτάσσεσθε εις τον Κύνωπα»; Απεκρίθη ο δαίμων: «Πάσα η δύναμις η μεγάλη του
σατανά εντός αυτού κατοικεί· έχει δε ούτος συμφωνίας μετά των αρχόντων ημών και
ημείς μετ’ αυτού, ώστε να υπακούη εις ημάς εκείνος και ημείς να υποτασσώμεθα
εις αυτόν». Είπε δε προς τον δαίμονα ο Ιωάννης: «Άκουσον, πνεύμα πονηρόν· σε
προστάσσει Ιωάννης ο Απόστολος του Υιού του Θεού, να μη μεταβής πλέον προς
επιβουλήν ανθρώπου τινός, μηδέ προς τον Κύνωπα να επιστρέψης, αλλά να φύγης
μακράν από την νήσον ταύτην». Και ευθέως το πνεύμα το πονηρόν εξήλθεν εκ της
νήσου και εγένετο άφαντον. Βλέπων ο Κύνωψ ότι εβράδυνεν ο δαίμων να επιστρέψη
προς αυτόν, απέστειλε προς τον Ιωάννην έτερον δαίμονα, ειπών και προς αυτόν τα
όμοια· ελθών δε και ούτος εστάθη έμπροσθεν του Ιωάννου, ο οποίος ηρώτησεν
αυτόν: «Δια ποίον λόγον ήλθες ενταύθα»; Απεκρίθη ο δαίμων λέγων: «Ο Κύνωψ
απέστειλεν ένα εκ των αρχόντων των δαιμόνων δια να σε θανατώση, αλλ’ ούτος όμως
δεν επέστρεψε προς αυτόν· δια τούτο, προσκαλεσάμενος εμέ, απέστειλέ με ίνα σε
θανατώσω· δι’ αυτόν λοιπόν τον λόγον ήλθον ενταύθα». Λέγει προς τον δαίμονα ο
Ιωάννης: «Παραγγέλλω σοι εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού να εξέλθης από την
νήσον ταύτην», και ευθέως ο δαίμων εξήλθεν εξ αυτής. Ιδών ο Κύνωψ ότι δεν
επέστρεψεν ουδέ ο δεύτερος δαίμων προς αυτόν, προσκαλέσας δύο άρχοντας
δαιμονίων είπε προς αυτούς: «Πηγαίνετε προς τον Ιωάννην και μη εισέλθητε και οι
δύο προς αυτόν· αλλ’ ο μεν εις ας εισέλθη, ο δε άλλος ας σταθή έξω δια να ακούη
τα λεγόμενα και τα γινόμενα». Ελθόντες λοιπόν οι άρχοντες των δαιμόνων εις την
οικίαν του Μύρωνος, ο μεν εις εισελθών επλησίασε προς τον Ιωάννην, ο δε έτερος
εστάθη έξω συμφώνως προς την εντολήν του Κύνωπος. Γνωρίσας ο θείος Ιωάννης τα
γενόμενα είπε προς τον εισελθόντα δαίμονα: «Δια ποίον λόγον ήλθες εις τον οίκον
Χριστιανών ανθρώπων, ακάθαρτε δαίμων»; Απεκρίθη ούτος ειπών προς τον Ιωάννην:
«Ο Κύνωψ απέστειλε δύο άρχοντας εξ ημών όπως σε θανατώσωσιν, όμως δεν
επέστρεψαν ούτοι προς αυτόν πλέον· δια τούτο προσκαλεσάμενος εμέ και έτερον
ένα, είπε προς ημάς· Υπάγετε προς τον Ιωάννην, και ο μεν εις ας εισέλθη, ο δε
άλλος ας σταθή έξω δια να βλέπη και να ακούη τα γινόμενα· δια τούτο και
ήλθομεν». Είπε δε ο Ιωάννης προς τον δαίμονα: «Παραγγέλλω σοι, εν τω ονόματι
Ιησού Χριστού, να μη επιστρέψης πλέον προς τον Κύνωπα, αλλά να φύγης μακράν από
την νήσον ταύτην», και ευθέως ο δαίμων εξήλθεν· ιδών δε ο έξωθεν ιστάμενος
δαίμων, ότι ο σύντροφος αυτού έλαβε πικροτάτην εξορίαν, έφυγε και απελθών
ανέφερε πάντα ταύτα εις τον Κύνωπα, ο οποίος δεν απέστειλε πλέον έτερον δαίμονα
προς τον Ιωάννην, και είπε προς αυτούς: «Ιδού τους συντρόφους σας εξώρισεν ο
Ιωάννης και μέλλομεν πάντες να αφανισθώμεν υπ’ αυτού· όθεν μέγας κίνδυνος και
αγών πρόκειται ενώπιον ημών. Έλθετε λοιπόν πάντες να μεταβώμεν εις την πόλιν, και σεις μεν ίστασθε εις
απόκρυφον τόπον δια να με υπηρετήτε, εγώ δε θα εισέλθω δια να προετοιμάσω την
καταστροφήν και τον θάνατον αυτού». Λαβών λοιπόν ο Κύνωψ τα πλήθη των δαιμόνων
έφθασεν εις την πόλιν, αφήσας αυτούς έξωθεν αυτής και παραλαβών μόνον τρεις
μεθ’ εαυτού δια να τους μεταχειρίζηται ως αγγελιοφόρους δια τας μεταξύ των
συνεννοήσεις, και εισήλθεν εις την πόλιν· πληροφορηθέντες δε πάντες οι κάτοικοι
περί της ελεύσεως αυτού, ήλθον ίνα προσκυνήσωσι, διότι ουδέποτε είχε κατέλθει
εις την πόλιν· όθεν και απεκρίνετο εις τον καθένα κατά την ερώτησίν του. Ο δε
Ιωάννης είπε προς με: «Τέκνον Πρόχορε, να υπομένης γενναίως και να είσαι
στερεός, διότι ο Κύνωψ φροντίζει ίνα ρίψη ημάς εις μεγάλην θλίψιν και
πειρασμόν». Συνήχθησαν δε πάντες οι πιστοί αδελφοί εις την οικίαν του Μύρωνος
και είμεθα εκεί διδασκόμενοι υπό του Ιωάννου ημέρας δέκα, χωρίς να εξέλθωμεν·
διότι παρεκάλεσαν πάντες οι αδελφοί τον Ιωάννην να μη εξέλθη της οικίας
λέγοντες: «Μεγάλη σύγχυσις υπάρχει εις την πόλιν και ενδέχεται να κακοποιήσωσιν
υμάς». Ο δε Ιωάννης συνεβούλευσε πάντας λέγων: «Έχετε υπομονήν, αδελφοί, και θα
ίδετε την δύναμιν και την δόξαν του Θεού· διότι καθώς τώρα συνηθροίσθη πάσα η
πόλις και θαυμάζει δια τους λόγους του Κύνωπος, τοιουτοτρόπως θέλουσι συναχθή
πάντες δια να θαυμάσωσι την καταστροφήν και τον αφανισμόν του». Μετά δε ταύτα
είπε προς με: «Τέκνον Πρόχορε, ας εξέλθωμεν εις την πόλιν». Και εξελθόντες
ήλθομεν εις τόπον καλούμενον «Βότρυν»· και καθήσαντες εκεί συνήχθη λαός πολύς
και εδιδάσκετο υπό του Ιωάννου. Ακούσας ο Κύνωψ ότι ο Ιωάννης διδάσκει, ευθύς
ήλθεν εκεί, και ιδών ότι πάντες πείθονται εις τα λεγόμενα υπό του Ιωάννου,
εθυμώθη μεγάλως και είπε προς τον λαόν: «Άνδρες τυφλοί και πεπλανημένοι από την
οδόν της αληθείας, ακούσατέ μου· εάν είναι δίκαιος ο Ιωάννης και αληθή τα παρ’
αυτού λεγόμενα και γινόμενα, ας ικανοποιήση και σας και εμέ δια των λόγων, τους
οποίους θέλω εγώ είπει προς αυτόν, και τότε να πιστεύσω και εγώ εις τα λεγόμενα
και γινόμενα υπ’ αυτού»· παρίστατο δε εκεί λαός πολύς, προς τον οποίον στραφείς
ο Κύνωψ είπε προς ένα νεανίσκον ευρισκόμενον εκεί: «Τέκνον, ζη ο πατήρ σου ή
απέθανεν»; Απεκρίθη ο νέος: «Όχι, δεν ζη, αλλ’ απέθανε, κύριε». Ηρώτησε πάλιν ο
Κύνωψ: «Δια ποίου θανάτου»; Ο δε νέος είπε: «Ήτο ναύτης και συντριβέντος του
πλοίου επν΄γη εις την θάλασσαν υπό των κυμάτων και απέθανε». Τότε λέγει ο Κύνωψ
προς τον Ιωάννην: «Τώρα να δείξης εάν είναι αληθή τα όσα λέγεις· να αναβιβάσης
τον πατέρα του παιδός αυτού από της θαλάσσης και να παρουσιάσης αυτόν ζώντα εις
τον παίδα και εις ημάς πάντας». Απεκρίθη ο Ιωάννης λέγων: «Δεν με απέστειλεν ο
Χριστός ίνα ανιστώ νεκρούς, αλλά με απέστειλεν ίνα διδάσκω τους πεπλανημένους
ανθρώπους» Είπε δε ο Κύνωψ προς πάντα τον λαόν τον παριστάμενον εκεί: «Ω
άνδρες, οι κατοικούντες την πόλιν Φλωράν, τουλάχιστον τώρα πιστεύετε ότι είναι
πλάνος ο Ιωάννης, και σας πλανά δια μαγικών εμπαιγμάτων; Συλλαβόντες λοιπόν
κρατήσατε αυτόν καλώς έως ότου παρουσιάσω εγώ ζώντα τον πνιγέντα και αποθανόντα
άνθρωπον». Τότε ο λαός συνέλαβε και εκράτησε τον Ιωάννην, ομού δε πάντες μετά
του Κύνωπος ήλθομεν εις τον αιγιαλόν της θαλάσσης. Απλώσας δε ο Κύνωψ τας
χείρας αυτού προς την θάλασσαν και κτυπήσας αυτάς, πάραυτα εγένετο κρότος
μέγας, ώστε πάντες εφοβήθησαν, ο δε Κύνωψ εγένετο άφαντος αφ’ ημών· άπαξ δε ο
λαός έκραξε λέγων: «Μέγας είσαι, ω Κύνωψ, και δεν υπάρχει έτερος πλην σου».
Μετά παρέλευσιν αρκετής ώρας ανήλθεν ο Κύνωψ από της θαλάσσης έχων μεθ’ εαυτού
ένα δαίμονα εις σχήμα του πατρός του νεανίσκου· και ιδόντες αυτόν πάντες
εξέστησαν. Τότε λέγει ο Κύνωψ προς τον παίδα: «Ούτος είναι ο πατήρ σου»; Και
είπεν ο νέος: «Ναι, κύριε, αυτός είναι». Ο δε λός πεσών προσεκύνησε τον Κύνωπα
και επεζήτει ίνα φονεύση τον Ιωάννην, αλλ’ ημπόδισεν αυτόν ο Κύνωψ λέγων:
«Άφετε αυτόν τώρα, και όταν ίδητε μεγαλύτερα σημεία, τότε να τον τιμωρήσητε
κακώς», και προσκαλεσάμενος άλλον τινά άνθρωπον, είπε προς αυτόν· «Έχεις υιόν»;
Ο δε είπε: «Ναι, κύριε, είχον υιόν, αλλά φθονήσας εις κακός άνθρωπος εφόνευσεν
αυτόν». Λέγει προς αυτόν ο Κύνωψ: «Θα αναστηθή ο υιός σου»· και ευθύς ήρχισε
μετά φωνής μεγάλης να προσκαλή τον φονεύσαντα και τον φονευθέντα· εν τω άμ δε
παρουσιάσθησαν ενώπιον αυτού δύο δαίμονες εις το σχήμα των δύο ανθρώπων
εκείνων. Τότε λέγει ο Κύνωψ προς τον άνθρωπον εκείνον: «Ούτος είναι ο φονεύσας
τον υιόν σου και ούτος είναι ο φονευθείς»; Απεκρίθη ο άνθρωπος λέγων: «Ναι ,
κύριε, ούτοι είναι»· και στραφείς ο Κύνωψ λέγει προς τον Ιωάννην: «Τι
θαυμάζεις, Ιωάννη»; Ο δε είπεν: «Εγώ δια ταύτα δεν θαυμάζω». Λέγει πάλιν ο
Κύνωψ: «Εάν δια ταύτα δεν θαυμάζης, θα ίδης μεγαλύτερα τούτων και τότε θα
θαυμάσης· διότι, εάν δεν σε εκπλήξω δια των σημείων, δεν θα σε αφήσω να
αποθάνης». Απεκρίθη ο Ιωάννης ειπών: «Τα σημεία σου ομού μετά σου θα
εξαφανισθώσι συντόμως». Ακούσαντες δε τους λόγους τούτους οι παριστάμενοι
άνθρωποι, είπον προς τον Ιωάννην: «Διατί υβρίζεις τον καθαρώτατον Κύνωπα,
εξόριστε άνθρωπε»; Και ευθέως ως άγρια θηρία ώρμησαν προς αυτόν, και ρίψαντες
επί της γης, εκτύπων αυτόν άνευ ουδεμιάς λύπης, άλλοι δε δια των οδόντων
κατάτρωγον τας σάρκας αυτού, ο οποίος πεσών εις την γην έμεινεν ωσεί νεκρός.
Τότε ο Κύνωψ, νομίσας ότι απέθανεν ο Ιωάννης, είπε προς τον λαόν: «Άφετε αυτόν
άταφον δια να τον καταφάγωσι τα πετεινά του ουρανού και να ίδωμεν εάν ο Χριστός
θα αναστήση αυτόν». Και βέβαιοι όντες πάντες ότι απέθανεν ο Ιωάννης, ανεχώρησαν
από του τόπου εκείνου μετά του Κύνωπος, χαίροντες και ευφημούντες αυτόν. Περί
δε την δευτέραν ώραν της νυκτός, ενώ ήτο ησυχία πολλή εις τον τόπον εκείνον,
πλησιάσας εγώ ήκουσα φωνήν παρά του Ιωάννου λέγουσαν προς με: «Τέκνον Πρόχορε»·
εγώ δε μετά κλαυθμού είπον: «Τι εστί, κύριε»; Ο δε είπε μοι: «Ύπαγε ταχέως εις
την οικίαν του Μύρωνος, όπου είναι όλοι οι αδελφοί συνηθροισμένοι, και
πληροφόρησον αυτούς, ότι ο Ιωάννης ζη και ουδέν κακόν έπαθε· και πάλιν ελθέ ενταύθα».
Μεταβάς λοιπόν εγώ εις την οικίαν του Μύρωνος, εύρον πάντας τους αδελφούς
συνηθροισμένους και κλαίοντας περί του Ιωάννου· εξεπλάγησαν δε πάντες ιδόντες
με· διότι ενόμιζον ότι απέθανον και εγώ μετά του Ιωάννου· είπον δε εγώ προς
αυτούς: «Μη λυπείσθε, αδελφοί, αλλά χαίρετε εν Κυρίω, διότι ο διδάσκαλος ημών
ζη, και αυτός με απέστειλε προς σας δια να πληροφορηθήτε και ειρηνεύσητε».
Ακούσαντες δε εκείνοι ότι ζη ο Ιωάννης, δεν ηθέλησαν ίνα ακούσωσιν άλλον λόγον
παρ’ εμού, αλλ’ ευθέως εγερθέντες, ήλθομεν ομού εις τον τόπον εις τον οποίον
κατέκειτο ο Ιωάννης, εύρομεν δε αυτόν ιστάμενον και προσευχόμενον, και μετά την
ευχήν είπομεν όλοι ομού το «Αμήν» και ησπάσατο πάντας ημάς ένα έκαστον. Επειδή
δε έκλαιον πάντες από της χαράς και εδόξαζον τον Θεόν, είπε προς αυτούς ο
Ιωάννης: «Βλέπετε, αδελφοί, μήπως πλανηθή κανείς από σας από τα σημεία, τα
οποία ποιεί ο Κύνωψ· διότι πάντα κατά φαντασίαν ποιεί. Μακροθυμήσατε λοιπόν και
ησυχάσατε εις την οικίαν του Μύρωνος, και θα ίδητε την Χάριν του Θεού». Πολλά
δε και άλλα διδάξας και παρηγορήσας αυτούς απέλυσεν εν ειρήνη. Την ακόλουθον
ημέραν, ιδόντες ημάς τινές ευρισκομένους εν τόπω καλουμένω «Λίθου βολή»,
μεταβάντες ανήγγειλαν τούτο προς τον Κύνωπα· ούτος δε ακούσας, αμέσως
προσεκαλέσατο τον δαίμονα δια του οποίου ενήργει τας νεκρομαντείας, και είπε
προς αυτόν: «Ετοιμάσθητι, διότι ο Ιωάννης ζη και ευρίσκεται εις τον τόπον τον
καλούμενον Λίθου βολή». Παραλαβών λοιπόν ο Κύνωψ τούτον τον δαίμονα, ήλθε προς
τον Ιωάννην και λέγει προς αυτόν: «Επιθυμών να σου προξενήσω μεγαλυτέραν
αισχύνην και τιμωρίαν, σε άφησα να ζης έως τώρα· ελθέ όμως έως τον αιγιαλόν δια
να ίδης την δύναμίν μου και να εντραπής». Και ταύτα ειπών, λέγει προς τον λαόν
τον ακολουθούντα αυτόν: «Κρατήσατε τούτον τον άνθρωπον έως ότου επιδείξω σημεία
μεγαλύτερα των πρώτων, και τότε να παραδώσω αυτόν εις την αιώνιον κόλασιν».
Αφού λοιπόν ήλθομεν εις τον αιγιαλόν, εκεί όπου και τας πρώτας φαντασίας και τα
εμπαίγματα εποίησεν ο Κύνωψ, εύρομεν πλήθος ανδρών και γυναικών θυμιάζοντας τον
τόπον και προσευχομένους, οίτινες μόλις είδον τον Κύνωπα έπεσον και
προσεκύνησαν αυτόν· ήσαν δε εκεί και οι τρεις δαίμονες οι νομιζόμενοι ως
αναστάντες εκ νεκρών ακολουθούντες αυτόν. Είπε λοιπόν ο Κύνωψ προς τους
κρατούντας τον Ιωάννην: «Μη απολύσητε αυτόν, μηδέ αναχωρήση κανείς από σας εκ του
τόπου τούτου, έως ότου επιστρέψω εν δόξη»· και ποιήσας δια των χειρών αυτού
κρότον μέγαν, έρριψε τον εαυτόν του εις την θάλασσαν γενόμενος άφαντος· ο δε
λαός εβόησε: «Μέγας είσαι, Κύνωψ, και δεν υπάρχει άλλος πλην σου». Τότε ο
Ιωάννης απλώσας τας χείρας αυτού και ποιήσας σχήμα Σταυρού, παρήγγειλεν εις
τους δαίμονας τους ισταμένους εκεί εν σχήματι ανθρώπων και δήθεν εγερθέντας υπό
του Κύνωπος, όπως μη αναχωρήσωσιν εκείθεν, προσηύξατο δε λέγων ούτως: «Ο Θεός
και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο δια του σχήματος τούτου επί του
δούλου σου Μωϋσέως τον Αμαλήκ τροπωσάμενος, κατάγαγε τον πλάνον Κύνωπα εις τα
κατώτατα της θαλάσσης, ίνα μη ίδη πλέον τον ήλιον τούτον, και μη καταλεχθή μετά
των ζώντων ανθρώπων». Ταύτα του Αποστόλου προσευξαμένου, πάραυτα εγένετο μέγας
ήχος και κρότος εν τη θαλάσση και μία απότομος περιστροφή του ύδατος εις το
μέρος όπου έρριψεν εαυτόν ο Κύνωψ, ώστε κατέστη αδύνατον ίνα ανέλθη πλέον ούτος
εκ της θαλάσσης. Τότε ο Ιωάννης είπε προς τους δαίμονας τους φαινομένους εις
σχήμα ανθρώπων εκ νεκρών αναστάντων: «Παραγγέλλω προς σας, εν τω ονόματι του
Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού, ίνα εξέλθητι και απομακρυνθήτε εκ της νήσου
ταύτης», άμα δε ήκουσαν τον λόγον τούτον τα πονηρά πνεύματα, αυτήν την ώραν
εγένοντο άφαντα από των ανθρώπων, οι οποίοι ιδόντες ότ ομού με τον λόγον του
Ιωάννου εξηφανίσθησαν οι νομιζόμενοι άνθρωποι, ηγανάκτησαν κατά του Ιωάννου,
και μάλιστα εκείνοι οι οποίοι ενόμιζον ότι ο πατήρ και ο υιός αυτού ήσαν
πράγματι αναστάντες· όθεν και έλεγον ούτοι προς τον Ιωάννην, ο μεν εις: «Μάγε,
δος μοι τον υιόν μου»· και ο άλλος: «Εξόριστε, πλάνε, δος μοι τον πατέρα μου»·
πάντες δε ομού έλεγον προς αυτόν: «Εάν ήσο άνθρωπος αγαθός, ήθελες συναθροίζει
τα διεσκορπισμένα και απολωλότα· επειδή όμως είσαι πονηρός, δια τούτο απεδίωξας
και εκείνα τα οποία είχε συναθροίσει ο ευεργέτης ημών καθαρώτατος Κύνωψ·
παρουσίασον λοιπόν εις ημάς τους εξαφανισθέντας άνδρας, ει δ’ άλλως σε
θανατώνομεν αυτήν την στιγμήν»· και
ώρμησαν μερικοί εξ αυτών ίνα φονεύσωσιν αυτόν· έτεροι δε πάλιν εξ αυτών είπον:
«Ας μη θανατώσωμεν αυτόν, έως ότου έλθη προς ημάς ο μέγας Κύνωψ και εκείνος
θέλει μας είπει τι πρέπει να πράξωμεν». Παρέμειναν λοιπόν εκεί συμφώνως προς
την παραγγελίαν του Κύνωπος μετά των γυναικών και παιδίων αυτών τρεις ημέρας
και τρεις νύκτας κράζοντες με μεγάλας φωνάς: «Καθαρώτατε Κύνωψ, βοήθησον ημάς»·
ήτο δε ο τόπος εκείνος πολύ θερμός, και ένεκα της ζέστης, της πείνης και των
φωνών, οι περισσότεροι εξ αυτών λιποθυμήσαντες έπεσον εις την γην και
κατέκειντο άφωνοι· τρία δε μάλιστα παιδία και απέθανον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου