ι΄ Ανάστασις των
τριών παιδίων και ο φωτισμός των Πατμίων.
Ιδών αυτούς ο Ιωάννης εις τοιαύτην πλάνην ευρισκομένους και λυπηθείς δια
την πώρωσιν της καρδίας αυτών, στενάξας και δακρύσας προσηύξατο προς τον Θεόν
λέγων· «Δημιουργέ πάσης πνοής και ζωής χορηγέ Ιησού Χριστέ, δι’ ον ταύτα πάσχω,
έμβαλε ευθύτητα εις τας καρδίας του λαού, όπως μηδείς αυτών απόληται». Και
ταύτα ειπών, συνεβούλευεν είτα τον λαόν λέγων: «Άνδρες αδελφοί, ακούσατέ μου·
ιδού έχετε σήμερον τέσσαρας ημέρας νήστεις περιμένοντες τον Κύνωπα, ο οποίος
είναι αδύνατον να επιστρέψη πλέον. Παρακαλώ λοιπόν όπως αναχωρήσητε
επιστρέφοντες έκαστος εις τον οίκον αυτού δια να φάγη τον άρτον του». Και μετά
ταύτα ελθών πλησίον των εκ της πείνης αποθανόντων παιδίων, προσηύξατο λέγων: «Ο
δια της εν τη εσχάτη ημέρα φοβεράς σάλπιγγος εγείρων τους απ’ αιώνος
κοιμηθέντας, Κύριε Ιησού Χριστέ, δώρησαί μοι τω σω δούλω τας ψυχάς των τριών
τούτων παίδων, όπως ενδοξασθή σου το πανάγιον όνομα επί σωτηρία του λαού σου
τούτου»· ευθύς δε μόλις ετελείωσε την ευχήν ο Απόστολος, ανέστησαν οι νεκροί,
και τούτο το σημείον ιδόντες οι παριστάμενοι άνθρωποι προσέπεσον εις τους πόδας
του Ιωάννου λέγοντες: «Αληθώς εις πλάνην μεγάλην ευρισκόμεθα· διότι συ είσαι
πράγματι ο της αληθείας διδάσκαλος». Βλέπων ο του Χριστού Απόστολος ότι
επεστράφη το πνεύμα αυτών εις ευθύτητα και επίγνωσιν και ότι ήσαν ούτοι
παραλελυμένοι εκ της πείνης, είπε προς αυτούς: «Υπάγετε μετ’ ειρήνης εις τους
οίκους σας, ίνα φάγητε και αναλάβητε τας δυνάμεις σας· εγώ δε θα μεταβώ εις την
οικίαν του Μύρωνος του δούλου του Θεού, και αύριον θα έλθω πάλιν να σας
συναντήσω και ομιλήσω τα πρέποντα». Και ούτω ποιήσας ευχήν απέλυσε πάντας
αυτούς· ημείς δε μετέβημεν εις την οικίαν του Μύρωνος, εις την οποίαν μόλις
εισήλθομεν εγένετο μεγάλη χαρά και αγαλλίασις, και πάντας τους εκεί αδελφούς
παρηγόρησεν ο Ιωάννης δια των λόγων του Αγίου Πνεύματος· και παρατεθείσης
τραπέζης εφάγομεν και εδοξάσαμεν τον Κύριον μετά ψυχικής αγαλλιάσεως. Την
επομένην ημέραν συνήχθη πάσα η πόλις έξωθεν της οικίας του Μύρωνος, και πάντες
έκραζον λέγοντες: «Μύρων, Μύρων, πολλών επαίνων άξιε, δος εις ημάς τον
Διδάσκαλον ημών, όπως ωφεληθώμεν και
φωτισθώμεν παρ’ αυτού». Ο δε Μύρων υπωπτεύετο μήπως δια πονηρίας προσκαλούσιν
έξω της οικίς τον Ιωάννην, ίνα θανατώσωσιν αυτόν, και τούτο εννοήσας ο
Απόστολος, είπε προς αυτόν: «Διατί είναι τεταραγμένη η καρδία σου; Εγώ πιστεύω
εις τον Χριστόν, ότι δεν υπάρχει ουδεμία κακία εντός των ανθρώπων τούτων». Και
ταύτα ειπών εξήλθε της οικίας· ιδόντες δε αυτόν οι άνθρωποι, εχάρησαν χαράν
μεγάλην και έκραξαν λέγοντες: «Συ είσαι ο ευεργέτης των ψυχών ημών· συ είσαι ο
φωτίζων ημάς δια του αθανάτου φωτός». Τότε ο θείος Ιωάννης απεκρίθη προς αυτούς
λέγων: «Εγώ μεν είμαι άνθρωπος θνητός όμοιος με σας· εκείνος δε ο οποίος με
απέστειλεν, ο Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού, αυτός είναι ο αληθινός ευεργέτης
και φωταγωγός των ψυχών, μάλιστα των εις αυτόν πιστευόντων· αυτός λυπηθείς το
γένος των ανθρώπων ευρισκόμενον εντός του βυθού της αγνωσίας και υπό της πλάνης
των δαιμόνων κατακεκαλυμμένον, ηυδόκησε δια την πολλήν του αγαθότητα να λάβη
σάρκα εκ της Αγίας Παρθένου και μένων Θεός να γίνη άνθρωπος, όμοιος με ημάς,
χωρίς της αμαρτίας, και υπέμεινε θεληματικώς Σταυρόν και θάνατον, όπως τούτον
καταργήση· όθεν αιχμαλωτίσας τον άδην, θανατώσας τον θάνατον και ελευθερώσας
τας εις τον άδην ευρισκομένας ψυχάς, ανέστη εκείθεν την τρίτην ημέραν, και ημάς
τους Μαθητάς και υπηρέτας αυτού απέστειλεν εις πάντα τον κόσμον δια να
κηρύσσωμεν την Βασιλείαν του, χορηγήσας εις ημάς εξουσίαν κατά των ακαθάρτων
δαιμόνων και δύναμιν να ενεργώμεν σημεία και θαύματα και θεραπείας διαφόρων
ασθενειών δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, όπως δια τούτων πάντων
επιστρέψωσι τα έθνη προς τον αληθινόν Θεόν και Δημιουργόν των απάντων. Και σεις
λοιπόν, τέκνα μου, μη κλείητε τα ώτα της καρδίας σας, αλλά φεύγοντες από την
πλάνην, πλησιάσατε εις το φως της αληθείας». Ταύτα και άλλα περισσότερα διδάξας
ο Ιωάννης, παρηγόρει αυτούς, πολλοί δε εξ αυτών πιστεύσαντες εβαπτίσθησαν εκεί
εις την οικίαν του Μύρωνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου