Κατά
τους χρόνους Μιχαήλ και Θεοδώρας των βασιλέων, εν έτει ωμβ΄ (842), έζη
πατρίκιος τις, Αντώνιος καλούμενος, ο οποίος είχεν εν Κωνσταντινουπόλει οίκον
σεμνόν, κείμενον εν τη αυλή και περιφερεία του Νεωρίου· είχεν ωσαύτως και Ναόν
ένδοξον της Υπεραγίας Θεοτόκου απογυμνωθέντα εκ των αγίων Εικόνων παρά των
πρώην εικονομάχων βασιλέων. Ο πατρίκιος λοιπόν ούτος, ανακαινίζων τον Ναόν,
έκτισεν υποκάτω και λουτρόν προς σωματικήν του θεραπείαν· άνωθεν δε του λουτρού
ετελείτο πάντοτε η του Θεού δοξολογία. Όθεν επεσκίασεν εις τον Ναόν τούτον η
χάρις του Παναγίου Πνεύματος δια της Πανάγνου Μητρός του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού, και ήρχισαν να γίνωνται εκεί ιατρείαι διαφόρων νοσημάτων. Τινές δε
φιλόχριστοι παρεκάλουν τον πατρίκιον να επιτρέπη λούσιμον άπαξ της εβδομάδος εν
τω λουτρώ εκείνω δι’ αγάπην των εν Χριστώ αδελφών και μάλιστα των ασθενών.
Συναθροιζόμενοι λοιπόν εκεί οι ασθενείς Χριστιανοί ελούοντο μετά πίστεως και
εθεραπεύοντο. Μέλλων δε να αποθάνη ο πατρίκιος αφήκε την Εκκλησίαν εκείνην της
Θεοτόκου και το λουτρόν εις τους τυχόν ευρεθέντας φιλοθέους Χριστιανούς υπέρ
ψυχικής αυτού σωτηρίας. Οι δε Χριστιανοί εκείνοι, όντες ευτελείς και πτωχοί,
και ούτε αρκετόν ύδωρ έχοντες δια το λουτρόν, ούτε άλλο τι εισόδημα,
εψυχραίνοντο βαθμηδόν εις το να τελώσι την εν τω Ναώ δοξολογίαν του Θεού ως και
εις την του λουτρού θέρμανσιν, και επί τέλους όλως παρημελήθησαν αμφότερα ταύτα·
όθεν το μεν λουτρόν σχεδόν ηφανίσθη, διότι ο μεν και ο δε ήρπαζον τα εναυτώ αναγκαία
σκεύη, η δε Εκκλησία της Θεοτόκου, ούσα υψηλή και μετέωρος, και προς τούτοις
καθό προξενούσα ιατρείας εις τους ασθενείς, διετηρήθη ψαλλομένη και
δοξολογουμένη μόνον υφ’ ενός Ιερέως, ο οποίος ελάμβανε πλούσια τα προς
ζωάρκειαν υπό της θείας χάριτος, της ενοικούσης εν τη Εκκλησία εκείνη και
θαυματουργούσης. Όταν ο μακαριστός βασιλεύς Ρωμανός κατεσκεύαζε το ανάκτορόν
του και είχε χρείαν ύλης, λίθων δηλαδή και ξύλων, δια την οικοδομήν, μαθών ότι
ο οίκος ούτος της Θεοτόκου είχεν αρκετόν υλικόν εμελέτα να τον κρημνίση. Αλλ’
όμως η Κυρία Θεοτόκος, η κατοικούσα δια της χάριτός της εις τον Ναόν εκείνον,
δεν ημέλησεν ούτε επέτρεψεν εις τον βασιλέα να εκτελέση τα μελετώμενα· όθεν
φανείσα κατ’ όναρ εις τον επιστάτην του βασιλικού οίκου (ρέκτωρα λατινιστί) και
εις τινα άλλον νέον, συγγενή του ρέκτωρος, παρήγγειλεν εις αυτούς δια απειλών
να μη τολμήσωσι να κρημνίσωσι τον εν τω Νεωρίω μικρόν Ναόν της. Εξυπνήσας
λοιπόν ο νέος επήγεν εις την μητέρα του ρέκτωρος και εφανέρωσεν εις αυτήν την
οπτασίαν. Μαθών ο βασιλεύς ταύτα είπε· «Δεν θέλω να έχω κρίσιν μετά της
Θεοτόκου, αλλά μάλιστα ανακαινίσατε τον μικρόν Οίκον της, εάν που ανακαινισμού
χρήζη». Όθεν αντί να κρημνίσωσι το λουτρόν, το εκαθάρισαν· όταν δε και ο Ναός
της Θεοτόκου ανεκαινίσθη, εγένετο και το λουτρόν μεγαλύτερον και ευρυχωρότερον,
ώστε να κολυμβώσιν ανέτως οι λουόμενοι. Τότε δε ανήφθη το λουτρόν, και εν αυτώ
ελούσθησαν οι βασιλείς Ρωμανός, Κωνσταντίνος και Χριστόφορος, και ευφρανθέντες
διώρισαν να δίδεται ενιαυσίως σολέμνιον ήτοι έξοδος βασιλική εις το λουτρόν
εκείνο, με βασιλικόν χρυσόβουλλον, και εχάρισαν αυτό εις το Μοναστήριον το
καλούμενον του Ρέκτωρος, ίνα φροντίζωσι περί του λουτρού και του Ναού της
Θεοτόκου οι Μοναχοί του Μοναστηρίου. Και όσα μεν προηγουμένως εγένοντο θαύματα
εις τον ανωτέρω Ναόν της Θεοτόκου, ταύτα θα παραλείψωμεν, θέλομεν δε αναφέρει
ενταύθα εν ή δύο, τα οποία εγένοντο κατά τους νεωτέρους χρόνους προς πίστωσιν
και των άλλων. Γυνή τις ένδοξος έπεσεν εις χαλεπήν ασθένειαν και επρήσθη το
σώμα της· δαπανήσασα δε εις ιατρούς όλην αυτής την περιουσίαν δεν κατώρθωσε να
λάβη ουδεμίαν ωφέλειαν, εξακολουθούσα να πάσχη πόνους δριμυτάτους. Ήκουσε
λοιπόν περί των τελουμένων θαυμάτων εις τον εν τω Νεωρίω Οίκον της Υπεραγίας
Θεοτόκου και προσέτρεξεν εις αυτόν· προσμείνασα δε εκεί πολλάς ημέρας και μη
ωφεληθείσα τελείως, εστενοχωρήθη πολύ υπό του πάθους της και ανεχώρησε. Μετέβη
δε εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν της Θεοτόκου, ένθα προσπεσούσα παρεκάλει την
Θεοτόκον, λέγουσα· «Ελέησόν με, Μήτερ Χριστού του Θεού, διότι εις σε καταφεύγω,
απελπισθείσα εκ πάσης ανθρωπίνης βοηθείας». Έμεινε λοιπόν εκεί η γυνή ημέρας
εννέα, η δε Κυρία και εύσπλαγχνος Θεοτόκος φαίνεται κατ’ όναρ εις την πάσχουσαν
και λέγει εις αυτήν· «Ω γύναι, τι φωνάζεις και με ενοχλείς και τελείως δεν ησυχάζεις»;
Η δε πάσχουσα απεκρίθη· «Ω Δέσποινα, γνωρίζω ότι δια τας αμαρτίας μου πάσχω και
πειράζομαι, επειδή όμως γνωρίζω και ότι δι’ ημάς τους αμαρτωλούς ο Υιός σου και
Θεός ημών κατήλθεν εκ των Ουρανών και εγεννήθη εκ της αγίας γαστρός σου και
εγένετο άνθρωπος, κατέφυγον εις Σε ίνα εύρω η δυστυχής έλεος». Τότε η Θεοτόκος
είπεν εις αυτήν· «Ύπαγε εις τον ταπεινόν μου Οίκον του Νεωρίου, ένθα θέλεις
εύρει την ιατρείαν του πάθους σου». Εξυπνήσασα λοιπόν η γυνή και ευχαριστήσασα
τον Θεόν, επανήλθεν εσπευσμένως εις το Νεώριον, προσπεσούσα δε εκεί παρεκάλει
ούτω την Θεομήτορα· «Ελέησόν με, Δέσποινα, και επίχυσον επ’ εμοί την φυσικήν
ευσπλαγχνίαν σου». Εν ω δε ούτω εδέετο, απεκοιμήθη και βλέπει πάλιν την
Θεοτόκον συνοδευομένην υπό ωραίου ανδρός, προς τον οποίον έλεγεν· «Ιδέ την
πάσχουσαν ταύτην γυναίκα, και σχίσον τον ομφαλόν αυτής». Αμ’ έπος δε αμ’ έργον,
εκτύπησε δηλαδή εκείνος την κοιλίαν της γυναικός δια της ράβδου, την οποίαν
εκράτει, και ευθύς εγένετο άφαντος μετά της Θεοτόκου. Εξυπνήσα δε η γυνή
ησθάνθη ανυπόφορον δυσωδίαν εξερχομένην εκ του σώματός της· όθεν εκδυθείσα
ευθύς και πλυθείσα εις το λουτρόν, εξήλθεν εξ αυτού μετά των γυναικών, τας
οποίας μεθ’ εαυτής είχεν, υγιής. Προσκυνήσασα λοιπόν τον άγιον εκείνον Ναόν,
και θυμιάσασα αυτόν με ευωδίας, ηυχαρίστει και εδοξολόγει την Θεομήτορα και τον
εξ αυτής τεχθέντα Κύριον Ιησούν Χριστόν τον Θεόν ημών. Και άλλο δε θαύμα
εγένετο εις τον ανωτέρω Ναόν. Μοναχός τις, Αντώνιος καλούμενος, εκ του
Μοναστηρίου του ονομαζομένου των Γαλακρηνών, έπεσεν εις δεινήν ασθένειαν, ήτοι
η δεξιά του χειρ τοσούτον επρήσθη από ρευματισμόν, ώστε παρέλυσεν αυτή μετά του
δεξιού ποδός του. Αποκοπείσης δε υπό των ιατρών της επιφανείας του βραχίονός
του, ανεκουφίσθη πολύ ολίγον και μόλις ηδύνατο να σαλεύση την χείρατου, διότι ο
ρευματισμός κατέβη εις τον πόδα του, εξήρανε τα εκείσε νεύρα και τα παρέλυσεν
ολοτελώς. Όθεν ο Αντώνιος στηριζόμενος επί ράβδου περιεπάτει μονόπους εν τω
Μοναστηρίω εις διάστημα πέντε ετών, καίτοι δε δεν ησθάνετο πόνους, δεν ήτο όμως
και εντελώς υγιής. Όταν δε η φυλή των Αρμενίων επολέμει τα μέρη της
Κωνσταντινουπόλεως και ο βασιλεύς Νικηφόρος έλαβε παρά Θεού το κράτος και την
νίκην κατά των πολεμίων, οι Μοναχοί του Μοναστηρίου των Γαλακρηνών, φοβηθέντες,
κατέφυγον εις την Κωνσταντινούπολιν μετά του πάσχοντος Αντωνίου και διέτριβον
εις το Μετόχιον του Μοναστηρίου των, όπου συνήθως εγίνετο το λούσιμον της
Υπεραγίας Θεοτόκου. Κατά τας παραμονάς δε της χαρμοσύνου εορτής της Κοιμήσεως
της Θεοτόκου, εξήλθον οι Μοναχοί και επήγαν εις το Μοναστήριόν των, ίνα
εορτάσωσιν όπως ηδύναντο· μόνος δε ο Αντώνιος έμεινεν εις το Μετόχιον προς
επιτήρησιν των ζώων. Αναβάς λοιπόν ούτος εφ’ ίππου επήγεν ίνα ποτίση τα ζώα, τα
οποία αφού επότισεν, επανήλθεν εις το Μετόχιον· εισελθών δε εις τον σταύλον και
αφιππεύσας, εστηρίχθη επί τινος φάτνης και περιέμενε να έλθη ο συντροφός του
όπως του δώση την ράβδον του. Επειδή δε παρερχομένης της ώρας εκείνος δεν
εφαίνετο να έλθη, ο δε Αντώνιος εβιάζετο ο ευλογημένος να υπάγη εις τον Ναόν
της Θεοτόκου, όπου ετελείτο η Θεία λειτουργία, τούτου ένεκα οργισθείς αφ’ ενός,
λυπηθείς δε εξ άλλου, εφάνη ότι απεκοιμήθη, και εν τω ύπνω υπό θείας δυνάμεως
αφαρπασθείς από της φάτνης, μονόπους εξήλθε της θύρας και της αυλής του
μετοχίου· εκείθεν δε υπό θείας πάλιν δυνάμεως κινηθείς ευρέθη ούτω εν τω Ναώ
της Θεοτόκου, όπου ετελείτο η Θεία λειτουργία. Όταν δε ο Ιερεύς ύψωσε το
Κυριακόν Σώμα, και οι παριστάμενοι εφώνησαν το «Εις Άγιος, εις Κύριος»,
εξύπνησε με την φωνήν ο Αντώνιος και μεγαλοφώνως ανεβόησε· «Δόξα σοι ο Θεός ο
ελεήσας με εν τη ώρα ταύτη δια πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου». Προσπεσών δε
εις την αγίαν Εικόνα της, προσεκύνει Αυτήν χαρμοσύνως και κατεφίλει, καταβρέχων
το έδαφος του Ναού με θερμήν ευχαριστίαν και χαροποιά δάκρυα. Όλοι λοιπόν οι
παρευρεθέντες εκεί Χριστιανοί, βλέποντες το παράδοξον, εδόξαζον και αυτοί τον
Θεόν και εμεγάλυνον την τούτου Μητέρα. Ακούσαντες δε τούτο και οι εν τω
Μοναστηρίω των Γαλακρηνών, και νομίσαντες αυτό ψευδές, επήγαν εις την
Κωνσταντινούπολιν, ένθα βλέποντες υγιά τον Αντώνιον, εδόξαζον και αυτοί τον
Θεόν. Δια το ότι όμως και μετά την ιατρείαν ο ρηθείς Αντώνιος δεν ηδύνατο να
πατή στερεώς τον ιατρευθέντα πόδα του, ως επάτει τον άλλον, δεν πρέπει τις να
θαυμάζη, διότι εποίησε τούτο η Θεοτόκος δια τινα οικονομίαν συμφέρουσαν εις τον
Αντώνιον, την οποίαν εγνώριζεν ο τα κρυπτά ειδώς Κύριος, και όχι διότι δεν
είχεν αύτη την δύναμιν, άπαγε της βλασφημίας! Επειδή η δυνηθείσα το πολύ
ηδύνατο να πράξη και το ολίγον. Αναγινώσκομεν δε επί του αντικειμένου, ότι και
Ιωάννης ο των Ιεροσολύμων Επίσκοπος τυφλωθείς και προσπίπτων εις τον μακάριον
Επιφάνιον Αρχιεπίσκοπον Κύπρου, ίνα τω ανοίξη αμφοτέρους τους οφθαλμούς, ήκουσε
παρ’ αυτού ταύτα· «Οτυφλώσας τους δύο οφθαλμούς (ήτοι ο Θεός) τον ένα ήνοιξε,
λοιπόν αρκεί σοι». Όθεν αφήκεν αυτόν δι οικονομίαν και δια το συμφέρον του
μονόφθαλμον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου