Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

Τη ΙΣΤ΄ (16η) του Αυγούστου, η ανάμνησις της εισόδου της αχειροτεύκτου μορφής του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

εκ της Εδεσσηνών πόλεως, εις ταύτην την θεοφύλακτον Βασιλίδα ανακομισθείσης.                                                                                           

Όταν ο Κύριος και Μέγας Θεός και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός επί της γης ευρισκόμενος εποίει θαύματα πολλά και εξαίσια δια της αυτού αγαθότητος, - καθώς ταύτα αναφέρονται εις τα θεία και ιερά Ευαγγέλια, - και η φήμη αυτών διεδίδετο εις όλα τα μέρη του κόσμου, τότε ο Τοπάρχης Εδέσσης, Αύγαρος ονομαζόμενος, ακούσας την τοιαύτην φήμην, επεθύμησε να υπάγη εις την Ιερουσαλήμ, ίνα ίδη τον Κύριον με τους ιδίους του οφθαλμούς. Δεν ηδύνατο όμως, επειδή έπεσεν εις ασθένειαν και πάθος αθεράπευτον, διότι λέπρα μαύρη εξανθήσασα εις όλον του το σώμα κατέτρωγεν αυτό και κατέφθειρε, και προς τούτοις ετυράννει αυτόν και άλλη ασθένεια, η αρθρίτις (ούτως ονομαζομένη, διότι ευρίσκεται εις όλα τα άρθρα, ήτοι εις τας αρμονίας και κλειδώσεις του σώματος)· και η μεν λέπρα προυξένει εις αυτόν ασχημίαν και ταλαιπωρίαν μεγάλην, η δε αρθρίτις πόνους δριμυτάτους.
Όθεν δια τα δύο ταύτα πάθη δεν εξήρχετο του οίκου του, ούτε όλως εφαίνετο εις τους υπηκόους του. Κατά δε τας ημέρας του σωτηρίου πάθους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έγραψεν επιστολήν προς τον Κύριον, την οποίαν έστειλεν εις αυτόν δια τινος Ανανίου, εις τον οποίον παρήγγειλε να ιστορήση το μέγεθος του σώματος του Κυρίου, και το χρώμα των τριχών και του αγίου προσώπου του, και απλώς να εικονίση με πάσαν ακρίβειαν το χαρακτήρα όλου του σώματός του, και να τον φέρη εις αυτόν, διότι ήξευρεν άριστα την ζωγραφικήν τέχνην ο Ανανίας· η δε επιστολή του Αυγάρου περιείχε ταύτα:                                                                                            
Αύγαρος τοπάρχης πόλεως Εδέσσης, Ιησού Σωτήρι, αγαθώ ιατρώ αναφανέντι εν Ιεροσολύμοις.                                                                                    

«Ήκουσα τα περί Σου φημιζόμενα θαύματα και τας ιατρείας, τας υπό Σου γινομένας, άνευ ιατρικών βοτάνων, διότι, ως η φήμη διαλαλεί, Συ κάμνεις τους τυφλούς να αναβλέπωσι, τους χωλούς να περιπατώσι· Συ καθαρίζεις τους λεπρούς· Συ διώκεις τα ακάθαρτα πνεύματα και τους δαίμονας· Συ ιατρεύεις τους πάσχοντας από μακράς και πολυχρονίους ασθενείας· Συ και νεκρούς ανιστάς. Όθεν εγώ ακούσας περί Σου όλα τα θαυνάσια ταύτα, εσυλλογίσθην εν εκ δύο τούτων, ή ότι Συ, ο τοιαύτα ποιών, είσαι Υιός του Θεού, ή ότι είσαι Θεός. Δια τούτο λοιπόν έγραψα προς Σε, και Σε παρακαλώ να κάμης τον κόπον και να έλθης προς με, ίνα ιατρεύσης το πάθος μου. Ήουσα δε και τούτο, ότι οι Ιουδαίοι γογγύζουσι κατά Σου, και έχουσι σκοπόν να Σε κακοποιήσωσιν· η δε πόλις μου Έδεσσα, ούσα μεν μικροτάτη, αλλά σεμνή, θα εξαρκέση εις αμφοτέρους ημάς ίνα κατοικώμεν εν αυτή με ειρήνην». Ο Ανανίας λοιπόν, ελθών εις την Ιερουσαλήμ, έδωκεν εις τον Κύριον την ανωτέρω επιστολήν, έπειτα δε ενατένιζεν εις το άγιον αυτού πρόσωπον επιμελώς και μετά προσοχής μεγάλης· μη δυνάμενος δε να πλησιάση εις τον Κύριον, δια το πολύ πλήθος του λαού, το οποίον εκεί συνέρρεεν, ανέβη και εκάθισεν επί πέτρας, η οποία εξείχεν ολίγον της γης, και ούτω δια μεν του βλέμματος έβλεπεν εις το πρόσωπον του Κυρίου, δια δε της χειρός ήγγιζεν εις την κέραμον και εσχεδίαζε την του προσώπου ομοίωσιν. Δεν ηδύνατο όμως να ιστορήση ακριβώς το άγιον αυτού πρόσωπον, διότι άλλοτε μεν αυτό εφαίνετο με άλλην θεωρίαν, άλλοτε δε πάλιν μετέβαλλεν όψιν. Τότε ο Κύριος, ο των καρδιών εξεταστής και των κρυφίων γνώστης, γνωρίσας τον εγκάρδιον σκοπόν του Ανανίου, εζήτησε νερόν ίνα νιφθή, νιψάμενος δε έλαβεν ύφασμα δεδιπλωμένον με τέσσαρας δίπλας, και με αυτό εσπόγγισε το θείον και άχραντον αυτού πρόσωπον, και ω του θαύματος! Παρευθύς ετυπώθη εις το τετράδιπλον εκείνο μανδήλιον το θεανδρικόν αυτού πρόσωπον· όθεν λαβών αυτό το έδωκεν εις τον Ανανίαν λέγων· «Απόδος τούτο εις εκείνον όστις σε έστειλεν». Έγραψε δε και Επιστολήν εις τον Αύγαρον, ήτις είναι η επομένη εν μεταφράσει.                                                          

Η προς τον Αύγαρον επιστολή του Κυρίου                                                               
«Μακάριος είσαι, ω Αύγαρε, επειδή, χωρίς να με ίδης, επίστευσας εις εμέ. Είναι δε γεγραμμένον περί εμού, ότι εκείνοι μεν  οι οποίοι με είδον οφθαλμοφανώς δεν πιστεύουσιν εις εμέ, ίνα οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες ζήσωσιν. Ως προς εκείνο το οποίον μοι γράφεις επιστολιμαίως, ότι να έλθω προς σε, ήξευρε ότι πρέπει να τελειώσω τα έργα δια τα οποία απεστάλην εις τον κόσμον υπό του Πατρός μου, και αφ’ ου ταύτα τελειώσω και αναληφθώ εις τους Ουρανούς προς τον αποστείλαντά με Πατέρα, τότε θέλω σοι αποστείλει έναν μαθητήν μου, Θαδδαίον ονομαζόμενον, ο οποίος το μεν πάθος σου θέλει ιατρεύσει, ζωήν δε αιώνιον και ειρήνην εν τω βίω τούτω θέλει χαρίσει εις σε και εις τους μετά σου· αλλά και εις την πόλιν σου Έδεσσαν θέλει βοηθήσει αρκετά, ίνα μη νικήση αυτήν εχθρός τις».                                        
Εν τω τέλει δε της ανωτέρω επιστολής έβαλε σφραγίδας επτά, αι οποίαι ήσαν σημαδευμέναι με εβραϊκά γράμματα, μεθερμηνευόμενα ούτω: «Θεού θέα θείον θαύμα». Δεξάμενος δε ο Αύγαρος τον Ανανίαν περιχαρώς έπεσε και προσεκύνησε την αγίαν και άχραντον Εικόνα του Κυρίου με πίστιν και πόθον πολύν· και ούτω πάραυτα ιατρεύθη από της ασθενείας του, μόνον δε έμεινεν εις το μέτωπόν του ολίγον τι εκ της λέπρας. Μετά δε το σωτήριον πάθος και την Ανάστασιν και την εις ουρανούς Ανάληψιν του Κυρίου, επήγεν ο Απόστολος Θαδδαίος εις την Έδεσσαν και εβάπτισε τον Αύγαρον και όλους τους ανθρώπους του, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος· άμα δε εξήλθεν ο Αύγαρος εκ της αγίας κολυμβήθρας εκαθαρίσθη και εκείνη η ολίγη λέπρα, ήτις είχε μείνει εις το μέτωπόν του. Έκτοτε δε ετίμα ο Αύγαρος και εσέβετο δια παντός τρόπου τον θείον χαρακτήρα του Κυρίου και το ομοίωμα· θέλων δε να τιμώσι και να προσκυνώσιν αυτόν ομοίως όλοι οι κάτοικοι της Εδέσσης, δια τούτο εις τα άλλα καλά τα οποία έπραξε προσέθηκε και τούτο: Αρχαίος τις και λαμπρός πολίτης της Εδέσσης Έλλην έστησε τον ανδριάντα αυτού επί της δημοσίας θύρας της πόλεως. Όθεν οι μέλλοντες να εισέλθωσιν εν τη πόλει ώφειλον να προσκυνώσι πρώτον τον ανδριάντα και να εύχωνται εκείνον του οποίου ήτο το άγαλμα, και έπειτα να εισέρχωνται. Τούτον λοιπόν τον ακάθαρτον ανδριάντα κρημνίσας ο Αύγαρος και εξαφανίσας, εις τον τόπον εκείνου έστησε την αχειροποίητον Εικόνα του Δεσπότου Χριστού προσκολλήσας αυτήν επί σανίδος και καλλωπίσας· έγραψε δε επ’ αυτής και ταύτα: «Χριστέ ο Θεός ο εις σε ελπίζων ουκ αποτυγχάνει ποτέ». Εξέδωκε δε και προσταγήν και νόμον έγγραφον, ότι πας ο εισερχόμενος δια της πύλης εκείνης εν τη πόλει της Εδέσσης έπρεπε πρώτον να αποδίδη σέβας και προσκύνησιν εις την θαυματουργόν εκείνην και τιμίαν Εικόνα του Κυρίου. Εφυλάττετο λοιπόν η προσταγή αύτη και ο νόμος μέχρι τέλους της ζωής του Αυγάρου και του υιού του· αφ’ ου δε ο έγγονος τούτου έγινε διάδοχος της πατρικής εξουσίας, απεστράφη την ευσέβειαν και επανεστράφη θεληματικώς εις την θρησκείαν των ειδώλων. Όθεν ηθέλησε να στήση επί της θύρας της Εδέσσης ανδριάντα δαιμονικόν και να κρημνίση την του Χριστού Εικόνα· τούτο δε γνωρίσας δια της θείας αποκαλύψεως ο τότε της Εδέσσης Επίσκοπος, έδειξε την πρέπουσαν περί τούτου φροντίδα και επιμέλειαν. Επειδή δε ο άνωθεν της θύρας τόπος ήτο κοίλος, κατεσκευασμένος με θόλον εν σχήματι κυλίνδρου, ήναψε μεν ο Επίσκοπος έμπροσθεν της αγίας Εικόνος του Χριστού λύχνον, έβαλε δε έμπροσθεν αυτού κεραμίδα, και κτίσας τον τόπον έξωθεν με πλίνθους και χρίσας με άσβεστον, έκλεισε το ένδοθεν μέρος, και εξίσωσε το τείχος εις ομαλήν επιφάνειαν· ούτω δε μη φαινομένης πλέον της Εικόνος του Κυρίου, απετράπη ο δυσσεβής του σκοπού του και δεν εκρήμνισεν αυτήν. Έκτοτε παρήλθε τοσούτος χρόνος, ώστε δεν ενεθυμείτο τις πλέον που ήτο κεκρυμμένη η αγία Εικών. Όταν δε ο βασιλεύς των Περσών Χοσρόης, επί Ηρακλείου βασιλέως Ρωμαίων, εν έτει από Χριστού χιε΄ (615), επολέμει τας πόλεις της Ασίας, έφθασε μέχρις Εδέσσης· κατ’ αυτής δε πάντα λίθον κινήσας, έρριψεν εις φόβον και αγωνίαν τους κατοίκους, οι οποίοι προσφυγόντες εις τον Θεόν, και παρακαλέσαντες αυτόν μετά θερμών δακρύων και συντριβής καρδίας εύρον εν ακαρεί σωτηρίαν ούτω πως. Νύκτα τινά φαίνεται εις τον Επίσκοπον, Ευλάβιον ονομαζόμενον, γυνή τις ενδοξοτάτη, η οποία είπεν εις αυτόν, ότι πολύ καλώς θέλει πράξει, εάν λάβη την επί της θύρας της πόλεως κεκρυμμένην αχειροποίητον Εικόνα του Χριστού, δείξασα και τον τόπον δια της χειρός της. Ο δε Επίσκοπος, ελθών επί τόπου και σκάψας, ω του θαύματος! Εύρε την μεν θείαν Εικόνα του Κυρίου σώαν και αδιάφθορον, τον δε λύχνον ανημμένον μετά πεντακόσια και επέκεινα έτη· αλλά και εις την κέραμον την οποίαν ο τότε Επίσκοπος έβαλεν έμπροσθεν του αγίου Μανδηλίου εύρεν εκτετυπωμένην άλλην Εικόνα του Κυρίου, απαράλλακτον με την εν τω αγίω Μανδηλίω. Αμφότερα δε ταύτα τα θεία εκτυπώματα και τας Εικόνας του Κυρίου βλέποντες οι της Εδέσσης πολίται ενεπλήσθησαν άπαντες πνευματικής ευφροσύνης και αγαλλιάσεως. Λαβών λοιπόν ο Επίσκοπος την αγίαν Εικόνα του Κυρίου και λιτανείαν ποιήσας, επήγεν εις το μέρος της πόλεως, όπου έξωθεν έσκαπτον οι Πέρσαι· τούθ’ όπερ εννόησαν εκ του ήχου των χαλκών οργάνων. Όταν δε επλησίασεν εκεί ο Επίσκοπος, έρριψεν έλαιον εκ του λύχνου εις την ητοιμασμένην υπό των Εδεσσηνών πυράν, και παρευθύς η φλοξ ανάψασα εξηφάνισεν όλους τους Πέρσας· αλλά και εις το πυρ, το οποίον ανάψαντες έξω της Εδέσσης οι Πέρσαι έτρεφον με άπειρα ξύλα αποκοπέντα από των εκεί πλησίον δένδρων, άμα επλησίασεν ο Επίσκοπος μετά της θείας Εικόνος, ευθύς ηγέρθη σφοδρός άνεμος, και στρέψας την φλόγα κατά των Περσών, εδίωκε τούτους και κατέκαιεν. Όθεν ταύτα παθόντες οι Πέρσαι, ανεχώρησαν άπρακτοι. Επειδή δε εις την βασιλεύουσαν των πόλεων συνέτρεχον όλα τα καλά, ήτο δε Θεού θέλημα να θησαυρισθή εν αυτή συν τοις άλλοις και η αχειροποίητος αύτη και άχραντος Εικών του Κυρίου, δια τούτο ο τότε βασιλεύς των Ρωμαίων Ρωμανός (ο νέος δηλαδή, ο του Πορφυρογεννήτου Κωνσταντίνου υιός, ο βασιλεύσας κατά το εννεακοσιοστόν πεντηκοστόν ένατον έτος, και καλούμενος νέος προς διαφοράν του μητροπάτορος αυτού Ρωμανού, όντος γέροντος) κατέβαλε μεγάλην προσπάθειαν να πλουτίση και με τον πλούτον της αχειροποιήτου ταύτης Εικόνος την Βασιλεύουσαν. Όθεν κατά διαφόρους καιρούς έστειλεν εις την Έδεσσαν και εζήτησε την θεανδρικήν Εικόνα του Κυρίου παρά του εκείσε ευρισκομένου Αμηρά, δους εις αυτόν, χάριν του τοιούτου θησαυρού, δώδεκα χιλιάδας αργύρια και ελευθερώσας και διακοσίους Σαρακηνούς, τους οποίους έτυχε τότε να έχη αιχμαλώτους· όχι δε μόνον ταύτα εποίησεν, αλλά και βεβαίως έδωκεν υποσχέσεις ενώπιον πολλών, ότι εις το εξής δεν θα πολεμώσι τα στρατεύματα των Ρωμαίων τους Σαρακηνούς. Με ταύτα λοιπόν και τα τοιαύτα επέτυχε της αιτήσεως, εκτελέσας όλα όσα υπεσχέθη. Όθεν επειδή ενέδωκεν ο Αμηράς να αποσταλή εις τον Ρωμανόν η θεία Εικών, ο Σαμοσάτων Επίσκοπος και ο Εδέσσης και άλλοι τινές ευλαβείς, λαβόντες το άγιον Εικόνισμα του Κυρίου (και την Χριστόγραφον Επιστολήν) ήρχισαν την οδοιπορίαν δια την Κωνσταντινούπολιν· πολλά δε θαύματα εγίνοντο καθ’ οδόν. Όταν δε έφθασαν εις την τοποθεσίαν των Οπτημάτων, εις τον Ναόν της Θεοτόκου τον καλούμενον του Ευσεβίου, πολλοί ασθενείς προστέξαντες μετά πίστεως εις τον άγιον Χαρακτήρα του Κυρίου ιατρεύθησαν από τας διαφόρους ασθενείας των. Τότε δε προσήλθε και εις δαιμονιζόμενος, ο οποίος ταύτα προεφήτευσε λέγων· «Απόλαβε, ω Κωνσταντινούπολις, δόξαν, τιμήν και χαράν, και συ, Πορφυρογέννητε, απόλαβε την βασιλείαν σου». Πάραυτα δε ιατρεύθη ο άνθρωπος από το δαιμόνιον το οποίον τον επείραζε.Κατά δε το στυξζ΄ (6467) έτος από κτίσεως κόσμου, εν τη δεκάτη Πέμπτη του Αυγούστου μηνός, εν έτει δε από Χριστού εννεακοσιοστώ πεντηκοστώ ενάτω, επί Ρωμανού του βασιλέως, έφθασαν οι ανωτέρω Αρχιερείς εις Κωνσταντινούπολιν και επήγαν εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν, φέροντες μεθ’ εαυτών και την αγίαν Εικόνα του Κυρίου, η οποία σεβασμίως και περιχαρώς προσεκυνήθη υπό τε των βασιλέων, των αρχόντων και του λοιπού λαού. Την δε επαύριον, ήτοι κατά την παρούσαν δεκάτην έκτην του Αυγούστου, σηκώσαντες την αγίαν Εικόνα επί των ώμων των ο Πατριάρχης Θεοφύλακτος και οι νεάζοντες βασιλείς (διότι ο Ρωμανός ασθενών δεν παρευρέθη), καθώς και όλη η Γερουσία μεθ’ όλου του εκκλησιαστικού πληρώματος, προέπεμψαν την αγίαν Εικόνα μετά της πρεπούσης δορυφορίας έως εις την καλουμένην Χρυσήν Πύλην. Έπειτα λαβόντες πάλιν αυτήν εκείθεν με ψαλμούς και ύμνους, και με μυριάδας λαμπάδων και φώτα, την μετέφεραν εις τον περιώνυμον και μεγαλώτατον της του Θεού Σοφίας Ναόν· αφού δε και εκεί εποίησαν την αρμόζουσαν τάξιν, ανέβησαν εις τα βασιλικά παλάτια, και εισελθόντες εις τον Ναόν της Θεοτόκου τον επονομαζόμενον του Φάρου, ενταύθα απέθεσαν το άγιον και τίμιον εκτύπωμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εις δόξαν των Χριστιανών, εις φύλαξιν των βασιλέων, εις ασφάλειαν όλης της πόλεως και της των Χριστιανών καταστάσεως.                         


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου