Τρύφων ο
ενδοξότατος Μάρτυς του Χριστού και της ουρανίου αι θείας τρυφής επώνυμος,
εγεννήθη εις την πόλιν της Φρυγίας Λάμψακον. Οι γονείς αυτού ήσαν ευσεβείς,
πιστεύοντες εις τον αληθινόν Θεόν, αξιωθέντες ούτω να γεννήσουν τέκνον
ευσεβέστατον· μάλιστα δε εκ πρώτης ηλικίας ήτο άξιον τέκνον Θεού, καθότι
κατώκει εις την ψυχήν αυτού η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος και ιάτρευε πάσαν
ασθένειαν, εξόχως δε είχε πολλήν εξουσίαν κατά των δαιμόνων, οίτινες, μόνον το
όνομά του εάν ήκουον, έφευγον. Εις πίστωσιν δε των πολλών θαυμάτων, τα οποία
ετέλεσε, να γράψωμεν ένα δια να εννοήσητε, από το άκρον του κρασπέδου, το
ιμάτιον. Μετά τον θάνατον του Αυγούστου
Καίσαρος χρόνους σκδ΄ (224) εβασίλευσεν εις την Ρώμην ο Γορδιανός, όστις ήτο
Έλλην, δεν ήτο όμως τόσον σκληρός ως οι πρότερον βασιλεύσαντες, ούτε τους
πιστούς εδίωκεν.
Ούτος είχε θυγατέρα μονογενή ωραίαν και πάγκαλον,
γραμματισμένην και φρόνιμον και εκ τούτου πολλοί της πόλεως άρχοντες εποθούσαν
να λάβουν αυτήν σύζυγον· δι’ αυτό την έκλεισεν ο πατήρ της εις τα ανάκτορα, να
μη την βλέπουν οι άνθρωποι. Αλλά δια να γνωρίσουν και εκεί εις την Ρώμην τον
θαυμάσιον Τρύφωνα, το θείον φυτόν της του Χριστού Εκκλησίας, ή μάλλον δια να
δοξασθή και εκεί ο Δεσπότης Χριστός και να γνωρισθή του Σταυρού η ενέργεια,
παρεχώρησεν ο Θεός να δαιμονισθή το κοράσιον και εισελθών ο μισάνθρωπος εις
αυτήν την εβασάνιζε πολλά και προσεπάθει να την θανατώση εις το πυρ και εις τα
ύδατα, κάμνων εις αυτήν μεγάλην ατιμίαν και καταφρόνησιν. Όθεν οι γονείς της
είχον λύπην υπερβολικήν, μη δυνάμενοι δε να την θεραπεύσουν με βότανα και
ιατρούς, ούτε με άλλην τινά μηχανουργίαν, είχον τόσον πόνον και λύπην εις την
καρδίαν, ώστε επεθύμουν δι’ αυτήν τον θάνατον, τον οποίον ενόμιζον μικροτέραν
ζημίαν, από την δεινήν εκείνην ασθένειαν· εφώναζε δε και ο δαίμων έσωθεν
ομολογών τον διώκτην αυτού και έλεγεν· «Εάν δεν έλθη ο Τρύφων δεν εξέρχομαι,
διότι μόνον αυτός έχει δύναμιν να με διώξη από το οικητήριόν μου τούτο». Παρ’
ευθύς τότε ο βασιλεύς έστειλεν ανθρώπους να ερευνήσουν επιμελέστατα εις πάσαν
πόλιν και χώραν, ίνα εύρωσι τον ποθούμενον, υποσχόμενος χρυσίον αναρίθμητον και
άλλα βασιλικά χαρίσματα εις εκείνον, όστις ήθελεν εύρει και φέρει αυτόν. Από
τους πολλούς δε απεσταλμένους στρατιώτας και άρχοντας απήλθον τινές
αναζητούντες αυτόν εις την πόλιν Λάμψακον, εις την οποίαν ευρίσκετο τότε,
βόσκων χήνας, ο τοσούτον εις την αρετήν περιβόητος Άγιος, όστις, βλέπων τους
βασιλικούς ανθρώπους, εγνώρισεν από Πνεύμα Άγιον την υπόθεσιν και πλησιάσας είπε
προς αυτούς χωρίς εκείνοι να τον ερωτήσωσιν· «Εγώ είμαι ο Τρύφων, τον οποίον
ζητείτε». Όθεν λαβόντες αυτόν αγαλλόμενοι τον επήγαν εις τον έπαρχον
Πομπηιανόν, αναβιβάσαντες δε αυτόν εις ίππον βασιλικόν τον επήραν εντίμως
τρέχοντες προς την Ρώμην· ήτο δε τότε ο Άγιος ετών δεκαεπτά. Όταν επλησίαζαν
εις τα όρια της περιφήμου Ρώμης, τρεις ημέρας πριν να φθάσωσιν εις την πόλιν,
εγνώρισεν ο μυσαρός δαίμων τον ερχομόν του Τρύφωνος και εβασάνισε την κόρην
περισσότερον· έπειτα έδειχνεν ότι ωδύρετο, λέγων: «Ουαί μοι, δεν με αφήνει
πλέον ο Τρύφων να κατοικώ εδώ εις το οικητήριον τούτο, αλλά με εκδιώκει απ’
αυτού· άλλαι τρεις ημέραι μόνον υπολείπονται και έρχεται ο Τρύφων, όστις έχει
εξουσίαν κατεπάνω μας». Ταύτα λέγων κατεσπάραξε την κόρην και έπειτα έφυγε,
διότι δεν ηδύνατο να αντικρύση καν κατά πρόσωπον τον Άγιον Τρύφωνα. Την τρίτην
ημέραν έφθασεν ο Άγιος, ο δε βασιλεύς τον υπεδέχθη ασμένως και πολλά τον
ετίμησεν ως θεραπευτήν της θυγατρός του. Δια να βεβαιωθή όμως καλλίτερον την
αλήθειαν, παρεκάλεσε τον Άγιον να του δείξη οφθαλμοφανώς τον δαίμονα δια να τον
ερωτήση, διατί εισήλθεν εις την κόρην και δι’ άλλα τινά ζητήματα. Τότε ο Άγιος
ενήστευσεν έξ ημέρας και προσηύχετο εις τον Θεόν να του δώση εις τούτο
βοήθειαν· κατά δε την εβδόμην ημέραν είδεν οπτασίαν θαυμασίαν το μεσονύκτιον,
του έδωκε δε ο Θεός και εξουσίαν πλουσίαν κατά δαιμόνων, υπέρ την προτέραν. To πρωϊ, όταν εξημέρωσε, συνήχθησαν όλοι οι κάτοικοι της
πόλεως εις το θέατρον καθώς και ο βασιλεύς με τους δορυφόρους και πάντας τους
μεγιστάνας και άρχοντας, επιθυμούντες να ίδωσι τοιούτον εξαίσιον θαυματούργημα·
ο δε θείος Τρύφων, έμπλεως από Πνεύμα Άγιον, έχων πίστιν εις τον Θεόν, εκάλεσε
τον δαίμονα, ωσάν να τον έβλεπε με τους οφθαλμούς της ψυχής παριστάμενον και
του λέγει· «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού σε προστάσσω να φανής εδώ έμπροσθέν
μας, να ίδωμεν όλοι την ασχημοσύνην και ασθένειάν σου». Τότε παρευθύς εφάνη
κύων μαύρος και άσχημος, του οποίου οι οφθαλμοί ήσαν ως πυρ και φλόγα, έκλινε
δε την κεφαλήν προς την γην. Τότε του λέγει ο Άγιος· «Ειπέ μας, κατάρατε, τις
σε προσέταξε να εισέλθης εις την κόρην ταύτην και πως τολμάς και δύνασαι,
αδύνατε, ζοφωδέστατε και άτιμε, να ατιμάζης το τίμιον πλάσμα του Θεού και να
βασανίζης τους ανθρώπους, μισάνθρωπε»; Τότε ο δαίμων, ως να τον επλήγωσαν ως
βέλη οι λόγοι του Τρύφωνος, απεκρίθη με δυσκολίαν, λέγων· «Ο πατήρ μου, όστις
είναι πάντων των κακών αίτιος και λέγεται Σατανάς, με έστειλε να την βασανίσω».
Του λέγει πάλιν ο Άγιος· «Και ποίαν εξουσίαν έχετε σεις, αρχηγοί και ευρεταί
της κακίας, εις τα πλάσματα του Θεού»; Τότε ο εις σχήμα κυνός φαινόμενος
δαίμων, αν και είναι φιλοψευδής εκ φύσεως και δεν θέλει ποτέ να είπη την
αλήθειαν, όμως χωρίς να θέλη (υπό της θείας δυνάμεως βιαζόμενος) ωμολόγησεν,
έμπροσθεν πάντων, εκείνα τα οποία ήθελε να κρύπτη και να τα φυλάττη απόρρητα,
λέγων· «Ημείς δεν έχομεν καμμίαν εξουσίαν να τυραννώμεν τους Χριστιανούς, οι
οποίοι πιστεύουσιν εις τον Παντοκράτορα Θεόν και τον Χριστόν τον Υιόν Αυτού,
τον οποίον ο Πέτρος και ο Παύλος εδώ εις την πόλιν ταύτην λαμπρώς εκήρυξαν,
μάλιστα βλέποντες τους πιστούς αυτούς από μακράν φεύγομεν· μόνον δε εκείνους
τους οποίους ευρίσκομεν να αγαπώσι τα έργα μας, αυτούς έχομεν εξουσίαν να
βασανίζωμεν, δηλαδή ειδωλολάτρας, βλασφήμους, μοιχούς, φονείς, φαρμακείς και
υπερηφάνους και άλλους ομοίους τούτων, οίτινες χωρίζονται και αλλοτριώνονται
από τον Θεόν με τοιαύτα ανομήματα, έρχονται δε προς ημάς με την ιδικήν των
προαίρεσιν. Εκείνους μόνον πειράζομεν, επειδή πράττουσιν όσα μας αρέσκουσι,
καταφρονούντες τα θεία προστάγματα». Ταύτα οι περιεστώτες ακούοντες, εθαύμασαν
και συγχρόνως εφοβήθησαν, πολλοί δε απ’ εκείνους επίστευσαν εις τον Χριστόν, οι
δε πιστοί εστερεώθησαν εις την πίστιν καλλίτερον, ακούοντες την αληθή μαρτυρίαν
του δαίμονος, ο οποίος επιτιμηθείς από τον Άγιον έγινεν άφαντος. Ταύτα ιδών και
ακούσας ο βασιλεύς εθαύμασε τον Τρύφωνα, και τον ετίμησε περισσώς ως έπρεπε και
πολλάς δωρεάς του εχάρισεν, έπειτα προσέταξε τον έπαρχον Πομπηιανόν και άλλους
άρχοντας να τον συνοδεύσουν έως εις τον τόπον του. Πορευόμενος δε ο Άγιος,
διεμοίρασε καθ’ οδόν εις τους πτωχούς όλα τα αργύρια, τα οποία του εχάρισεν ο
βασιλεύς και δεν ηθέλησε να κρατήση ουδόλως δωρεάν από ασεβή. Φθάσας δε εις την
οικίαν του, έκαμνε τα πρότερα θεραπεύων τους ασθενείς και οδηγών τους
πεπλανημένους προς την αλήθειαν. Μετά τον θάνατον του Γορδιανού, εβασίλευσεν ο
ευσεβής Φίλιππος, ολίγον καιρόν όμως έζησεν, διότι πολεμών με τους Τρωγλοδύτας
τον εφόνευσαν. Τότε έλαβε την βασιλείαν ο δυσσεβής και άδικος Δέκιος, άνθρωπος
ωμός και άσπλαγχνος, εις φόνους και αίματα ευφραινόμενος, έχων πολλήν ζέσιν εις
τα μιαρά είδωλα και μίσος άμετρον κατά των Χριστιανών ο άχρηστος· όθεν δεν
εμερίμνα και τόσον να πολεμή τους εχθρούς του, όσον εφρόντιζε να διώκη τους
ευσεβείς, ο ασεβέστατος, είχε δε τούτο δια μεγάλην δόξαν αυτού και εύκλειαν·
όθεν ητοίμαζε τροχούς, ξίφη, ονύχια σιδηρά και άλλα διάφορα κολαστήρια. Ήτο
λοιπόν εις όλην την οκουμένην σκότος και πόλεμος και πολλοί μη υποφέροντες τα
πάνδεινα παιδευτήρια, προσεκύνουν (φευ!) οι λογικοί τα άλογα και αναίσθητα
κτίσματα, οι δε στερεοί και καλόγνωμοι έμενον αήττητοι έως τέλους, φυλάττοντες
την πίστιν των απαρασάλευτον και υπομένοντες ανδρείως όλα τα φρικτά κολαστήρια
και δια του προσκαίρου θανάτου απήρχοντο εις ζωήν την αιώνιον. Ούτως εχόντων
των πραγμάτων, και του διωγμού πληθυνομένου, ανήγγειλάν τινες μισόχριστοι προς
τον έπαρχον της Ανατολής, Ακυλίνον ονόματι, ότι άνθρωπός τις από την Λάμψακον
γνωστικός και λόγιος, ιατρός το επιτήδευμα, καταφρονεί τους βασιλείς και
εμπαίζει τους μεγάλους θεούς προσκυνών τον Χριστόν, τον οποίον ομολογεί ως
μόνον Θεόν και πολλοί υπ’ αυτού ηπατήθησαν και ησέβησαν. Ευθύς λοιπόν έστειλεν
ο Ακυλίνος γράμματα απειλητικά, να ερευνήσουν πανταχού επιμελώς, να τον εύρουν
και να τον αποστείλουν εις αυτόν τάχιστα. Δεν ήτο δυνατόν λοιπόν να κρυφθή ο
λαμπρός λύχνος της πίστεως και το πολύτιμον και χρήσιμον μύρον, το οποίον από
την ευωδίαν αυτού φανερώνεται· μάλιστα και μόνος του ο Άγιος, ακούσας ότι τον
εζήτουν οι διώκται της πίστεώς μας, δεν έφυγε να κρυφθή εις τα δάση και
σπήλαια, αλλ’ ωπλίσθη με προσευχάς και δεήσεις και ούτω φαιδρός παρρησιάζεται
προς τους ζητούντας, οίτινες έφερον αυτόν χαίροντες εις τον έπαρχον
ευρισκόμενον τότε εις την Νίκαιαν. Παραστήσαντες λοιπόν τον Άγιον εις το
κριτήριον, τον ηρώτησεν ο έπαρχος να είπη το όνομα, την πίστιν, την τύχην (ήτοι
ποίας καταστάσεως άνθρωπος ετύγχανε) και την πατρίδα του, ο δε Άγιος είπε προς
αυτόν· «Τρύφων καλούμαι και είμαι από την Λάμψακον· τύχην ημείς δεν
ομολογούμεν, διότι δεν υπάρχει, αλλά πιστεύομεν ότι όλα έγιναν ευτάκτως από τον
Παντοδύναμον Θεόν, όστις κυβερνά όλον τον κόσμον με την σοφίαν του και όχι από
την τύχην· είμαι δε την κατάστασιν ελεύθερος (και όχι δούλος), μόνον εις τον
Δεσπότην μου Χριστόν εδουλώθην, όστις είναι ο στέφανός μου, η δόξα μου και το
καύχημά μου». Του λέγει ο έπαρχος· «Ο βασιλεύς επρόσταξεν, ότι όστις δεν
σέβεται τους θεούς, να λαμβάνη βίαιον θάνατον· λοιπόν υπάκουσόν μου· άφες την
πλάνην αυτήν, να μη λάβης πυρ και πληγάς και άλλα φρικτά κολαστήρια». Λέγει ο
Άγιος· «Είθε να με ηξίωνεν ο Δεσπότης μου Χριστός, ο αληθής και μόνος Θεός, να
βασανισθώ δια την αγάπην του, να λάβω επώδυνον θάνατον». Λέγει πάλιν ο έπαρχος·
«Παρακαλώ σε, Τρύφων, θυσίασον εις τους θεούς, διότι βλέπω πως είσαι εις την
φρόνησιν τέλειος και δεν θέλω να αποθάνης ασκόπως και ματαίως». Του λέγει ο
Άγιος· «Τότε μάλλον θα είμαι τέλειος, εάν φυλάξω την ομολογίαν τελείαν προς τον
Δεσπότην μου Χριστόν, να γίνω προς αυτόν θυσία άμωμος, καθώς έπαθε και Αυτός
δι’ εμέ». Εις τας απειλάς ταύτας του επάρχου, ότι θα τον βάλη εις πυρ και έτερα
κολαστήρια, απήντησεν ο Άγιος· «Συ με φοβερίζεις με πυρ, το οποίον σβύνεται γρήγορα
και τάχιστα αφανίζεται, εγώ όμως σου προαναγγέλλω το πυρ εκείνο το άσβεστον της
αιωνίου κολάσεως, εις το οποίον θέλεις κατακριθή να καίεσαι ατελεύτητα και να
οδύρεσαι ανωφέλευτα, επειδή αφήκες τον αληθή Θεόν και προσκυνείς αναίσθητα
ξόανα. Μη χάνης λοιπόν τον καιρόν σου ασκόπως με απειλάς πυρός και ετέρων
προσκαίρων κολαστηρίων, διότι οι δούλοι του Θεού δεν φοβούνται ποσώς τούτο το
πυρ, αλλά εκείνο το άσβεστον και αιώνιον. Πράξε λοιπόν όπως ορίζεις, διότι εγώ
δεν αρνούμαι τον αληθή Θεόν, αν μου δώσης και μύρια κολαστήρια». Τότε
προστάσσει ο τύραννος να κρεμάσωσι τον Άγιον εις το ξύλον, να τον σπαθίζουσιν.
Εκείνος δε εξεδύθη ευθύς μόνος, δια να δείξη της ψυχής το πρόθυμον· εκαρτέρει
δε σπαθιζόμενος ώρας τρεις, ωσάν να έπασχεν άλλος, χωρίς να εκβάλη ουδεμίαν
φωνήν, ο δε έπαρχος έλεγε· «Μετανόησον, Τρύφων, από ταύτην την υπερηφάνειάν
σου· προσκύνησον τους θεούς, διότι εκείνος όστις εναντιούται εις τα βασιλικά
προστάγματα λαμβάνει θάνατον επώδυνον». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Όστις δεν φυλάξη
το σωτήριον του Θεού θέλημα, μέλλει να κατακριθή εις θάνατον αθάνατον, διότι
αυτός είναι μόνος Βασιλεύς ουράνιος και όστις τον αρνηθή, ζημιούται ζωήν
αιώνιον». Λέγει ο έπαρχος· «Άλλος δεν είναι ουράνιος, ειμή ο μέγας Ζεύς, ο υιός
του Κρόνου και της Ρέας· ούτος είναι πατήρ των ανθρώπων και των άλλων θεών και
όστις απειθήση εις αυτόν είναι αδύνατον να ζήση· λοιπόν και συ υποτάξου εις
αυτόν, δια να αξιωθής να έχης ζωήν γλυκυτάτην πάντοτε». Εις τους λόγους τούτους
του τυράννου απεκρίθη ο Άγιος· «Όμοιοι αυτού να γίνουν όσοι πιστεύουσιν αυτόν
και δια θεόν τον νομίζουσι, διότι, καθώς ομολογούσι τα βιβλία σας, αυτός ήτο
γόης και μάντις μιαρώτατος, και δεν αφήκε καμμίαν ανομίαν και είδος κακίας
άπρακτον ο πάντολμος. Όταν δε απέθανε του έστησαν χρυσά και αργυρά είδωλα όσοι
εποθούσαν τα σιχαμερά και πάσης αισχύνης πεπληρωμένα έργα του, ονομάζοντες
αυτόν και θεόν δια να δικαιολογήσουν με τούτον τον τρόπον τας αισχρουργίας και
ασελγείας του. Ούτως έπραξαν και δια τους άλλους ψευδωνύμους θεούς σας, εις την
πλάνην δε ταύτην ακολουθούντες και σεις, ανοήτως, σέβεσθε ύλην κωφήν και
άψυχον, καταφρονούντες τον αληθή και ζώντα Θεόν, όστις τον ουρανόν εστερέωσε,
την γην εθεμελίωσεν επί των υδάτων και πάσαν την οικουμένην εποίησε· μετά δε
ταύτα έπλασε και ανέπλασε τον άνθρωπον, ως φιλάνθρωπος. Διότι βλέπων ότι τον
επλάνησεν ο δαίμων και τον εξώρισεν ως φθονερός από τον Παράδεισον, κατεδέχθη
να γίνη άνθρωπος και εσταυρώθη και ετάφη εκουσίως και αναστάς εκ νεκρών,
ανήλθεν εις τους ουρανούς, ένθα υμνείται υπό Αγίων Αγγέλων, όταν δε έλθη το
πλήρωμα του χρόνου, το οποίον αυτός μόνος γνωρίζει, τότε θέλει έλθει και πάλιν
εξ ουρανού με άρρητον δύναμιν και δόξαν θεοπρεπώς, ίνα κρίνη την οικουμένην
άπασαν και αποδώση εις έκαστον κατά τας πράξεις του. Αυτός είναι Θεός θεών,
Βασιλεύς απάντων των βασιλέων και Κριτής ζώντων και νεκρών δικαιότατος. Αυτά δε
όπου προσκυνείτε σεις δια θεούς είναι άψυχα ξόανα, έργα χειρών ανθρώπων και
πονηρών δαιμόνων ευρήματα και σας οδηγούν εις απώλειαν». Ταύτα ακούσας εθυμώθη
ο έπαρχος και προστάσσει να καταβιβάσουν τον Άγιον από το ξύλον και να τον
σύρουν δεδεμένον εις το κυνήγιον όπου θα επήγαινε. Τούτου γενομένου είχε πολλήν
οδύνην ο Άγιος, διότι επεριπάτει ανυπόδητος και οι πόδες του ήσαν ξεσχισμένοι
από την προτέραν βάσανον, τότε δε πάλιν κατεξεσχίζοντο από τα ξύλα και τας
πέτρας εν μέσω χειμώνος, πολλάκις δε τον κατεπάτουν και οι ίπποι και έπιπτον
καθ’ οδόν αι σάρκες του. Όθεν ησθάνετο πόνον υπερβολικόν, αλλ’ υπέμεινεν όλα
ταύτα τα λυπηρά, αποβλέπων εις την μέλλουσαν ανταπόδοσιν, έψαλλε δε λέγων·
«Κατάρτισαι, Κύριε, τα διαβήματά μου» (Ψαλμ. ιστ: 5) και άλλα ρητά της Αγίας
Γραφής παρόμοια. Έπειτα πάλιν, μιμούμενος τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον και αυτόν
τον Χριστόν ο χριστομίμητος, έλεγε· Κύριε, συγχώρησε το αμάρτημά των». Κατά δε
το εσπέρας, όταν επέστρεψεν από το κυνήγιον ο Ακυλίνος, εφρόντιζε να κυνηγήση
μάλλον τον Άγιον και του λέγει· «Εσωφρινίσθης καν τώρα, να προσκυνήσης τους
θεούς, άθλιε, ή μένεις εις την προτέραν μανίαν σου»; Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Συ
μάλιστα είσαι γεμάτος μανίαν και αγνωσίαν, ανόητε, δι’ αυτό δεν θέλεις να
εννοήσης τον αληθή Θεόν· εγώ όμως έχω γνώσιν, διότι κρατώ την αλήθειαν». Τότε ο
άρχων, μη έχων λόγον να αποκριθή κατά της αληθείας ο μάταιος, επρόσταξε να
φυλακίσουν τον Άγιον έως άλλην εξέτασιν· μετά τινας δε ημέρας, θέλων να υπάγη
εις την Νίκαιαν, επρόσταξε να φέρουν και τον Μάρτυρα δεδεμένον. Όταν δε
επλησίαζαν εις την πόλιν, τον ηρώτησεν ο τύραννος· «Μήπως σε εδίδαξε, Τρύφων,
το μάκρος του καιρού, να υπακούσης εις τους βασιλείς, να προσκυνήσης τους
σωτήρας θεούς, ή ακόμη είσαι απειθής και φιλόνεικος»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Ο
Κύριος και Θεός μου Ιησούς Χριστός, τον οποίον λατρεύω με καθαράν διάνοιαν, με
ενουθέτησε να φυλάττω την ομολογίαν του αμετάθετον· όθεν αυτόν μόνον γνωρίζω
Βασιλέα και Θεόν αψευδέστατον, τας δε βασάνους, τας οποίας υφίσταμαι υπό σου
και τας εντολάς του βασιλέως σου καταφρονώ και τους θεούς σου μυκτηρίζω ως
αξίους γέλωτος». Εις ταύτα οργισθείς ο θεόργιστος επρόσταξε να καρφώσουν εις
τους πόδας του Μάρτυρος ήλους και έτερα σίδηρα και δέροντες τον ετραβούσαν εις
το μέσον της πόλεως. Εκ τούτου έλαβε πολλήν οδύνην και πόνον ανείκαστον ο
καρτερόψυχος και έτρεχαν μεν εις την γην τα αίματα, αλλά ο πόθος του Χριστού
τον έκαμνε να μη υπολογίζη της σαρκός την κόλασιν και να νομίζη των αλγεινών
τας νιφάδας ως ψεκάδας δρόσου και αναψυχήν της ψυχής ο αήττητος. Θαυμάζων
λοιπόν την καρτερίαν αυτού ο τύραννος, έλεγεν· «Έως πότε δεν θα αισθάνεσαι,
Τρύφων, την δριμύτητα των κολάσεως»; Ο δε Άγιος αντιστρέφων τους λόγους έλεγεν·
«Έως πότε συ δεν θα εννοής την αήττητον δύναμιν του Χριστού, όστις κατοικεί εις
εμέ, αλλά πειράζεις το Πνεύμα το Άγιον»; Τότε πάλιν οργισθείς ο άρχων επρόσταξε
να εξαρθρώσωσι τους αγκώνας του, να τον δέρωσι με ράβδους και να τον κατακαίωσι
με λαμπάδας πυρός. Τούτων ούτω γενομένων, καθώς εβασάνιζαν οι δήμιοι με πολλήν
σφοδρότητα και ασπλαγχνίαν τον Άγιον, ήλθεν από τους ουρανούς προς αυτόν
εξαίφνης θεά επιφάνεια εξαστράπτουσα και εφαίνετο φερόμενος προς αυτόν στέφανος
ανθισμένος και εστολισμένος δια λίθων πολυτίμων. Ταύτα βλέποντες οι στρατιώται,
οίτινες τον εβασάνιζαν, έπεσον κατά γης όλοι έντρομοι, ο δε Άγιος ενεπλήσθη
θάρρους και αγαλλιάσεως υπό της θείας εκείνης Χάριτος, την οποίαν έβλεπε, και
εδόξαζε τον Κύριον λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα, ότι δεν με εγκατέλιπες εις
τας χείρας των εχθρών μου, αλλά την ημέραν του πολέμου με περιεσκέπασες και η
δεξιά σου με εβοήθησεν· αλλά και τώρα σε παρακαλώ, Δέσποτα, παραστάσου έως
τέλους να με ενδυναμώνης να τελειώσω καλώς τον αγώνα της ομολογίας σου, δια να
αξιωθώ να χαρώ τον στέφανον της δικαιοσύνης μετά των φίλων σου, οίτινες
ηγάπησαν το Πανάγιόν σου Όνομα· ότι συ μόνος είσαι δοξασμένος εις τους αιώνας.
Αμήν». Ταύτα βλέπων ο μιαρός τύραννος εδοκίμαζε πάλιν με κολακείας να νικήση
τον αήττητον, λέγων προς αυτόν· «Προσκύνησον τον μεγάλον Δία και την εικόνα του
Καίσαρος και θα σου δώσω πολλήν τιμήν και χαρίσματα άπειρα». Ο δε Μάρτυς
μειδιάσας, είπεν· «Εάν αυτόν τον βασιλέα σου κατεφρόνησα και τα προστάγματά του
περιεγέλασα, πώς να προσκυνήσω την άψυχον εικόνα του; Δια δε τον Δία και τους
άλλους ψευδοθεούς σας ερώτησον τους σοφούς σας, οίτινες εδοκίμασαν να σκεπάσουν
με τας μυθολογίας τας αισχράς πράξεις και ατοπίας των, ονομάζοντες τον αέρα
Ήραν και την γην Δήμητραν, Ποσειδώνα την θάλασσαν και Απόλλωνα τον ήλιον,
ομοίως και τους άλλους, αλληγορούντες τον Ερμήν εις τον λόγον, εις τον θυμόν
τον Άρην και εις την πορνείαν την Αφροδίτην και άλλα παρόμοια μυθολογούντες
φλυαρήματα· αλλά εγώ ηξεύρω από τας ιστορίας, τας κακουργίας αυτών των θεών σας
και εξόχως του πρώτου, τον οποίον λέγετε μεγαλύτερον· αυτός ήτο μοιχός, ο Ζεύς
δηλαδή ο ασελγής και παράνομος, όστις εφόνευσε τον πατέρα του, αλλά και οι
επίλοιποι θεοί σας ασεβείς είναι και παμμίαροι, τούτων δε τας πράξεις μιμείσθε
και σεις οι πονηροί και κακότροποι· και δεν φθάνει ότι απηρνήθητε σεις τον
αληθή Θεόν οι ανόητοι, αλλά αναγκάζετε και ημάς να επικοινωνήσωμεν μαζί σας εις
τόσην σκολιάν τυφλότητα, αφού λέγετε το σκότος φως και το φως σκότς, το πικρόν
γλυκύ, και το γλυκύ πικρόν, καθώς ο Ησαϊας ο μεγαλόφωνος λέγει (Ησαϊα ε: 20)·
αλλά ματαίως οδυνάσθε· διότι προτιμώμεν να αποθάνωμεν μάλλον ή να αφήσωμεν την
ευσέβειαν». Εις ταύτα εθαύμασε και εθύμωσεν ο τύραννος· θαύμα μεν είχε, ότι
εγνώριζεν ο Άγιος τας ιστορίας των αθέων θεών· και θυμόν, διότι τους εχλεύαζε.
Προστάσσει λοιπόν να τον σπαθίσωσι σκληρότερον. Αλλ’ εις μάτην εκοπίαζε· διότι
όλας τας βασάνους ενόμιζεν ο μακάριος Τρύφων τρυφάς και ηδονάς από τον ένθεον
έρωτα. Όθεν γνωρίσας ο δείλαιος το αήττητον του Μάρτυρος, εβαρύνθη η δορκάς να
πολεμή με τον λέοντα και δίδει κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, να τον
αποκεφαλίσωσιν έξω της πόλεως. Όταν λοιπόν τον επήγαν εις τον τόπον της
καταδίκης οι δήμιοι, ύψωσε προς ουρανόν κατ’ ανατολάς τας χείρας και τους
οφθαλμούς, ταύτα λέγων· «Δέσποτα Κύριε, Θεέ θεών, Βασιλεύ βασιλέων, Άγιε Αγίων,
ευχαριστώ σοι, ότι με ηξίωσας νατελειώσω τον αγώνα τούτον αναμάρτητα· παρακαλώ
σε να μη με εμποδίση ο πονηρός και επίβουλος και με καταβυθίση εις τον βυθόν
της απωλείας· αλλά ας πάρουν την ψυχήν μου Άγιοί σου Άγγελοι, να την φέρουν εις
τα αγαπητά και ποθητά σκηνώματά σου. Όσοι δε ενθυμούνται εμέ τον ανάξιον δούλον
σου, και προσφέρουν εις σε θυσίας δεκτάς, πρόσχες αυτών εξ ουρανού αγίου σου
και δος εις αυτούς αφθάρτους ευεργεσίας και πλουσίαν αντάμειψιν· ότι συ είσαι
μόνος αγαθός και των αγαθών παροχεύς και δοτήρ πλουσιώτατος». Ταύτα ο Αθλοφόρος
ευξάμενος και προσκυνήσας τον Θεόν, παρέδωκεν εις αυτόν την ψυχήν ο μακάριος,
προτού να τον αποκεφαλίση ο δήμιος, δια να μη φανή ότι τον εθανάτωσεν ο
τύραννος, αλλά ετελειώθη με θείον νεύμα και βούλησιν. Τότε όσοι πιστοί ήσαν
εκεί εις την Νίκαιαν ετύλιξαν οσίως και ευλαβώς εις σινδόνα καθαράν με αρώματα
το τίμιον λείψανον και εβούλοντο να το ενταφιάσωσιν εκεί, δια να το έχωσιν ως
θησαυρόν πολύτιμον και ασφαλές φυλακτήριον· αλλ’ ο Άγιος εφάνη εις το όραμά των
και τους είπε να το υπάγουν εις την Λάμψακον· όθεν έκαμαν καθώς τους επρόσταξεν
εκείνος και τον ενεταφίασαν εκεί, εις τον τόπον δε αυτόν έγιναν πολλά θαυμάσια,
εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου