Σάββας ο μέγας την αρετήν και θαυμάσιος Πατήρ ημών,
κατήγετο από την χώραν των Καππαδοκών εκ του χωρίου του καλουμένου Μουταλάσκη,
εις το οποίον και εγεννήθη εν έτει υλθ΄ (439), από γονείς ευσεβείς και
περιφανείς, οίτινες εκαλούντο ο μεν πατήρ Ιωάννης, η δε μήτηρ Σοφία. Όταν δε ο
παις έγινεν ετών πέντε, απήλθον οι γονείς του εις την Αλεξάνδρειαν δι΄
αναγκαίαν της στρατείας υπόθεσιν, διότι ο πατήρ του ήτο στρατευμένος, αυτόν δε
αφήκαν με όλην την περιουσίαν των εις τον αδελφόν του πατρός του, Ερμείαν ονόματι,
δια να μανθάνη γράμματα, εις περίπτωσιν δε θανάτου των γονέων του, να μείνη ο
Σάββας κληρονόμος εις την περιουσίαν των.
Ανετρέφετο λοιπόν το παιδίον εις τον οίκον του θείου του· βλέπον όμως ότι η γυνή εκείνου ήτο κακόγνωμος και φιλομόχθηρος και με ολίγην αιτίαν εσκανδαλίζετο, ανεχώρησεν εκείθεν και απήλθεν εις τον έτερον θείον του, αδελφόν και αυτόν του πατρός του, ονόματι Γρηγόριον, μετά του οποίου εχρημάτισεν ολίγον καιρόν, πολιτευόμενος τοσούτον ενάρετα, ώστε οι ορώντες αυτόν εθαύμαζον, διότι δεν έπαιζε ποσώς ως τα άλλα παιδία, ούτε άλλην τινά αταξίαν ετέλεσεν, αλλ΄ ως γέρων φρόνιμος εγνωρίζετο. Ήτο δε εκεί πλησίον, είκοσι στάδια απέχον από την Μουταλάσκην, Μοναστήριον τι Φλαβιαναί ονομαζόμενον. Επειδή δε ο νέος αριστεύς του Χριστού είχε πόθον να δουλεύση δια την σωτηρίαν αυτού, καταφρονήσας πλούτον, χρήματα, σαρκός περιφάνειαν και όλα όσα θέλγουσι τας ψυχάς των νέων και μισήσας πάσαν σωματικήν ηδυπάθειαν δια τον ένθεον έρωτα, απήλθεν εις το προαναφερθέν Μοναστήριον και παρεκάλει τον Προεστώτα να τον συναριθμήση εις το ποίμνιόν του και να τον κουρεύση Μοναχόν. Ο δε Ηγούμενος τον υπεδέχθη μετά χαράς, βλέπων την πολλήν αυτού προθυμίαν και θείαν έφεσιν. Οι θείοι όμως του Σάββα επήγαν εις την Μονήν και με διαφόρους λόγους και προτροπάς, ηγωνίζοντο να τον απομακρύνουν εκείθεν, λέγοντες, ότι καλύτερον ήτο να υπανδρευθή, να αποκτήση τέκνα και να απολαύση τα ηδέα του βίου, παρά να βασανίζεται με τόσην σκληραγωγίαν και άσκησιν. Ο δε Σάββας, ως νουνεχής και φρόνιμος, δεν εσυλλογίσθη ποσώς τα ψυχοβλαβή και άστοχα λόγια αυτών, αλλά προέκρινε να ευρίσκηται εις τον Οίκον μάλλον του Θεού, παρά να συγκατοική με τους συγγενείς του. Ενθυμούμενος την παραβολήν του πλουσίου και του Λαζάρου, ότι εκείνος, όστις είχεν εδώ πλούτον και πάσαν απόλαυσιν, χρειάζεται τώρα εκεί μίαν ρανίδα ύδατος και δεν του την δίδουν, αλλά καταφλέγεται δεινώς την γλώτταν βασανιζόμενος· και πάλιν ο πτωχός, όστις είχεν εδώ τόσην στενοχωρίαν και βάσανον, απήλθεν εις τους κόλπους του Αβραάμ και απολαμβάνει χαράν ανεκλάλητον και ευφροσύνην αιώνιον. Ούτω λοιπόν ο καλός νεανίας παιδιόθεν εφαίνετο των γερόντων σοφώτερος, κρίνων ανόητον να προτιμήση, δια πρόσκαιρον ηδονήν, αιώνιον κόλασιν. Έμεινε λοιπόν εις το Μοναστήριον, υποτασσόμενος εις όλας τας τάξεις και σκληραγωγίας της μοναδικής πολιτείας, τας οποίας αόκνως εφύλαττε και μάλιστα την εγκράτειαν και τόσον ενήστευεν, ώστε εργαζόμενος εις τον κήπον ημέραν τινά και βλέπων εις το δένδρον μήλα ευώδη και ωραιότατα, ενικήθη ως άνθρωπος και έλαβεν εν δια να το φάγη· έπειτα γνωρίζων ότι ήτο πειρασμός του δαίμονος και τον παρεκίνει να παραβή τον όρον της τάξεως, το να φάγη προ της διατεταγμένης ώρας, ενθυμούμενος δε και πόσον κακόν έπαθον οι Προπάτορες, δια να μη φυλάξουν το θείον πρόσταγμα, έρριψε κατά γης το μήλον και δεν το έφαγεν. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και νόμον έδωκε κατά του εαυτού του, να μη φάγη πλέον μήλον εις όλην του την ζωήν· τον οποίον και έως τέλους ετήρησεν, έκτοτε δε κατεπάτησε και ενίκησε παντελώς τον της γαστριμαργίας δαίμονα και τα λοιπά πάθη τοσούτον ανδρείως, ώστε υπερέβη όλους τους Μοναχούς, του Μοναστηρίου εκείνου, εις αγρυπνίαν, εις προσευχήν, εις ταπείνωσιν και εις τα λοιπά κατορθώματα τόσον, ώστε ηξιώθη από μικρός να ποιή θαυμάσια, από τα οποία ένα είναι και το εξής. Χειμώνα τινά εβράχη ο αρτοποιός και μη έχων πώς να στεγνώση τα ενδύματά του, επειδή δεν ήτο ήλιος, τα έβαλεν εις τον κλίβανον (τον φούρνον), κατά δε την επομένην ελησμόνησε να τα πάρη και ήναψε τον κλίβανον δια να ψήσουν άρτον. Τότε ο αρτοποιός ενεθυμήθη τα ενδύματα, και επικραίνετο διότι ήτο το πυρ ανημμένον και δεν ήτο δυνατόν να το σβύσουν τόσον γρήγορα. Ο δε θείος Σάββας, καταφρονήσας του σώματος, εισήλθεν ευθύς εις τον κλίβανον και εξέβαλε τα ενδύματα αβλαβή, χωρίς να καή ποσώς καν μία τρίχα από την κεφαλήν του. Οι δε ορώντες εθαύμασαν και απ΄ εκείνην την ώραν τον ηυλαβούντο όχι ως παιδίον, αλλ΄ ως σεβάσμιον γέροντα, προορώντες την μέλλουσαν αυτού αρετήν και την προς Θεόν παρρησίαν, της οποίας ηξιώθη ύστερον. Aφού λοιπόν εχρημάτισεν εις τα Φλαβιανά ικανόν καιρόν, επεθύμησε να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα, αφ΄ ενός μεν ίνα ιστορήση τους Αγίους Τόπους, αφ΄ ετέρου δε, όπως ίδη εναρέτους και αγίους άνδρας και ωφεληθή εξ αυτών. Λοιπόν παρεκάλεσε τον Ηγούμενον να του επιτρέψη να αναχωρήση, εκείνος όμως δεν εδέχετο, διότι επόθει να τον έχη εις την Μονήν, δια να ωφελούνται οι αδελφοί. Όθεν τον συνεβούλευε να μείνη εις το Κοινόβιον, να υποτάσσηται καλύτερον εις άλλους, παρά να κάμη το θέλημά του. Ο δε Θεός, ο προγινώσκων τα μέλλοντα, έστειλεν Άγγελον και λέγει προς τον Ηγούμενον· «Μη τολμήσης να εμποδίσης πλέον τον Σάββαν, αλλά συγχώρησον εις αυτόν, ίνα απέλθη όπου επιθυμεί». Ο Ηγούμενος ταύτα ακούσας απέλυσεν αυτόν· όθεν λαβών ο Σάββας συγχώρησιν από όλην την αδελφότητα, ανεχώρησεν. Ήτο δε τότε ετών δεκαοκτώ, εκ των οποίων είχεν εις το Μοναστήριον δέκα, διότι οκτώ μόνον ετών ήτο, όταν ενεδύθη το Σχήμα και κατεφρόνησε τα εγκόσμια. Φθάσας δε εις τα Ιεροσόλυμα εν καιρώ χειμώνος και καταλύσας εις την Μονήν του ιερού Πασαρίωνος, όπου ήτο εις Γέρων από την Καππαδοκίαν, έμεινε μετ΄ αυτού έως ότου παρέλθη ο χειμών. Μαθόντες την εκεί άφιξιν του Σάββα και την ένθεον αυτού πολιτείαν, διεφιλονείκουν πολλοί ποίος να λάβη αυτόν εις το Μοναστήριόν του· εκείνος όμως ο μακάριος δεν ηθέλησε να υπάγη μετ΄ ουδενός εξ αυτών, διότι κατά πολλά ηγάπα την ησυχίαν και ακούσας τας αρετάς του μεγάλου Ευθυμίου, ότι έλαμπεν εις την έρημον της Ανατολής και εφώτιζε τα μέρη εκείνα υπέρ τον ήλιον με τας διδασκαλίας και τα θαύματά του, ετρώθη την καρδίαν να γίνη μαθητής τού μεγάλου Ευθυμίου (επειδή το όμοιον αγαπά το όμοιον πάντοτε), να τρέφεται η ψυχή του πνευματικώς με τας αρετάς εκείνου και να αυξάνεται. Απελθών όθεν έπεσεν εις τους πόδας του μεγάλου Ευθυμίου, μετά δακρύων δεόμενος να τον υποδεχθή και αυτόν εις την ποίμνην του, να τον ποιμάνη με τα επίλοιπα πρόβατα. Ο δε Ευθύμιος, ως έμπειρος εις τους πνευματικούς αγώνας και δόκιμος, βλέπων του παιδός την νεότητα, δεν ηθέλησε να τον υποδεχθή παρευθύς εις την Λαύραν, αλλ΄ έστειλεν αυτόν εις το Μοναστήριον, το οποίον είχε παράμερα από την Λαύραν και εις το οποίον ήτο Προεστώς ο μέγας Θεόκτιστος, είπε δε του Σάββα να σταθή εκεί, έως ότου κάμη γένεια και παιδευθή καλώς τας τάξεις του μοναδικού επαγγέλματος. Ο δε μακάριος Σάββας, επειδή ήτο εις όλας τας αρετάς πεπαιδευμένος, δεν ηναντιώθη, αλλ΄ είπε προς αυτόν μετ΄ ευλαβείας και ταπεινότητος· «Εγώ, Πάτερ Άγιε, ήλθον εις την αγιωσύνην σου, δια να με οδηγήσης προς σωτηρίαν και είμαι έτοιμος να υπακούω εις όλα τα σωτήρια προστάγματά σου». Έστειλε λοιπόν ο μέγας Ευθύμιος τον Σάββαν προς τον μακάριον Θεόκτιστον, γράφων εις αυτόν, ότι ούτος είχε πεπληρωμένην την ψυχήν θείου Πνεύματος και να τον κυβερνήση επιμελώς, επειδή αυτός έμελλε να πληρώση την οικουμένην από την δόξαν αυτού εις το ύστερον, καθώς και εγένετο και εγνωρίσθη αληθεστάτη η προφητεία του· ότι αυτός έκτισεν εις την Παλαιστίνην Λαύραν μεγάλην και συνήχθησαν εις αυτήν Μοναχοί αναρίθμητοι, εις τους οποίους ο Σάββας ήτο κανών και στάθμη ακριβεστάτη αγιωσύνης και τους έδωκε νόμον και τάξεις, καθώς εδιδάχθη απ΄ αυτόν τον μέγαν Ευθύμιον, προστάσσων επάνω εις όλα να μη δεχθώσι ποτέ αγένειόν τινα, το οποίον έως την σήμερον φυλάττουν απαρασάλευτα. ΈΕμεινε λοιπόν ο θείος Σάββας με τον μακάριον Θεόκτιστον και υπηρέτει επιμελώς εις όλας τας σωματικάς διακονίας, ήτοι έφερε ξύλα και ύδωρ, έσκαπτε τον κήπον και άλλας βαρείας υπηρεσίας ετέλει επιμελώς, επειδή ήτο όχι μόνον ταπεινός και καλόγνωμος, αλλά και ανδρείος την δύναμιν και μεγάλος εις το ανάστημα του σώματος· όθεν όλους εβοήθει μετά χαράς και πάντες τον ηυχαρίστουν και τον ηγάπων. Παρ΄ όλας όμως τας βαρείας ταύτας σωματικάς εργασίας δεν έλειπε ποσώς ο μακάριος και από τας νυκτερινάς ευχάς και ακολουθίας, αλλά και τας καθημερινάς υπηρεσίας αόκνως εποίει· και εις τας νυκτερινάς ακολουθίας πρώτος εισήρχετο και πάντες εθαύμαζον βλέποντες τόσην αρετήν και ευπρέπειαν τελειότητος εις ηλικίαν νεάζουσαν. Βλέπων δε ο δαίμων την προθυμίαν αυτού, εδοκίμασε να τον εμποδίση από τον ένθεον έρωτα με τρόπον τοιούτον. Ήτο αδελφός τις εις εκείνο το φροντιστήριον, το γένος Αλεξανδρεύς, Ιωάννης ονόματι, όστις παρεκάλει πολλάκις τον μακάριον Θεόκτιστον να τον συγχωρήση να υπάγη εις την Αλεξάνδρειαν, εις την οποίαν ετελεύτησαν οι γονείς του, να τακτοποιήση τα της περιουσίας των, να του δώση δε τον Σάββαν συνοδόν, όστις ήτο δυνατός, έμπειρος και πρόθυμος εις πάσαν υπηρεσίαν. Μετά βίας λοιπόν συγκατετέθη ο Θεόκτιστος και απελθόντες εις Αλεξάνδρειαν ηρεύνησαν περί των πραγμάτων του Ιωάννου και εξετέλεσαν πάντα όσα εχρειάζοντο. Εκεί όμως εις την Αλεξάνδρειαν ήσαν, ως ανωτέρω εγράψαμεν, και οι γονείς του Σάββα, οίτινες, γνωρίσαντες αυτόν, προσεπάθησαν να τον κρατήσουν και τον εβίαζον με πολλά μηχανήματα, δια να γραφή αντί του πατρός του εις την στρατείαν, να λάβη πολλήν τιμήν από τον βασιλέα και δόξαν ρέουσαν. Ο δε μακάριος Σάββας, γνωρίσας την επίνοιαν του πονηρού, ότι με την αγάπην και συμπάθειαν των γονέων του, επεδίωκε να τον εμποδίση από τους πνευματικούς αγώνας και να τον κάμη να επιστρέψη εις τα οπίσω, απεκρίθη προς αυτούς με σοφίαν και σύνεσιν· «Δεν είναι πρέπον να αγαπήσω υμάς περισσότερον από τον Δεσπότην μου, διότι αυτός ούτος είπεν· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ι: 37). Ούτε να προτιμήσω την πρόσκαιρον στρατείαν από την ευαγγελικήν, διότι εάν έχη τιμωρίαν πολλήν και κατάκρισιν όστις αφήση την στρατείαν του επιγείου βασιλέως, πόσον κίνδυνον θα έχη, όστις καταφρονήση την επουράνιον και αθετήση το Αγγελικόν σχήμα ο άθλιος; Εάν λοιπόν θέλητε να σας έχω δια γονείς μου, μη μου αναφέρετε πλέον τοιαύτην υπόθεσιν». Αφήκαν λοιπόν αυτόν μη δυνάμενοι να τον εμποδίσουν και τον παρεκάλεσαν να δεχθή τουλάχιστον ποσόν αργυρίων δια μικρά έξοδα συντηρήσεως και του έδιδον χρυσά είκοσιν. Αυτός όμως άλαβε μόνον τρία και ταύτα δια να μη σκανδαλισθώσιν, ότι δεν τους κατεδέχθη, τα οποία πάλιν δεν τα εξώδευσεν, αλλ΄ όταν έφθασαν εις το φροντιστήριον, τα έδωκεν εις τον Θεόκτιστον δια να μη έχη τίποτε ίδιον. Αφού λοιπόν διέτριψεν εκεί ο Σάββας δέκα έτη, εκοιμήθη ο μακάριος Θεόκτιστος και εψήφισεν ο μέγας Ευθύμιος άλλον Ηγούμενον, Λογγίνον ονομαζόμενον. Εις τον καιρόν του Λογγίνου ήτο ο θαυμάσιος Σάββας ετών τριάκοντα, δόκιμος και τέλειος εις πάσαν ασκητικήν διαγωγήν. Έχων δε πόθον πολύν ν΄ αναχωρήση εις τόπον ησυχαστικόν και έρημον, εζήτησεν από τον Λογγίνον συγχώρησιν, όστις έγραψε περί τούτου εις τον μέγαν Ευθύμιον· διότι χωρίς την βουλήν εκείνου ουδέν έπραττεν. Ο δε μέγας Ευθύμιος, γνωρίζων την πολλήν θερμότητα του Σάββα εις τα πνευματικά και τον ένθεον έρωτα, του απήντησε να μη τον εμποδίση ποσώς, αλλά να τον αφήση εις το θέλημά του, να διάγη καθώς επιθυμεί. Λαβών όθεν ο Σάββας την εξουσίαν, απήλθεν εις τι σπήλαιον, το οποίον ήτο εις το νότιον μέρος του Μοναστηρίου και εκεί παρέμενε καθ΄ όλην την εβδομάδα έως το Σάββατον χωρίς τροφήν τινα, μόνον προσευχήν εποίει και εργόχειρον, έκαστον δε Σάββατον επήγαινεν εις το Μοναστήριον πεντήκοντα σπυρίδας (ζεμπίλια) και έτρωγε μετά των αδελφών το Σάββατον και την Κυριακήν, κατόπιν πάλιν συνήθροιζε βάϊα, ήτοι φύλλα φοινίκων, όσα τον έφθανον την εβδομάδα, και εισήρχετο εις το σπήλαιον και ούτω διήλθον πέντε έτη. Ιδών λοιπόν αυτόν ο θείος Ευθύμιος ούτω βιούντα, τον ωνόμαζε παιδαριογέροντα και τον έλαβεν εις την συνοδείαν του ομού με άλλον αυτού μαθητήν, Δομετιανόν ονόματι, με τον οποίον είχον αμφότεροι συνήθειαν να πηγαίνουν κατ΄ έτος, μετά την εορτήν των Θεοφανείων, εις την ενδοτέραν έρημον, να ασκητεύουν όλην την μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Κατά δε την Αγίαν Ανάστασιν ήρχοντο πάλιν εις την Λαύραν. Εκίνησαν λοιπόν τότε και οι τρεις και περιεπάτουν εις εκείνην την πανέρημον, εκείθεν από την Νεκράν θάλασσαν· επειδή δε ο δρόμος ήτο μακρός, ο τόπος άνυδρος, αι ημέραι καυστικαί και θερμόταται, εξησθένησεν ο Σάββας και ελιποθύμησε, μη δυνάμενος να περιπατήση ποσώς, έπεσε δε κατά γης ως νεκρός. Ο δε Ευθύμιος, ιδών αυτόν ελυπήθη πολύ και πηγαίνων ολίγον παράμερα εποίησε δέησιν προς Κύριον, λέγων· «Δέσποτα Θεέ, σπλαγχνίσου τον δούλον σου τούτον τον νέον και δος μας ύδωρ, να μη αποθάνη υπό της δίψης και του καύματος». Ούτως ειπών, εκτύπησεν εις την γην με το σκαλίδιον τρις, η δε γη αισθανομένη θειοτέρας δυνάμεως υπήκουσεν (ω του θαύματος!) και από την άνυδρον και άγονον έρημον εξήλθεν ύδωρ ηδύ και γλυκύτατον, εξ ου ευθύς ως ο Σάββας έπιεν, έλαβεν αοράτως θείαν δύναμιν και πλέον δεν εκουράσθη, ούτε εδειλίασε την δυσχέρειαν της οδού. Αφού έφθασαν εις τον ποθούμενον τόπον, έπασχε πολλά ο θείος Σάββας να μιμήται εις πάντα τρόπον τον μέγαν Ευθύμιον και μόνον αυτόν είχεν ως αρχέτυπον της αρετής και εικόνα ζώσαν και έμψυχον δια να μη παρεκκλίνη ουδόλως από τας τάξεις και τα ήθη του. Αλλ΄ εις ολίγον καιρόν απήλθε προς Κύριον ο μέγας την αρετήν Ευθύμιος, οι δε μαθηταί αυτού, μετά την κοίμησιν του διδασκάλου, ημέλουν κατ΄ ολίγον την αρετήν και δεν είχον τόσην προθυμίαν εις την άσκησιν· όθεν ο θείος Σάββας εμάκρυνε φυγαδεύων και ήτο εις την έρημον του Ιορδάνου, καθ΄ ον καιρόν ησκήτευεν εκεί ο μέγας Γεράσιμος. Τότε ήτο ο Σάββας τριάκοντα πέντε ετών, όταν ήρχισε να τον πολεμή ο δαίμων· ου μόνον δε αοράτως του έδιδεν ενόχλησιν και τον επείραζε κρυφίως, καθώς κάμνει εις όλους τους εναρέτους, αλλά και φανερά έπασχεν ο δόλιος να τον εκφοβή, δια να μη είναι εις την έρημον. Νύκτα δε τινα, εν ω έκειτο δια να λάβη ολίγην ανάπαυσιν από τον πολύν κόπον της ασκήσεως, είδε πλησίον του όφεις, σκορπίους και άλλα διάφορα ερπετά, τα οποία εδείκνυον ότι ήθελον να τον φάγωσιν. Ο δε Σάββας το μεν πρώτον εδειλίασεν, αλλ΄ ύστερον, συλλογιζόμενος την μηχανήν των δαιμόνων, ηγέρθη μετά θάρρους και ούτω προσηύχετο· «Ου φοβηθήσομαι από φόβου νυκτερινού, αλλ΄ επί ασπίδα και βασιλίσκον επιβήσομαι» (Ψαλμ. 90: 5,13). Ταύτα λέγοντος του Οσίου, όλα εκείνα τα ιοβόλα θηρία ως καπνός ηφανίσθησαν. Μετ΄ ολίγας πάλιν ημέρας ο δαίμων έγινε λέων μέγας και φοβερός και εδείκνυεν, ότι ήθελε να ορμήση επάνω του. Ο δε Άγιος δεν εδειλίασε ποσώς, αλλά του είπεν αταράχως· «Εάν έλαβες παρά Θεού εξουσίαν κατ΄ εμού, μη αμελής, ότι έτοιμος είμαι να με φάγης κατά την θείαν νεύσιν και βούλησιν· ει δε μη, τι μάτην ταράττεσαι; Εγώ δύναμαι να σε καταπατήσω με του Δεσπότου την δύναμιν». Ταύτα είπε και ευθύς έγινε ο υποκρινόμενος άφαντος και από την ώραν εκείνην ο Άγιος όχι μόνον τους νοητούς, αλλά και τους αισθητούς θήρας υπέταξε και συγκατώκουν μετ΄ αυτού, χωρίς ποσώς να τον βλάπτωσι. Τέσσαρές τινες Αγαρηνοί τον συνήντησάν ποτε καθ΄ οδόν και είχον τόσην πείναν, ώστε εκινδύνευον. Ιδόντες λοιπόν αυτόν, του εζήτουν εάν είχέ τι βρώσιμον. Ο δε έλαβεν αυτούς εις το σπήλαιον ευσπλάγχνως και απλώσας εις την γην την μηλωτήν του, εφίλευσεν αυτούς εξ εκείνων, τα οποία είχεν, ήτοι καρδίας καλάμων και ρίζας μελεαγρίων. Οι βάρβαροι ευλαβηθέντες την αρετήν αυτού, εθαύμασαν και το φιλόξενον· και τότε μεν έφαγον από τα ευρεθέντα και ευχαριστήσαντες ανεχώρησαν· μεθ΄ημέρας δε τινας του έφερον τυρούς και άρτους και φοίνικας. Ο δε Όσιος, ώσπερ φιλόπονος μέλισσα, ήτις συλλέγει από κάθε τόπον το χρήσιμον, ούτω και αυτός ωφελήθη ψυχικώς από τούτο και έλεγε καθ΄ εαυτού τοιαύτα· «Ουαί σοι, ψυχή μου ταλαίπωρε και προς τον Ευεργέτην αχάριστε! Ιδού δια μικράν και ποταπήν χάριν, την οποίαν έλαβον ούτοι οι βάρβαροι, μου έφερον τοσούτον πλουσίαν ανταμοιβήν και ημείς, οίτινες ελάβομεν από τον Πλάστην τοσαύτα χαρίσματα, ποίαν ανταμοιβήν του εδώσαμεν; Ποίαν Αυτού εντολήν εφυλάξαμεν; Ποίαν απολογίαν θα δώσωμεν εις τον Κύριον κατά την ώραν της Κρίσεως»; Ήτο δε Μοναχός τις φίλος του Σάββα, Άνθος ονόματι, όστις επήγεν εις την έρημον μετ΄ αυτού, δια να ασκητεύουν αμφότεροι ομού. Μετ΄ ολίγας όμως ημέρας διήλθον εκείθεν βάρβαροί τινες κακόγνωμοι και δύστροποι άνθρωποι και εμελέτησαν να τους θανατώσουν. Δια να εύρουν λοιπόν μικράν πρόφασιν, έστειλαν τον ένα εις το σπήλαιον να διαμαρτυρηθή εις τους Ασκητάς, ότι δήθεν αυτοί τους ηδίκησαν εις τινα υπόθεσιν και εζημιώθησαν οι βάρβαροι εξ αυτών. Εσυκοφάντουν δε τον Όσιον ψευδώς, δια να εξαναγκάσουν αυτόν να σκανδαλισθή, να ομιλήση λόγον βαρύν και εκ τούτου να εύρουν αφορμήν να τους αποκτείνωσιν. Ίσταντο λοιπόν οι άλλοι μακρόθεν και ο εις επλησίασεν εις τους Οσίους, οίτινες βλέποντες τον κίνδυνον, καθωπλίσθησαν δια της ιεράς προσευχής, ταύτα προς τον Κύριον λέγοντες· «Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα» (Ψαλμ. ιθ: 8) και τα λοιπά του ψαλμού. Ταύτα ηυχήθησαν και, ω του θαύματος! εσχίσθη η γη και κατέπιεν εκείνον τον ένα, όστις επήγεν εκεί. Οι δε λοιποί, ιδόντες τοιούτον τεράστιον, ετρόμαξαν και έφυγον περιδεείς και κατάφοβοι, έκτοτε δε ούτε αυτοί, ούτε άλλοι κακοποιοί ετόλμησαν πλέον να επιχειρήσωσι τι κατ΄ αυτών, αλλά ούτε και οι δαίμονες επειράθησαν καν να τον πειράξωσιν. Όθεν ο Σάββας κατώκει αφόβως την έρημον και επειδή έγιναν φίλοι με τον μακάριον Θεοδόσιον δια μέσου του Άνθου, έκτισεν εκεί Λαύραν περιφανή και ευρύχωρον με τοιούτον τρόπον θαυμάσιον. Αφού εχρημάτισεν εκεί ο Σάββας έτη τέσσαρα, ανήλθέ ποτε εις το υψηλότατον εκείνο βουνόν, εις το οποίον λέγεται ότι επήγεν η μακαρίτις βασιλίς Ευδοκία και την εδίδαξεν ο μέγας Ευθύμιος. Εκεί λοιπόν διανυκτερεύων ο Σάββας, είδε οπτασίαν τινά θαυμάσιον. Γυνή τις ωραιοτάτη εφάνη ενώπιον αυτού, ενδεδυμένη στολήν λαμπράν και περιφανεστάτην, και του εδείκνυε τον χείμαρρον, ο οποίος τρέχει νοτίως του Σιλωάμ, του έλεγε δε ταύτα· «Κατοίκησον, Σάββα, εις εκείνο το σπήλαιον, το οποίον είναι κατ΄ Ανατολάς του χειμάρρου και εγώ θα σου στέλλω εξ ύψους βοήθειαν». Ταύτα ιδών ο Όσιος ενεπλήσθη χαράς και αγαλλιάσεως και χειραγωγούμενος ως υπό τινος δεξιάς από την θείαν και σοφήν Πρόνοιαν, εισήλθεν εις το σπήλαιον· ήτο δε τότε ετών τεσσαράκοντα. Ο δε τόπος ήτο πολύ άβατος και με πολλήν κακοπάθειαν ανήρχετο και μάλιστα όταν ελάμβανε το ύδωρ από την πηγήν, η οποία ήτο μακράν απ΄ εκεί δεκαπέντε στάδια (2775 μέτρα περίπου), και την ωνόμαζον Επτάστομον. Όθεν κρεμάσας άνωθεν ένα σχοινίον ανέβαινεν ευκολώτερα. Πλην άλλην παραμυθίαν δεν είχε προς τα αναγκαία του σώματος, μόνον τα χόρτα, τα οποία εγέννα η γη αυτομάτως εκεί πλησίον εις το σπήλαιον. Αλλ΄ ο Θεός, όστις τον προσέταξε να κατοικήση εκεί, αυτός του έστελλε και βοήθειαν κατά την θείαν Του υπόσχεσιν και εφώτισεν Ισμαηλίτας τινάς, οι οποίοι ευλαβηθέντες αυτόν του έφερον τυρούς, άρτους, φοίνικας και άλλα διάφορα βρώματα, όχι μόνον δις ή τρις, αλλά πολλάκις, ωσάν να του επλήρωναν φόρον. Έμεινε λοιπόν ο Άγιος εις το σπήλαιον εκείνο επί πέντε έτη με ησυχίαν πολλήν, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος, έκτοτε δε διεσκεδάσθησαν αι κατ΄ αυτού κακουργίαι των δαιμόνων, οι οποίοι έφευγον μη δυνάμενοι να τον βλέπωσιν· όθεν έχων άδειαν από τους δαίμονας και γαλήνην από τους ανθρώπους, εδέχθη και άλλους πολλούς εις την συνοδείαν του εναρέτους και φύλακας ακριβείς των εντολών του Κυρίου, τους οποίους προσείλκυε προς εαυτόν με την καλήν του φήμην και υπερθαύμαστον αρετήν, ως ο μαγνήτης τον σίδηρον. Επειδή λοιπόν καθ΄ εκάστην επλήθυνον οι προσερχόμενοι, ήτο ανάγκη να οικοδομήση εκεί Λαύραν, να κτίση κελλία, να εργάζηται την γην και άλλας υπηρεσίας να εκτελή αναγκαίας δια το σώμα. Πρώτον μεν λοιπόν έκτισε πύργον προς το βόρειον μέρος του βουνού εις τας πηγάς του χειμάρρου· έπειτα ωκοδόμησεν Εκκλησίαν και έκαμε Λαύραν ευρύχωρον, αφού δε ενεκαινίασε τον Ναόν, όστις ιερωμένος ήθελεν υπάγει να προσκυνήση, τον υπεχρέωνε και ελειτούργει, διότι εκείνος ήτο πολύ μέτριος και ταπεινός εις το φρόνημα και ευλαβούμενος το μεγαλείον της ιερωσύνης δεν ήθελε να ιερωθή. Ήτο δε πολύ συνετός και δόκιμος εις την μοναδικήν διαγωγήν, και εστήριζε τους αδελφούς καθ΄ εκάστην ημέραν και ώραν, τους μεν παρακαλών, τους δε νουθετών, ετέρους επιτιμών και απλώς πάντας εδίδασκε και παρεκίνει να ίστανται γενναίοι και ανδρείοι εις τους πειρασμούς των δαιμόνων και να υπομένουν μεγαλοψύχως την κακοπάθειαν της ερήμου χωρίς καμμίαν λύπην, αλλά μάλιστα να χαίρωνται ευφραινόμενοι με την ελπίδα των μελλόντων αγαθών, τα οποία, δια τον ολίγον εκείνον κόπον, έμελλον να απολαύσουν εις τον Παράδεισον. Με τοιαύτα και έτερα πλείονα ο πάνσοφος Σάββας επροθυμοποίει τους μαθητάς, λύων παν πρόσκομμα και εμπόδιον και υψιπετείς αυτούς προς την αρετήν και ανωτέρους των παγίδων του πονηρού απεργαζόμενος. Εις όλα δε τα αναγκαία του σώματος τους επεμελείτο και τους εβοήθει κρυφίως, δια να μη δυσχεραίνωσιν από την στέρησιν αυτών και το βάρος του κόπου, και επιστρέφωσιν εις τα όπισθεν. Επειδή δε το ύδωρ ήτο μακράν του σπηλαίου, ως είπομεν άνωθεν, ελυπούντο εκ τούτου οι Μοναχοί, διότι είχον στενοχωρίαν και κόπον πολύν. Όθεν ο Όσιος νύκτα τινά εποίησε θερμώς προς Κύριον δέησιν, λέγων ταύτα· «Δέσποτα Θεέ παντοδύναμε, εάν είναι της Σης απορρήτου σοφίας οικονομία και ευδοκία της Χάριτός Σου να κατοικώσιν εις τον τόπον τούτον ενάρετοι δούλοι σου, να Σε υμνώσιν ακαταπαύστως, επίβλεψον ευμενώς εφ ημάς και πρόσταξον την γην σου να αναβλύση ύδωρ εδώ πλησίον εις αναψυχήν ημών και απόλαυσιν». Ούτως ηύξατο και παρευθύς ήκουσε κτύπον κάτωθεν του χειμάρρου και παρακύψας είδεν άγριον όνον (επειδή ήτο η νυξ πανσέληνος), όστις έσκαπτε την γην με τον πόδα του και αφού έκαμε μικρόν λάκκον, εξήλθεν ύδωρ και έπιεν. Ο δε Όσιος ταύτα ιδών εχάρη λίαν, γνωρίσας ότι ήτο θεία επισκοπή και κατελθών με σκαλίδιον έσκαψεν ολίγον εις αυτόν τον τόπον, εις τον οποίον ήτο ο όναγρος και παρευθύς, (ω των αφράστων χαρίτων σου, Δέσποτα!) εξήλθεν ύδωρ πολύ και γλυκύτατον, το οποίον έφερεν εις το μέσον της Λαύρας. Με το ύδωρ τούτο υπηρετούνται όλοι οι Πατέρες έως την σήμερον και ούτε τον χειμώνα πληθαίνει, ούτε το θέρος ολιγοστεύει ποσώς, αλλ΄ είναι πάντοτε δαψιλές προς αυτάρκειαν. Άλλοτε πάλιν ευρισκόμενος ο Όσιος εις άλλο μέρος του χειμάρρου και λέγων ψαλμούς του Δαβίδ βλέπει εις τον κρημνόν πύρινον στύλον, του οποίου η κορυφή έφθανεν έως τον ουρανόν. Ταύτα ιδών έλαβε μεγάλην χαράν ομού και φόβον, γνωρίζων ότι ήτο θαύμα τι απόρρητον. Αφού δε εξημέρωσεν, εφαίνετο ακόμη η όρασις του πυρίνου στύλου και πλησιάσας ο Όσιος είδε μέγα και θεσπέσιον σπήλαιον, ομοιάζον κυριολεκτικώς προς Εκκλησίαν, έχον εις το ανατολικόν μέρος κόγχην, ουχί εξ ανθρώπων κατεσκευασμένην, αλλά από την θείαν δεξιάν ωκοδομημένην. Από το νότιον μέρος υπήρχε πλατεία είσοδος, η οποία επέτρεπεν εις τον ήλιον να φωτίζη πλουσίως το εσωτερικόν του σπηλαίου και να φέρη έως τα βάθη αυτού αέρα εύκρατον και υγιέστατον· εις δε το βόρειον μέρος ήτο άλλο σπήλαιον έχον σχήμα διακονικού. Ευρών λοιπόν ο Σάββας εκείνο το θεόκτιστον οικοδόμημα, ανεπλήρωσε και αυτός με ανθρωπίνην τέχνην όσον από την φύσιν ελείπετο και έκαμε Ναόν ωραιότατον, επρόσταξε δε να συνάγωνται όλοι οι αδελφοί εις αυτόν καθ΄ εκάστην Κυριακήν να ψάλλουν κοινώς την ακολουθίαν των. Ιδών δε πέτραν τινά, η οποία ήτο άνωθεν του Ναού, έσκαψε εις ένα μέρος της αυτοκατασκευάστου εκείνης οροφής του διακονικού και έκτισεν εν μικρόν καλλίον απόκρυφον, δια να ησυχάζη όταν θέλη, από αυτό δε εισήρχετο εις τον Ναόν έσωθεν. Επειδή δε η φήμη τού Οσίου έτρεχεν εις όλον τον κόσμον, συνηθροίζοντο πολλοί ευλαβείς και έφερον προς αυτόν ελεημοσύνας, δια να εξοδεύη εις τας οικοδομάς και τας άλλας ανάγκας, τας οποίας είχε καθημερινώς, επειδή οι Μοναχοί επληθύνοντο. Όσα δε χρήματα εσύναζεν ο Όσιος δεν τα εφύλαττεν, αλλά τα εξώδευεν εις οικοδομάς των κελλίων και εις άλλας ανάγκας. Αλλ΄ επειδή πολλάκις εις τον καλόν σίτον φυτρώνουν τα ζιζάνια και εις την άμπελον η βάτος, και καθώς ο μαθητής έγινε προδότης, ο Κάϊν αδελφοκτόνος και πλείστα άλλα παρόμοια, τα οποία γεννώνται εκ του φθόνου, όπως εις πολλά βιβλία ιστορείται, τοιουτοτρόπως και εις την συνοδείαν του Οσίου Σάββα έτυχον και τινες ουχί μαθηταί, αλλά μάλλον στασιασταί και κακότροποι, οι οποίοι εμίσουν τον Όσιον και εζήτουν πρόφασιν, εάν δυνηθούν, να τον βλάψουν. Απήλθον λοιπόν εις τον τότε Πατριάρχην των Ιεροσολύμων και (επειδή δεν είχον να είπωσιν ότι έκαμε τι πταίσιμον) τον εσυκοφάντησαν, λέγοντες ότι δεν ήτο άξιος να ποιμάνη τόσους Μοναχούς, εζήτησαν δε να τους δώση άλλον Ηγούμενον, διότι, ωσάν να μη έφθανεν, ότι εκείνος δεν έγινεν Ιερεύς, αλλά και άλλους πολλούς ημπόδιζεν από την ιερουργίαν, ως αμαθής και άγροικος. Ο Πατριάρχης Σαλούστιος (486-494), όστις ήτο τότε, ηυλαβείτο πολύ τον Άγιον δια την αρετήν του και δεν επίστευσεν εις τα ψευδή και δολερά αυτών λόγια· πλην δια να τους ειρηνεύση ολίγον είπε προς αυτούς· «Μείνατε εδώ, έως ότου έλθη ο Σάββας και τότε θα εξετάσω ακριβώς την υπόθεσιν». Έμειναν λοιπόν αυτοί νομίζοντες, ότι θέλει τον στερήσει από την προστασίαν, χειροτονών άλλον Ηγούμενον. Όταν όμως ήλθεν ο Όσιος, δεν τον ηρώτησε καθόλου ο φρόνιμος δικαστής, αλλ΄ έμπροσθεν των κατηγόρων αυτού τον εχειροτόνησεν Ιερέα εν έτει (492). Έπειτα είπε προς αυτούς· «Ιδού τώρα έχετε Καθηγούμενον, τον οποίον εψήφισεν ο Κύριος και όχι άνθρωπος και τον εχειροτονήσαμεν, ουχί δι΄ ευεργεσίαν αυτού, αλλά δια σας». Αφού τους είπε ταύτα, απήλθε μετ΄ αυτών εις την Λαύραν και πρώτον μεν καθιέρωσε τον άγιον εκείνον Ναόν, έπειτα έκτισε και θυσιαστήριον άγιον, εις το οποίον αφήκε πολλά άγια λείψανα. Ήτο δε τότε ο μακάριος Σάββας ετών πεντήκοντα τριών, όταν έλαβε την ιερωσύνην εις τον καιρόν του βασιλέως Αναστασίου (491-518). Είχε δε ο Όσιος συνήθειαν να μιμήται εις όλας τας τάξεις τον μέγαν Ευθύμιον, καθώς είπομεν· και επειδή εκείνος είχε συνήθειαν να αναχωρή από την Λαύραν την δεκάτην τετάρτην (14ην) Ιανουαρίου έως την Ανάστασιν, εκράτησε και ο Σάββας αυτήν την τάξιν και ανεχώρει μετά τας εορτάς των Αγίων Αντωνίου και Ευθυμίου, διέτριβε δε εις την έρημον έως την Κυριακήν των Βαϊων. Διαβαίνων λοιπόν ποτέ την Νεκράν θάλασσαν, είδε εν νησίδιον έρημον και εστερημένον πάσης παραμυθίας και απολαύσεως· όθεν επεθύμησε να παραμείνη εις αυτό τας αγίας ημέρας των νηστειών. Πηγαίνων όμως εκεί, έπεσεν από βασκανίαν του δαίμονος εις βόθρον τινά, εκ του οποίου ανεδίδετο αιθάλη (καπνιά) ως από καμίνου πυρός, έκαυσε δε τον πώγωνα, την όψιν και έτερα μέρη του σώματος αυτού τοιουτοτρόπως, ώστε έκειτο ύστερον εις την Λαύραν ημέρας πολλάς και μόνον από την φωνήν εγνωρίζετο, όλη δε η μορφή του ηλλοιώθη· αλλά και να ομιλήση δεν ηδύνατο, έως ου θεία τις θεωρία και δύναμις άνωθεν επισκεψαμένη αυτόν τον εθεράπευσε τελείως και υγιή αποκατέστησε. Μετά καιρόν απήλθε πάλιν ο Όσιος εις την ησυχίαν, λαβών εις την συνοδείαν του ένα μαθητήν του ονόματι Αγάπιον. Εν μια δε των ημερών έκειτο ο Αγάπιος ύπτιος, από δε την πείναν και τον κόπον ταλαιπωρούμενος απεκοιμήθη· ο Σάββας όμως ήτο έξυπνος και προσηύχετο. Τότε βλέπει λέοντα ιστάμενον άνωθεν του μαθητού του, όστις τον περιετριγύριζεν οσφραινόμενος· όθεν ο Όσιος εφοβήθη μήπως τον φάγη το θηρίον και ευθύς εποίησε δι΄ αυτόν προς Κύριον δέησιν. Τότε ο λέων διωκόμενος από την δύναμιν της ιεράς προσευχής έφυγε, χωρίς να βλάψη καθόλου τον Αγάπιον, μόνον δε με την ουράν του τον εκτύπησεν εις το πρόσωπον και εξύπνησεν· ιδών δε ούτος τον λέοντα, έδραμε προς τον Όσιον έντρομος, ο οποίος πρώτον μεν του έδωσε θάρρος, έπειτα δε τον ενουθέτησε να προσέχη και να μη νικάται πλέον από τον ύπνον, δια να μη αλωθή, ούτε να βλαφθή ποσώς από θηρία ορατά και αόρατα. Άλλοτε πάλιν πηγαίνων ο Όσιος με τον Αγάπιον εις την έρημον του έδωσε να βαστάζη την μηλωτήν (τον σάκκον) με άρτους ξηρούς, τόσους, όσους έφθαναν δια τον μαθητήν κατά τον καιρόν, κατά τον οποίον θα διέτριβον εις την έρημον, διότι ο Σάββας δεν έτρωγε τίποτε όλην την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, πλήν Σαββάτου και Κυριακής, ότε εκοινώνει τα θεία Μυστήρια. Προχωρούντες λοιπόν προς τον Ιορδάνην, διήλθον από κρημνώδη τινα τόπον, εις την άκραν του οποίου βλέπουν εν σπήλαιον εις υψηλόν μέρος πολύ δυσανάβατον. Μετεχειρίσθησαν λοιπόν πάντα τρόπον και ανέβησαν με κόπον και βάσανον πολύν ή μάλλον ειπείν με την βοήθειαν του Κυρίου, όστις εφώτισε τον Σάββαν και τον ωδήγησε δια να εύρη τον κεκρυμμένον θησαυρόν να ωφεληθώσιν. Εισελθόντες λοιπόν εις το σπήλαιον, είδον Ασκητήν τινα αγιώτατον, όστις ουδέν αγγείον είχεν, ούτε σκεύος ποσώς, αλλά διήρχετο αμερίμνως και χωρίς φροντίδων τον βίον ο τρισμακάριος, είχε δε ούτος και χάρισμα προορατικόν. Αφού λοιπόν εποίησεν ευχήν κατά το σύνηθες, είπεν ο Αναχωρητής προς τον Όσιον· «Πόθεν εκινήθης, θαυμάσιε Σάββα, και τις σου ηρμήνευσε τον τόπον, να έλθης έως ημάς; Εις τούτο θαυμάζω πολύ και εξίσταμαι, διότι είναι τεσσαράκοντα παρά δύο έτη, κατά τα οποία κάθημαι με την βοήθειαν του Κυρίου εις τούτο το σπήλαιον και ούτε κανένα είδον ποτέ μου ούτε άνθρωπος μου ωμίλησεν ουδόλως». Ο δε απεκρίνατο· «Ο Θεός, όστις σου εφανέρωσε το όνομά μου, αυτός και εμέ εφώτισε και ωδήγησε να σε απολαύσω». Αφού λοιπόν ηυφράνθησαν ψυχικώς και συνωμίλησαν επί ώραν ικανήν, λαβόντες την ευλογίαν αυτού ανεχώρησαν και διατρίψαντες καιρόν τινα εις την έρημον, εκίνησαν πάλιν να έλθουν εις το Μοναστήριον. Διαβαίνοντες δε από τον τόπον εκείνον, ανέβησαν εις το σπήλαιον και ιδόντες τον Αναχωρητήν γονατιστόν κατ΄ Ανατολάς, ενόμισαν, ότι ήτο ζωντανός και προσηύχετο. Έμειναν λοιπόν καρτερούντες ώραν πολλήν· αλλ΄ αφού ενύκτωσε και αυτός δεν ηγέρθη από την γην, επλησίασεν ο Σάββας και λέγει προς αυτόν· «Πάτερ ευλόγησον». Εκείνος όμως δεν απεκρίθη· όθεν εγγίσας αυτόν, εγνώρισεν ότι απήλθεν η μακαρία ψυχή του προς Κύριον και είπε προς τον Αγάπιον· «Ας τον ενταφιάσωμεν, τέκνον, επειδή δια τούτο ο Θεός μάς απέστειλε». Σεμνώς λοιπόν και ευλαβώς περιστείλαντες το ιερόν αυτού λείψανον, έθεσαν αυτό εις εν μέρος του σπηλαίου, ψάλλοντες τα αρμόδια της ταφής τροπάρια, έπειτα φράξαντες την είσοδον με λίθους μεγάλους επέστρεψαν εις την Λαύραν την ημέραν του Λαζάρου και εώρτασαν την αγίαν του Σωτήρος Ανάστασιν. Τον καιρόν εκείνον απέθανεν ο πατήρ του Αγίου εις την Αλεξάνδρειαν, η δε μήτηρ αυτού, ακούουσα την αγαθήν φήμην του Σάββα, επώλησεν όλα τα υπάρχοντα αυτής και λαβούσα τα αργύρια, απήλθεν εις την Λαύραν και ιδούσα αυτόν εις τοσαύτην προκοπήν ενάρετον, εχάρη χαράν μεγάλην. Ο δε Σάββας την ενουθέτησε ν΄ απαρνηθή τον κόσμον και πάντα τα πρόσκαιρα αγαθά, εάν επόθει να απολαύση τα αεί διαμένοντα. Πείθεται λοιπόν η καλόγνωμος μήτηρ του φρονίμου παιδός και γενομένη Μοναχή, έμεινε μετ΄ αυτού, εις ολίγον δε καιρόν ανεπαύθη και παρέδωσε την ψυχήν της εις τας χείρας του Θεού ζήσασα πολιτείαν θεάρεστον. Ο δε Όσιος, ενταφιάσας αυτήν, εδαπάνησεν όλα αυτής τα χρήματα εις διαφόρους κατασκευάς της Λαύρας, ξενώνας, κήπους, περιτοιχίσεις και έτερα χρειαζόμενα. Έστειλε δε ποτε ο Όσιος αδελφόν τινα με υποζύγια να φέρη ξύλα από την Ιεριχώ δια την οικοδομήν ενός πανδοχείου. Ο δε, απελθών, εφόρτωσε τα ζώα και καθώς ήρχετο προς την Λαύραν εδίψησε, διότι έκαιε πολύ ο ήλιος· όθεν μη δυνάμενος πλέον να περιπατή την ξηράν εκείνην και άνυδρον γην, έπεσε και εκείτετο ως νεκρός. Τότε ενεθυμήθη τον διδάσκαλόν του, ότι έχει παρρησίαν προς Κύριον, και είπε ταύτα· «Δέσποτα Θεέ, βοήθησόν μοι δια πρεσβειών Σάββα του σου θεράποντος». Και παρευθύς, ως είπε τον λόγον, αυτός ο Θεός, ο οδηγήσας εν στήλη νεφέλης τον Ισραήλ, προσέταξε και τότε νεφέλην πλήρη ύδατος, η οποία ελθούσα επάνω του Μοναχού, τον εσκέπαζε και τον εδρόσιζε, ακόμη δε (ω του θαύματος!) και επότιζε και ενεδυνάμωνεν αυτόν. Ηκολούθει δε η νεφέλη, σκέπουσα αυτόν, έως ου έφθασεν υγιής εις το Μοναστήριον. Ήτο δε μακράν από την Λαύραν είκοσι στάδια εν όρος, του Καστελλίου καλούμενον, εις το οποίον δεν ετόλμα να υπάγη κανείς δια το τραχύ και άγριον του τόπου και διότι κατώκουν εκεί δαίμονες αναρίθμητοι. Ο δε Όσιος απήλθεν έχων την ελπίδα του εις τον Κύριον και ράνας όλον τον τόπον με έλαιον του Τιμίου Σταυρού, παρέμεινεν εκεί όλην την αγίαν Τεσσαρακοστήν. Και εις μεν την αρχήν είχε τόσους πολέμους από τους δαίμονας, ώστε εμελέτησε ν΄ αναχωρήση, μη δυνάμενος να υπομείνη τας φοβεράς ταραχάς, τας οποίας εποίουν. Αλλ΄ ο πανάγαθος Κύριος, ο πάλαι των Αββάν Αντώνιον δυναμώσας, αυτός και τον Σάββαν ενεθάρρυνε παραστάς προς αυτόν και του είπε να κάμη υπομονήν έως τέλους. Και πράγματι ούτως έπραξε και τόσον τον εβοήθησεν ο Κύριος και τόσον φοβερόν εις τους δαίμονας τον κατέστησεν, ώστε τον έβλεπον και έφευγον· όθεν ο δίκαιος έχαιρε και έμεινεν εκεί προσευχόμενος έως το τέλος των νηστειών. Τότε πάλιν οι δαίμονες συνήχθησαν, δια να δοκιμάσουν τον ύστερον πόλεμον, εάν δυνηθούν να τον εκφοβίσουν· και μετασχηματισθέντες εις ερπετά και θηρία και κόρακας επροξένουν πολλήν ταραχήν, κτύπους, φωνάς και άμετρον σύγχυσιν. Ο δε Όσιος, μηδέν φοβηθείς, γενναίως προσηύχετο· όθεν αυτοί, μη δυνάμενοι να τον βλέπουν, ωμολόγησαν και εκουσίως την ήτταν των και έλεγον ταύτα με ανθρωπίνην φωνήν, ολολύζοντες· «Δεν σε φθάνει, Σάββα, το σπήλαιον, η πέτρα, ο χείμαρρος και όση άλλη γη της ερήμου κατώκησας, αλλ΄ ήλθες και εδώ εις τα όριά μας και φιλονεικείς να μας εκβάλης από τον οίκόν μας; ιδού, αναχωρούμεν και σε αφήνομεν κύριον, εφόσον βλέπομεν ότι έχεις τον Θεόν σύμμαχον». Αυτά και άλλα περισσότερα λέγοντες, ως να έκλαιον την συμφοράν των και ποιούντες κτύπους και θόρυβον, έφυγον το μεσόνυκτον, φαινόμενοι ωσάν κόρακες, καθώς τους είδον μερικοί ποιμένες, οι οποίοι εφύλαττον πρόβατα εις εκείνα τα όρια και το εμαρτύρησαν. Δια τούτο και συνήχθησαν το πρωϊ έντρομοι εις τον Όσιον και του ανήγγειλαν όσα είδον και ήκουσαν. Ο δε Όσιος, ιδών αυτούς τεταραγμένους και καταφόβους, εποίησεν ευχήν προς Κύριον δι΄ αυτούς και διδάξας και θαρρύνας αυτούς και ευλογήσας, απέλυσεν εν ειρήνη. Αφού λοιπόν παρήλθεν η νηστεία, επέστρεψεν ο Άγιος εις την Λαύραν, και αφού ετέλεσε λαμπρώς την εορτήν της Αγίας Αναστάσεως, έλαβεν αδελφούς τινας μεθ΄ εαυτού και απήλθεν εις το Καστέλλιον, το οποίον και εκαθάρισεν επιμελώς δια να κτίση κελλία και ξενώνας. Ευρών δε αρχαίον τι κτήριον αρκετά μεγάλον, λαμπρόν πολύ και ωραιότατον, εστολισμένον και υψηλόν με λίθους καλλίστους, εχάρη, συλλογιζόμενος ότι ήτο Θεού θέλημα να γίνη και εκεί Μοναστήριον. Ήρχισε λοιπόν ευθύς να κτίζη· και πρώτον μεν έκαμε το ευρύχωρον εκείνο κτήριον Ναόν Άγιον και το αφιέρωσεν εις τον Κύριον· έπειτα έκαμε και άλλα όσα ηδύνατο, αναλόγως των χρημάτων, τα οποία είχε· μη έχων δε πλέον άλλα χρήματα, έπαυσε την εργασίαν ολίγον καιρόν. Αλλ΄ ο ελεήμων Θεός, ο προστάξας ημάς να μη μεριμνώμεν τι να φάγωμεν και τι να πίωμεν, διότι αυτός φροντίζει και έχει την μέριμναν και την κηδεμονίαν μας με περισσοτέραν αγάπην και από αυτόν τον πατέρα και την μητέρα μας, εφρόντισε και δια τον δούλον του Σάββαν, επειδή θέλημα και οικονομία Αυτού ήτο να γίνη και ο τόπος εκείνος εναρέτων ανδρών οικητήριον. Ήτο τότε αρχηγός εις τα Κοινόβια της Βηθλεέμ εις πνευματικός αγιώτατος, Μαρκιανός ονόματι, όστις είχε την φροντίδα και έστελλεν όλα τα χρειαζόμενα εις τους Μοναχούς. Ούτος λοιπόν είδε κατ΄ όναρ ωραίον τινά εις την όψιν και έκλαμπρον, λέγοντα προς αυτόν τοιαύτα· «Μαρκιανέ, συ κάθεσαι αναπαυόμενος και άλυπος, διότι δεν χρειάζεσαι τίποτε από τα αναγκαία του σώματος, αλλ΄ ο δούλος του Θεού Σάββας, όστις έχει τόσην αγάπην προς τον Δεσπότην, βασανίζεται με τους αδελφούς του εις το Καστέλλιον και ουδέ καν ζωοτροφίαν έχουσιν, ούτε είναι κανείς να τους βοηθήση. Λοιπόν μη αμελήσης ουδόλως, αλλά στείλε εις αυτούς όσα χρειάζονται». Ταύτα ιδών ο καλός Μαρκιανός, έστειλεν ευθύς εις το Καστέλλιον όλα τα υποζύγιά του φορτωμένα σίτον, οίνον και άλλα διάφορα βρώματα. Ο δε Σάββας, ταύτα δεξάμενος και μαθών τα της οπτασίας, εβεβαιώθη καλλίτερα, ότι Θεού θέλημα ήτο να γίνη και εκεί Μοναστήριον και ευχαριστήσας τον Κύριον, έσπευσε θερμότερον, έως ου ετελείωσε και το Κοινόβιον του Καστελλίου, εγκατέστησε δε και εις αυτό Μοναχούς, όσους του εφάνη αρμόδιον. Είχε δε ο Όσιος πολλήν φροντίδα εις αυτό το Καστέλλιον, να κατοικώσι γέροντες Μοναχοί, έχοντες πείραν και πράξιν εις την μοναδικήν πολιτείαν, τους δε κοσμικούς και νεωτέρους έβαλλεν εις άλλο Μοναστήριον, το οποίον έκτισεν εις το βόρειον μέρος της Λαύρας και έμενον εκεί έως να μάθουν το Ψαλτήριον και πάσαν άλλην πράξιν αναγκαίαν εις τους Μοναχούς. Έβαλε δε εις αυτούς και Προεστώτα απαθή και ενάρετον να τους γυμνάζη να γίνωνται άξιοι του σχήματος, διότι ο Μοναχός, έλεγε, πρέπει να είναι σπουδαίος, διακριτικός, νηφάλιος, σώφρων και κόσμιος και απλώς να μη χρειάζεται διδασκαλίαν, αλλά να είναι άξιος να χαλιναγωγή τα μέλη του και να φυλάττη τον νουν ασφαλώς. Όταν δε ήθελεν ίδει τινά, ότι έμαθεν ακριβώς την μοναχικήν διαγωγήν και ήτο άξιος να μάχεται με τους εναντίους λογισμούς, τότε τον εισήγαγεν εις την Λαύραν και τον συνηρίθμει μετά της αδελφότητος. Αγένειον δε ουδέποτε δι΄ ουδεμίαν αιτίαν συνεχώρησε να εισέλθη εις την Λαύραν, δια το σκάνδαλον. Έλεγε δε ταύτα· «Αύτη η τάξις είναι πατροπαράδοτος και όστις παραβή ταύτην αμαρτάνει βαρέως εις τον Θεόν, καθώς έχω παραγγελίαν από τον μέγαν Ευθύμιον, όστις δεν με εδέχθη εις το Μοναστήριον, διότι ήμην χωρίς γένειον, αλλά με απέστειλεν εις τον μακάριον Θεόκτιστον, διότι μεγάλην ζημίαν έχει εις την ψυχήν ο Μοναχός, όστις συναυλίζεται με παιδία αγένεια». Όσοι δε εκ των προσερχομένων ήσαν ακόμη αγένειοι, τους έστελλε προς τον Όσιον Θεοδόσιον, όστις είχε φροντιστήριον, τριάκοντα πέντε στάδια (6.475 μέτρα περίπου) μακρύτερα της Λαύρας. Υπεδέχετο δε τούτους ο Θεοδόσιος και έσπευδε με κάθε τρόπον να ικανοποιήση την επιθυμίαν του Σάββα, διότι είχον ο εις προς τον άλλον αγάπην και όσα ο Σάββας επεθύμει, ετέλει ο Θεοδόσιος, επειδή αμφότεροι είχον μίαν γνώμην και βούλησιν ένθεον. Ούτοι οι δύο ήσαν και Προεστώτες όλων των Μοναχών, ο μεν Σάββας των Αναχωρητών και των Ησυχαστών, ο δε Θεοδόσιος των Κοινοβιατών. Ταύτην δε την προστασίαν δεν εζήτησαν αυτοί, αλλ΄ ο Πατριάρχης Σαλούστιος τους την ανέθεσεν, ως εναρέτους και αξίους να κυβερνήσουν ψυχάς ανθρώπων. Μετά τον θάνατον του Σαλουστίου έγινε Πατριάρχης ο Ηλίας Α΄ (494- 516), όστις επόθει να συναθροίση ομού πολλούς σπουδαίους Μοναχούς, κατοικούντας εις κελλία περί τον πύργον του Δαβίδ. Λοιπόν οικοδομήσας Μοναστήριον πλησίον της Επισκοπής, υπεδέχετο τους Μοναχούς και έδιδεν εις αυτούς όλα τα χρειαζόμενα, τροφάς και ενδύματα. Όθεν πολλοί εις ολίγον καιρόν συνήχθησαν, των οποίων τα κελλία, εις τα οποία κατώκουν το πρότερον, ηγόρασεν ο μακάριος Σάββας, δια να τα κάμη πανδοχεία και να υποδέχηται εις αυτά τους ξένους. Επήρε λοιπόν εν μέρος εξ αυτών, όσα τον έφθανον τα αργύρια, τα οποία είχε. Θέλων δε να αγοράση και μερικά άλλα, τα οποία ήσαν πολύ χρήσιμα και αναγκαία εις την Λαύραν, δεν είχε να τα πληρώση, διότι δεν του ευρίσκοντο άλλα χρήματα, ειμή μόνον ήμισυ φλωρίον· πλην έχων τας ελπίδας του όλας προς τον Κύριον, έδωκεν εκείνα τα ολίγα χρήματα δι΄ αρραβώνα των εχόντων τα κελλία, συμφωνήσας μετ΄ αυτών, ότι εάν κατά την επομένην δεν δώση εις αυτούς ολόκληρον την αξίαν των να χάνη και τον αρραβώνα. Ταύτα συμφωνήσας, απέβλεπε μόνον προς την ακένωτον δεξιάν του παντοδυνάμου Δεσπότου, εις τον οποίον εστήριζε τας ελπίδας του, να του δώση βοήθειαν· όθεν και της ελπίδος του ταύτης δεν απέτυχε. Το πρωϊ, ως εξημέρωσεν, ήλθε προς αυτόν εις ξένος άνθρωπος άγνωστος, τον οποίον δεν είχεν ίδει ποτέ και έδωσεν εις αυτόν φλωρία χρυσά εκατόν εβδομήκοντα, χωρίς δε να μείνη ή να του είπη κανένα λόγον ή όνομα, ανεχώρησεν. Ο δε Σάββας εγνώρισε πόθεν ήλθε προς αυτόν τόση βοήθεια και ηυχαρίστησε τον Κύριον· όθεν και την τιμήν των καλλίων επλήρωσε και έτερον οίκον μέγαν έκτισε και άλλους δύο εις το Καστέλλιον και ένα εις την Αγίαν Πόλιν πλησίον εις τον Πύργον του Δαβίδ και έτερον εις την Ιεριχώ, δια να υποδέχωνται τους ξένους, οίτινες ήρχοντο εις προσκύνησιν. Έχοντος λοιπόν του Αγίου τοσούτον ζήλον, του έστειλεν ο Θεός και δύο κτίστας πεπαιδευμένους, αδελφούς κατά σάρκα, το γένος Ισαύρους, την κλήσιν Θεόδουλον και Γελάσιον· όθεν έχων τοιούτους τεχνίτας υπηκόους ωκοδόμησεν όσας ελλείψεις είχεν η Λαύρα έτι δε και έτερα Μοναστήρια, δεξαμενάς υδάτων, πηγάς, φούρνους, ζυμωτήρια, νοσοκομεία και άλλα διάφορα. Έκτισε δε και Ναόν μέγιστον και υπέρκαλον, διότι δεν εχώρουν εις τον πρώτον οι αδελφοί και εγκαινιάσας αυτόν ο Πατριάρχης Ηλίας, τον αφιέρωσεν εις το όνομα της υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου Μαρίας. Βλέποντες οι κακότροποι εκείνοι και συκοφάνται μαθηταί αυτού, περί των οποίων προείπομεν, ότι οι αδελφοί επληθύνοντο και πάντα τα της Λαύρας ήνθουν και προέκοπτον εις το καλύτερον, εφθόνουν, και ως κακόγνωμοι επεβουλεύοντο τον Άγιον και καθ΄ εκάστην έπλεκον δόλους, μηχανώμενοι πάντα τρόπον δια να τον βλάψουν οι άφρονες. Ο δε Όσιος, ως μαθητής γνήσιος της ειρήνης, δίδων τόπον εις την οργήν, ανεχώρησεν από την Λαύραν, δια να μη τον βλέπουν, προτιμών να πολεμή με τους δαίμονας μάλλον ή με τους ανθρώπους. Τούτο δε έκαμε δια δύο τινά, ένα μεν δια να μαράνη τον φθόνον με την αποδημίαν αυτού και δεύτερον δια να νικήση την κακίαν με την πολλήν ανεξικακίαν και επιείκειαν. Απήλθε λοιπόν εις τα μέρη της Σκυθοπόλεως, εις τόπον έρημον, εις ποταμόν καλούμενον των Γαδάρων· εις αυτόν εύρεν ευρύχωρον σπήλαιον, εις το οποίον κατώκει λέων μέγας και φοβερώτατος. Αφού εποίησεν ευχήν ο Άγιος ώραν ικανήν, απεκοιμήθη εκεί εις το σπήλαιον και την ώραν του μεσονύκτου ήλθεν εκείνο το δεινόν θηρίον και ευρόν αυτόν κοιμώμενον, εδάγκασε την άκραν του ιματίου ταπεινά και τον έσυρε με πολλήν ημερότητα, δια να τον φέρη έξω του σπηλαίου. Ο Όσιος, έξυπνος γενόμενος και ιδών τοιαύτην θέαν φοβερωτάτην, δεν εδειλίασεν, αλλ΄ ήρχισε να αναγινώσκη την ακολουθίαν του Όρθρου· ο δε λέων, ιδών αυτόν, ότι προσεκύνει και ηύχετο, αφήκεν αυτόν και παραμερίσας (ω του θαύματος!) ανέμενεν, έως να είπη την Ακολουθίαν ο Άγιος, ο οποίος, αφού ετελείωσεν, έπεσε πάλιν να κοιμηθή ολίγον εις τον τόπον εις τον οποίον είχεν ο λέων την στρώσιν του. Τότε εκείνος, ως είδεν ότι έπεσε πάλιν ο Όσιος, ήρπασεν αυτόν με τους οδόντας του από το ιμάτιον και τον έσυρε δυνατά να τον εκβάλη από τον οίκον του· ο δε Σάββας είπε προς αυτόν· «Τι κοπιάς, θηρίον, να με διώξης; Το σπήλαιον είναι μεγάλον και φθάνει και δια τους δύο μας· αν λοιπόν θέλης να κατοικώμεν ομού, ησύχασον· εάν πάλιν δεν σου αρέση, ύπαγε να εύρης άλλο κατοικητήριον και άφες τούτο εις εμέ, διότι εγώ επλάσθην εκ χειρός Κυρίου και ετιμήθην κατ΄ εικόνα αυτού και ομοίωσιν». Ταύτα είπεν ο Σάββας με ταπεινήν λαλιάν και υπακούσαν το θηρίον (ω των μεγίστων τεραστίων σου, παντοδύναμε Κύριε!) ανεχώρησεν εκείθεν και αφήκε τον Άγιον ανενόχλητον. Αφού δε κατώκησεν εκεί ο Όσιος ημέρας πολλάς, ηκούσθη η φήμη αυτού εις όλα εκείνα τα περίχωρα· όθεν συνήχθησαν και εκεί πολλοί και μάλιστα νέος τις επιφανής, υιός πλουσίων γονέων, Βασίλειος το όνομα, όστις έμεινεν εις την υπακοήν του Σάββα και ηγωνίζετο. Λησταί δε τινες, νομίζοντες ότι είχε χρήματα πολλά ο Βασίλειος, επήγαν την νύκτα να του τα κλέψωσι και μηδέν ευρόντες, εθαύμασαν την ακτημοσύνην αυτών και την ανείκαστον πενίαν και ευλαβούμενοι ανεχώρησαν. Οδεύσαντες δε ολίγον διάστημα πέραν του σπηλαίου τους συνήντησαν λέοντες φοβεροί και εξαίσιοι εις το μέγεθος, φοβηθέντες λοιπόν και μη έχοντες άλλην βοήθειαν, είπον ταύτα· «Σας ορκίζομεν δια των ευχών του Μοναχού Σάββα, να μη μας βλάψητε». Οι δε λέοντες, ακούσαντες αυτό το σεβάσμιον όνομα, ως να ήθελον λάβει βαρείαν πληγήν, ευθύς έφυγον. Θαυμάσαντες οι λησταί το παράδοξον επέστρεψαν εις το σπήλαιον, και ανήγγειλαν εις τον Άγιον το γενόμενον τεράστιον και υπεσχέθησαν να μη αδικήσουν πλέον ουδένα, αλλά με τον κόπον των να ζωοτροφώνται και ούτως εποίησαν. Αύτη η φήμη, ότι και τα ανήμερα θηρία ηυλαβούντο τον Σάββαν, επλήρωσε τα περίχωρα, και τον εσέβοντο· όθεν πολλοί ήρχοντο μετ΄ ευλαβείας να τον βλέπωσιν. Ο δε Όσιος, φεύγων πάλιν τον έπαινον, αφήκε Προεστώτα εις τους εκεί Μοναχούς ενάρετόν τινα, ονόματι Ταράσιον, και ανεχώρησε. Νομίζων δε ο Όσιος ότι εκ της πολυκαιρίας θα έπαυσεν ο φθόνος των κακίστων εκείνων Μοναχών, επέστρεψε πάλιν εις την Λαύραν, αλλ΄ εύρεν ηυξημένον μάλλον το πάθος και δριμύτερον τον φθόνον, διότι εις την κατά του Οσίου καταδρομήν ενέμενον όχι μόνον οι πρώτοι, περί των οποίων είπομεν ανωτέρω, αλλά και έτεροι πολλοί, τους οποίους παρέσυρον εις την πονηράν των γνώμην οι πρώτοι, ήσαν δε τώρα όλοι τον αριθμόν εξήκοντα, οίτινες εκίνουν δολίως τα χείλη, κανά και μάταια μελετώντες κατά του Αγίου και έπραττον καθ΄ εκάστην σκάνδαλα εις όλην την Λαύραν και πολλήν σύγχυσιν. Ο δε Σάββας, βλέπων την απώλειαν αυτών, ελυπείτο και τα σπλάγχνα δεινώς εκόπτετο και ηγωνίζετο, όσον ηδύνατο, να νικήση τον μεν φθόνον των με την αγάπην και την μακροθυμίαν, την δε κακίαν των με την χρηστότητα και την καλωσύνην, αλλά δεν ηδυνήθη να τους φέρη εις μεταμέλειαν, επειδή, καθώς λέγει και η παροιμία, ο κάβουρας δεν περιπατεί ποτέ ορθά, ούτε ο Άραψ λευκαίνεται. Όθεν ο Όσιος ανεχώρησε πάλιν από την ποίμνην του και απελθών εις τα όρια της Νικοπόλεως κατώκησε κάτωθεν μιας κερατίδος (χαρουπιάς) σκεπόμενος υπό των κλάδων αυτής και τρεφόμενος από τα κεράτια. Αλλ΄ ο Πανάγαθος Θεός, δια τον οποίον έπασχε ταύτα, τον εφρόντιζε και εκεί και τον κατέστησε περιβόητον και σεβάσμιον εις όλους, διότι ο κύριος τού αγρού εκείνου, μαθών την αρετήν του ανδρός, επήγε και του έκτισε κελλίον και παν ό,τι εχρειάζετο του εκόμιζεν. Οι δε επίβουλοι εκείνοι στασιασταί, ευρόντες αφορμήν συκοφαντίας την μακράν αποδημίαν του διδασκάλου των, διέδωσαν φήμην ψευδή, η οποία ηκούσθη εις όλα τα Μοναστήρια, ότι ο Σάββας έγινε θηριάλωτος, ότι δηλαδή τον έφαγαν τα θηρία· έπειτα απήλθον εις την Αγίαν Πόλιν και είπον εις τον Πατριάρχην ταύτα· «Δέσποτα Άγιε, ο διδάσκαλος ημών πηγαίνων εις την έρημον της Νεκράς θαλάσσης εφαγώθη από ένα λέοντα και σε παρακαλούμεν, αν θέλης, να μας δώσης άλλον Ηγούμενον». Ο δε Πατριάρχης απεκρίθη· «Δεν θέλω πιστεύσει ποτέ ότι αφήκεν ο Θεός τοιούτον φίλον του και αγιώτατον άνθρωπον να τον φάγωσι τα θηρία. Υπάγετε λοιπόν να τον αναζητήσητε επιμελώς, και να τον εύρητε, ή υπομείνατε έως ου τον φανερώση ο Κύριος». Επέστρεψαν λοιπόν οι δόλιοι άπρακτοι. Μετά τινας δε ημέρας, ότε ήτο η εορτή των Εγκαινίων (13 Σεπτεμβρίου), ήλθεν ο Σάββας μετά τινων αδελφών εις την Αγίαν Πόλιν κατά το σύνηθες· ιδών δε αυτόν ανελπίστως ο Πατριάρχης εχάρη λίαν και τον παρεκάλει να μη αφήση πλέον την ποίμνην του έρημον, αλλά να έχη την φροντίδα αυτής, να την κυβερνά όσον δύναται. Ο δε Όσιος προφασιζόμενος έλεγεν ότι δεν ήτο άξιος να ποιμάνη τόσα λογικά πρόβατα. Τότε ο Πατριάρχης είπε προς αυτόν· «Εάν παρακούσης την εντολήν μου αυτήν δεν θέλεις πλέον ίδει το πρόσωπόν μου, επειδή δεν υποφέρω να βλέπω άλλους να τρυγούν τους πόνους σου». Τότε ο μακάριος Σάββας εξ ανάγκης, δια να μη γίνη παρήκοος εφανέρωσε εις τον Πατριάρχην τους λόγους, οι οποίοι τον εξηνάγκασαν να φεύγη. Ο δε Πατριάρχης έγραψεν αμέσως εις τους Μοναχούς άπαντας τα εξής: «Αδελφοί και τέκνα εν Χριστώ, μάθετε ότι ο πατήρ και διδάσκαλός σας δεν έγινε θηριάλωτος, καθώς είπατε, αλλ΄ ιδού έρχεται και πάλιν εις την ποίμνην του, επειδή τον παρεκάλεσα, διότι είναι άδικον να υστερηθή την Λαύραν, την οποίαν μετά τόσων κόπων και πόνων έκτισεν. Υποδεχθήτε λοιπόν αυτόν μετά της προσηκούσης τιμής· εάν δε και τινες εξ υμών φανώσιν απειθείς, ως αυθάδεις και υπερήφανοι, μη θέλοντες να υποτάσσωνται εις τον κανονικόν των ποιμένα, προστάσσω να τους διώξητε παρευθύς δια να μη προξενώσι σκάνδαλα». Λαβών λοιπόν ο Σάββας την επιστολήν απήλθεν εις την Λαύραν, όπου και ανέγνωσαν αυτήν εις επήκοον πάντων. Οι δε στασιασταί εκείνοι, ταύτα ακούσαντες, ήρπασαν ευθύς δικέλλας και λαξευτήρια και εκρήμνισαν από θεμελίων μετά θυμού και οργής τον πύργον, τον οποίον είχον εκτισμένον, αρπάσαντες δε ως άγριοι δαίμονες τους λίθους και τα ξύλα, τα έρριπτον εις τον χείμαρρον. Αφού λοιπόν οι αποστάται εκείνοι Μοναχοί ταύτα έπραξαν, αρπάσαντες τα ράσα των Μοναχών και ό,τι άλλο ηδυνήθησαν, έφυγον εκείθεν και απήλθον εις την Μονήν του Σουκά, αλλά δεν τους εδέχθη ο Ηγούμενος αυτής Ακυλίνος, όστις ήτο ενάρετος άνθρωπος και εγνώριζε την κακήν των γνώμην, εκείνοι δε απήλθον εις τινα χείμαρρον, Θεκώον καλούμενον, εις τον οποίον ήσαν παλαιά τινα κελλία, τα οποία διώρθωσαν, κτίζοντες και έτερα εκ θεμελίων και κατώκησαν εκεί επονομάσαντες αυτά Νέαν Λαύραν. Και αυτά μεν έκαμαν εκείνοι· οι δε επίλοιποι αδελφοί, αφού ανεσπάσθησαν τα ζιζάνια, έμειναν ως ο αφιερωμένος εις τον Θεόν σίτος, εύχρηστος και καθαρώτατος. Ο δε ανεξίκακος Σάββας, μαθών που κατώκησαν οι αποστατήσαντες, εφόρτωσε τα υποζύγια της Λαύρας και του Καστελλίου τρόφιμα και ό,τι άλλο εχρειάζετο και επήγε να τους φιλοδωρήση. Εκείνοι δε ιδόντες αυτόν μακρόθεν εγόγγυζον προς αλλήλους, λέγοντες· «Βλέπετε, ότι ούτε εδώ δεν μας αφήνει ειρηνικούς αυτός ο κίβδηλος, αλλ΄ έρχεται πάλιν να μας σκανδαλίση»; Ο δε Όσιος πλησιάσας τους εχαιρέτησε μετά πολλής ταπεινώσεως, και τους έδωκε την δωρεάν. Ιδών δε ότι είχον μεγάλην ανάγκην από Ναόν και Προεστώτα, όστις να τους καθοδηγή, διότι έκαμνον πολλάς αταξίας και είχον μεγάλην σύγχυσιν μεταξύ των, ανέφερε πάντα ταύτα εις τον Πατριάρχην και τον παρεκάλεσε να τους βοηθήση και εκείνος, δίδων εις αυτούς Ηγούμενον. Ο δε Πατριάρχης έδωκεν εις τον Άγιον φλωρία εβδομήκοντα και εξουσίαν να τους κυβερνήση, ως βούλεται. Επεριποιήθη λοιπόν αυτούς ο Όσιος επιμελώς εις όλα τα χρειαζόμενα, ούτως ώστε να μη τους λείπει τίποτε, τους έκτισε δε και Ναόν πλουσιώτατον, αρτοποιείον και έτερα όσα ήσαν αναγκαία· τους έδωκε δε και Προεστώτα ενάρετόν τινα και προορατικόν Μοναχόν, Ιωάννην ονόματι, καταγόμενον από την Ελλάδα, όστις εγνώριζε τα μέλλοντα και προεφήτευσεν εις την τελευτήν αυτού όσα σκάνδαλα και αιρέσεις έμελλον να γίνουν εις εκείνην την Λαύραν. Όσα δε προείπεν, ετελειώθησαν όλα, τα οποία όμως αφήνω δια βραχύτητα, επειδή δεν είναι αρμόδια· αλλά πρέπον είναι να γράψω του Οσίου τα κατορθώματα, όστις αφού έκαμε διαλλαγήν με τους αποστάτας και εκυβέρνησε την Μονήν αυτών ως ηδύνατο, επιστρέψας εις την Λαύραν και ποιήσας εκεί έως την εικοστήν (20) Ιανουαρίου κατά την τάξιν, ανεχώρησε πάλιν εις την έρημον. Ιάκωβος δε τις Ιεροσολυμίτης, τον τρόπον αυθάδης, παρεκίνησε και άλλους τινάς ομοίους αυτού εις την υπερηφάνειαν και απελθόντες εις τόπον καλούμενον Επτάστομον λάκκον επεχείρησαν να κάμουν ιδικόν των Μοναστήριον. Εθεμελίωσαν λοιπόν Ναόν, κελλία και άλλα χρειαζόμενα κτίρια. Οι δε αδελφοί της Λαύρας ηγανάκτησαν και δεν τους άφησαν να τελέσουν τα μελετώμενα. Αυτοί δε είπον, ότι με την συγκατάθεσιν του Σάββα τα έκτιζαν· όθεν τούτο ακούσαντες, δεν τους ημπόδισαν, νομίζοντες ότι την αλήθειαν λέγουσιν. Επανελθών δε εις την Λαύραν ο θείος Σάββας, εκάλεσε τον Ιάκωβον και ενουθέτησεν αυτόν πατρικώς να απέχη του εγχειρήματος, διότι η γνώμη του δεν ήτο κατά Θεόν, επειδή, πριν παιδαγωγήση εαυτόν, ήθελε να γίνη άλλων Προεστώς και Ηγούμενος. Ο Ιάκωβος όμως, ως φιλόνεικος, ηναντιούτο εις τας ψυχοφελείς νουθεσίας του Οσίου και δεν επροθυμοποιείτο να τηρήση την εντολήν του. Ο δε Σάββας είπε προς αυτόν· «Εγώ, τέκνον μου, κατά Θεόν σε συμβουλεύω και συ απειθείς; Πρόσεχε μήπως πάθης μεγάλην ζημίαν και τότε θα γνωρίσης το συμφέρον σου». Ταύτα ειπών ο Άγιος απήλθεν εις τον πύργιον, ευθύς δε ήλθε κλόνος εις τον Ιάκωβον και έτρεμεν όλον το σώμα του· έπειτα του ήλθε πυρετός λαύρος, επί επτά δε μήνας κατέκειτο, ελεεινώς οδυνώμενος. Απελπισθείς λοιπόν της ζωής παντελώς ο Ιάκωβος και ενθυμηθείς την παρακοήν του εις τας εντολάς του Αγίου, παρεκάλεσε τους αδελφούς να τον υπάγωσι βαστακτόν εις τους πόδας αυτού, και να παρακαλέσουν τον Όσιον να τον λύση από τον δεσμόν της παρακοής, δια να μη αποθάνη ασυγχώρητος. Τούτου γενομένου, ευθύς ως τον είδεν ο πράος και άκακος Σάββας τον συνεπάθησε και είπε προς αυτόν με πραότητα· «Εγνώρισες, αδελφέ, ποίος είναι ο καρπός της αυθαδείας και ποία τα επίχειρα της παρακοής»; Ο δε μετά βίας και κόπου πολλού ηδυνήθη να ομιλήση από το βάρος της ασθενείας ειπών ταύτα· «Συγχώρησόν μοι, Πάτερ τίμιε, επειδή χωρίζομαι πλέον από την ποίμνην σου και υπάγω εις την τελευταίαν αποδημίαν». Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Ο Θεός, αδελφέ, να σε συγχωρήση». Ούτως ειπών, έλαβεν αυτόν από την χείρα και, ω του θαύματος! ως του ήγγισεν η δεξιά του Αγίου, έφυγεν εξ αυτού η δεινή εκείνη ασθένεια και εγένετο όλως υγιής, έπειτα κοινωνήσας αυτόν των θείων Μυστηρίων, του έδωκε και σωματικήν τροφήν όθεν εθαύμασαν άπαντες, βλέποντες εσθίοντα και περιπατούντα τον άνθρωπον αυτόν, όστις πρότερον δεν ηδύνατο να ομιλήση ή να σαλεύση ποσώς. Έδωκε λοιπόν κανόνα εις τον ιατρευθέντα ο Όσιος να μη υπάγη πλέον εις το Μοναστήριον, το οποίον έκτισε. Ταύτα μαθών και ο Πατριάρχης έστειλεν ανθρώπους και εκρήμνισαν εκ θεμελίων την οικοδομήν εκείνην της παρακοής. Ακολούθως έκτισεν ο Άγιος άλλα κελλία μακράν απ΄ εκεί πέντε στάδια και Ναόν ευκτήριον, τον δε Ιακώβ προσέταξε να υπηρετή τους ξένους, οίτινες ήρχοντο εις προσκύνησιν, δια να γυμνασθή εις την υπακοήν, υπηρέτει δε και εις όλας τας υπηρεσίας του μαγειρείου. Επειδή όμως δεν είχεν ουδόλως πείραν τοιούτου επιτηδεύματος, έσφαλλε πολλάκις, μάλιστα δε ημέραν τινά εμαγείρευσε κουκκία υπέρ τα χρειαζόμενα και επερίσσευσαν πολλά, τα οποία δεν εφύλαξε να τα φάγωσι την επομένην, αλλ΄ ως άπειρος τα έρριψεν ως να ήσαν σκύβαλα. Ταύτα ιδών ο Σάββας επήγε κρυφίως και τα εμάζευσε, ξηράνας δε αυτά εις τον ήλιον, τα έβρασεν επιμελώς με μυρωδικά και εκάλεσε τον Ιάκωβον να συμφάγουν εις την τράπεζαν. Καθώς δε έτρωγον, είπεν ο Σάββας εις τον Ιάκωβον· «Συγχώρησόν μοι, εάν δεν είναι καλόν το μαγείρευμα, διότι δεν ήξευρα να το κάμω καλύτερον». Λέγει ο Ιάκωβος· «Μάρτυς μου ο Κύριος, πολύν καιρόν έχω να φάγω νοστιμώτερον μαγείρευμα». Λέγει και ο Άγιος· «Γνώριζε, τέκνον, ότι τα κουκκία, τα οποία απέρριψας ως άχρηστα εις το ρυάκι, αυτά είναι. εάν λοιπόν δεν είσαι άξιος να παρασκευάσης μίαν χύτραν μαγείρευμα, πως θα γίνης Προεστώς αδελφών, να κυβερνήσης ψυχάς ανθρώπων; Ή δεν ήλουσες τον μακάριον Παύλον, λέγοντα ότι, Όστις δεν γνωρίζει να κυβερνήση τον οίκον του, πως θα γίνη Προεστώς Εκκλησίας;» (Α΄ Τιμ. γ: 5). Ταύτα λέγων ο μέγας Σάββας και νουθετήσας αυτόν πρεπόντως και ικανώς, τον απέλυσεν. Μετά καιρόν, ησυχάζων εις το κελλίον του ο Ιάκωβος, επειράζετο πολύ από λογισμούς πορνείας και τόσον τον επολέμησεν ο διάβολος και τοιούτον σκάνδαλον του έδωκεν, ώστε απέκοψεν ο ασύνετος τα παιδαγόνα του μόρια. Έπειτα εφώναζε από τους πόνους βασανιζόμενος. Οι δε Μοναχοί συναχθέντες παρεσκεύασαν φάρμακα, όπως ηδύναντο. Ταύτα μαθών ο Άγιος εδίωξεν τον Ιάκωβον ως επίβουλον της ιδίας αυτού ζωής, έδειξεν όμως ούτος κατόπιν ικανήν μετάνοιαν, και στενάζων εξ όλης καρδίας απήλθεν εις τον μακάριον Θεοδόσιον και έπεσεν εις τους πόδας αυτού με θερμά δάκρυα διηγούμενος το πάθημά του και ικετεύων αυτόν να μεσιτεύση εις τον Σάββαν, να του συγχωρήση το έγκλημα. Τούτο ποιήσας ο Θεοδόσιος, συνεχώρησεν ο Σάββας τον Ιάκωβον δια την αγάπην του φίλου του και δεξάμενος αυτόν εις την Λαύραν, του έδωκε κανόνα βαρύτατον, να μη εξέλθη πλέον ουδόλως από το κελλίον του, ούτε να ομιλήση μετά τινος, αλλά να προσεύχηται μετά δακρύων προς τον Κύριον ακατάπαυστα, να τον συμπαθήση ως εύσπλαγχνος. Αποδεχθείς λοιπόν μετά χαράς τον κανόνα ο Ιάκωβος έδειξε τοιαύτην μετάνοιαν, ώστε τον συνεχώρησεν ο Κύριος, έδειξε δε και εις τον Άγιον και οπτασίαν, δια να τον λύση και αυτός από τον δεσμόν του κανόνος. Είδε λοιπόν εις το όραμά του λαμπρόν τινα και αστραπόμορφον άνδρα ιστάμενον πλησίον αυτού, ήτο δε εκεί και ο Ιάκωβος· εις δε τους πόδας αυτού έκειτο εις νεκρός. Ποιήσας δε ευχήν δια τον νεκρόν ο Ιάκωβος, τον ανέστησε. Τότε λέγει εις τον Σάββαν ο φαινόμενος· «Ιδού ο νεκρός εγήγερται, λοιπόν συγχώρησον και συ τον εγείραντα». Ταύτα ιδών ο Σάββας, επρόσταξε τον Ιάκωβον να εξέλθη του κελλίου του. Εξελθών δε εκείνος ησπάσθη όλους τους αδελφούς και εκοινώνησε τα θεία Μυστήρια, κατά δε την εβδόμην ημέραν απήλθε προς Κύριον. Γέρων δε τις από την Βηθανίαν ορμώμενος, ονόματι Άνθιμος, ήτο απέναντι του χειμάρρου εις αναχωρητικόν κελλίον, εις τον οποίον διέτριψεν έτη τριάκοντα, μετερχόμενος πάσαν αρετήν εις τον αγώνα της ασκήσεως. Κατά δε το γήρας αυτού ησθένησε βαρέως και έκειτο κλινήρης, μη δυνάμενος να σαέύση από την ασθένειαν. Ιδών δε αυτόν ο Άγιος τοσούτον ταλαιπωρούμενον, τον παρεκάλεσεν όπως δεχθή να τον φέρουν εις εν κελλίον της Λαύρας, δια να τον υπηρετήσουν οι αδελφοί, αλλά δεν ηθέλησεν ο μακάριος, λέγων· «Εδώ ελπίζω εις τον Κύριόν μου να τελειώσω, όπου εξ αρχής κατώκησα». Εν μια λοιπόν των νυκτών εγερθείς ο μακάριος Σάββας προ της συνάξεως, ήκουσε γλυκυτάτην ψαλμωδίαν και νομίζων ότι οι αδελφοί έψαλλον τον Όρθρον, ηπόρησε πως ούτοι δεν έλαβον κατά την τάξιν συγχώρησιν. Απελθών λοιπόν εις την Εκκλησίαν και ευρών τας θύρας κεκλεισμένας, επέστρεψεν εις το κελλίον, αλλά και πάλιν ήκουεν ηδυτάτην ωδήν και έψαλλον ταύτα· «Διελεύσομαι… εν φωνή αγαλλιάσεως και εξομολογήσεως, ήχου εορτάζοντος» (Ψαλμ. μα: 5). Εννοήσας τότε ο Άγιος ότι από την κέλλαν του μακαρίου Ανθίμου εξήρχετο η φωνή, εξύπνησεν όλην την αδελφότητα και απελθόντες μετά κηρών και θυμιαμάτων εύρον αυτόν μόνον εις το κελλίον τελειωθέντα και λαβόντες το άγιον αυτού λείψανον ευλαβώς και τελέσαντες όσα ο νόμος διακελεύεται, εντίμως αυτόν ενεταφίασαν. Έτερος δε τις αδελφός, Αφροδίσιος καλούμενος, ήτο εις την Μονήν του Θεοδοσίου, το γένος Ασιανός, μεγάλος κατά το ανάστημα του σώματος και τοσούτον ισχυρός και ανδρείος, ώστε εσήκωνεν από την γην μόνος του με μεγάλην ευκολίαν σίτου μόδια δώδεκα (Μόδιον=3.6 περίπου κιλά). Τούτον έβαλον εις τους ημιόνους επιμελητήν, ημέραν δε τινά εκτύπησεν ούτος ένα ημίονον εις το πρόσωπον και απέθανεν· έπειτα λαβών το σαμάριον και το φορτίον αυτού απήλθεν εις την Λαύραν. Ο δε Σάββας ιδών αυτόν, ότι μετενόησεν εξ όληε ψυχής δια το αμάρτημα και ήτο πρόθυμος να εκτελέση τον πρέποντα κανόνα, τον προσέταξε να κάθηται εις την κέλλαν του, χωρίς να ομιλήση με άλλον τινά το σύνολον, να μη εξέλθη ποτέ της Λαύρας και να εγκρατεύεται κατά τε την γλώσσαν και την κοιλίαν του. Ταύτην την εντολήν ο γενναίος δεξάμενος, εφάνη μάλλον κατά την ψυχήν ή το σώμα ανδρείος και ισχυρός, παραμείνας τριάκοντα ολόκληρα έτη κεκλεισμένος εις το κελλίον του. Δεν είχε χύτραν ή χάλκωμα, δεν ήναψε πυρ, δεν εδοκίμασεν έλαιον, ούτε έπιεν οίνον ή σίκερα· δεν είχεν ιμάτιον δεύτερον, αλλ΄ εκοιμάτο εις το ψαθίον, κλαίων καθ΄εκάστην και εργαζόμενος το εργόχειρον, ήτοι έπλεκε καθ΄ έκαστον μήνα σπυρίδας ενενήκοντα, τας οποίας έδιδεν εις ένα αδελφόν της Λαύρας, όστις του έφερε την ζωοτροφίαν. Συνέκειτο δε αύτη εξ όσων επερίσσευον από τους αδελφούς, τα οποία δεν έτρωγεν άλλος τις είτε λάχανα είτε όσπρια· ταύτα ετοποθέτουν εις λεκάνην και του τα έστελλον· εάν δε ταύτα είχον και δυσοσμίαν τινά δεν τα επέστρεφεν ο μακάριος, αλλ΄ ως από Θεού δωρεάν στελλόμενα τα έτρωγε μετ΄ ευχαριστίας.
Ανετρέφετο λοιπόν το παιδίον εις τον οίκον του θείου του· βλέπον όμως ότι η γυνή εκείνου ήτο κακόγνωμος και φιλομόχθηρος και με ολίγην αιτίαν εσκανδαλίζετο, ανεχώρησεν εκείθεν και απήλθεν εις τον έτερον θείον του, αδελφόν και αυτόν του πατρός του, ονόματι Γρηγόριον, μετά του οποίου εχρημάτισεν ολίγον καιρόν, πολιτευόμενος τοσούτον ενάρετα, ώστε οι ορώντες αυτόν εθαύμαζον, διότι δεν έπαιζε ποσώς ως τα άλλα παιδία, ούτε άλλην τινά αταξίαν ετέλεσεν, αλλ΄ ως γέρων φρόνιμος εγνωρίζετο. Ήτο δε εκεί πλησίον, είκοσι στάδια απέχον από την Μουταλάσκην, Μοναστήριον τι Φλαβιαναί ονομαζόμενον. Επειδή δε ο νέος αριστεύς του Χριστού είχε πόθον να δουλεύση δια την σωτηρίαν αυτού, καταφρονήσας πλούτον, χρήματα, σαρκός περιφάνειαν και όλα όσα θέλγουσι τας ψυχάς των νέων και μισήσας πάσαν σωματικήν ηδυπάθειαν δια τον ένθεον έρωτα, απήλθεν εις το προαναφερθέν Μοναστήριον και παρεκάλει τον Προεστώτα να τον συναριθμήση εις το ποίμνιόν του και να τον κουρεύση Μοναχόν. Ο δε Ηγούμενος τον υπεδέχθη μετά χαράς, βλέπων την πολλήν αυτού προθυμίαν και θείαν έφεσιν. Οι θείοι όμως του Σάββα επήγαν εις την Μονήν και με διαφόρους λόγους και προτροπάς, ηγωνίζοντο να τον απομακρύνουν εκείθεν, λέγοντες, ότι καλύτερον ήτο να υπανδρευθή, να αποκτήση τέκνα και να απολαύση τα ηδέα του βίου, παρά να βασανίζεται με τόσην σκληραγωγίαν και άσκησιν. Ο δε Σάββας, ως νουνεχής και φρόνιμος, δεν εσυλλογίσθη ποσώς τα ψυχοβλαβή και άστοχα λόγια αυτών, αλλά προέκρινε να ευρίσκηται εις τον Οίκον μάλλον του Θεού, παρά να συγκατοική με τους συγγενείς του. Ενθυμούμενος την παραβολήν του πλουσίου και του Λαζάρου, ότι εκείνος, όστις είχεν εδώ πλούτον και πάσαν απόλαυσιν, χρειάζεται τώρα εκεί μίαν ρανίδα ύδατος και δεν του την δίδουν, αλλά καταφλέγεται δεινώς την γλώτταν βασανιζόμενος· και πάλιν ο πτωχός, όστις είχεν εδώ τόσην στενοχωρίαν και βάσανον, απήλθεν εις τους κόλπους του Αβραάμ και απολαμβάνει χαράν ανεκλάλητον και ευφροσύνην αιώνιον. Ούτω λοιπόν ο καλός νεανίας παιδιόθεν εφαίνετο των γερόντων σοφώτερος, κρίνων ανόητον να προτιμήση, δια πρόσκαιρον ηδονήν, αιώνιον κόλασιν. Έμεινε λοιπόν εις το Μοναστήριον, υποτασσόμενος εις όλας τας τάξεις και σκληραγωγίας της μοναδικής πολιτείας, τας οποίας αόκνως εφύλαττε και μάλιστα την εγκράτειαν και τόσον ενήστευεν, ώστε εργαζόμενος εις τον κήπον ημέραν τινά και βλέπων εις το δένδρον μήλα ευώδη και ωραιότατα, ενικήθη ως άνθρωπος και έλαβεν εν δια να το φάγη· έπειτα γνωρίζων ότι ήτο πειρασμός του δαίμονος και τον παρεκίνει να παραβή τον όρον της τάξεως, το να φάγη προ της διατεταγμένης ώρας, ενθυμούμενος δε και πόσον κακόν έπαθον οι Προπάτορες, δια να μη φυλάξουν το θείον πρόσταγμα, έρριψε κατά γης το μήλον και δεν το έφαγεν. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και νόμον έδωκε κατά του εαυτού του, να μη φάγη πλέον μήλον εις όλην του την ζωήν· τον οποίον και έως τέλους ετήρησεν, έκτοτε δε κατεπάτησε και ενίκησε παντελώς τον της γαστριμαργίας δαίμονα και τα λοιπά πάθη τοσούτον ανδρείως, ώστε υπερέβη όλους τους Μοναχούς, του Μοναστηρίου εκείνου, εις αγρυπνίαν, εις προσευχήν, εις ταπείνωσιν και εις τα λοιπά κατορθώματα τόσον, ώστε ηξιώθη από μικρός να ποιή θαυμάσια, από τα οποία ένα είναι και το εξής. Χειμώνα τινά εβράχη ο αρτοποιός και μη έχων πώς να στεγνώση τα ενδύματά του, επειδή δεν ήτο ήλιος, τα έβαλεν εις τον κλίβανον (τον φούρνον), κατά δε την επομένην ελησμόνησε να τα πάρη και ήναψε τον κλίβανον δια να ψήσουν άρτον. Τότε ο αρτοποιός ενεθυμήθη τα ενδύματα, και επικραίνετο διότι ήτο το πυρ ανημμένον και δεν ήτο δυνατόν να το σβύσουν τόσον γρήγορα. Ο δε θείος Σάββας, καταφρονήσας του σώματος, εισήλθεν ευθύς εις τον κλίβανον και εξέβαλε τα ενδύματα αβλαβή, χωρίς να καή ποσώς καν μία τρίχα από την κεφαλήν του. Οι δε ορώντες εθαύμασαν και απ΄ εκείνην την ώραν τον ηυλαβούντο όχι ως παιδίον, αλλ΄ ως σεβάσμιον γέροντα, προορώντες την μέλλουσαν αυτού αρετήν και την προς Θεόν παρρησίαν, της οποίας ηξιώθη ύστερον. Aφού λοιπόν εχρημάτισεν εις τα Φλαβιανά ικανόν καιρόν, επεθύμησε να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα, αφ΄ ενός μεν ίνα ιστορήση τους Αγίους Τόπους, αφ΄ ετέρου δε, όπως ίδη εναρέτους και αγίους άνδρας και ωφεληθή εξ αυτών. Λοιπόν παρεκάλεσε τον Ηγούμενον να του επιτρέψη να αναχωρήση, εκείνος όμως δεν εδέχετο, διότι επόθει να τον έχη εις την Μονήν, δια να ωφελούνται οι αδελφοί. Όθεν τον συνεβούλευε να μείνη εις το Κοινόβιον, να υποτάσσηται καλύτερον εις άλλους, παρά να κάμη το θέλημά του. Ο δε Θεός, ο προγινώσκων τα μέλλοντα, έστειλεν Άγγελον και λέγει προς τον Ηγούμενον· «Μη τολμήσης να εμποδίσης πλέον τον Σάββαν, αλλά συγχώρησον εις αυτόν, ίνα απέλθη όπου επιθυμεί». Ο Ηγούμενος ταύτα ακούσας απέλυσεν αυτόν· όθεν λαβών ο Σάββας συγχώρησιν από όλην την αδελφότητα, ανεχώρησεν. Ήτο δε τότε ετών δεκαοκτώ, εκ των οποίων είχεν εις το Μοναστήριον δέκα, διότι οκτώ μόνον ετών ήτο, όταν ενεδύθη το Σχήμα και κατεφρόνησε τα εγκόσμια. Φθάσας δε εις τα Ιεροσόλυμα εν καιρώ χειμώνος και καταλύσας εις την Μονήν του ιερού Πασαρίωνος, όπου ήτο εις Γέρων από την Καππαδοκίαν, έμεινε μετ΄ αυτού έως ότου παρέλθη ο χειμών. Μαθόντες την εκεί άφιξιν του Σάββα και την ένθεον αυτού πολιτείαν, διεφιλονείκουν πολλοί ποίος να λάβη αυτόν εις το Μοναστήριόν του· εκείνος όμως ο μακάριος δεν ηθέλησε να υπάγη μετ΄ ουδενός εξ αυτών, διότι κατά πολλά ηγάπα την ησυχίαν και ακούσας τας αρετάς του μεγάλου Ευθυμίου, ότι έλαμπεν εις την έρημον της Ανατολής και εφώτιζε τα μέρη εκείνα υπέρ τον ήλιον με τας διδασκαλίας και τα θαύματά του, ετρώθη την καρδίαν να γίνη μαθητής τού μεγάλου Ευθυμίου (επειδή το όμοιον αγαπά το όμοιον πάντοτε), να τρέφεται η ψυχή του πνευματικώς με τας αρετάς εκείνου και να αυξάνεται. Απελθών όθεν έπεσεν εις τους πόδας του μεγάλου Ευθυμίου, μετά δακρύων δεόμενος να τον υποδεχθή και αυτόν εις την ποίμνην του, να τον ποιμάνη με τα επίλοιπα πρόβατα. Ο δε Ευθύμιος, ως έμπειρος εις τους πνευματικούς αγώνας και δόκιμος, βλέπων του παιδός την νεότητα, δεν ηθέλησε να τον υποδεχθή παρευθύς εις την Λαύραν, αλλ΄ έστειλεν αυτόν εις το Μοναστήριον, το οποίον είχε παράμερα από την Λαύραν και εις το οποίον ήτο Προεστώς ο μέγας Θεόκτιστος, είπε δε του Σάββα να σταθή εκεί, έως ότου κάμη γένεια και παιδευθή καλώς τας τάξεις του μοναδικού επαγγέλματος. Ο δε μακάριος Σάββας, επειδή ήτο εις όλας τας αρετάς πεπαιδευμένος, δεν ηναντιώθη, αλλ΄ είπε προς αυτόν μετ΄ ευλαβείας και ταπεινότητος· «Εγώ, Πάτερ Άγιε, ήλθον εις την αγιωσύνην σου, δια να με οδηγήσης προς σωτηρίαν και είμαι έτοιμος να υπακούω εις όλα τα σωτήρια προστάγματά σου». Έστειλε λοιπόν ο μέγας Ευθύμιος τον Σάββαν προς τον μακάριον Θεόκτιστον, γράφων εις αυτόν, ότι ούτος είχε πεπληρωμένην την ψυχήν θείου Πνεύματος και να τον κυβερνήση επιμελώς, επειδή αυτός έμελλε να πληρώση την οικουμένην από την δόξαν αυτού εις το ύστερον, καθώς και εγένετο και εγνωρίσθη αληθεστάτη η προφητεία του· ότι αυτός έκτισεν εις την Παλαιστίνην Λαύραν μεγάλην και συνήχθησαν εις αυτήν Μοναχοί αναρίθμητοι, εις τους οποίους ο Σάββας ήτο κανών και στάθμη ακριβεστάτη αγιωσύνης και τους έδωκε νόμον και τάξεις, καθώς εδιδάχθη απ΄ αυτόν τον μέγαν Ευθύμιον, προστάσσων επάνω εις όλα να μη δεχθώσι ποτέ αγένειόν τινα, το οποίον έως την σήμερον φυλάττουν απαρασάλευτα. ΈΕμεινε λοιπόν ο θείος Σάββας με τον μακάριον Θεόκτιστον και υπηρέτει επιμελώς εις όλας τας σωματικάς διακονίας, ήτοι έφερε ξύλα και ύδωρ, έσκαπτε τον κήπον και άλλας βαρείας υπηρεσίας ετέλει επιμελώς, επειδή ήτο όχι μόνον ταπεινός και καλόγνωμος, αλλά και ανδρείος την δύναμιν και μεγάλος εις το ανάστημα του σώματος· όθεν όλους εβοήθει μετά χαράς και πάντες τον ηυχαρίστουν και τον ηγάπων. Παρ΄ όλας όμως τας βαρείας ταύτας σωματικάς εργασίας δεν έλειπε ποσώς ο μακάριος και από τας νυκτερινάς ευχάς και ακολουθίας, αλλά και τας καθημερινάς υπηρεσίας αόκνως εποίει· και εις τας νυκτερινάς ακολουθίας πρώτος εισήρχετο και πάντες εθαύμαζον βλέποντες τόσην αρετήν και ευπρέπειαν τελειότητος εις ηλικίαν νεάζουσαν. Βλέπων δε ο δαίμων την προθυμίαν αυτού, εδοκίμασε να τον εμποδίση από τον ένθεον έρωτα με τρόπον τοιούτον. Ήτο αδελφός τις εις εκείνο το φροντιστήριον, το γένος Αλεξανδρεύς, Ιωάννης ονόματι, όστις παρεκάλει πολλάκις τον μακάριον Θεόκτιστον να τον συγχωρήση να υπάγη εις την Αλεξάνδρειαν, εις την οποίαν ετελεύτησαν οι γονείς του, να τακτοποιήση τα της περιουσίας των, να του δώση δε τον Σάββαν συνοδόν, όστις ήτο δυνατός, έμπειρος και πρόθυμος εις πάσαν υπηρεσίαν. Μετά βίας λοιπόν συγκατετέθη ο Θεόκτιστος και απελθόντες εις Αλεξάνδρειαν ηρεύνησαν περί των πραγμάτων του Ιωάννου και εξετέλεσαν πάντα όσα εχρειάζοντο. Εκεί όμως εις την Αλεξάνδρειαν ήσαν, ως ανωτέρω εγράψαμεν, και οι γονείς του Σάββα, οίτινες, γνωρίσαντες αυτόν, προσεπάθησαν να τον κρατήσουν και τον εβίαζον με πολλά μηχανήματα, δια να γραφή αντί του πατρός του εις την στρατείαν, να λάβη πολλήν τιμήν από τον βασιλέα και δόξαν ρέουσαν. Ο δε μακάριος Σάββας, γνωρίσας την επίνοιαν του πονηρού, ότι με την αγάπην και συμπάθειαν των γονέων του, επεδίωκε να τον εμποδίση από τους πνευματικούς αγώνας και να τον κάμη να επιστρέψη εις τα οπίσω, απεκρίθη προς αυτούς με σοφίαν και σύνεσιν· «Δεν είναι πρέπον να αγαπήσω υμάς περισσότερον από τον Δεσπότην μου, διότι αυτός ούτος είπεν· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ι: 37). Ούτε να προτιμήσω την πρόσκαιρον στρατείαν από την ευαγγελικήν, διότι εάν έχη τιμωρίαν πολλήν και κατάκρισιν όστις αφήση την στρατείαν του επιγείου βασιλέως, πόσον κίνδυνον θα έχη, όστις καταφρονήση την επουράνιον και αθετήση το Αγγελικόν σχήμα ο άθλιος; Εάν λοιπόν θέλητε να σας έχω δια γονείς μου, μη μου αναφέρετε πλέον τοιαύτην υπόθεσιν». Αφήκαν λοιπόν αυτόν μη δυνάμενοι να τον εμποδίσουν και τον παρεκάλεσαν να δεχθή τουλάχιστον ποσόν αργυρίων δια μικρά έξοδα συντηρήσεως και του έδιδον χρυσά είκοσιν. Αυτός όμως άλαβε μόνον τρία και ταύτα δια να μη σκανδαλισθώσιν, ότι δεν τους κατεδέχθη, τα οποία πάλιν δεν τα εξώδευσεν, αλλ΄ όταν έφθασαν εις το φροντιστήριον, τα έδωκεν εις τον Θεόκτιστον δια να μη έχη τίποτε ίδιον. Αφού λοιπόν διέτριψεν εκεί ο Σάββας δέκα έτη, εκοιμήθη ο μακάριος Θεόκτιστος και εψήφισεν ο μέγας Ευθύμιος άλλον Ηγούμενον, Λογγίνον ονομαζόμενον. Εις τον καιρόν του Λογγίνου ήτο ο θαυμάσιος Σάββας ετών τριάκοντα, δόκιμος και τέλειος εις πάσαν ασκητικήν διαγωγήν. Έχων δε πόθον πολύν ν΄ αναχωρήση εις τόπον ησυχαστικόν και έρημον, εζήτησεν από τον Λογγίνον συγχώρησιν, όστις έγραψε περί τούτου εις τον μέγαν Ευθύμιον· διότι χωρίς την βουλήν εκείνου ουδέν έπραττεν. Ο δε μέγας Ευθύμιος, γνωρίζων την πολλήν θερμότητα του Σάββα εις τα πνευματικά και τον ένθεον έρωτα, του απήντησε να μη τον εμποδίση ποσώς, αλλά να τον αφήση εις το θέλημά του, να διάγη καθώς επιθυμεί. Λαβών όθεν ο Σάββας την εξουσίαν, απήλθεν εις τι σπήλαιον, το οποίον ήτο εις το νότιον μέρος του Μοναστηρίου και εκεί παρέμενε καθ΄ όλην την εβδομάδα έως το Σάββατον χωρίς τροφήν τινα, μόνον προσευχήν εποίει και εργόχειρον, έκαστον δε Σάββατον επήγαινεν εις το Μοναστήριον πεντήκοντα σπυρίδας (ζεμπίλια) και έτρωγε μετά των αδελφών το Σάββατον και την Κυριακήν, κατόπιν πάλιν συνήθροιζε βάϊα, ήτοι φύλλα φοινίκων, όσα τον έφθανον την εβδομάδα, και εισήρχετο εις το σπήλαιον και ούτω διήλθον πέντε έτη. Ιδών λοιπόν αυτόν ο θείος Ευθύμιος ούτω βιούντα, τον ωνόμαζε παιδαριογέροντα και τον έλαβεν εις την συνοδείαν του ομού με άλλον αυτού μαθητήν, Δομετιανόν ονόματι, με τον οποίον είχον αμφότεροι συνήθειαν να πηγαίνουν κατ΄ έτος, μετά την εορτήν των Θεοφανείων, εις την ενδοτέραν έρημον, να ασκητεύουν όλην την μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Κατά δε την Αγίαν Ανάστασιν ήρχοντο πάλιν εις την Λαύραν. Εκίνησαν λοιπόν τότε και οι τρεις και περιεπάτουν εις εκείνην την πανέρημον, εκείθεν από την Νεκράν θάλασσαν· επειδή δε ο δρόμος ήτο μακρός, ο τόπος άνυδρος, αι ημέραι καυστικαί και θερμόταται, εξησθένησεν ο Σάββας και ελιποθύμησε, μη δυνάμενος να περιπατήση ποσώς, έπεσε δε κατά γης ως νεκρός. Ο δε Ευθύμιος, ιδών αυτόν ελυπήθη πολύ και πηγαίνων ολίγον παράμερα εποίησε δέησιν προς Κύριον, λέγων· «Δέσποτα Θεέ, σπλαγχνίσου τον δούλον σου τούτον τον νέον και δος μας ύδωρ, να μη αποθάνη υπό της δίψης και του καύματος». Ούτως ειπών, εκτύπησεν εις την γην με το σκαλίδιον τρις, η δε γη αισθανομένη θειοτέρας δυνάμεως υπήκουσεν (ω του θαύματος!) και από την άνυδρον και άγονον έρημον εξήλθεν ύδωρ ηδύ και γλυκύτατον, εξ ου ευθύς ως ο Σάββας έπιεν, έλαβεν αοράτως θείαν δύναμιν και πλέον δεν εκουράσθη, ούτε εδειλίασε την δυσχέρειαν της οδού. Αφού έφθασαν εις τον ποθούμενον τόπον, έπασχε πολλά ο θείος Σάββας να μιμήται εις πάντα τρόπον τον μέγαν Ευθύμιον και μόνον αυτόν είχεν ως αρχέτυπον της αρετής και εικόνα ζώσαν και έμψυχον δια να μη παρεκκλίνη ουδόλως από τας τάξεις και τα ήθη του. Αλλ΄ εις ολίγον καιρόν απήλθε προς Κύριον ο μέγας την αρετήν Ευθύμιος, οι δε μαθηταί αυτού, μετά την κοίμησιν του διδασκάλου, ημέλουν κατ΄ ολίγον την αρετήν και δεν είχον τόσην προθυμίαν εις την άσκησιν· όθεν ο θείος Σάββας εμάκρυνε φυγαδεύων και ήτο εις την έρημον του Ιορδάνου, καθ΄ ον καιρόν ησκήτευεν εκεί ο μέγας Γεράσιμος. Τότε ήτο ο Σάββας τριάκοντα πέντε ετών, όταν ήρχισε να τον πολεμή ο δαίμων· ου μόνον δε αοράτως του έδιδεν ενόχλησιν και τον επείραζε κρυφίως, καθώς κάμνει εις όλους τους εναρέτους, αλλά και φανερά έπασχεν ο δόλιος να τον εκφοβή, δια να μη είναι εις την έρημον. Νύκτα δε τινα, εν ω έκειτο δια να λάβη ολίγην ανάπαυσιν από τον πολύν κόπον της ασκήσεως, είδε πλησίον του όφεις, σκορπίους και άλλα διάφορα ερπετά, τα οποία εδείκνυον ότι ήθελον να τον φάγωσιν. Ο δε Σάββας το μεν πρώτον εδειλίασεν, αλλ΄ ύστερον, συλλογιζόμενος την μηχανήν των δαιμόνων, ηγέρθη μετά θάρρους και ούτω προσηύχετο· «Ου φοβηθήσομαι από φόβου νυκτερινού, αλλ΄ επί ασπίδα και βασιλίσκον επιβήσομαι» (Ψαλμ. 90: 5,13). Ταύτα λέγοντος του Οσίου, όλα εκείνα τα ιοβόλα θηρία ως καπνός ηφανίσθησαν. Μετ΄ ολίγας πάλιν ημέρας ο δαίμων έγινε λέων μέγας και φοβερός και εδείκνυεν, ότι ήθελε να ορμήση επάνω του. Ο δε Άγιος δεν εδειλίασε ποσώς, αλλά του είπεν αταράχως· «Εάν έλαβες παρά Θεού εξουσίαν κατ΄ εμού, μη αμελής, ότι έτοιμος είμαι να με φάγης κατά την θείαν νεύσιν και βούλησιν· ει δε μη, τι μάτην ταράττεσαι; Εγώ δύναμαι να σε καταπατήσω με του Δεσπότου την δύναμιν». Ταύτα είπε και ευθύς έγινε ο υποκρινόμενος άφαντος και από την ώραν εκείνην ο Άγιος όχι μόνον τους νοητούς, αλλά και τους αισθητούς θήρας υπέταξε και συγκατώκουν μετ΄ αυτού, χωρίς ποσώς να τον βλάπτωσι. Τέσσαρές τινες Αγαρηνοί τον συνήντησάν ποτε καθ΄ οδόν και είχον τόσην πείναν, ώστε εκινδύνευον. Ιδόντες λοιπόν αυτόν, του εζήτουν εάν είχέ τι βρώσιμον. Ο δε έλαβεν αυτούς εις το σπήλαιον ευσπλάγχνως και απλώσας εις την γην την μηλωτήν του, εφίλευσεν αυτούς εξ εκείνων, τα οποία είχεν, ήτοι καρδίας καλάμων και ρίζας μελεαγρίων. Οι βάρβαροι ευλαβηθέντες την αρετήν αυτού, εθαύμασαν και το φιλόξενον· και τότε μεν έφαγον από τα ευρεθέντα και ευχαριστήσαντες ανεχώρησαν· μεθ΄ημέρας δε τινας του έφερον τυρούς και άρτους και φοίνικας. Ο δε Όσιος, ώσπερ φιλόπονος μέλισσα, ήτις συλλέγει από κάθε τόπον το χρήσιμον, ούτω και αυτός ωφελήθη ψυχικώς από τούτο και έλεγε καθ΄ εαυτού τοιαύτα· «Ουαί σοι, ψυχή μου ταλαίπωρε και προς τον Ευεργέτην αχάριστε! Ιδού δια μικράν και ποταπήν χάριν, την οποίαν έλαβον ούτοι οι βάρβαροι, μου έφερον τοσούτον πλουσίαν ανταμοιβήν και ημείς, οίτινες ελάβομεν από τον Πλάστην τοσαύτα χαρίσματα, ποίαν ανταμοιβήν του εδώσαμεν; Ποίαν Αυτού εντολήν εφυλάξαμεν; Ποίαν απολογίαν θα δώσωμεν εις τον Κύριον κατά την ώραν της Κρίσεως»; Ήτο δε Μοναχός τις φίλος του Σάββα, Άνθος ονόματι, όστις επήγεν εις την έρημον μετ΄ αυτού, δια να ασκητεύουν αμφότεροι ομού. Μετ΄ ολίγας όμως ημέρας διήλθον εκείθεν βάρβαροί τινες κακόγνωμοι και δύστροποι άνθρωποι και εμελέτησαν να τους θανατώσουν. Δια να εύρουν λοιπόν μικράν πρόφασιν, έστειλαν τον ένα εις το σπήλαιον να διαμαρτυρηθή εις τους Ασκητάς, ότι δήθεν αυτοί τους ηδίκησαν εις τινα υπόθεσιν και εζημιώθησαν οι βάρβαροι εξ αυτών. Εσυκοφάντουν δε τον Όσιον ψευδώς, δια να εξαναγκάσουν αυτόν να σκανδαλισθή, να ομιλήση λόγον βαρύν και εκ τούτου να εύρουν αφορμήν να τους αποκτείνωσιν. Ίσταντο λοιπόν οι άλλοι μακρόθεν και ο εις επλησίασεν εις τους Οσίους, οίτινες βλέποντες τον κίνδυνον, καθωπλίσθησαν δια της ιεράς προσευχής, ταύτα προς τον Κύριον λέγοντες· «Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα» (Ψαλμ. ιθ: 8) και τα λοιπά του ψαλμού. Ταύτα ηυχήθησαν και, ω του θαύματος! εσχίσθη η γη και κατέπιεν εκείνον τον ένα, όστις επήγεν εκεί. Οι δε λοιποί, ιδόντες τοιούτον τεράστιον, ετρόμαξαν και έφυγον περιδεείς και κατάφοβοι, έκτοτε δε ούτε αυτοί, ούτε άλλοι κακοποιοί ετόλμησαν πλέον να επιχειρήσωσι τι κατ΄ αυτών, αλλά ούτε και οι δαίμονες επειράθησαν καν να τον πειράξωσιν. Όθεν ο Σάββας κατώκει αφόβως την έρημον και επειδή έγιναν φίλοι με τον μακάριον Θεοδόσιον δια μέσου του Άνθου, έκτισεν εκεί Λαύραν περιφανή και ευρύχωρον με τοιούτον τρόπον θαυμάσιον. Αφού εχρημάτισεν εκεί ο Σάββας έτη τέσσαρα, ανήλθέ ποτε εις το υψηλότατον εκείνο βουνόν, εις το οποίον λέγεται ότι επήγεν η μακαρίτις βασιλίς Ευδοκία και την εδίδαξεν ο μέγας Ευθύμιος. Εκεί λοιπόν διανυκτερεύων ο Σάββας, είδε οπτασίαν τινά θαυμάσιον. Γυνή τις ωραιοτάτη εφάνη ενώπιον αυτού, ενδεδυμένη στολήν λαμπράν και περιφανεστάτην, και του εδείκνυε τον χείμαρρον, ο οποίος τρέχει νοτίως του Σιλωάμ, του έλεγε δε ταύτα· «Κατοίκησον, Σάββα, εις εκείνο το σπήλαιον, το οποίον είναι κατ΄ Ανατολάς του χειμάρρου και εγώ θα σου στέλλω εξ ύψους βοήθειαν». Ταύτα ιδών ο Όσιος ενεπλήσθη χαράς και αγαλλιάσεως και χειραγωγούμενος ως υπό τινος δεξιάς από την θείαν και σοφήν Πρόνοιαν, εισήλθεν εις το σπήλαιον· ήτο δε τότε ετών τεσσαράκοντα. Ο δε τόπος ήτο πολύ άβατος και με πολλήν κακοπάθειαν ανήρχετο και μάλιστα όταν ελάμβανε το ύδωρ από την πηγήν, η οποία ήτο μακράν απ΄ εκεί δεκαπέντε στάδια (2775 μέτρα περίπου), και την ωνόμαζον Επτάστομον. Όθεν κρεμάσας άνωθεν ένα σχοινίον ανέβαινεν ευκολώτερα. Πλην άλλην παραμυθίαν δεν είχε προς τα αναγκαία του σώματος, μόνον τα χόρτα, τα οποία εγέννα η γη αυτομάτως εκεί πλησίον εις το σπήλαιον. Αλλ΄ ο Θεός, όστις τον προσέταξε να κατοικήση εκεί, αυτός του έστελλε και βοήθειαν κατά την θείαν Του υπόσχεσιν και εφώτισεν Ισμαηλίτας τινάς, οι οποίοι ευλαβηθέντες αυτόν του έφερον τυρούς, άρτους, φοίνικας και άλλα διάφορα βρώματα, όχι μόνον δις ή τρις, αλλά πολλάκις, ωσάν να του επλήρωναν φόρον. Έμεινε λοιπόν ο Άγιος εις το σπήλαιον εκείνο επί πέντε έτη με ησυχίαν πολλήν, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος, έκτοτε δε διεσκεδάσθησαν αι κατ΄ αυτού κακουργίαι των δαιμόνων, οι οποίοι έφευγον μη δυνάμενοι να τον βλέπωσιν· όθεν έχων άδειαν από τους δαίμονας και γαλήνην από τους ανθρώπους, εδέχθη και άλλους πολλούς εις την συνοδείαν του εναρέτους και φύλακας ακριβείς των εντολών του Κυρίου, τους οποίους προσείλκυε προς εαυτόν με την καλήν του φήμην και υπερθαύμαστον αρετήν, ως ο μαγνήτης τον σίδηρον. Επειδή λοιπόν καθ΄ εκάστην επλήθυνον οι προσερχόμενοι, ήτο ανάγκη να οικοδομήση εκεί Λαύραν, να κτίση κελλία, να εργάζηται την γην και άλλας υπηρεσίας να εκτελή αναγκαίας δια το σώμα. Πρώτον μεν λοιπόν έκτισε πύργον προς το βόρειον μέρος του βουνού εις τας πηγάς του χειμάρρου· έπειτα ωκοδόμησεν Εκκλησίαν και έκαμε Λαύραν ευρύχωρον, αφού δε ενεκαινίασε τον Ναόν, όστις ιερωμένος ήθελεν υπάγει να προσκυνήση, τον υπεχρέωνε και ελειτούργει, διότι εκείνος ήτο πολύ μέτριος και ταπεινός εις το φρόνημα και ευλαβούμενος το μεγαλείον της ιερωσύνης δεν ήθελε να ιερωθή. Ήτο δε πολύ συνετός και δόκιμος εις την μοναδικήν διαγωγήν, και εστήριζε τους αδελφούς καθ΄ εκάστην ημέραν και ώραν, τους μεν παρακαλών, τους δε νουθετών, ετέρους επιτιμών και απλώς πάντας εδίδασκε και παρεκίνει να ίστανται γενναίοι και ανδρείοι εις τους πειρασμούς των δαιμόνων και να υπομένουν μεγαλοψύχως την κακοπάθειαν της ερήμου χωρίς καμμίαν λύπην, αλλά μάλιστα να χαίρωνται ευφραινόμενοι με την ελπίδα των μελλόντων αγαθών, τα οποία, δια τον ολίγον εκείνον κόπον, έμελλον να απολαύσουν εις τον Παράδεισον. Με τοιαύτα και έτερα πλείονα ο πάνσοφος Σάββας επροθυμοποίει τους μαθητάς, λύων παν πρόσκομμα και εμπόδιον και υψιπετείς αυτούς προς την αρετήν και ανωτέρους των παγίδων του πονηρού απεργαζόμενος. Εις όλα δε τα αναγκαία του σώματος τους επεμελείτο και τους εβοήθει κρυφίως, δια να μη δυσχεραίνωσιν από την στέρησιν αυτών και το βάρος του κόπου, και επιστρέφωσιν εις τα όπισθεν. Επειδή δε το ύδωρ ήτο μακράν του σπηλαίου, ως είπομεν άνωθεν, ελυπούντο εκ τούτου οι Μοναχοί, διότι είχον στενοχωρίαν και κόπον πολύν. Όθεν ο Όσιος νύκτα τινά εποίησε θερμώς προς Κύριον δέησιν, λέγων ταύτα· «Δέσποτα Θεέ παντοδύναμε, εάν είναι της Σης απορρήτου σοφίας οικονομία και ευδοκία της Χάριτός Σου να κατοικώσιν εις τον τόπον τούτον ενάρετοι δούλοι σου, να Σε υμνώσιν ακαταπαύστως, επίβλεψον ευμενώς εφ ημάς και πρόσταξον την γην σου να αναβλύση ύδωρ εδώ πλησίον εις αναψυχήν ημών και απόλαυσιν». Ούτως ηύξατο και παρευθύς ήκουσε κτύπον κάτωθεν του χειμάρρου και παρακύψας είδεν άγριον όνον (επειδή ήτο η νυξ πανσέληνος), όστις έσκαπτε την γην με τον πόδα του και αφού έκαμε μικρόν λάκκον, εξήλθεν ύδωρ και έπιεν. Ο δε Όσιος ταύτα ιδών εχάρη λίαν, γνωρίσας ότι ήτο θεία επισκοπή και κατελθών με σκαλίδιον έσκαψεν ολίγον εις αυτόν τον τόπον, εις τον οποίον ήτο ο όναγρος και παρευθύς, (ω των αφράστων χαρίτων σου, Δέσποτα!) εξήλθεν ύδωρ πολύ και γλυκύτατον, το οποίον έφερεν εις το μέσον της Λαύρας. Με το ύδωρ τούτο υπηρετούνται όλοι οι Πατέρες έως την σήμερον και ούτε τον χειμώνα πληθαίνει, ούτε το θέρος ολιγοστεύει ποσώς, αλλ΄ είναι πάντοτε δαψιλές προς αυτάρκειαν. Άλλοτε πάλιν ευρισκόμενος ο Όσιος εις άλλο μέρος του χειμάρρου και λέγων ψαλμούς του Δαβίδ βλέπει εις τον κρημνόν πύρινον στύλον, του οποίου η κορυφή έφθανεν έως τον ουρανόν. Ταύτα ιδών έλαβε μεγάλην χαράν ομού και φόβον, γνωρίζων ότι ήτο θαύμα τι απόρρητον. Αφού δε εξημέρωσεν, εφαίνετο ακόμη η όρασις του πυρίνου στύλου και πλησιάσας ο Όσιος είδε μέγα και θεσπέσιον σπήλαιον, ομοιάζον κυριολεκτικώς προς Εκκλησίαν, έχον εις το ανατολικόν μέρος κόγχην, ουχί εξ ανθρώπων κατεσκευασμένην, αλλά από την θείαν δεξιάν ωκοδομημένην. Από το νότιον μέρος υπήρχε πλατεία είσοδος, η οποία επέτρεπεν εις τον ήλιον να φωτίζη πλουσίως το εσωτερικόν του σπηλαίου και να φέρη έως τα βάθη αυτού αέρα εύκρατον και υγιέστατον· εις δε το βόρειον μέρος ήτο άλλο σπήλαιον έχον σχήμα διακονικού. Ευρών λοιπόν ο Σάββας εκείνο το θεόκτιστον οικοδόμημα, ανεπλήρωσε και αυτός με ανθρωπίνην τέχνην όσον από την φύσιν ελείπετο και έκαμε Ναόν ωραιότατον, επρόσταξε δε να συνάγωνται όλοι οι αδελφοί εις αυτόν καθ΄ εκάστην Κυριακήν να ψάλλουν κοινώς την ακολουθίαν των. Ιδών δε πέτραν τινά, η οποία ήτο άνωθεν του Ναού, έσκαψε εις ένα μέρος της αυτοκατασκευάστου εκείνης οροφής του διακονικού και έκτισεν εν μικρόν καλλίον απόκρυφον, δια να ησυχάζη όταν θέλη, από αυτό δε εισήρχετο εις τον Ναόν έσωθεν. Επειδή δε η φήμη τού Οσίου έτρεχεν εις όλον τον κόσμον, συνηθροίζοντο πολλοί ευλαβείς και έφερον προς αυτόν ελεημοσύνας, δια να εξοδεύη εις τας οικοδομάς και τας άλλας ανάγκας, τας οποίας είχε καθημερινώς, επειδή οι Μοναχοί επληθύνοντο. Όσα δε χρήματα εσύναζεν ο Όσιος δεν τα εφύλαττεν, αλλά τα εξώδευεν εις οικοδομάς των κελλίων και εις άλλας ανάγκας. Αλλ΄ επειδή πολλάκις εις τον καλόν σίτον φυτρώνουν τα ζιζάνια και εις την άμπελον η βάτος, και καθώς ο μαθητής έγινε προδότης, ο Κάϊν αδελφοκτόνος και πλείστα άλλα παρόμοια, τα οποία γεννώνται εκ του φθόνου, όπως εις πολλά βιβλία ιστορείται, τοιουτοτρόπως και εις την συνοδείαν του Οσίου Σάββα έτυχον και τινες ουχί μαθηταί, αλλά μάλλον στασιασταί και κακότροποι, οι οποίοι εμίσουν τον Όσιον και εζήτουν πρόφασιν, εάν δυνηθούν, να τον βλάψουν. Απήλθον λοιπόν εις τον τότε Πατριάρχην των Ιεροσολύμων και (επειδή δεν είχον να είπωσιν ότι έκαμε τι πταίσιμον) τον εσυκοφάντησαν, λέγοντες ότι δεν ήτο άξιος να ποιμάνη τόσους Μοναχούς, εζήτησαν δε να τους δώση άλλον Ηγούμενον, διότι, ωσάν να μη έφθανεν, ότι εκείνος δεν έγινεν Ιερεύς, αλλά και άλλους πολλούς ημπόδιζεν από την ιερουργίαν, ως αμαθής και άγροικος. Ο Πατριάρχης Σαλούστιος (486-494), όστις ήτο τότε, ηυλαβείτο πολύ τον Άγιον δια την αρετήν του και δεν επίστευσεν εις τα ψευδή και δολερά αυτών λόγια· πλην δια να τους ειρηνεύση ολίγον είπε προς αυτούς· «Μείνατε εδώ, έως ότου έλθη ο Σάββας και τότε θα εξετάσω ακριβώς την υπόθεσιν». Έμειναν λοιπόν αυτοί νομίζοντες, ότι θέλει τον στερήσει από την προστασίαν, χειροτονών άλλον Ηγούμενον. Όταν όμως ήλθεν ο Όσιος, δεν τον ηρώτησε καθόλου ο φρόνιμος δικαστής, αλλ΄ έμπροσθεν των κατηγόρων αυτού τον εχειροτόνησεν Ιερέα εν έτει (492). Έπειτα είπε προς αυτούς· «Ιδού τώρα έχετε Καθηγούμενον, τον οποίον εψήφισεν ο Κύριος και όχι άνθρωπος και τον εχειροτονήσαμεν, ουχί δι΄ ευεργεσίαν αυτού, αλλά δια σας». Αφού τους είπε ταύτα, απήλθε μετ΄ αυτών εις την Λαύραν και πρώτον μεν καθιέρωσε τον άγιον εκείνον Ναόν, έπειτα έκτισε και θυσιαστήριον άγιον, εις το οποίον αφήκε πολλά άγια λείψανα. Ήτο δε τότε ο μακάριος Σάββας ετών πεντήκοντα τριών, όταν έλαβε την ιερωσύνην εις τον καιρόν του βασιλέως Αναστασίου (491-518). Είχε δε ο Όσιος συνήθειαν να μιμήται εις όλας τας τάξεις τον μέγαν Ευθύμιον, καθώς είπομεν· και επειδή εκείνος είχε συνήθειαν να αναχωρή από την Λαύραν την δεκάτην τετάρτην (14ην) Ιανουαρίου έως την Ανάστασιν, εκράτησε και ο Σάββας αυτήν την τάξιν και ανεχώρει μετά τας εορτάς των Αγίων Αντωνίου και Ευθυμίου, διέτριβε δε εις την έρημον έως την Κυριακήν των Βαϊων. Διαβαίνων λοιπόν ποτέ την Νεκράν θάλασσαν, είδε εν νησίδιον έρημον και εστερημένον πάσης παραμυθίας και απολαύσεως· όθεν επεθύμησε να παραμείνη εις αυτό τας αγίας ημέρας των νηστειών. Πηγαίνων όμως εκεί, έπεσεν από βασκανίαν του δαίμονος εις βόθρον τινά, εκ του οποίου ανεδίδετο αιθάλη (καπνιά) ως από καμίνου πυρός, έκαυσε δε τον πώγωνα, την όψιν και έτερα μέρη του σώματος αυτού τοιουτοτρόπως, ώστε έκειτο ύστερον εις την Λαύραν ημέρας πολλάς και μόνον από την φωνήν εγνωρίζετο, όλη δε η μορφή του ηλλοιώθη· αλλά και να ομιλήση δεν ηδύνατο, έως ου θεία τις θεωρία και δύναμις άνωθεν επισκεψαμένη αυτόν τον εθεράπευσε τελείως και υγιή αποκατέστησε. Μετά καιρόν απήλθε πάλιν ο Όσιος εις την ησυχίαν, λαβών εις την συνοδείαν του ένα μαθητήν του ονόματι Αγάπιον. Εν μια δε των ημερών έκειτο ο Αγάπιος ύπτιος, από δε την πείναν και τον κόπον ταλαιπωρούμενος απεκοιμήθη· ο Σάββας όμως ήτο έξυπνος και προσηύχετο. Τότε βλέπει λέοντα ιστάμενον άνωθεν του μαθητού του, όστις τον περιετριγύριζεν οσφραινόμενος· όθεν ο Όσιος εφοβήθη μήπως τον φάγη το θηρίον και ευθύς εποίησε δι΄ αυτόν προς Κύριον δέησιν. Τότε ο λέων διωκόμενος από την δύναμιν της ιεράς προσευχής έφυγε, χωρίς να βλάψη καθόλου τον Αγάπιον, μόνον δε με την ουράν του τον εκτύπησεν εις το πρόσωπον και εξύπνησεν· ιδών δε ούτος τον λέοντα, έδραμε προς τον Όσιον έντρομος, ο οποίος πρώτον μεν του έδωσε θάρρος, έπειτα δε τον ενουθέτησε να προσέχη και να μη νικάται πλέον από τον ύπνον, δια να μη αλωθή, ούτε να βλαφθή ποσώς από θηρία ορατά και αόρατα. Άλλοτε πάλιν πηγαίνων ο Όσιος με τον Αγάπιον εις την έρημον του έδωσε να βαστάζη την μηλωτήν (τον σάκκον) με άρτους ξηρούς, τόσους, όσους έφθαναν δια τον μαθητήν κατά τον καιρόν, κατά τον οποίον θα διέτριβον εις την έρημον, διότι ο Σάββας δεν έτρωγε τίποτε όλην την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, πλήν Σαββάτου και Κυριακής, ότε εκοινώνει τα θεία Μυστήρια. Προχωρούντες λοιπόν προς τον Ιορδάνην, διήλθον από κρημνώδη τινα τόπον, εις την άκραν του οποίου βλέπουν εν σπήλαιον εις υψηλόν μέρος πολύ δυσανάβατον. Μετεχειρίσθησαν λοιπόν πάντα τρόπον και ανέβησαν με κόπον και βάσανον πολύν ή μάλλον ειπείν με την βοήθειαν του Κυρίου, όστις εφώτισε τον Σάββαν και τον ωδήγησε δια να εύρη τον κεκρυμμένον θησαυρόν να ωφεληθώσιν. Εισελθόντες λοιπόν εις το σπήλαιον, είδον Ασκητήν τινα αγιώτατον, όστις ουδέν αγγείον είχεν, ούτε σκεύος ποσώς, αλλά διήρχετο αμερίμνως και χωρίς φροντίδων τον βίον ο τρισμακάριος, είχε δε ούτος και χάρισμα προορατικόν. Αφού λοιπόν εποίησεν ευχήν κατά το σύνηθες, είπεν ο Αναχωρητής προς τον Όσιον· «Πόθεν εκινήθης, θαυμάσιε Σάββα, και τις σου ηρμήνευσε τον τόπον, να έλθης έως ημάς; Εις τούτο θαυμάζω πολύ και εξίσταμαι, διότι είναι τεσσαράκοντα παρά δύο έτη, κατά τα οποία κάθημαι με την βοήθειαν του Κυρίου εις τούτο το σπήλαιον και ούτε κανένα είδον ποτέ μου ούτε άνθρωπος μου ωμίλησεν ουδόλως». Ο δε απεκρίνατο· «Ο Θεός, όστις σου εφανέρωσε το όνομά μου, αυτός και εμέ εφώτισε και ωδήγησε να σε απολαύσω». Αφού λοιπόν ηυφράνθησαν ψυχικώς και συνωμίλησαν επί ώραν ικανήν, λαβόντες την ευλογίαν αυτού ανεχώρησαν και διατρίψαντες καιρόν τινα εις την έρημον, εκίνησαν πάλιν να έλθουν εις το Μοναστήριον. Διαβαίνοντες δε από τον τόπον εκείνον, ανέβησαν εις το σπήλαιον και ιδόντες τον Αναχωρητήν γονατιστόν κατ΄ Ανατολάς, ενόμισαν, ότι ήτο ζωντανός και προσηύχετο. Έμειναν λοιπόν καρτερούντες ώραν πολλήν· αλλ΄ αφού ενύκτωσε και αυτός δεν ηγέρθη από την γην, επλησίασεν ο Σάββας και λέγει προς αυτόν· «Πάτερ ευλόγησον». Εκείνος όμως δεν απεκρίθη· όθεν εγγίσας αυτόν, εγνώρισεν ότι απήλθεν η μακαρία ψυχή του προς Κύριον και είπε προς τον Αγάπιον· «Ας τον ενταφιάσωμεν, τέκνον, επειδή δια τούτο ο Θεός μάς απέστειλε». Σεμνώς λοιπόν και ευλαβώς περιστείλαντες το ιερόν αυτού λείψανον, έθεσαν αυτό εις εν μέρος του σπηλαίου, ψάλλοντες τα αρμόδια της ταφής τροπάρια, έπειτα φράξαντες την είσοδον με λίθους μεγάλους επέστρεψαν εις την Λαύραν την ημέραν του Λαζάρου και εώρτασαν την αγίαν του Σωτήρος Ανάστασιν. Τον καιρόν εκείνον απέθανεν ο πατήρ του Αγίου εις την Αλεξάνδρειαν, η δε μήτηρ αυτού, ακούουσα την αγαθήν φήμην του Σάββα, επώλησεν όλα τα υπάρχοντα αυτής και λαβούσα τα αργύρια, απήλθεν εις την Λαύραν και ιδούσα αυτόν εις τοσαύτην προκοπήν ενάρετον, εχάρη χαράν μεγάλην. Ο δε Σάββας την ενουθέτησε ν΄ απαρνηθή τον κόσμον και πάντα τα πρόσκαιρα αγαθά, εάν επόθει να απολαύση τα αεί διαμένοντα. Πείθεται λοιπόν η καλόγνωμος μήτηρ του φρονίμου παιδός και γενομένη Μοναχή, έμεινε μετ΄ αυτού, εις ολίγον δε καιρόν ανεπαύθη και παρέδωσε την ψυχήν της εις τας χείρας του Θεού ζήσασα πολιτείαν θεάρεστον. Ο δε Όσιος, ενταφιάσας αυτήν, εδαπάνησεν όλα αυτής τα χρήματα εις διαφόρους κατασκευάς της Λαύρας, ξενώνας, κήπους, περιτοιχίσεις και έτερα χρειαζόμενα. Έστειλε δε ποτε ο Όσιος αδελφόν τινα με υποζύγια να φέρη ξύλα από την Ιεριχώ δια την οικοδομήν ενός πανδοχείου. Ο δε, απελθών, εφόρτωσε τα ζώα και καθώς ήρχετο προς την Λαύραν εδίψησε, διότι έκαιε πολύ ο ήλιος· όθεν μη δυνάμενος πλέον να περιπατή την ξηράν εκείνην και άνυδρον γην, έπεσε και εκείτετο ως νεκρός. Τότε ενεθυμήθη τον διδάσκαλόν του, ότι έχει παρρησίαν προς Κύριον, και είπε ταύτα· «Δέσποτα Θεέ, βοήθησόν μοι δια πρεσβειών Σάββα του σου θεράποντος». Και παρευθύς, ως είπε τον λόγον, αυτός ο Θεός, ο οδηγήσας εν στήλη νεφέλης τον Ισραήλ, προσέταξε και τότε νεφέλην πλήρη ύδατος, η οποία ελθούσα επάνω του Μοναχού, τον εσκέπαζε και τον εδρόσιζε, ακόμη δε (ω του θαύματος!) και επότιζε και ενεδυνάμωνεν αυτόν. Ηκολούθει δε η νεφέλη, σκέπουσα αυτόν, έως ου έφθασεν υγιής εις το Μοναστήριον. Ήτο δε μακράν από την Λαύραν είκοσι στάδια εν όρος, του Καστελλίου καλούμενον, εις το οποίον δεν ετόλμα να υπάγη κανείς δια το τραχύ και άγριον του τόπου και διότι κατώκουν εκεί δαίμονες αναρίθμητοι. Ο δε Όσιος απήλθεν έχων την ελπίδα του εις τον Κύριον και ράνας όλον τον τόπον με έλαιον του Τιμίου Σταυρού, παρέμεινεν εκεί όλην την αγίαν Τεσσαρακοστήν. Και εις μεν την αρχήν είχε τόσους πολέμους από τους δαίμονας, ώστε εμελέτησε ν΄ αναχωρήση, μη δυνάμενος να υπομείνη τας φοβεράς ταραχάς, τας οποίας εποίουν. Αλλ΄ ο πανάγαθος Κύριος, ο πάλαι των Αββάν Αντώνιον δυναμώσας, αυτός και τον Σάββαν ενεθάρρυνε παραστάς προς αυτόν και του είπε να κάμη υπομονήν έως τέλους. Και πράγματι ούτως έπραξε και τόσον τον εβοήθησεν ο Κύριος και τόσον φοβερόν εις τους δαίμονας τον κατέστησεν, ώστε τον έβλεπον και έφευγον· όθεν ο δίκαιος έχαιρε και έμεινεν εκεί προσευχόμενος έως το τέλος των νηστειών. Τότε πάλιν οι δαίμονες συνήχθησαν, δια να δοκιμάσουν τον ύστερον πόλεμον, εάν δυνηθούν να τον εκφοβίσουν· και μετασχηματισθέντες εις ερπετά και θηρία και κόρακας επροξένουν πολλήν ταραχήν, κτύπους, φωνάς και άμετρον σύγχυσιν. Ο δε Όσιος, μηδέν φοβηθείς, γενναίως προσηύχετο· όθεν αυτοί, μη δυνάμενοι να τον βλέπουν, ωμολόγησαν και εκουσίως την ήτταν των και έλεγον ταύτα με ανθρωπίνην φωνήν, ολολύζοντες· «Δεν σε φθάνει, Σάββα, το σπήλαιον, η πέτρα, ο χείμαρρος και όση άλλη γη της ερήμου κατώκησας, αλλ΄ ήλθες και εδώ εις τα όριά μας και φιλονεικείς να μας εκβάλης από τον οίκόν μας; ιδού, αναχωρούμεν και σε αφήνομεν κύριον, εφόσον βλέπομεν ότι έχεις τον Θεόν σύμμαχον». Αυτά και άλλα περισσότερα λέγοντες, ως να έκλαιον την συμφοράν των και ποιούντες κτύπους και θόρυβον, έφυγον το μεσόνυκτον, φαινόμενοι ωσάν κόρακες, καθώς τους είδον μερικοί ποιμένες, οι οποίοι εφύλαττον πρόβατα εις εκείνα τα όρια και το εμαρτύρησαν. Δια τούτο και συνήχθησαν το πρωϊ έντρομοι εις τον Όσιον και του ανήγγειλαν όσα είδον και ήκουσαν. Ο δε Όσιος, ιδών αυτούς τεταραγμένους και καταφόβους, εποίησεν ευχήν προς Κύριον δι΄ αυτούς και διδάξας και θαρρύνας αυτούς και ευλογήσας, απέλυσεν εν ειρήνη. Αφού λοιπόν παρήλθεν η νηστεία, επέστρεψεν ο Άγιος εις την Λαύραν, και αφού ετέλεσε λαμπρώς την εορτήν της Αγίας Αναστάσεως, έλαβεν αδελφούς τινας μεθ΄ εαυτού και απήλθεν εις το Καστέλλιον, το οποίον και εκαθάρισεν επιμελώς δια να κτίση κελλία και ξενώνας. Ευρών δε αρχαίον τι κτήριον αρκετά μεγάλον, λαμπρόν πολύ και ωραιότατον, εστολισμένον και υψηλόν με λίθους καλλίστους, εχάρη, συλλογιζόμενος ότι ήτο Θεού θέλημα να γίνη και εκεί Μοναστήριον. Ήρχισε λοιπόν ευθύς να κτίζη· και πρώτον μεν έκαμε το ευρύχωρον εκείνο κτήριον Ναόν Άγιον και το αφιέρωσεν εις τον Κύριον· έπειτα έκαμε και άλλα όσα ηδύνατο, αναλόγως των χρημάτων, τα οποία είχε· μη έχων δε πλέον άλλα χρήματα, έπαυσε την εργασίαν ολίγον καιρόν. Αλλ΄ ο ελεήμων Θεός, ο προστάξας ημάς να μη μεριμνώμεν τι να φάγωμεν και τι να πίωμεν, διότι αυτός φροντίζει και έχει την μέριμναν και την κηδεμονίαν μας με περισσοτέραν αγάπην και από αυτόν τον πατέρα και την μητέρα μας, εφρόντισε και δια τον δούλον του Σάββαν, επειδή θέλημα και οικονομία Αυτού ήτο να γίνη και ο τόπος εκείνος εναρέτων ανδρών οικητήριον. Ήτο τότε αρχηγός εις τα Κοινόβια της Βηθλεέμ εις πνευματικός αγιώτατος, Μαρκιανός ονόματι, όστις είχε την φροντίδα και έστελλεν όλα τα χρειαζόμενα εις τους Μοναχούς. Ούτος λοιπόν είδε κατ΄ όναρ ωραίον τινά εις την όψιν και έκλαμπρον, λέγοντα προς αυτόν τοιαύτα· «Μαρκιανέ, συ κάθεσαι αναπαυόμενος και άλυπος, διότι δεν χρειάζεσαι τίποτε από τα αναγκαία του σώματος, αλλ΄ ο δούλος του Θεού Σάββας, όστις έχει τόσην αγάπην προς τον Δεσπότην, βασανίζεται με τους αδελφούς του εις το Καστέλλιον και ουδέ καν ζωοτροφίαν έχουσιν, ούτε είναι κανείς να τους βοηθήση. Λοιπόν μη αμελήσης ουδόλως, αλλά στείλε εις αυτούς όσα χρειάζονται». Ταύτα ιδών ο καλός Μαρκιανός, έστειλεν ευθύς εις το Καστέλλιον όλα τα υποζύγιά του φορτωμένα σίτον, οίνον και άλλα διάφορα βρώματα. Ο δε Σάββας, ταύτα δεξάμενος και μαθών τα της οπτασίας, εβεβαιώθη καλλίτερα, ότι Θεού θέλημα ήτο να γίνη και εκεί Μοναστήριον και ευχαριστήσας τον Κύριον, έσπευσε θερμότερον, έως ου ετελείωσε και το Κοινόβιον του Καστελλίου, εγκατέστησε δε και εις αυτό Μοναχούς, όσους του εφάνη αρμόδιον. Είχε δε ο Όσιος πολλήν φροντίδα εις αυτό το Καστέλλιον, να κατοικώσι γέροντες Μοναχοί, έχοντες πείραν και πράξιν εις την μοναδικήν πολιτείαν, τους δε κοσμικούς και νεωτέρους έβαλλεν εις άλλο Μοναστήριον, το οποίον έκτισεν εις το βόρειον μέρος της Λαύρας και έμενον εκεί έως να μάθουν το Ψαλτήριον και πάσαν άλλην πράξιν αναγκαίαν εις τους Μοναχούς. Έβαλε δε εις αυτούς και Προεστώτα απαθή και ενάρετον να τους γυμνάζη να γίνωνται άξιοι του σχήματος, διότι ο Μοναχός, έλεγε, πρέπει να είναι σπουδαίος, διακριτικός, νηφάλιος, σώφρων και κόσμιος και απλώς να μη χρειάζεται διδασκαλίαν, αλλά να είναι άξιος να χαλιναγωγή τα μέλη του και να φυλάττη τον νουν ασφαλώς. Όταν δε ήθελεν ίδει τινά, ότι έμαθεν ακριβώς την μοναχικήν διαγωγήν και ήτο άξιος να μάχεται με τους εναντίους λογισμούς, τότε τον εισήγαγεν εις την Λαύραν και τον συνηρίθμει μετά της αδελφότητος. Αγένειον δε ουδέποτε δι΄ ουδεμίαν αιτίαν συνεχώρησε να εισέλθη εις την Λαύραν, δια το σκάνδαλον. Έλεγε δε ταύτα· «Αύτη η τάξις είναι πατροπαράδοτος και όστις παραβή ταύτην αμαρτάνει βαρέως εις τον Θεόν, καθώς έχω παραγγελίαν από τον μέγαν Ευθύμιον, όστις δεν με εδέχθη εις το Μοναστήριον, διότι ήμην χωρίς γένειον, αλλά με απέστειλεν εις τον μακάριον Θεόκτιστον, διότι μεγάλην ζημίαν έχει εις την ψυχήν ο Μοναχός, όστις συναυλίζεται με παιδία αγένεια». Όσοι δε εκ των προσερχομένων ήσαν ακόμη αγένειοι, τους έστελλε προς τον Όσιον Θεοδόσιον, όστις είχε φροντιστήριον, τριάκοντα πέντε στάδια (6.475 μέτρα περίπου) μακρύτερα της Λαύρας. Υπεδέχετο δε τούτους ο Θεοδόσιος και έσπευδε με κάθε τρόπον να ικανοποιήση την επιθυμίαν του Σάββα, διότι είχον ο εις προς τον άλλον αγάπην και όσα ο Σάββας επεθύμει, ετέλει ο Θεοδόσιος, επειδή αμφότεροι είχον μίαν γνώμην και βούλησιν ένθεον. Ούτοι οι δύο ήσαν και Προεστώτες όλων των Μοναχών, ο μεν Σάββας των Αναχωρητών και των Ησυχαστών, ο δε Θεοδόσιος των Κοινοβιατών. Ταύτην δε την προστασίαν δεν εζήτησαν αυτοί, αλλ΄ ο Πατριάρχης Σαλούστιος τους την ανέθεσεν, ως εναρέτους και αξίους να κυβερνήσουν ψυχάς ανθρώπων. Μετά τον θάνατον του Σαλουστίου έγινε Πατριάρχης ο Ηλίας Α΄ (494- 516), όστις επόθει να συναθροίση ομού πολλούς σπουδαίους Μοναχούς, κατοικούντας εις κελλία περί τον πύργον του Δαβίδ. Λοιπόν οικοδομήσας Μοναστήριον πλησίον της Επισκοπής, υπεδέχετο τους Μοναχούς και έδιδεν εις αυτούς όλα τα χρειαζόμενα, τροφάς και ενδύματα. Όθεν πολλοί εις ολίγον καιρόν συνήχθησαν, των οποίων τα κελλία, εις τα οποία κατώκουν το πρότερον, ηγόρασεν ο μακάριος Σάββας, δια να τα κάμη πανδοχεία και να υποδέχηται εις αυτά τους ξένους. Επήρε λοιπόν εν μέρος εξ αυτών, όσα τον έφθανον τα αργύρια, τα οποία είχε. Θέλων δε να αγοράση και μερικά άλλα, τα οποία ήσαν πολύ χρήσιμα και αναγκαία εις την Λαύραν, δεν είχε να τα πληρώση, διότι δεν του ευρίσκοντο άλλα χρήματα, ειμή μόνον ήμισυ φλωρίον· πλην έχων τας ελπίδας του όλας προς τον Κύριον, έδωκεν εκείνα τα ολίγα χρήματα δι΄ αρραβώνα των εχόντων τα κελλία, συμφωνήσας μετ΄ αυτών, ότι εάν κατά την επομένην δεν δώση εις αυτούς ολόκληρον την αξίαν των να χάνη και τον αρραβώνα. Ταύτα συμφωνήσας, απέβλεπε μόνον προς την ακένωτον δεξιάν του παντοδυνάμου Δεσπότου, εις τον οποίον εστήριζε τας ελπίδας του, να του δώση βοήθειαν· όθεν και της ελπίδος του ταύτης δεν απέτυχε. Το πρωϊ, ως εξημέρωσεν, ήλθε προς αυτόν εις ξένος άνθρωπος άγνωστος, τον οποίον δεν είχεν ίδει ποτέ και έδωσεν εις αυτόν φλωρία χρυσά εκατόν εβδομήκοντα, χωρίς δε να μείνη ή να του είπη κανένα λόγον ή όνομα, ανεχώρησεν. Ο δε Σάββας εγνώρισε πόθεν ήλθε προς αυτόν τόση βοήθεια και ηυχαρίστησε τον Κύριον· όθεν και την τιμήν των καλλίων επλήρωσε και έτερον οίκον μέγαν έκτισε και άλλους δύο εις το Καστέλλιον και ένα εις την Αγίαν Πόλιν πλησίον εις τον Πύργον του Δαβίδ και έτερον εις την Ιεριχώ, δια να υποδέχωνται τους ξένους, οίτινες ήρχοντο εις προσκύνησιν. Έχοντος λοιπόν του Αγίου τοσούτον ζήλον, του έστειλεν ο Θεός και δύο κτίστας πεπαιδευμένους, αδελφούς κατά σάρκα, το γένος Ισαύρους, την κλήσιν Θεόδουλον και Γελάσιον· όθεν έχων τοιούτους τεχνίτας υπηκόους ωκοδόμησεν όσας ελλείψεις είχεν η Λαύρα έτι δε και έτερα Μοναστήρια, δεξαμενάς υδάτων, πηγάς, φούρνους, ζυμωτήρια, νοσοκομεία και άλλα διάφορα. Έκτισε δε και Ναόν μέγιστον και υπέρκαλον, διότι δεν εχώρουν εις τον πρώτον οι αδελφοί και εγκαινιάσας αυτόν ο Πατριάρχης Ηλίας, τον αφιέρωσεν εις το όνομα της υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου Μαρίας. Βλέποντες οι κακότροποι εκείνοι και συκοφάνται μαθηταί αυτού, περί των οποίων προείπομεν, ότι οι αδελφοί επληθύνοντο και πάντα τα της Λαύρας ήνθουν και προέκοπτον εις το καλύτερον, εφθόνουν, και ως κακόγνωμοι επεβουλεύοντο τον Άγιον και καθ΄ εκάστην έπλεκον δόλους, μηχανώμενοι πάντα τρόπον δια να τον βλάψουν οι άφρονες. Ο δε Όσιος, ως μαθητής γνήσιος της ειρήνης, δίδων τόπον εις την οργήν, ανεχώρησεν από την Λαύραν, δια να μη τον βλέπουν, προτιμών να πολεμή με τους δαίμονας μάλλον ή με τους ανθρώπους. Τούτο δε έκαμε δια δύο τινά, ένα μεν δια να μαράνη τον φθόνον με την αποδημίαν αυτού και δεύτερον δια να νικήση την κακίαν με την πολλήν ανεξικακίαν και επιείκειαν. Απήλθε λοιπόν εις τα μέρη της Σκυθοπόλεως, εις τόπον έρημον, εις ποταμόν καλούμενον των Γαδάρων· εις αυτόν εύρεν ευρύχωρον σπήλαιον, εις το οποίον κατώκει λέων μέγας και φοβερώτατος. Αφού εποίησεν ευχήν ο Άγιος ώραν ικανήν, απεκοιμήθη εκεί εις το σπήλαιον και την ώραν του μεσονύκτου ήλθεν εκείνο το δεινόν θηρίον και ευρόν αυτόν κοιμώμενον, εδάγκασε την άκραν του ιματίου ταπεινά και τον έσυρε με πολλήν ημερότητα, δια να τον φέρη έξω του σπηλαίου. Ο Όσιος, έξυπνος γενόμενος και ιδών τοιαύτην θέαν φοβερωτάτην, δεν εδειλίασεν, αλλ΄ ήρχισε να αναγινώσκη την ακολουθίαν του Όρθρου· ο δε λέων, ιδών αυτόν, ότι προσεκύνει και ηύχετο, αφήκεν αυτόν και παραμερίσας (ω του θαύματος!) ανέμενεν, έως να είπη την Ακολουθίαν ο Άγιος, ο οποίος, αφού ετελείωσεν, έπεσε πάλιν να κοιμηθή ολίγον εις τον τόπον εις τον οποίον είχεν ο λέων την στρώσιν του. Τότε εκείνος, ως είδεν ότι έπεσε πάλιν ο Όσιος, ήρπασεν αυτόν με τους οδόντας του από το ιμάτιον και τον έσυρε δυνατά να τον εκβάλη από τον οίκον του· ο δε Σάββας είπε προς αυτόν· «Τι κοπιάς, θηρίον, να με διώξης; Το σπήλαιον είναι μεγάλον και φθάνει και δια τους δύο μας· αν λοιπόν θέλης να κατοικώμεν ομού, ησύχασον· εάν πάλιν δεν σου αρέση, ύπαγε να εύρης άλλο κατοικητήριον και άφες τούτο εις εμέ, διότι εγώ επλάσθην εκ χειρός Κυρίου και ετιμήθην κατ΄ εικόνα αυτού και ομοίωσιν». Ταύτα είπεν ο Σάββας με ταπεινήν λαλιάν και υπακούσαν το θηρίον (ω των μεγίστων τεραστίων σου, παντοδύναμε Κύριε!) ανεχώρησεν εκείθεν και αφήκε τον Άγιον ανενόχλητον. Αφού δε κατώκησεν εκεί ο Όσιος ημέρας πολλάς, ηκούσθη η φήμη αυτού εις όλα εκείνα τα περίχωρα· όθεν συνήχθησαν και εκεί πολλοί και μάλιστα νέος τις επιφανής, υιός πλουσίων γονέων, Βασίλειος το όνομα, όστις έμεινεν εις την υπακοήν του Σάββα και ηγωνίζετο. Λησταί δε τινες, νομίζοντες ότι είχε χρήματα πολλά ο Βασίλειος, επήγαν την νύκτα να του τα κλέψωσι και μηδέν ευρόντες, εθαύμασαν την ακτημοσύνην αυτών και την ανείκαστον πενίαν και ευλαβούμενοι ανεχώρησαν. Οδεύσαντες δε ολίγον διάστημα πέραν του σπηλαίου τους συνήντησαν λέοντες φοβεροί και εξαίσιοι εις το μέγεθος, φοβηθέντες λοιπόν και μη έχοντες άλλην βοήθειαν, είπον ταύτα· «Σας ορκίζομεν δια των ευχών του Μοναχού Σάββα, να μη μας βλάψητε». Οι δε λέοντες, ακούσαντες αυτό το σεβάσμιον όνομα, ως να ήθελον λάβει βαρείαν πληγήν, ευθύς έφυγον. Θαυμάσαντες οι λησταί το παράδοξον επέστρεψαν εις το σπήλαιον, και ανήγγειλαν εις τον Άγιον το γενόμενον τεράστιον και υπεσχέθησαν να μη αδικήσουν πλέον ουδένα, αλλά με τον κόπον των να ζωοτροφώνται και ούτως εποίησαν. Αύτη η φήμη, ότι και τα ανήμερα θηρία ηυλαβούντο τον Σάββαν, επλήρωσε τα περίχωρα, και τον εσέβοντο· όθεν πολλοί ήρχοντο μετ΄ ευλαβείας να τον βλέπωσιν. Ο δε Όσιος, φεύγων πάλιν τον έπαινον, αφήκε Προεστώτα εις τους εκεί Μοναχούς ενάρετόν τινα, ονόματι Ταράσιον, και ανεχώρησε. Νομίζων δε ο Όσιος ότι εκ της πολυκαιρίας θα έπαυσεν ο φθόνος των κακίστων εκείνων Μοναχών, επέστρεψε πάλιν εις την Λαύραν, αλλ΄ εύρεν ηυξημένον μάλλον το πάθος και δριμύτερον τον φθόνον, διότι εις την κατά του Οσίου καταδρομήν ενέμενον όχι μόνον οι πρώτοι, περί των οποίων είπομεν ανωτέρω, αλλά και έτεροι πολλοί, τους οποίους παρέσυρον εις την πονηράν των γνώμην οι πρώτοι, ήσαν δε τώρα όλοι τον αριθμόν εξήκοντα, οίτινες εκίνουν δολίως τα χείλη, κανά και μάταια μελετώντες κατά του Αγίου και έπραττον καθ΄ εκάστην σκάνδαλα εις όλην την Λαύραν και πολλήν σύγχυσιν. Ο δε Σάββας, βλέπων την απώλειαν αυτών, ελυπείτο και τα σπλάγχνα δεινώς εκόπτετο και ηγωνίζετο, όσον ηδύνατο, να νικήση τον μεν φθόνον των με την αγάπην και την μακροθυμίαν, την δε κακίαν των με την χρηστότητα και την καλωσύνην, αλλά δεν ηδυνήθη να τους φέρη εις μεταμέλειαν, επειδή, καθώς λέγει και η παροιμία, ο κάβουρας δεν περιπατεί ποτέ ορθά, ούτε ο Άραψ λευκαίνεται. Όθεν ο Όσιος ανεχώρησε πάλιν από την ποίμνην του και απελθών εις τα όρια της Νικοπόλεως κατώκησε κάτωθεν μιας κερατίδος (χαρουπιάς) σκεπόμενος υπό των κλάδων αυτής και τρεφόμενος από τα κεράτια. Αλλ΄ ο Πανάγαθος Θεός, δια τον οποίον έπασχε ταύτα, τον εφρόντιζε και εκεί και τον κατέστησε περιβόητον και σεβάσμιον εις όλους, διότι ο κύριος τού αγρού εκείνου, μαθών την αρετήν του ανδρός, επήγε και του έκτισε κελλίον και παν ό,τι εχρειάζετο του εκόμιζεν. Οι δε επίβουλοι εκείνοι στασιασταί, ευρόντες αφορμήν συκοφαντίας την μακράν αποδημίαν του διδασκάλου των, διέδωσαν φήμην ψευδή, η οποία ηκούσθη εις όλα τα Μοναστήρια, ότι ο Σάββας έγινε θηριάλωτος, ότι δηλαδή τον έφαγαν τα θηρία· έπειτα απήλθον εις την Αγίαν Πόλιν και είπον εις τον Πατριάρχην ταύτα· «Δέσποτα Άγιε, ο διδάσκαλος ημών πηγαίνων εις την έρημον της Νεκράς θαλάσσης εφαγώθη από ένα λέοντα και σε παρακαλούμεν, αν θέλης, να μας δώσης άλλον Ηγούμενον». Ο δε Πατριάρχης απεκρίθη· «Δεν θέλω πιστεύσει ποτέ ότι αφήκεν ο Θεός τοιούτον φίλον του και αγιώτατον άνθρωπον να τον φάγωσι τα θηρία. Υπάγετε λοιπόν να τον αναζητήσητε επιμελώς, και να τον εύρητε, ή υπομείνατε έως ου τον φανερώση ο Κύριος». Επέστρεψαν λοιπόν οι δόλιοι άπρακτοι. Μετά τινας δε ημέρας, ότε ήτο η εορτή των Εγκαινίων (13 Σεπτεμβρίου), ήλθεν ο Σάββας μετά τινων αδελφών εις την Αγίαν Πόλιν κατά το σύνηθες· ιδών δε αυτόν ανελπίστως ο Πατριάρχης εχάρη λίαν και τον παρεκάλει να μη αφήση πλέον την ποίμνην του έρημον, αλλά να έχη την φροντίδα αυτής, να την κυβερνά όσον δύναται. Ο δε Όσιος προφασιζόμενος έλεγεν ότι δεν ήτο άξιος να ποιμάνη τόσα λογικά πρόβατα. Τότε ο Πατριάρχης είπε προς αυτόν· «Εάν παρακούσης την εντολήν μου αυτήν δεν θέλεις πλέον ίδει το πρόσωπόν μου, επειδή δεν υποφέρω να βλέπω άλλους να τρυγούν τους πόνους σου». Τότε ο μακάριος Σάββας εξ ανάγκης, δια να μη γίνη παρήκοος εφανέρωσε εις τον Πατριάρχην τους λόγους, οι οποίοι τον εξηνάγκασαν να φεύγη. Ο δε Πατριάρχης έγραψεν αμέσως εις τους Μοναχούς άπαντας τα εξής: «Αδελφοί και τέκνα εν Χριστώ, μάθετε ότι ο πατήρ και διδάσκαλός σας δεν έγινε θηριάλωτος, καθώς είπατε, αλλ΄ ιδού έρχεται και πάλιν εις την ποίμνην του, επειδή τον παρεκάλεσα, διότι είναι άδικον να υστερηθή την Λαύραν, την οποίαν μετά τόσων κόπων και πόνων έκτισεν. Υποδεχθήτε λοιπόν αυτόν μετά της προσηκούσης τιμής· εάν δε και τινες εξ υμών φανώσιν απειθείς, ως αυθάδεις και υπερήφανοι, μη θέλοντες να υποτάσσωνται εις τον κανονικόν των ποιμένα, προστάσσω να τους διώξητε παρευθύς δια να μη προξενώσι σκάνδαλα». Λαβών λοιπόν ο Σάββας την επιστολήν απήλθεν εις την Λαύραν, όπου και ανέγνωσαν αυτήν εις επήκοον πάντων. Οι δε στασιασταί εκείνοι, ταύτα ακούσαντες, ήρπασαν ευθύς δικέλλας και λαξευτήρια και εκρήμνισαν από θεμελίων μετά θυμού και οργής τον πύργον, τον οποίον είχον εκτισμένον, αρπάσαντες δε ως άγριοι δαίμονες τους λίθους και τα ξύλα, τα έρριπτον εις τον χείμαρρον. Αφού λοιπόν οι αποστάται εκείνοι Μοναχοί ταύτα έπραξαν, αρπάσαντες τα ράσα των Μοναχών και ό,τι άλλο ηδυνήθησαν, έφυγον εκείθεν και απήλθον εις την Μονήν του Σουκά, αλλά δεν τους εδέχθη ο Ηγούμενος αυτής Ακυλίνος, όστις ήτο ενάρετος άνθρωπος και εγνώριζε την κακήν των γνώμην, εκείνοι δε απήλθον εις τινα χείμαρρον, Θεκώον καλούμενον, εις τον οποίον ήσαν παλαιά τινα κελλία, τα οποία διώρθωσαν, κτίζοντες και έτερα εκ θεμελίων και κατώκησαν εκεί επονομάσαντες αυτά Νέαν Λαύραν. Και αυτά μεν έκαμαν εκείνοι· οι δε επίλοιποι αδελφοί, αφού ανεσπάσθησαν τα ζιζάνια, έμειναν ως ο αφιερωμένος εις τον Θεόν σίτος, εύχρηστος και καθαρώτατος. Ο δε ανεξίκακος Σάββας, μαθών που κατώκησαν οι αποστατήσαντες, εφόρτωσε τα υποζύγια της Λαύρας και του Καστελλίου τρόφιμα και ό,τι άλλο εχρειάζετο και επήγε να τους φιλοδωρήση. Εκείνοι δε ιδόντες αυτόν μακρόθεν εγόγγυζον προς αλλήλους, λέγοντες· «Βλέπετε, ότι ούτε εδώ δεν μας αφήνει ειρηνικούς αυτός ο κίβδηλος, αλλ΄ έρχεται πάλιν να μας σκανδαλίση»; Ο δε Όσιος πλησιάσας τους εχαιρέτησε μετά πολλής ταπεινώσεως, και τους έδωκε την δωρεάν. Ιδών δε ότι είχον μεγάλην ανάγκην από Ναόν και Προεστώτα, όστις να τους καθοδηγή, διότι έκαμνον πολλάς αταξίας και είχον μεγάλην σύγχυσιν μεταξύ των, ανέφερε πάντα ταύτα εις τον Πατριάρχην και τον παρεκάλεσε να τους βοηθήση και εκείνος, δίδων εις αυτούς Ηγούμενον. Ο δε Πατριάρχης έδωκεν εις τον Άγιον φλωρία εβδομήκοντα και εξουσίαν να τους κυβερνήση, ως βούλεται. Επεριποιήθη λοιπόν αυτούς ο Όσιος επιμελώς εις όλα τα χρειαζόμενα, ούτως ώστε να μη τους λείπει τίποτε, τους έκτισε δε και Ναόν πλουσιώτατον, αρτοποιείον και έτερα όσα ήσαν αναγκαία· τους έδωκε δε και Προεστώτα ενάρετόν τινα και προορατικόν Μοναχόν, Ιωάννην ονόματι, καταγόμενον από την Ελλάδα, όστις εγνώριζε τα μέλλοντα και προεφήτευσεν εις την τελευτήν αυτού όσα σκάνδαλα και αιρέσεις έμελλον να γίνουν εις εκείνην την Λαύραν. Όσα δε προείπεν, ετελειώθησαν όλα, τα οποία όμως αφήνω δια βραχύτητα, επειδή δεν είναι αρμόδια· αλλά πρέπον είναι να γράψω του Οσίου τα κατορθώματα, όστις αφού έκαμε διαλλαγήν με τους αποστάτας και εκυβέρνησε την Μονήν αυτών ως ηδύνατο, επιστρέψας εις την Λαύραν και ποιήσας εκεί έως την εικοστήν (20) Ιανουαρίου κατά την τάξιν, ανεχώρησε πάλιν εις την έρημον. Ιάκωβος δε τις Ιεροσολυμίτης, τον τρόπον αυθάδης, παρεκίνησε και άλλους τινάς ομοίους αυτού εις την υπερηφάνειαν και απελθόντες εις τόπον καλούμενον Επτάστομον λάκκον επεχείρησαν να κάμουν ιδικόν των Μοναστήριον. Εθεμελίωσαν λοιπόν Ναόν, κελλία και άλλα χρειαζόμενα κτίρια. Οι δε αδελφοί της Λαύρας ηγανάκτησαν και δεν τους άφησαν να τελέσουν τα μελετώμενα. Αυτοί δε είπον, ότι με την συγκατάθεσιν του Σάββα τα έκτιζαν· όθεν τούτο ακούσαντες, δεν τους ημπόδισαν, νομίζοντες ότι την αλήθειαν λέγουσιν. Επανελθών δε εις την Λαύραν ο θείος Σάββας, εκάλεσε τον Ιάκωβον και ενουθέτησεν αυτόν πατρικώς να απέχη του εγχειρήματος, διότι η γνώμη του δεν ήτο κατά Θεόν, επειδή, πριν παιδαγωγήση εαυτόν, ήθελε να γίνη άλλων Προεστώς και Ηγούμενος. Ο Ιάκωβος όμως, ως φιλόνεικος, ηναντιούτο εις τας ψυχοφελείς νουθεσίας του Οσίου και δεν επροθυμοποιείτο να τηρήση την εντολήν του. Ο δε Σάββας είπε προς αυτόν· «Εγώ, τέκνον μου, κατά Θεόν σε συμβουλεύω και συ απειθείς; Πρόσεχε μήπως πάθης μεγάλην ζημίαν και τότε θα γνωρίσης το συμφέρον σου». Ταύτα ειπών ο Άγιος απήλθεν εις τον πύργιον, ευθύς δε ήλθε κλόνος εις τον Ιάκωβον και έτρεμεν όλον το σώμα του· έπειτα του ήλθε πυρετός λαύρος, επί επτά δε μήνας κατέκειτο, ελεεινώς οδυνώμενος. Απελπισθείς λοιπόν της ζωής παντελώς ο Ιάκωβος και ενθυμηθείς την παρακοήν του εις τας εντολάς του Αγίου, παρεκάλεσε τους αδελφούς να τον υπάγωσι βαστακτόν εις τους πόδας αυτού, και να παρακαλέσουν τον Όσιον να τον λύση από τον δεσμόν της παρακοής, δια να μη αποθάνη ασυγχώρητος. Τούτου γενομένου, ευθύς ως τον είδεν ο πράος και άκακος Σάββας τον συνεπάθησε και είπε προς αυτόν με πραότητα· «Εγνώρισες, αδελφέ, ποίος είναι ο καρπός της αυθαδείας και ποία τα επίχειρα της παρακοής»; Ο δε μετά βίας και κόπου πολλού ηδυνήθη να ομιλήση από το βάρος της ασθενείας ειπών ταύτα· «Συγχώρησόν μοι, Πάτερ τίμιε, επειδή χωρίζομαι πλέον από την ποίμνην σου και υπάγω εις την τελευταίαν αποδημίαν». Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Ο Θεός, αδελφέ, να σε συγχωρήση». Ούτως ειπών, έλαβεν αυτόν από την χείρα και, ω του θαύματος! ως του ήγγισεν η δεξιά του Αγίου, έφυγεν εξ αυτού η δεινή εκείνη ασθένεια και εγένετο όλως υγιής, έπειτα κοινωνήσας αυτόν των θείων Μυστηρίων, του έδωκε και σωματικήν τροφήν όθεν εθαύμασαν άπαντες, βλέποντες εσθίοντα και περιπατούντα τον άνθρωπον αυτόν, όστις πρότερον δεν ηδύνατο να ομιλήση ή να σαλεύση ποσώς. Έδωκε λοιπόν κανόνα εις τον ιατρευθέντα ο Όσιος να μη υπάγη πλέον εις το Μοναστήριον, το οποίον έκτισε. Ταύτα μαθών και ο Πατριάρχης έστειλεν ανθρώπους και εκρήμνισαν εκ θεμελίων την οικοδομήν εκείνην της παρακοής. Ακολούθως έκτισεν ο Άγιος άλλα κελλία μακράν απ΄ εκεί πέντε στάδια και Ναόν ευκτήριον, τον δε Ιακώβ προσέταξε να υπηρετή τους ξένους, οίτινες ήρχοντο εις προσκύνησιν, δια να γυμνασθή εις την υπακοήν, υπηρέτει δε και εις όλας τας υπηρεσίας του μαγειρείου. Επειδή όμως δεν είχεν ουδόλως πείραν τοιούτου επιτηδεύματος, έσφαλλε πολλάκις, μάλιστα δε ημέραν τινά εμαγείρευσε κουκκία υπέρ τα χρειαζόμενα και επερίσσευσαν πολλά, τα οποία δεν εφύλαξε να τα φάγωσι την επομένην, αλλ΄ ως άπειρος τα έρριψεν ως να ήσαν σκύβαλα. Ταύτα ιδών ο Σάββας επήγε κρυφίως και τα εμάζευσε, ξηράνας δε αυτά εις τον ήλιον, τα έβρασεν επιμελώς με μυρωδικά και εκάλεσε τον Ιάκωβον να συμφάγουν εις την τράπεζαν. Καθώς δε έτρωγον, είπεν ο Σάββας εις τον Ιάκωβον· «Συγχώρησόν μοι, εάν δεν είναι καλόν το μαγείρευμα, διότι δεν ήξευρα να το κάμω καλύτερον». Λέγει ο Ιάκωβος· «Μάρτυς μου ο Κύριος, πολύν καιρόν έχω να φάγω νοστιμώτερον μαγείρευμα». Λέγει και ο Άγιος· «Γνώριζε, τέκνον, ότι τα κουκκία, τα οποία απέρριψας ως άχρηστα εις το ρυάκι, αυτά είναι. εάν λοιπόν δεν είσαι άξιος να παρασκευάσης μίαν χύτραν μαγείρευμα, πως θα γίνης Προεστώς αδελφών, να κυβερνήσης ψυχάς ανθρώπων; Ή δεν ήλουσες τον μακάριον Παύλον, λέγοντα ότι, Όστις δεν γνωρίζει να κυβερνήση τον οίκον του, πως θα γίνη Προεστώς Εκκλησίας;» (Α΄ Τιμ. γ: 5). Ταύτα λέγων ο μέγας Σάββας και νουθετήσας αυτόν πρεπόντως και ικανώς, τον απέλυσεν. Μετά καιρόν, ησυχάζων εις το κελλίον του ο Ιάκωβος, επειράζετο πολύ από λογισμούς πορνείας και τόσον τον επολέμησεν ο διάβολος και τοιούτον σκάνδαλον του έδωκεν, ώστε απέκοψεν ο ασύνετος τα παιδαγόνα του μόρια. Έπειτα εφώναζε από τους πόνους βασανιζόμενος. Οι δε Μοναχοί συναχθέντες παρεσκεύασαν φάρμακα, όπως ηδύναντο. Ταύτα μαθών ο Άγιος εδίωξεν τον Ιάκωβον ως επίβουλον της ιδίας αυτού ζωής, έδειξεν όμως ούτος κατόπιν ικανήν μετάνοιαν, και στενάζων εξ όλης καρδίας απήλθεν εις τον μακάριον Θεοδόσιον και έπεσεν εις τους πόδας αυτού με θερμά δάκρυα διηγούμενος το πάθημά του και ικετεύων αυτόν να μεσιτεύση εις τον Σάββαν, να του συγχωρήση το έγκλημα. Τούτο ποιήσας ο Θεοδόσιος, συνεχώρησεν ο Σάββας τον Ιάκωβον δια την αγάπην του φίλου του και δεξάμενος αυτόν εις την Λαύραν, του έδωκε κανόνα βαρύτατον, να μη εξέλθη πλέον ουδόλως από το κελλίον του, ούτε να ομιλήση μετά τινος, αλλά να προσεύχηται μετά δακρύων προς τον Κύριον ακατάπαυστα, να τον συμπαθήση ως εύσπλαγχνος. Αποδεχθείς λοιπόν μετά χαράς τον κανόνα ο Ιάκωβος έδειξε τοιαύτην μετάνοιαν, ώστε τον συνεχώρησεν ο Κύριος, έδειξε δε και εις τον Άγιον και οπτασίαν, δια να τον λύση και αυτός από τον δεσμόν του κανόνος. Είδε λοιπόν εις το όραμά του λαμπρόν τινα και αστραπόμορφον άνδρα ιστάμενον πλησίον αυτού, ήτο δε εκεί και ο Ιάκωβος· εις δε τους πόδας αυτού έκειτο εις νεκρός. Ποιήσας δε ευχήν δια τον νεκρόν ο Ιάκωβος, τον ανέστησε. Τότε λέγει εις τον Σάββαν ο φαινόμενος· «Ιδού ο νεκρός εγήγερται, λοιπόν συγχώρησον και συ τον εγείραντα». Ταύτα ιδών ο Σάββας, επρόσταξε τον Ιάκωβον να εξέλθη του κελλίου του. Εξελθών δε εκείνος ησπάσθη όλους τους αδελφούς και εκοινώνησε τα θεία Μυστήρια, κατά δε την εβδόμην ημέραν απήλθε προς Κύριον. Γέρων δε τις από την Βηθανίαν ορμώμενος, ονόματι Άνθιμος, ήτο απέναντι του χειμάρρου εις αναχωρητικόν κελλίον, εις τον οποίον διέτριψεν έτη τριάκοντα, μετερχόμενος πάσαν αρετήν εις τον αγώνα της ασκήσεως. Κατά δε το γήρας αυτού ησθένησε βαρέως και έκειτο κλινήρης, μη δυνάμενος να σαέύση από την ασθένειαν. Ιδών δε αυτόν ο Άγιος τοσούτον ταλαιπωρούμενον, τον παρεκάλεσεν όπως δεχθή να τον φέρουν εις εν κελλίον της Λαύρας, δια να τον υπηρετήσουν οι αδελφοί, αλλά δεν ηθέλησεν ο μακάριος, λέγων· «Εδώ ελπίζω εις τον Κύριόν μου να τελειώσω, όπου εξ αρχής κατώκησα». Εν μια λοιπόν των νυκτών εγερθείς ο μακάριος Σάββας προ της συνάξεως, ήκουσε γλυκυτάτην ψαλμωδίαν και νομίζων ότι οι αδελφοί έψαλλον τον Όρθρον, ηπόρησε πως ούτοι δεν έλαβον κατά την τάξιν συγχώρησιν. Απελθών λοιπόν εις την Εκκλησίαν και ευρών τας θύρας κεκλεισμένας, επέστρεψεν εις το κελλίον, αλλά και πάλιν ήκουεν ηδυτάτην ωδήν και έψαλλον ταύτα· «Διελεύσομαι… εν φωνή αγαλλιάσεως και εξομολογήσεως, ήχου εορτάζοντος» (Ψαλμ. μα: 5). Εννοήσας τότε ο Άγιος ότι από την κέλλαν του μακαρίου Ανθίμου εξήρχετο η φωνή, εξύπνησεν όλην την αδελφότητα και απελθόντες μετά κηρών και θυμιαμάτων εύρον αυτόν μόνον εις το κελλίον τελειωθέντα και λαβόντες το άγιον αυτού λείψανον ευλαβώς και τελέσαντες όσα ο νόμος διακελεύεται, εντίμως αυτόν ενεταφίασαν. Έτερος δε τις αδελφός, Αφροδίσιος καλούμενος, ήτο εις την Μονήν του Θεοδοσίου, το γένος Ασιανός, μεγάλος κατά το ανάστημα του σώματος και τοσούτον ισχυρός και ανδρείος, ώστε εσήκωνεν από την γην μόνος του με μεγάλην ευκολίαν σίτου μόδια δώδεκα (Μόδιον=3.6 περίπου κιλά). Τούτον έβαλον εις τους ημιόνους επιμελητήν, ημέραν δε τινά εκτύπησεν ούτος ένα ημίονον εις το πρόσωπον και απέθανεν· έπειτα λαβών το σαμάριον και το φορτίον αυτού απήλθεν εις την Λαύραν. Ο δε Σάββας ιδών αυτόν, ότι μετενόησεν εξ όληε ψυχής δια το αμάρτημα και ήτο πρόθυμος να εκτελέση τον πρέποντα κανόνα, τον προσέταξε να κάθηται εις την κέλλαν του, χωρίς να ομιλήση με άλλον τινά το σύνολον, να μη εξέλθη ποτέ της Λαύρας και να εγκρατεύεται κατά τε την γλώσσαν και την κοιλίαν του. Ταύτην την εντολήν ο γενναίος δεξάμενος, εφάνη μάλλον κατά την ψυχήν ή το σώμα ανδρείος και ισχυρός, παραμείνας τριάκοντα ολόκληρα έτη κεκλεισμένος εις το κελλίον του. Δεν είχε χύτραν ή χάλκωμα, δεν ήναψε πυρ, δεν εδοκίμασεν έλαιον, ούτε έπιεν οίνον ή σίκερα· δεν είχεν ιμάτιον δεύτερον, αλλ΄ εκοιμάτο εις το ψαθίον, κλαίων καθ΄εκάστην και εργαζόμενος το εργόχειρον, ήτοι έπλεκε καθ΄ έκαστον μήνα σπυρίδας ενενήκοντα, τας οποίας έδιδεν εις ένα αδελφόν της Λαύρας, όστις του έφερε την ζωοτροφίαν. Συνέκειτο δε αύτη εξ όσων επερίσσευον από τους αδελφούς, τα οποία δεν έτρωγεν άλλος τις είτε λάχανα είτε όσπρια· ταύτα ετοποθέτουν εις λεκάνην και του τα έστελλον· εάν δε ταύτα είχον και δυσοσμίαν τινά δεν τα επέστρεφεν ο μακάριος, αλλ΄ ως από Θεού δωρεάν στελλόμενα τα έτρωγε μετ΄ ευχαριστίας.
Εις
αυτήν λοιπόν την διαγωγήν διαρκέσας ο αδαμάντινος εκείνος και του αδάμαντος
χρησιμώτερός τε και γενναιότερος τριάκοντα έτη, ως είπομεν, χωρίς να αηδιάση
ουδόλως ή να ασθενήση ή να πονέση ο στόμαχός του, ηξιώθη και προορατικού
χαρίσματος. Γνωρίζων δε πότε έμελλε να αναπαυθή, το είπεν εις τον Όσιον επτά
ημέρας ενωρίτερον, ζητών συγχώρησιν να του επιτρέψη να υπάγη να αποχαιρετήση
τον Θεοδόσιον και να επιστρέψη πάλιν εις το κελλίον του. Ο δε Όσιος, επειδή και
αυτός εκ θείας αποκαλύψεως εγνώρισε την τελευτήν αυτού, τον έστειλε με άλλον
αδελφόν καλούμενον Θεόδουλον, ενεχείρισε δε εις αυτούς και επιστολήν εις την
οποίαν έγραφε ταύτα· «Ιδού, αδελφέ εν Χριστώ, φίλτατε κύριε Θεοδόσιε, στέλλω
σοι τον κοινόν ημών αδελφόν Αφροδίσιον, άνθρωπόν ποτε σάρκα φορούντα, νυν δε με
την Χάριν του Θεού γενόμενον Άγγελον». Τούτον υποδεξάμενος ο μέγας Θεοδόσιος
και φιλεύσας και ασπασάμενοι τον τελευταίον ασπασμόν απεχαιρετίσθησαν και
επιστρέψας εις το κελλίον του και ολίγον ασθενήσας απήλθε προς Κύριον,
ανταλλαξάμενος αντί των επιγείων τα επουράνια. Το δε θείον αυτού και ιερόν
λείψανον, συναχθέντες όλοι οι Άγιοι Πατέρες των Μοναστηρίων ενεταφίασαν μετά
λαμπάδων και θυμιαμάτων εις τόπον επίσημον.
Τοιούτος διδάσκαλος προς αρετήν ήτο ο μέγας Σάββας και ούτως ωραίους
συνήθροιζε τους καρπούς των πόνων του. Τόσον μεγάλα και θαυμάσια ήσαν τα ένθεα
αυτού κατορθώματα, ήτοι τα τόσα Μοναστήρια και αι τόσαι άλλαι οικοδομαί τας
οποίας έκτισε, τα συνεχή κατά των δαιμόνων τρόπαια, η των υποσκελισθέντων
αδελφών επανόρθωσις, τους οποίους από ανθρώπους κατέστησεν Αγγέλους και το να προβλέπη
τα μέλλοντα. Αλλ΄ ας είπωμεν και τα επίλοιπα.
Πόλις είναι πέραν του Ιορδάνου εις το ανατολικόν μέρος, Μεδαπά
καλουμένη, της οποίας οι άνθρωποι ηυλαβούντο πολύ τον Όσιον δια την πνευματικήν
ωφέλειαν, την οποίαν ελάμβανον παρ΄ αυτού και του έφερον προς αντιμισθίαν πολλά
αναγκαία πράγματα δια τας ανάγκας των Μοναστηρίων. Εις δε εξ εκείνων, ονόματι
Γερόντιος, ήτο από πολλού ασθενής και απελθών εις την Αγίαν Πόλιν χάριν
προσκυνήσεως, ηθέλησε να αναβή και εις το όρος των Ελαιών. Ανελθών λοιπόν εις
υποζύγιον, επήγαινεν έφιππος, καθ΄ οδόν όμως, είτε από πειρασμόν του δαίμονος,
είτε από άλλην τινά αιτίαν, συνέπεσε να ταραχθή το κτήνος· όθεν έπεσεν ο
δυστυχής Γερόντιος και τόσον συνετρίβησαν τα οστά του, ώστε ουδείς ιατρός
ετόλμα να επιχειρισθή τι επ΄ αυτού, αλλ΄ όλοι κοινώς απεφάνθησαν, ότι μέλλει να
αποθάνη. Εις δε αδελφός του Γεροντίου νεώτερος, ιδών αυτόν τοιουτοτρόπως
ελεεινώς συντριβέντα, ελυπήθη κατά πολλά και γνωρίζων, ότι η προσευχή του
μακαρίου Σάββα ήτο ταχύτατον και ωφελιμώτατον φάρμακον κατά πάσης ασθενείας και
ότι οι ιατροί βασανίζουν μεν επί μακρόν τον ασθενή, μόνον όμως τον πλούτον του
κατατρώγουν, χωρίς ουδόλως να τον ωφελήσουν, τρέχει παρευθύς εις την Λαύραν και
πίπτει εις τους πόδας του Αγίου, την συμφοράν τού αδελφού οδυρόμενος και
παρακαλών αυτόν να κοπιάση να τον ίδη. Ταύτα ακούσας ο ευσπλαγχνικώτατος Άγιος
ελυπήθη και απόντα τον Γερόντιον και απελθών εις την οικίαν αυτού, εποίησε
πρώτον ευχήν προς Κύριον, έπειτα τον έχρισε με το σωτηριώδες έλαιον του Τιμίου
Σταυρού και παρευθύς, ω της οξυτάτης θεραπείας! Ο πρώην συντεθλασμένος τα μέλη
και ανενέργητος ευρέθη εις μίαν στιγμήν όλος υγιής, γεγονός το οποίον πάντας
τους παρόντας εξέπληξε, γνωρίσαντας την μεγάλην παρρησίαν, την οποίαν είχεν ο
Σάββας προς Κύριον. Ύστερον πάλιν απήλθεν ο υιός τού Γεροντίου, Θωμάς ονόματι,
και εύρε τον Άγιον εις τον ξενώνα, τον οποίον είχεν εις την Ιεριχώ. Ο δε Όσιος,
ασμένως αυτόν δεξάμενος, ηθέλησε και σωματικώς να τον φιλεύση και όταν εκάθησεν
εις την τράπεζαν, ηρώτησε τον υπηρέτην εάν είχεν οίνον να φέρη. Ο δε απεκρίνατο
ότι δεν είχεν οίνον, ειμή μόνον ολίγον όξος εις κολοκύνθιον. Ο δε Άγιος του
λέγει· «Ευλογητός ο Θεός, απ΄ αυτό το όξος να πίωμεν. Αυτός, όστις εποίησε το
ύδωρ οίνον, δύναται να μετατρέψη και τούτου την δριμύτητα». Ταύτα είπε το
μελιχρόν και ένθεον εκείνο στόμα και παρευθύς ευρέθη το όξος οίνος γλυκύτατος
ευφραίνων αληθώς καρδίαν ανθρώπου. Ο δε Όσιος προσέταξε να φέρουν πυρ και θυμίαμα,
λέγων· «Επισκοπή θεία έγινεν εις ημάς την ώραν ταύτην». Όχι δε μόνον έως εκεί
έμεινεν η θαυματουργία, αλλά και επλήθυνε τοσούτον ο οίνος, ώστε έφθασε δι΄
όλους και εχορτάσθησαν. Ο δε Θωμάς, εκπλαγείς δια την υπερβολήν του θαύματος,
εζήτησε παρά του Αγίου την κολοκύνθην, διότι είχεν ακόμη οίνον και λαβών αυτήν
ανεχώρησε με την συνοδείαν του, έφθασε δε ο επίλοιπος οίνος δι΄ όλον τον δρόμον
των και πάλιν ύστερον, αφού το κολοκύνθιον έμεινε κενόν, το εφύλαξεν ο Θωμάς ως
θησαυρόν πολυτίμητον και όταν ήθελεν ασθενήσει τις το επλήρωνεν ύδατος και το
έχυνεν εις τον ασθενή, όστις παρευθύς εθεραπεύετο.
Καιρόν
τινα απήρχετο ο Όσιος εις τον Ιορδάνην συνοδευόμενος από ένα μαθητήν του, νέον
την ηλικίαν, καθ΄ οδόν δε τους συνήντησαν κοσμικοί τινες, έχοντες εις την
συνοδείαν των κόρην ωραιοτάτην. Ο δε Όσιος, θέλων να δοκιμάση τον μαθητήν του,
εκύτταξε την κόρην και είπε προς αυτόν· «Η νέα αυτή, νομίζω, ότι είναι τυφλή·
ούτως έχει η αλήθεια»; Ο δε απεκρίνατο· «Όχι, Πάτερ, έχει και τους δύο
οφθαλμούς καλούς». Ο Άγιος πάλιν του λέγει· «Επλανήθης, τέκνον, διότι εγώ είδον
ότι λείπει ο εις οφθαλμός αυτής». Ο νέος, μη γνωρίζων την δοκιμασίαν του Οσίου,
είπε προς αυτόν· «Εγώ, Πάτερ, την εκύτταξα επιμελώς και έχει δύο λαμπρούς και
γλυκυτάτους οφθαλμούς». Τότε ο πάνσοφος, αφού τον έβαλεν εις τα δίκτυα και δεν
ηδύνατο πλέον να διαφύγη μεταχειριζόμενος πρόφασίν τινα, είπε προς αυτόν·
«Επειδή δεν ενθυμείσαι το παράγγελμα της Αγίας Γραφής, το οποίον λέγει· «Μη σε
νικήση κάλλους επιθυμία, μηδέ αγρευθής σοις οφθαλμοίς, μηδέ συναρπασθής από των
αυτής βλεφάρων» (Παροιμ. στ: 25), από τώρα και εις το εξής να μη εισέλθης πλέον
εις το κελλίον μου, έως να μάθης να χαλιναγωγής τας αισθήσεις σου και ιδίως την
όρασιν». Ούτως ειπών, απέστειλεν αυτόν εις το Καστέλλιον και έμεινεν εκεί, έως
ου επαιδαγωγήθη καλώς και τότε τον εδέχθη πάλιν χαίροντα εις την συνοδείαν
του.
Άλλοτε πάλιν έβραζεν ο μάγειρος κολοκύνθας δια τους κτίστας, οίτινες
έκτιζον, επάνω δε εις την ώραν, κατά την οποίαν ήθελε να σερβίρη το μαγείρευμα,
γευθείς εξ αυτού, το εύρε πικρότερον χολής· όθεν λυπηθείς πολύ, διότι ουδέν
άλλο είχον να προσφέρουν, το ανέφερεν εις τον Άγιον, όστις επήγεν εις το
μαγειρείον και ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις το στόμιον της χύτρας,
έδωσεν εντολήν εις τον μάγειρον να σερβίρη. Ούτω λοιπόν εποίησεν, η δε
κολοκύνθη ευρέθη γλυκυτέρα του μέλιτος. Άλλοτε πάλιν, περιπατών ο μακάριος εις
την οδόν, ήτις υπάγει από τον Ρουβάν εις τον Ιορδάνην, εύρε λέοντα μέγαν, εις
τον πόδα του οποίου είχε καρφωθή τεμάχιον ξύλου και δεν ηδύνατο να περιπατήση,
αλλ΄ έκειτο κατά γης. Ιδών δε τον Όσιον ο λέων, εσήκωσε τον πόδα του υψηλά και
του τον εδείκνυε δια να τον λυπηθή να του εκβάλη τον σκόλοπα. Ο δε Όσιος, ως
φιλάγαθος, ηυσπλαγχνίσθη και αφήρεσεν απ΄ αυτού επιδεξίως το ξύλον. Τότε ο
λέων, λησμονήσας ένεκα της ευεργεσίας την φυσικήν αυτού αγριότητα, και δια να
μη φανή προς αυτόν αχάριστος, ηκολούθησε μετά πάσης προθυμίας τον Άγιον και
υπετάσσετο εις αυτόν ως ευγνώμων δούλος.
Είχε δε ο Όσιος κοσμικόν τινα υπηρέτην, ονόματι Φλάϊον και ένα ονάριον,
το οποίον εφόρτωνεν ούτος και έκαμνε τας υπηρεσίας της Λαύρας. Οπόταν δε ο
Φλάϊος επήγαινε να εκτελέση άλλην υπηρεσίαν, έδιδε τον όνον εις τον λέοντα,
όστις κρατών με τους οδόντας του το σχοινίον, το οποίον είχεν εις τον χαλινόν
και απερχόμενος έβοσκεν αυτόν από πρωϊας έως εσπέρας, είτα τον επότιζε και
κατόπιν τον επήγαινεν εις το Μοναστήριον, τούτο δε εποίει πάντοτε καθ΄ όλας τας
εορτάς, ή όταν δεν τον εχρειάζοντο δια μεταφοράν τινα. Μετά πολλάς δε ημέρας,
απερχόμενος ο Φλάϊος εις υπηρεσίαν, ή από έπαρσιν αυτού, ή από φθόνον του
δαίμονος, περιέπεσεν εις πορνείαν και την ημέραν εκείνην, καθ΄ ην έπραξε την
αμαρτίαν ο Φλάϊος, εθυμώθη ο λέων και έφαγε τον όνον· όθεν ο Φλάϊος εγνώρισεν,
ότι δια την πτώσιν αυτού ο όνος απώλετο και δεν ετόλμα να παρρησιασθή εις τον
Άγιον, αλλ΄ απήλθεν εις την χώραν του. Ο δε Όσιος δεν παρείδεν αυτόν, αλλά
πολλά ζητήσας εύρε τον απολωλότα και με νουθεσίας τον ωδήγησε προς μετάνοιαν
και με θερμά δάκρυα, νηστείας και κόπους πολλούς του σώματος ηξιώθη παρά Θεού
συγχωρήσεως.
Φθάνουν όσα εγράψαμεν ανωτέρω να
φανερώσουν την μεγίστην χάριν και παρρησίαν προς Κύριον του Αγίου· πλην ας
είπωμεν ολίγα τινά και δια την πορείαν αυτού προς το Βυζάντιον. Κατά τον καιρόν
του βασιλέως Αναστασίου (491-518), έγινε στάσις εις τας Εκκλησίας μεταξύ των
Αρχιερέων, τινές εκ των οποίων ήσαν εις την αίρεσιν των μονοφυσιτών Διοσκόρου
και Σεβήρου, καθώς επίσης και ο βασιλεύς, όστις ανεβίβαζεν εις τους
αρχιερατικούς θρόνους τους αναθεματίζοντας την εν Χαλκηδόνι Σύνοδον, τους δε
Ορθοδόξους εξώριζε, καθώς αδίκως εξώρισε και τον μακάριον Ηλίαν τον της
Παλαιστίνης Αρχιεπίσκοπον, όστις παρεκάλεσε τον μέγαν Σάββαν και άλλους τινάς
εναρέτους Πατέρας να υπάγωσιν εις τον βασιλέα, να τον παρακαλέσουν να ειρηνεύση
τα σκάνδαλα. Έγραψε δε και επιστολήν ο Πατριάρχης ταύτα λέγουσαν· «Βασιλεύ
πολυχρονεμένε, ιδού στέλλω πρέσβεις και μεσίτας προς το κράτος σου τους
οικιστάς της ερήμου και εξόχως τον μέγαν Σάββαν, των Ασκητών το κεφάλαιον.
Λοιπόν ευλαβήσου τον κόπον των και τους θείους ιδρώτας των και παύσον τον
πόλεμον των Εκκλησιών· μη αφήνης να προχωρή το κακόν, φιλόχριστε, εάν θέλης να
ευαρεστήσης τον Κύριον, όστις σου εχάρισε την βασιλείαν και το διάδημα». Όταν
λοιπόν έφθασαν εις την βασιλεύουσαν οι Όσιοι, ωκονόμησεν ο Πανάγαθος, όστις
δοξάζει τους Αυτόν αντιδοξάζοντας, και είδεν ο βασιλεύς οπτασίαν τινα δια τον
Άγιον, εξ ης πολλά τον ετίμησε και ακούσατε. Όταν εισήλθον οι Πατέρες εις το
παλάτιον, τους μεν άλλους αφήκαν οι φύλακες και εισήλθον, τον δε Σάββαν,
ιδόντες ενδεδυμένον με ευτελή και πτωχικά ιμάτια, δεν τον αφήκαν· όθεν εστέκετο
έξω. Ήτο δε τότε εβδομήκοντα τριών ετών. Αναγνώσας δε την επιστολήν ο βασιλεύς,
ηρώτησε τις ήτο ο Σάββας, και μαθών ότι έμεινεν έξω, έστειλε δορυφόρους να τον
εύρωσιν. Όταν δε εισήλθεν ο Άγιος εις το Ανάκτορον, είδεν ο βασιλεύς Άγγελον
αστραπόμορφον με λαμπράν στολήν, όστις προεπορεύετο του Αγίου και του έκαμνε
τόπον να περιπατή ανεμποδίστως. Ταύτα είδεν ο βασιλεύς, όχι δια την αρετήν του,
επειδή ως αιρετικός δεν ήτο άξιος να ίδη τοιαύτα θαυμάσια, αλλά δια να γνωρίση,
ότι ο Σάββας ήτο Άγιος άνθρωπος και ευθύς ηγέρθη του θρόνου και του έκαμε
μεγάλην τιμήν. Αφού εκάθισαν όλοι οι Όσιοι, τους ηρώτησεν ο βασιλεύς να είπη
έκαστος τι χάρισμα ήθελεν εξ αυτού, αυτοί δε αφήκαν την κοινήν της Εκκλησίας
υπόθεσιν και εζήτησαν σωματικάς δωρεάς και χαρίσματα. Ο βασιλεύς ικανοποίησε τα
αιτήματα όλων αυτών, εθαύμασε δε δια τον Σάββαν, πως δεν ωμίλησε και είπε προς
αυτόν· «Συ, Πάτερ τίμιε, πως έλαβες τοσούτον κόπον, να έλθης έως ημάς και δεν
μας εζήτησας τίποτε»; Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ, κράτιστε βασιλεύ, πρώτον μεν ήλθον
να προσκυνήσω την σην ευσέβειαν, πριν αποθάνω, έπειτα να σε παρακαλέσω δια την
Αγίαν Πόλιν της Ιερουσαλήμ και τον Αρχιεπίσκοπον αυτής, να μη έχης κατ΄ αυτού
καμμίαν δυσαρέσκειαν και το σπουδαιότερον, να ειρηνεύσης τας Εκκλησίας. Όταν
αυτά ποιήσης, τότε θέλεις έχει τον Θεόν φίλον και θέλει σου συγχωρήσει τας
αμαρτίας, δίδων εις σε και τα κατά των εχθρών νικητήρια».
Θαυμάσας ο βασιλεύς δια την ελευθερίαν του Σάββα και διότι δεν εζήτησε
πρόσκαιρα και χαμαίζηλα πράγματα, αλλά την ειρήνευσιν της Εκκλησίας, τους μεν
άλλους απέλυσεν, εις εκείνον δε εχάρισε χίλια φλωρία, να τα εξοδεύση εις τα
Μοναστήρια του, του έδωσε δε και εξουσίαν, ίνα εισέρχεται ακωλύτως εις το
παλάτιον, οπόταν θέλη. Περί του Πατριάρχου Ηλία όμως ωμίλησε λόγους
κατηγορηματικούς και ήτο σφόδρα θυμωμένος κατ΄ αυτού, αλλ΄ ο μακάριος Σάββας με
πολλήν γνώσιν και παρρησίαν επέτυχε να καταπραϋνη τον θυμόν αυτού και τον
έπεισε να αναθεωρήση την άδικον απόφασίν του, περί ισοβίου εξορίας του και του
επέτρεψε να παραμείνη και πάλιν εις τον θρόνον του δια την αγάπην του Σάββα.
Αφού δε ο Όσιος επεράτωσεν επιτυχώς την αποστολήν του, δεν ανεχώρησεν αμέσως
τότε από την Κωνσταντινούπολιν, επειδή ήτο χειμών, αλλ΄ έμεινεν έξω της πόλεως
εις προάστιον, λεγόμενον του Ρουφίνου. Εκεί επήγαιναν πολλοί εκ της Πόλεως και
τον επεσκέπτοντο και πολλοί εξ αυτών έγιναν μαθηταί του γνήσιοι, εξόχως δε η
εγγονή του βασιλέως Ουαλεντίνου Ιουλιανή και η του Πομπηϊου, υιού του βασιλέως,
σύζυγος, Αναστασία καλουμένη, η οποία εμόνασεν ύστερον εις το όρος των Ελαιών
και ετέλεσε μεγάλους αγώνας και θαυμάσια κατορθώματα εις δόξαν Θεού. Κατά τον
καιρόν εκείνον έγινεν εις τα χωρία των Ιεροσολύμων πείνα μεγάλη και θανατικόν
και όσον παρήρχοντο αι ημέραι επί τοσούτον και το δεινόν τούτο κακόν επλήθυνε
και εξηπλούτο εις πολλάς χώρας του Βυζαντίου. Εκ του κακού τούτου αναρίθμητοι
οικίαι ηρημώθησαν και έμειναν ακατοίκητοι. Αι δε υπηρεσίαι της βασιλείας και
αυτός ο βασιλεύς, δια να μη ζημιωθή το ταμείον του Κράτους, ενομοθήτησαν, όπως
τους οφειλομένους φόρους των αποθνησκόντων πληρώνουν οι επιζώντες γείτονες
αυτών. Τούτον τον παράνομον και άσπλαγχνον νόμον ακούσας ο εύσπλαγχνος Σάββας,
επήγε πάλιν εις τον βασιλέα και εξέθεσεν εις αυτόν το άτοπον του πράγματος,
αποδεικνύων την δια τούτου παντελή απώλειαν των πενήτων και ότι ο νόμος αυτός
δεν ήτο προς το συμφέρον της βασιλείας, αλλά μάλιστα προς ζημίαν μεγάλην και
εξολόθρευσιν. Διότι ήτο αδικία απερίγραπτος, όσοι εσώθησαν από τα δύο εκείνα
δεινά της πείνης και της θανατηφόρου επιδημίας, να βασανίζωνται πάλιν ύστερον
από το Κράτος, δια να πληρώσουν φόρον τόσον άδικον. Στενοχωρούμενοι δε υπό της
βίας και εξωθούμενοι υπό της ανάγκης θέλουν πράξει νεώτερόν τι, εκ του οποίου
θέλει ζημιωθή το Κράτος περισσότερον. Ταύτα λέγων ο Σάββας παρεκάλει τον
βασιλέα εξ όλης καρδίας και μετά πολλής της δεήσεως να εξαλείψη τοιαύτην
απόφασιν παράνομον. Ευλαβηθείς τον Άγιον ο βασιλεύς, ηθέλησεν να κάμη την επιθυμίαν του·
αλλ΄ ο μισόκαλος πάλιν ηναντιώθη, επειδή ήτο παρών μέγας τις άρχων
πρωτοσύμβουλος του βασιλέως, Μαρίνος ονόματι, όστις τον ημπόδισεν ο
τρισκατάρατος λέγων ταύτα· «Βασιλεύ, οι περισσότεροι άνθρωποι της Παλαιστίνης
είναι Νεστοριανοί, δι΄ αυτό δεν πρέπει να τους κάμης τοιαύτην χάριν». Τότε ο
Άγιος είπε προς αυτόν μετά θυμού· «Παύσον από του να εξάπτης εις τον βασιλέα
τον παλαιόν πόλεμον και μετανόησον δια τα λόγια, τα οποία ελάλησας, ειδ΄ άλλως
εις ολίγας ημέρας απολείται μετ΄ ήχου το σον μνημόσυνον, και θέλει αφανισθή η
δόξα σου άπασα». Ο Μαρίνος όμως έμεινεν εις την πονηρίαν του, μη βάλλων κατά
τον νουν ποσώς την ψυχωφελή νουθεσίαν του Αγίου. Ο δε Όσιος, λαβών από τον
βασιλέα άλλας χιλίας δραχμάς χάρισμα, απήλθεν εις την Παλαιστίνην. Ο άδικος δε
νόμος εκείνος έμεινεν ούτως αδιόρθωτος τότε, έως ου απέθανεν ο Αναστάσιος και
έγινε βασιλεύς ο Ιουστίνος Α΄ (518-527). Τότε απέστειλε προς αυτόν επιστολάς ο
θείος Σάββας και επέτυχε διορθώσεις τινάς, ο δε μετά ταύτα βασιλεύσας
Ιουστινιανός Α΄ (527-565) τον εξήλειψε τελείως. Όσον αφορά τον άθλιον εκείνον
Μαρίνον, ολίγας ημέρας μετά από όσα προεφήτευσε περί αυτού ο Άγιος, γενομένης
στάσεως εις την πόλιν, διήρπασαν όλην την περιουσίαν αυτού και την οικίαν του
κατέκαυσαν, ολίγον δε έλειψε να κόψουν και την κεφαλήν του, εάν δεν ήθελε
μετανοήσει και κλαύση την ανομίαν του, γνωρίσας την πρόρρησιν του Αγίου. Τούτο
διηγούντο πολλοί εις το Βυζάντιον και μάλιστα ο του βασιλέως υιός Πομπήϊος και
Αναστασία η αυτού σύζυγος, θαυμάζοντες το προορατικόν του Αγίου. Μετά ταύτα
απήλθον οι τα του Σεβήρου φρονούντες και παρεκίνησαν δια παντός τρόπου τον βασιλέα
εις θυμόν κατά των Αγίων Πατριαρχών Αντιοχείας Φλαβιανού και Παλαιστίνης Ηλία,
τους οποίους και πάλιν εξώρισεν. Αντί δε του Φλαβιανού έβαλον εις την
Αντιόχειαν Πατριάρχην τον αιρετικόν αυτόν Σεβήρον (513-518), ο οποίος έστειλεν
εις την Ιερουσαλήμ ιδικά του συνοδικά γράμματα μετά τινων Κληρικών και πολλών
στρατιωτών, παραγγέλλων ότι εάν δεν δεχθή ο μακάριος Ηλίας τα του Διοσκόρου και
αυτού δόγματα, να τον εκβάλουν από τον θρόνον του. Ταύτα μαθών ο θείος Σάββας
συνήθροισεν όλους τους Μοναχούς και εδίωξεν απράκτους τους βασιλικούς
ανθρώπους, ως να ήσαν αιχμάλωτοι. Έμπροσθεν τούτων ανεθεμάτισαν όλοι οι
ευσεβείς τους κοινωνούς του Σεβήρου, μετά των οποίων ήτο συνηριθμημένος και ο
βασιλεύς Αναστάσιος, όστις θέλων να εκδικήση τοιαύτην αισχύνην και προσβολήν αυτού,
έστειλεν άρχοντα με εξουσίαν βασιλικήν, χειροτονήσας αυτόν δούκα πάσης
Παλαιστίνης, δια να εκβάλη τον Ηλίαν βιαίως από τον θρόνον του, εάν δεν δεχθή
τα του Διοσκόρου και Σεβήρου ασεβή δόγματα. Απελθών ο δουξ εφυλάκισεν ευθύς
τον Αρχιεπίσκοπον, εκείνος δε του εζήτησε να του επιτρέψη να εξέλθη της φυλακής
και εις ωρισμένην ημέραν, καθ΄ ην θα ετελείτο εορτή χαρμόσυνος και θα ήσαν όλοι
οι Χριστιανοί συνηθροισμένοι, να κάμη το πρόσταγμα του βασιλέως. Εξελθών λοιπόν
ο Πατριάρχης συνήθροισεν όλους τους κοσμικούς, ο δε θείος Σάββας τους Μοναχούς.
Έτυχε δε εκεί παρών και ο ανεψιός του βασιλέως Υπάτιος, όστις είχεν
αιχμαλωτισθή και τότε ήρχετο λυτρωθείς με αργύρια. Αφού λοιπόν συνήχθησαν
άπαντες εις Ναόν τινα μέγαν, εβόησεν ο Αρχιερεύς ταύτα εις επήκοον πάντων·
«Όστις φρονεί τα των Ευτυχούς και Νεστορίου, Σεβήρου τε και Σωτηρίχου, ανάθεμα·
και όστις δεν φυλάττει τα δόγματα των τεσσάρων Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων,
να είναι αναθεματισμένος». Τότε ο δουξ εθυμώθη ιδών ότι ηπατήθη, πλην φοβηθείς το
πλήθος του λαού έφυγεν ησύχως εις την Καισάρειαν. Ο δε ανεψιός του βασιλέως
ώμοσε να μένη εις την Ορθοδοξίαν συγκοινωνός των Αγίων έως εσχάτης αναπνοής και
εχάρισεν εις τον Σάββαν πλήθος χρημάτων, δια να φανή προς αυτόν ευλαβής και
προς τα θεία πιστός και Ορθόδοξος. Ο δε Όσιος ευχαριστήσας αυτόν, τον
παρεκάλεσε να μεσολαβήση εις τον βασιλέα παρακινών αυτόν εις ευσπλαγχνίαν ίνα
μη θυμωθή, επειδή δεν εφύλαξαν το πρόσταγμά του.
Έγραψε δε ο
Όσιος, με την βουλήν πάντων των Μοναχών, και επιστολήν προς τον βασιλέα,
τοιαύτα λέγουσαν· «Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο αιώνιος Βασιλεύς και Θεός
των απάντων, έδωκεν εις το θεοφιλές κράτος σου τα σκήπτρα της βασιλείας, δια να
κυβερνάς με την θεοσέβειάν σου εν ειρήνη τας Εκκλησίας και εξόχως την μητέρα
των Εκκλησιών, από την οποίαν ήρχισε το της ευσεβείας μέγα μυστήριον και απ΄
εντεύθεν διέβη εις τα της γης πέρατα και το οποίον ημείς, οίτινες κατοικούμεν εις
τούτον τον Άγιον Τόπον, εφυλάξαμεν έως την σήμερον ανόθευτον, καθώς τούτο
παρελάβομεν από τους Αγίους Αποστόλους και θέλομεν φυλάξει αυτό έως τέλους με
την Χάριν του Θεού, χωρίς να εξέλθωμεν ουδόλως από την ορθοτομίαν του λόγου,
ούτε να φθείρωμεν αυτόν με τας βεβήλους καινοτομίας των εκάστοτε
υπεναντίων».
«Εις ταύτην
την αμώμητον Πίστιν, βασιλεύς, ανετράφη και η βασιλεία σου εκ νεότητος· όθεν
θαυμάζομεν πως εις τας ημέρας της ευσεβείας σου γίνεται εις την μητέρα των
Εκκλησιών τόση ταραχή και σύγχυσις, και σύρουν οι υπηρέται σου εις το μέσον της
αγοράς, έμπροσθεν Ιουδαίων και εθνικών, τους Ιερωμένους και Μοναχούς, τους
αγίους αυτούς άνδρας, με τοσαύτην καταφρόνησιν, ως να ήσαν κακούργοι και
άνομοι, και αναγκάζουν αυτούς να μολύνουν την Πίστιν την άμωμον. Όθεν
παρακαλούμεν το κράτος σου να προστάξης, να μη μας πειράζωσι πλέον εις τα
ζητήματα της Πίστεως, διότι άτοπον και παράλογον πράγμα είναι το και να είπη
κανείς μόνον, ότι οι τόσοι ημείς Ιεροσολυμίται Ασκηταί και οι τόσοι άλλοι
ενάρετοι άνθρωποι δεν επαιδεύθημεν καλώς εις την Πίστιν και τώρα εις το γήρας
μας θέλετε σεις να μας ερμηνεύσητε την ευσέβειαν. Όθεν φανερόν είναι, ότι αυτή
η καινοφανής διόρθωσις, όπως την ονομάζετε, της πατροπαραδότου και υγιούς
Πίστεως, δεν είναι διόρθωσις, αλλά διαστροφή και νόθευσις. Μάλιστα δε και όσοι
αυτήν παραδέχονται, απέρχονται εις την αιώνιον κόλασιν. Όθεν ημείς ουδόλως
θέλομεν δεχθή καινοτομίαν τινά της Πίστεως, εμμένομεν δε εις όσα παρέδωκαν εις
ημάς οι θεοφόροι ημών Πατέρες οι τε εν Νικαία το πρώτον συνελθόντες Τριακόσιοι
Δεκαοκτώ και οι των λοιπών Αγίων Τριών Οικουμενικών Συνόδων και είμεθα έτοιμοι
όχι μόνον πάσαν θλίψιν και κάκωσιν, αλλά και μυρίους θανάτους μα λάβωμεν, παρά
να εξέλθωμεν από την Ορθοδοξίαν έστω και επ΄ ελάχιστον. Η δε ειρήνη του Θεού η
υπερέχουσα πάντα νουν θέλει φρουρήσει την Αγίαν Εκκλησίαν Αυτού και θέλει
καταπαύσει την επεγερθείσαν εναντίον αυτής ζάλην με νεύμα και πρόσταξιν του σου
κράτους, εις δόξαν Αυτού και καύχημα της ενδόξου και θεοφιλούς βασιλείας σου».
Την επιστολήν
ταύτην του Οσίου λαβών ο βασιλεύς την ανέγνωσε μεν, αλλ΄ απόκρισιν δεν είχε
καιρόν να δώση, διότι μετέβαινεν εις τον πόλεμον. Ημείς δε ας έλθωμεν εις την
περί του μακαρίου Σάββα διήγησιν. Αφού εξώρισαν αδίκως τον Πατριάρχην Ηλίαν,
καθώς άνωθεν εγράψαμεν, έγινε πείνα μεγάλη και ακρίβεια πολλή εις όλην την
Παλαιστίνην επί πέντε έτη και ουδόλως, κατά το διάστημα αυτό, έβρεξεν· όθεν ήτο
πανταχού της Παλαιστίνης μεγάλη στενοχωρία, όχι μόνον μεταξύ των κοσμικών, αλλά
και μεταξύ των Μοναχών, όσοι ήσαν εις κελλία και Μοναστήρια. Ο δε μέγας Σάββας
εκυβέρνα επτά μεγάλα Μοναστήρια, τα οποία επίσης είχον μεγάλην στέρησιν των
αναγκαίων, πλην αυτός δεν είχε μέριμνάν τινα περί τούτου, αλλ΄ εις μόνον τον
Δεσπότην είχεν εναποθέσει τας ελπίδας του και παρ΄ Αυτού εζήτει βοήθειαν.
Προσκαλέσας δε τους Ηγουμένους των Μοναστηρίων, είπε προς αυτούς να μη
μεριμνώσι περί τούτου, ούτε να πικραίνωνται ουδόλως, αλλά να ελπίζωσιν εις τον
Κύριον και εκείνος θέλει δώσει εις αυτούς τα χρειαζόμενα. Μετ΄ ολίγας ημέρας
ήλθεν η Λαύρα του Αγίου εις τόσην στέρησιν, ώστε δεν είχον ούτε άλευρον, ούτε
άλλο τι βρώσιμον. Απελθών λοιπόν ο διακονητής, είπε προς αυτόν, ότι κατά την
ερχομένην Κυριακήν δεν θα είχον άρτον ούτε δια να λειτουργήσουν. Η θαυμασία
όμως εκείνη ψυχή ουδέ τότε απηλπίσθη της θείας Προνοίας, αλλ΄ είπε προς αυτόν·
«Εκείνος, τέκνον, όστις μάς είπε να μη μεριμνώμεν περί της αύριον, Αυτός έχει
την φροντίδα μας και θέλει μάς στείλει εξ ύψους βοήθειαν, ώστε να μη στερηθώμεν
της ιεράς Λειτουργίας». Ούτως ο Όσιος προεφήτευσε και (ω της μεγίστης προς
αυτόν κηδεμονίας σου, Δέσποτα!) πριν φθάση η Κυριακή, ήλθον άγνωστοι τινες
άνθρωποι, ως εκ θείας Προνοίας απεσταλμένοι, και φέρουν τριάκοντα υποζύγια
φορτωμένα σίτον, οίνον και έλαιον και όσα άλλα είναι εις τροφήν επιτήδεια.
Ευχαριστήσας λοιπόν τον Κύριον ο Όσιος, είπε προς τον κελλάρην· «Τι λέγεις,
ολιγόπιστε; Αφήνομεν τώρα την ιερουργίαν δια την στέρησιν του άρτου»; Ο δε
έπεσεν εις τους πόδας αυτού, μετανοών την προτέραν μικροψυχίαν και αιτών μετά
δακρύων συγχώρησιν. Νουθετήσας λοιπόν αυτόν ο Όσιος να μη είναι πλέον τοσούτον
μικρόψυχος, αλλά να επιρρίπτη προς τον Θεόν την μέριμναν, κατά τον Δαυϊδ, εν
ειρήνη τον απέλυσε.
Κατά την επομένην ήλθον από το σπήλαιον Μοναχοί τινες, λέγοντες, ότι οι
ποιμένες αφήκαν τα πρόβατα και έτρωγαν τα σπαρτά της Λαύρας, όχι δε μόνον
τούτο, αλλά και αυτοί πολλάκις εισήρχοντο εις το Μοναστήριον και ήρπαζον τροφάς
δια της βίας προξενούντες εις τους αδελφούς καθ΄ εκάστην πολλήν ταραχήν και
θόρυβον. Ο δε Άγιος παρήγγειλεν εις τους ποιμένας με ταπείνωσιν και πραότητα,
κατά το σύνηθες, να απέχουν από την Λαύραν και να μη προξενήσουν πλέον άλλην
ζημίαν εις τα των Μοναστηρίων. Εκείνοι όμως δεν έλαβον ουδόλως υπ΄ όψιν των τα
λόγια του, αλλά πάλιν εποίουν ως πρότερον. Αλλ΄ ο Κύριος τούς εδίδαξε με το
έργον να μη καταφρονώσι τους δούλους του και παρευθύς, ω παραδόξων πραγμάτων!
Έστυψε το γάλα των προβάτων και απεστειρώθησαν· όθεν απέθνησκον τα αρνία των, μη
έχοντα γάλα να φάγωσιν. Οι δε ποιμένες ηννόησαν, ότι δια την παρακοήν των
έπαθον τοιαύτην ζημίαν και δραμόντες εις τον Άγιον έπεσαν εις τους πόδας αυτού,
ολοφυρόμενοι δια την ζημίαν, και θερμώς εξομολογούμενοι την αμαρτίαν. Υπέσχοντο
δε να μη πλησιάσουν πλέον εις τα όρια της Λαύρας. Ο δε συγχωρήσας ηυλόγησεν
αυτούς, ομού δε με την ευλογίαν ελύθη και η τιμωρία, ηφανίσθη η των μαστών
στείρωσις, έρρευσε κρουνηδόν το γάλα, και τα αρνία τρεφόμενα έθαλλον, όθεν
μετεβλήθη εις χαράν η κατήφεια των ποιμένων. Κινούμενος υπό της άνωθεν θείας
Προνοίας ο Άγιος επήγε με δύο άλλους αδελφούς, Στέφανον και Ευθάλιον
καλουμένους, να επισκεφθώσι τον μακάριον Πατριάρχην Ηλίαν, ο οποίος ήτο εις την
εξορίαν δια την Ορθόδοξον Πίστιν, επειδή, ως ανωτέρω είπομεν, δεν ηθέλησε να
ομολογήση τα του Σεβήρου. Ιδών δε ο Πατριάρχης τον Άγιον εχάρη πολύ και
ευχαριστήσας αυτόν, όπου έλαβε τόσον κόπον, ογδοήκοντα ετών άνθρωπος, να
περιέλθη τόσον τόπον, δια να τον εύρη εις την δεινήν εκείνην εξορίαν, τον
εκράτησε πλησίον του ημέρας πολλάς, δια να απολαύση ο εις τον έτερον. Είχον δε
συνήθειαν να συναντώνται καθ΄ εκάστην ημέραν την ενάτην ώραν να τρώγωσι μαζί·
ημέραν δε τινα δεν εξήλθεν ο Πατριάρχης από το κελλίον του· όθεν έμεινε και ο
θείος Σάββας νήστις με τους συντρόφους του. Τέλος το μεσονύκτιον εξήλθε
περίλυπος ο Πατριάρχης και λέγει προς αυτούς· «Εγώ δεν έχω καιρόν να φάγω και
μη με περιμένετε». Οι δε ηρώτησαν αυτόν την αιτίαν και διατί είχε τοσαύτην
κατήφειαν. Ο δε απεκρίνατο πικρώς στενάξας· «Γνώριζε, μακάριε Σάββα, ότι ταύτην
την ώραν απέθανε ο βασιλεύς Αναστάσιος και μέλλω να υπάγω και εγώ κατά την
δεκάτην από σήμερον ημέραν, να παρασταθώμεν εις το φρικώδες Βήμα του Δεσπότου
Χριστού, ίνα δικασθώμεν αμφότεροι». Την νύκτα δε ταύτην κατά την οποίαν είδεν ο
Πατριάρχης την οπτασίαν έβλεπε και ο Άγιος κεραυνούς να κτυπώσι τον βασιλέα,
αυτός δε φεύγων απέρρηξεν αισχρώς την ψυχήν. Πράγματι δε μετ΄ ολίγας ημέρας
ηκούσθη η φήμη, ότι ο βασιλεύς ετελεύτησε. Μετά ταύτα ηκολούθησε και η κοίμησις
του μακαρίου Ηλία κατά την πρόρρησιν.
Μετά
τον θάνατον του Αναστασίου εψήφισαν βασιλέα τον Ιουστίνον Α΄ (518-527), όστις
έστειλεν εις όλην την Οικουμένην προστάγματα, να αναλάβουν και πάλιν τους θρόνους
των οι Ορθόδοξοι Αρχιερείς και να γράψουν εις τας ιεράς βίβλους την εν
Χαλκηδόνι συγκροτηθείσαν Αγίαν Δ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον δια να απολαύση γαλήνην
η Εκκλησία. Ήτο δε τότε γέρων ο τρισμακάριος Σάββας υπερβαίνων τα ογδοήκοντα
έτη, ασθενής και αδύνατος από την άσκησιν, πλην εις την προθυμίαν της ψυχής ήτο
νεώτερος και δεν εδίστασε καθόλου, αλλά δια τον ζήλον της Ορθοδοξίας έδραμεν
εις την Καισάρειαν και την Σκυθόπολιν, κηρύσσων πανταχού το ευσεβές του
βασιλέως διάταγμα και γράφων τας μέχρι τότε συγκροτηθείσας τέσσαρας Αγίας
Οικουμενικάς Συνόδους εις τας ιεράς βιβλους των Εκκλησιών και νουθετών πάντας
και οδηγών προς την Ορθοδοξίαν με το μέλι της γλυκυτάτης διδασκαλίας του.
Εις την οδόν δε εις την οποίαν επορεύετο έκειτο γυνή ασθενής αιμορροούσα
από πολλών ετών, εξήρχετο δε απ΄ αυτής τοιαύτη δυσωδία, ώστε δεν ηδύνατο κανείς
να πλησιάση· ακόμη δε και αυτοί οι συγγενείς της την εσιχαίνοντο· όθεν είχεν η
δυστυχής μεγάλην στενοχωρίαν και βάσανον, επειδή ουδείς ιατρός ηδύνατο να της
προσφέρη βοήθειαν. Ως είδε λοιπόν αυτή τον Άγιον διαβαίνοντα εκείθεν, εφώναξε
ταύτα δακρύουσα· «Δούλε του Θεού, λυπήσου με την ταλαίπωρον». Ο δε
σπλαγχνισθείς επ΄ αυτήν, επλησίασε και λαβών αυτήν εκ της χειρός την ήγειρε
τεθεραπευμένην.
Αύτη η φήμη ηκούσθη πανταχού και προσελθών τις, όστις είχε θυγάτριον υπό
του πονηρού δαίμονος χαλεπώς βασανιζόμενον, παρεκάλει αυτόν να το θεραπεύση.
Ευσπλαγχνισθείς δε αυτόν ο φιλανθρωπότατος Σάββας, εσφράγισε την παίδα με το
σημείον του Τιμίου Σταυρού εις το όνομα του Δεσπότου Χριστού και ευθύς ελυτρώθη
του δαίμονος και έλαβεν αυτήν ο πατήρ αυτής υγιαίνουσαν. Διότι τοσαύτην χάριν
είχεν ο θείος Σάββας εις την ψυχήν, ώστε όσα εζήτει από τον Θεόν τα ελάμβανεν
ανεμποδίστως και ετέλει τοιαύτα θαύματα. Το δε σώμα πάλιν είχεν υπήκοον εις το
θέλημά του ο Όσιος και ούτε όταν ενήστευεν ήτο ασθενής από την πολλήν
εγκράτειαν, καίτοι τας τεσσαρακοστάς έτρωγε μόνον άπαξ της εβδομάδος και συγχρόνως
έκαμνεν όλας τας υπηρεσίας, ούτε όταν έτρωγε καθ΄ εκάστην εβλάπτετο ο στόμαχός
του ουδόλως, αλλ΄ ήτο πάντοτε υγιής και άνοσος, ως άνθρωπος δυνατής και
αβλαβούς κράσεως. Καθώς δε ήτο γενναίος εις το σώμα, ούτως ήτο και εις την
ψυχήν· εις δε το φρόνημα ήτο μέτριος, εις τον τρόπον επιεικής, εις την ομιλίαν
ηδύς και γλυκύτατος, εις το ήθος απλούστατος, εις την φρόνησιν βεβαιότατος,
είχε δε και την αγάπην προς πάντας ειλικρινή και ανυπόκριτον.
Κατά το
τέταρτον έτος της ανομβρίας ήλθον εις τον Άγιον οι Μοναχοί του σπηλαίου
ζητούντες συγχώρησιν να αναχωρήσουν, διότι δεν ηδύναντο πλέον να υπομένουν την
στενοχωρίαν του ύδατος. Ο δε Όσιος είπε προς αυτούς· «Υπομείνατε ολίγας ημέρας
και θέλει έλθει το θείον έλεος εις σας». Ούτως είπε, και την τρίτην ημέραν
ήλθεν εις εκείνο το Μοναστήριον τόση βροχή, ώστε επλήρωσεν όλας τας δεξαμενάς
των υδάτων· και το παραδοξότερον, ότι δεν έβρεξεν εις άλλον τόπον ουδόλως, ειμή
μόνον εις την Λαύραν εκείνην, από την οποίαν εμελέτων να φύγωσιν. Εις δε τα
έτερα Μοναστήρια, τα οποία ήσαν εκεί πέριξ, ούτε ρανίς δεν έπεσεν· όθεν έδραμον
και εκείνων οι Προεστώτες και Καθηγούμενοι και πίπτοντες εις τους πόδας του
Αγίου, έλεγον ταύτα παραπονούμενοι· «Τι επταίσαμεν ημείς οι ταλαίπωροι και δεν
κάμνεις και δι΄ ημάς δέησιν, να στείλη δρόσον ο Κύριος και εις ημάς, οίτινες
έχομεν στενοχωρίαν και χρειαζόμεθα ανάψυξιν»; Ο δε, παρηγορών αυτούς, έλεγεν·
«Εις εκείνους οίτινες είχον μεγαλυτέραν ανάγκην κατέπεμψε την ευλογίαν του ο
Κύριος, εις ολίγον δε καιρόν θέλει αποστείλει και εις σας τα ελέη του». Ήλθε δε και η ημέρα των Εγκαινίων (Η
13η Σεπτεμβρίου του Ναού της Αναστάσεως)
και ήσαν όλαι αι βρύσεις ξηραί, μη ευρισκομένου ουδαμού ύδατος· όθεν
πολλοί εκινδύνευσαν. Ο δε Πατριάρχης Ιωάννης ο Γ΄ (516-524), ηρεύνα και έσκαπτε
εις κάθε τόπον δια να εύρη ύδωρ, αλλά δεν ηδύνατο· όθεν σφόδρα ωδύρετο δια την
συμφοράν της πόλεως. Ιδών δε αυτόν ούτω κλαίοντα φίλος τις αυτού, Σούμος
ονόματι, είπε προς αυτόν· «Άλλην ιατρείαν δεν έχομεν, δέσποτα, ειμή μόνον να
παρακαλέσης τον μέγαν Σάββαν, όπως ποιήση προς Κύριον δέησιν και μας λυτρώση
από της μάστιγος ταύτης». Προσκαλέσας λοιπόν αυτόν ο Αρχιερεύς, τον παρεκάλει
να δεηθή εις τον Θεόν όπως ευσπλαγχνισθή τον λαόν και στείλη ουρανόθεν το έλεός
του. Ο δε Άγιος, προφασιζόμενος έλεγεν, ότι ήτο υπέρ την δύναμίν του η αίτησις.
Τότε ο Πατριάρχης έπεσεν εις τους πόδας τού Οσίου μετά δακρύων δεόμενος και των
γονάτων αυτού απτόμενος και παρεκάλει αυτόν να του υπακούση να μη απολεσθή
τόσος κόσμος από την στέρησιν του ύδατος. Μη δυνάμενος λοιπόν να πράξη άλλως ο
Άγιος, εκλείσθη εις τινα οίκον και παρήγγειλε προς όλους να προσεύχωνται, αυτός
δε διέμεινεν έγκλειστος προσάγων θερμάς δεήσεις προς Κύριον. Την δε τρίτην
ημέραν, κατά την πρώτην φυλακήν της νυκτός, έγινεν αίφνης συστροφή νεφών και αέρος
σκότωσις και ήλθε τοσαύτη βροχή, ώστε επλημμύρισαν όλοι οι ποταμοί και τα
φρέατα, αι δε πηγαί ενεπλήσθησαν ύδατος. Τότε όλοι οι κάτοικοι της πόλεως
λυτρωθέντες των δεινών με μίαν ψυχήν και μίαν γλώσσαν ανέπεμπον την ευχαριστίαν
προς τον Θεόν. Ολίγον μετά ταύτα ετελεύτησεν ο Πατριάρχης Ιωάννης, αφήσας εις
τον θρόνον διάδοχον επιφανή τινα και ενάρετον Κληρικόν, τον Πέτρον Α΄
(524-552).
Μετά
τρία έτη ο βασιλεύς Ιουστίνος, γέρων ων, ησθένησε βαρέως· όθεν μη δυνάμενος
πλέον να κυβερνά το βασίλειον, εψήφισεν αυτοκράτορα τον ανεψιόν του στρατηγόν
και πατρίκιον Ιουστινιανόν. Ο δε Πατριάρχης Πέτρος επήγαινε συχνά με τον θείον
Σάββαν εις την έρημον και τον ηυλαβείτο πολύ, όπως και οι πρότερον αυτού
πατριαρχεύσαντες. Είχε δε ο Πατριάρχης αδελφήν τινα, Ησυχίαν ονόματι, πολύ
ενάρετον, ήτις ήτο βαρέως ασθενής και ουδείς ιατρός ηδύνατο να την θεραπεύση·
όθεν είχε μεγάλην την θλίψιν δι΄ αυτήν και παρεκάλεσε τον Άγιον να την
θεραπεύση. Ο δε Όσιος, ποιήσας επ΄ αυτής τρις το σημείον του Τιμίου Σταυρού,
την ανήγειρεν ευθύς υγιά εκ της κλίνης. Τοιαύτην αμοιβήν έλαβεν από τον Άγιον ο
Επίσκοπος, δια την τιμήν και ευλάβειαν την οποίαν είχε προς αυτόν. Κατά τον
καιρόν αυτόν ετελεύτησεν η Ιουλιανή η εγγονή του βασιλέως. Οι δε ευνούχοι
αυτής, ως πιστότατοι όπου ήσαν και φίλοι του μακαρίου Σάββα από τον καιρόν της
μεταβάσεώς του εις Κωνσταντινούπολιν, έλαβον χρήματα αναρίθμητα και τα έφερον,
παρακαλούντες όπως τους δεχθή να γίνουν Μοναχοί. Ο Άγιος όμως δεν ηθέλησε να
παραβή την τάξιν και να βάλη εις την Λαύραν αγένειόν τινα· μόνον αφού
ενουθέτησεν αυτούς ικανώς τους έστειλεν εις τον Όσιον Θεοδόσιον τον
Κοινοβιάρχην. Ολίγον δε μετά ταύτα ο Όσιος Θεοδόσιος ετελεύτησε.
Κατά την εποχήν εκείνην εψήφισαν και οι Σαμαρείται ιδικόν των βασιλέα
κάποιον Ιουλιανόν ονόματι και εβασάνιζον πολύ τους Χριστιανούς, πολλούς δε και
εθανάτωσαν, επερχόμενοι εις τα χωρία, τα οποία εγειτόνευον με αυτούς και
μάλιστα εις τα περίχωρα της Νεαπόλεως. Εκεί τον μεν Επίσκοπον απέκτειναν, άλλους
Ιερείς ηχμαλώτισαν, άλλους εφόνευσαν, ετέρους δε δια πυρός κατέκαυσαν και άλλας
μυρίας ύβρεις κατά των Χριστιανών διέπραξαν οι ανόσιοι. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς
έστειλε στράτευμα και καθυπέταξε τους Σαμαρείτας, εφόνευσαν δε και τον βασιλέα
αυτών Ιουλιανόν· τον δε Σιλουανόν, όστις έπραξε πολλά άτοπα κατά των
Χριστιανών, κατέκαυσαν δικαίως τον άδικον, δια να πληρωθή εις αυτόν η του Οσίου
Σάββα πρόρρησις. Εις δε απ΄ εκείνους οίτινες ηκολούθουν αυτόν, την κλήσιν
Αρσένιος, την αξίαν ιλλούστριος (λαμπρός—επιφανής), επήγεν εις το Βυζάντιον και
έχων παρρησίαν (δεν γνωρίζω πόθεν και πως) προς τον βασιλέα, του είπε πολλά
ψεύματα, ότι οι άνθρωποι της Παλαιστίνης ήσαν οι αίτιοι της των Σαμαρειτών
στάσεως· όθεν εθυμώθη ο βασιλεύς κατ΄ αυτών και εσκέπτετο να τους τιμωρήση.
Ταύτα
μαθών ο Πατριάρχης της Ιερουσαλήμ, ελυπήθη τον λαόν αυτού και παρεκάλεσε θερμώς
τον Άγιον να υπάγη και πάλιν εις την Κωνσταντινούπολιν να παρακαλέση τον
βασιλέα, όπως μη κακοποιήση τους αναιτίους. Ο δε Όσιος, αν και γέρων πλέον
ενενήκοντα ετών, δεν ηναντιώθη ποσώς, δεν ώκνησε, δεν εδειλίασε το μάκρος της
οδού ή ασθένειαν του σώματος, αλλά δια να σώση ψυχάς από κίνδυνον θανάτου, εκίνησε
με τόσην προθυμίαν, ως να ήτο νέος και ανδρείος και επήγεν εις το Βυζάντιον.
Ακούσας ο βασιλεύς, ότι ο Σάββας έρχεται, έστειλεν ευθύς πλοίον βασιλικόν και
πολλούς δορυφόρους να τον φέρωσι με τιμήν πολλήν καθώς έπρεπεν· έπειτα έστειλε
και τον Πατριάρχην Επιφάνιον με όλον τον
Κλήρον να τον προϋπαντήσωσι, κρίνων εν τη διανοία αυτού, ότι δεν υπεδέχετο
επίγειόν τινα, αλλ΄ ουράνιον Άγγελον. Αφού δε έφθασεν ο Σάββας εις το Παλάτιον,
έβλεπεν ο βασιλεύς στέφανον με λάμψιν ανθηράν εις την κεφαλήν του Αγίου εστολισμένον
με διαφόρους χάριτας και εξαστράπτοντα από λαμπρότητα. Καταπλαγείς όθεν δια την
όρασιν ταύτην και εγερθείς ταχέως από της καθέδρας αυτού, ησπάζετο την ιεράν
εκείνην κεφαλήν με πολλήν χαράν και ευλάβειαν.
Αφού
λοιπόν κατησπάσθη τον Όσιον ο βασιλεύς και έλαβε τας ευλογίας αυτού, εκάλεσεν
ευθύς και την βασίλισσαν και τον παρεκάλεσε να την ευλογήση και να την ευχηθή
να κάμη τέκνον, διότι ήτο στείρα και είχον πολλήν εκ τούτου αθυμίαν αμφότεροι.
Ο δε Άγιος δεν ηυχήθη ουδόλως εις αυτήν τεκνογονίαν, μόνον ηυχήθη αμφοτέρους
τους βασιλείς να τους ενδυναμώνη ο Κύριος, να τους δίδη νίκην κατ΄ εχθρών και
έτερα όμοια. Η δε βασίλισσα του έλεγε πάλιν δια παιδοποιϊαν, αλλ΄ ο Όσιος
επαναλάμβανε την πρώτην ευχήν. Τούτο δε έγινε πολλάκις, ώστε πάντες ηννόησαν,
ότι δεν ήθελε να της ευχηθή ο Άγιος τεκνογονίαν· όθεν απήλθεν η βασίλισσα
περίλυπος. Μερικοί δε φίλοι του βασιλέως ηρώτησαν τον Όσιον· «Διατί δεν ηυχήθης
τέκνον εις την βασίλισσαν, αλλά την εσκανδάλισες τόσον»; Ο δε απεκρίνατο· «Ο
Θεός να μη της δώση τέκνον, διότι εάν γεννηθή εξ αυτής παιδίον, θέλει
ανακαινίσει τα δόγματα του Σεβήρου, και θέλει προκαλέσει περισσότερον θόρυβον
και σύγχυσιν εις την Εκκλησίαν από τον Αναστάσιον». Ο δε βασιλεύς Ιουστινιανός
τόσην αγάπην και ευλάβειαν έδειξε προς τον Άγιον, ώστε όχι μόνον συνεχώρησε
τους Παλαιστίνους, αλλά και τους Σαμαρείτας εδίωξεν έξω της πόλεως, προστάξας
να κάμουν τας συναγωγάς αυτών έξωθεν, εθέσπισε δε και νόμον να μη κληρονομούν
οι επιζώντες τους αποθνήσκοντας, δια να μη πλεονάζη ο πλούτος των, όστις δε εξ
αυτών στασιάση εις το εξής, να τον φονεύωσι. Τούτο φοβηθείς και ο ρηθείς
Αρσένιος εδέχθη και έλαβε το άγιον Βάπτισμα παρά του Οσίου, διότι ήτο
Σαμαρείτης το πρότερον. Αλλά ταύτα μεν έγιναν ύστερον· ημείς δε ας είπωμεν περί
του πιστού βασιλέως και τα επίλοιπα. Γνωρίζων ο Ιουστινιανός πόσον ετίμησε τον
Άγιον ο βασιλεύς Αναστάσιος, ο οποίος αν και δεν ήτο Ορθόδοξος εν τούτοις του
εχάρισε τόσον χρυσίον, ηθέλησε και αυτός να του δώση ακόμη περισσότερον.
Ευχαριστήσας ο Όσιος τον βασιλέα δια την καλήν αυτού προαίρεσιν, είπε
προς αυτόν· «Εκείνος ο φιλόστοργος Πατήρ και φροντιστής των ψυχών και των σωμάτων
ημών, όστις έτρεφε πλουσίως τον απειθή λαόν εις την έρημον, έχει και την
μέριμναν και φροντίδα ημών, αλλ΄ από το κράτος σου χρειαζόμεθα να μας κάμης
φιλοτιμίαν αναγκαιοτέραν χρημάτων, εάν ορίζη η βασιλεία σου. Οι Παλαιστίνοι
υπέστησαν και ανά πάσαν στιγμήν υφίστανται πολλά από τους Σαμαρείτας. Πολλά
κτίσματα και Ναούς τούς εχάλασαν, πρόβατα και βόας και άλλα κτήνη τούς ήρπασαν,
πολλούς εξ αυτών ηχμαλώτευσαν, τους καρπούς των κατέκαυσαν και ετέρας ζημίας
επροξένησαν εις αυτούς, περιήλθον δε εις τοιαύτην πτωχείαν, ώστε ούτε την
καθημερινήν των τροφήν δεν έχουσι και λιμοκτονούσιν οι τάλανες».
«Δι΄ όλα αυτά δέονται και παρακαλούν την βασιλείαν σου, συνέχισε λέγων ο
Όσιος, να τους αφήσης ολίγον καιρόν τον φόρον, δια να λάβουν ολίγην άνεσιν και
κατόπιν να πληρώνουν πάλιν το οφειλόμενον· έτι δε, όσοι έρχονται να
προσκυνήσουν τον ζωοποιόν Τάφον του Σωτήρος μας χρειάζονται και αυτοί στέγην,
να αναπαύωνται ολίγον από τον κόπον της οδοιπορίας, μάλιστα εάν ασθενήσωσιν.
Όθεν είναι πολύ αναγκαίον να κτισθή δια τον σκοπόν αυτόν νοσοκομείον ευρύχωρον,
αλλά και ο θείος Ναός της Θεοτόκου, τον οποίον έκτισεν ο Πατριάρχης Ηλίας,
είναι ημιτελής και έχει ανάγκην συμπληρωματικής κατασκευής και στολισμού·
ομοίως και τα Μοναστήρια, τα οποία έκτισα, δεν έχουν ουδέν φρούριον πλησίον
των, ώστε να προφυλάσσωνται οι αδελφοί εις ώραν ανάγκης. Προ πάντων δε αι
αιρέσεις του Αρείου, του Νεστορίου, του Ωριγένους και των Μονοφυσιτών θορυβούν και
ταράττουν την Εκκλησίαν. Δια τούτο πρέπει η βασιλεία σου να βάλη εις τούτο
πολλήν επιμέλειαν, να αφανίσης με την πολλήν σου δύναμιν τα ζιζάνια. Εάν
τελέσης αυτά, τα οποία σοι είπον, έχω θάρρος και ελπίζω εις τον Θεόν να σου
χαρίση πλουσίας τας αμοιβάς, να υποταχθούν εις σε η Ρώμη, η Καρχηδών και όσα
άλλα μέρη εστασίασαν, να προσκυνήσουν πάλιν το κράτος της ευσεβείας σου». Τοιαύτας αιτήσεις
φιλοθέους τε και κοινωφελείς εποίησεν ο θείος Σάββας, ο δε πιστότατος βασιλεύς,
έχων μεγάλην δίψαν να φιλοτιμήση τον Άγιον, έγραψεν ευθύς προστάγματα εις όλους
τους τόπους κατά των προαναφερθέντων αιρετικών, προστάσσων τους ηγεμόνας και
τους άρχοντας όπως άνευ ουδεμιάς αναβολής τελέσουν ευθύς το προστασσόμενον.
Έγραψε δε προς Αντώνιον, τον Αρχιερέα της Ασκάλωνος και τον Ζαχαρίαν, να
εκτιμήσωσι τας ζημίας τας οποίας επροξένησαν οι Σαμαρείται εις τους
Παλαιστίνους δια να τους ανταμείψη, απαλλάσσων αυτούς από της καταβολής των
φόρων επί τόσα έτη, όσας δε Εκκλησίας κατέστρεψαν να τας ανακαινίσουν με
κρατικά έξοδα· έτι δε να κτίσουν εις την Αγίαν Πόλιν νοσοκομείον, εις το οποίον
να αφιερώσουν σιτηρέσιον κατ΄ έτος φλωρία χίλια οκτακόσια πεντήκοντα· να
κτίσουν δε πλησίον της Λαύρας πύργον και φρούριον ισχυρόν δια να το έχουν οι
Μοναχοί εις κάθε περίστασιν ασφαλές καταφύγιον. Προ πάντων δε να αναθεματίσουν
επισήμως τας προρρηθείσας αιρέσεις και να αγωνισθούν δια την εξάλειψιν
αυτών.
Ταύτα διέταξεν ο βασιλεύς με πολλήν επιμέλειαν, ο δε ΄Αγιος τον
ηυχαρίστησεν, υποσχόμενος να δέηται του Θεού υπέρ αυτού και ο λόγος του εις
ολίγον καιρόν επραγματοποιήθη. Όλη η Αφρική, το ισχυρόν κράτος των Βανδήλων η
Καρχηδών, η Ρώμη και πολλά άλλα μέρη ήλθον εις την υποταγήν του, καθώς ηυχήθη
εις αυτόν ο Άγιος. Λαβών δε ο Όσιος τα βασιλικά προστάγματα, ανεχώρησεν
επιστρέφων εις Ιεροσόλυμα και διαβαίνων από την Καισάρειαν και την Σκυθόπολιν
εκήρυττε πανταχού την Ορθοδοξίαν, διδάσκων και νουθετών άπαντας προς ευσέβειαν,
ενεχείρισε δε και προς τους προρρηθέντας Επισκόπους τας επιστολάς του βασιλέως,
οίτινες λαβόντες αυτάς απήλθον εις την πρώτην Παλαιστίνην, εις την οποίαν οι
Σαμαρείται είχον προξενήσει τας μεγαλυτέρας ζημίας και εξετίμησαν αυτάς εις
δώδεκα κεντηνάρια (390 κιλά χρυσού περίπου) χρυσού, εις δε την Σκυθόπολιν
μετριώτερον, τα ποσά δε ταύτα εχάρισεν ο Ιουστινιανός από τους φόρους κατά την
υπόσχεσιν. Εκτίσθησαν δε εις ολίγον καιρόν και αι οικοδομαί και το φρούριον
κατά την προσταγήν του βασιλέως.
Ο
δε Όσιος, αφού επέστρεψεν εις τους Αγίους Τόπους και προσεκύνησε τον Τάφον του
Σωτήρος, ήλθεν εις την Λαύραν αυτού και μετά μικρόν ησθένησε. Τότε ο Πατριάρχης
Πέτρος απήλθεν ευθύς εις επίσκεψίν του και ιδών αυτόν ότι δεν είχε τίποτε από
όσα έχει ανάγκην ο ασθενής προς θεραπείαν του σώματος, τον παρεκάλεσε να δεχθή
να τον υπάγουν εις το Πατριαρχείον δια να εύρη ολίγην ανακούφισιν. Όθεν έκαμεν
υπακοήν, και τον επήγαν εις το Πατριαρχείον, εις το οποίον έμεινεν ολίγον
καιρόν βασανιζόμενος υπό της νόσου. Επειδή όμως έφθασε τότε και η ώρα να μεταβή
προς τον ποθούμενον Χριστόν, του απεκάλυψεν ο Κύριος δι΄ οπτασίας ότι μέλλει να
υπάγη εις τα ουράνια. Ευθύς τότε προστάσσει και τον επήγαν εις το κελλίον του
και ασπασάμενος όλους τους αδελφούς εψήφισεν αντ΄ αυτού Προεστώτα πνευματικόν
τινα έμπειρον και άξιον να ποιμάνη τοσαύτα λογικά θρέμματα, Μελιτάν καλούμενον,
και ούτω παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις τας αχράντους χείρας του Δεσπότου
Χριστού, τη Πέμπτη (5) του Δεκεμβρίου μηνός εν έτει 533, ζήσας τα πάντα έτη
ενενήκοντα τέσσαρα. Συνήχθη δε τότε όχι μόνον το πλήθος πάντων των Μοναχών,
αλλά και κοσμικοί αναρίθμητοι και Ιερείς και Αρχιερείς ομού μετά του
Πατριάρχου, οι οποίοι μετά της προσηκούσης τιμής, μετά φωταψίας, υμνωδιών και
θυμιαμάτων, ενεταφίασαν το πάνσεπτον εκείνο και ιερώτατον λείψανον. Τοιούτος
μεν ήτο ο Βίος του μακαρίου Σάββα, και ούτως υπερφυή τα κατά Θεόν αυτού
κατορθώματα. Αλλ΄ ας είπωμεν και ολίγα τινά από τα πολλά του θαυμάσια, τα οποία
εποίησε μετά την σεβασμίαν αυτού μετάστασιν.
Διάκονός τις, Ρωμύλος ονόματι, ήτο εις την Γεθσημανή, του οποίου
διέρρηξαν την οικίαν και έκλεψαν εξ αυτής πολύ αργύριον· όθεν οδυρόμενος την
συμφοράν, απήλθεν εις τον Ναόν του Αγίου Θεοδώρου, όστις εφανέρωνε τους
κλέπτας, και εδέετο να του αποκαλύψη το αγνοούμενον. Ποιήσας λοιπόν εκεί ημέρας
πέντε, βλέπει τον Μάρτυρα την νύκτα και λέγει προς αυτόν· «Τι κλαίεις»; Ο δε
είπε την αιτίαν· του λέγει δε πάλιν ο Άγιος, ώσπερ απολογούμενος· «Δεν ήμην
εδώ, διότι ο μακάριος Σάββας εκοιμήθη και προσετάχθημεν όλοι οι Μάρτυρες να
συνοδεύσωμεν την αγίαν του ψυχήν εις τον τόπον της αναπαύσεώς της. Πήγαινε όμως
τώρα εις τον δείνα τόπον, και εκεί θα εύρης τους κλέπτας και το αργύριον».
Πράγματι ούτω και εγένετο. Δύο άλλοι αδελφοί φίλοι
πιστοί του Αγίου είχον χωράφιον και αμπελώνα, κατά δε την ώραν του τρυγητού
ησθένησαν βαρέως αμφότεροι και έκειντο βασανιζόμενοι· εχάνετο δε ο καρπός διότι
δεν ήτο κανείς δια να τον συνάξη. Έχοντες λοιπόν διπλήν την θλίψιν, την δεινήν
ασθένειαν και την του αμπελώνος απώλειαν, ενθυμούμενοι δε την αγάπην την οποίαν
είχε προς αυτούς ο Άγιος ότε ακόμη ευρίσκετο εις την παρούσαν ζωήν, τον
επεκαλέσθησαν εις βοήθειαν και ευθύς φαίνεται εις έκαστον εξ αυτών χωριστά και
τους λέγει· «Εδεήθην του Θεού δια σας και σας εθεράπευσε· λοιπόν υπάγετε αύριον
εις την άμπελον υγιαίνοντες». Την πρωϊαν λοιπόν ηγέρθησαν χωρίς καμμίαν
ασθένειαν και απελθόντες εκήρυττον λαμπρώς την θαυματουργίαν της θεραπείας των
και ετέλεσαν εορτήν χαρμόσυνον.
Γυνή τις από
την Παλαιστίνην καλουμένη Γινάρουσα, ευσεβής και φιλάρετος, έταξε να κάμη δύο
παραπετάσματα δια τους δύο Ναούς του Οσίου, του σπηλαίου και του Καστελλίου.
Ανέθεσε λοιπόν αύτη εις δύο γυναίκας να κατασκευάσουν ταχέως τα παραπετάσματα
ταύτα, δώσασα εις αυτάς όλα τα απαιτούμενα υλικά και πληρώσασα και τον κόπον
των· εκείναι όμως αμελούσαν. Η δε Γινάρουσα επικραίνετο μήπως και λυπηθή ο
Άγιος δια την βραδύτητα και την μη εκτέλεσιν της υποσχέσεως. Αλλ΄ ο θαυμάσιος
Σάββας εφάνη εις οπτασίαν και της λέγει· «Μη λυπείσαι και αύριον γίνονται τα
παραπετάσματα καθώς έταξες». Ταύτα μεν είπε προς αυτήν πράος και ήμερος· προς
τας γυναίκας όμως, αι οποίαι επληρώθησαν να τα υφάνωσιν, εφάνη φοβερός και
άγριος, απειλών ότι εάν δεν κάμνουν αμέσως το έργον θα τας αφανίση. Την πρωϊαν
έντρομοι αι γυναίκες ανέφερον προς αλλήλας την όρασιν και ευθύς άφησαν όλας τας
άλλας εργασίας των και εξετέλεσαν μόνον εκείνην. Τοιουτοτρόπως εξεπληρώθη η υπόσχεσις
της θεοφιλούς εκείνης γυναικός.
Καιρόν τινα έφεραν σίτον εις την Νεκράν θάλασσαν, και καθώς ήρχετο
Σαρακηνός τις με τας καμήλους φορτωμένας, όταν ήτο πλησίον της Λαύρας εις τον
κρημνόν, παρεπάτησεν ολίγον μία μεγάλη κάμηλος και έπεσε κάτω εις τον χείμαρρον
με όλον το φορτίον αυτής. Ο Σαρακηνός ως είδε την κάμηλον κρημνιζομένην
εβόησεν· «Αββά Σάββα, αι ευχαί σου να την βοηθήσουν». Πριν τελειώση τον λόγον
του βλέπει γέροντα τινα ασπρογένην επάνω της καμήλου καθήμενον. Κατελθών δε από
άλλο μέρος ευκολόβατον εις τον χείμαρρον εύρεν αυτήν υγιά χωρίς να έχη καν
παραμικράν πληγήν και θαυμάσας επί τούτω ο βάρβαρος ηυχαρίστησε θερμώς τον
Άγιον με δωρεάς όχι μόνον τότε, αλλά και κατ΄ έτος έδιδεν εις την Μονήν του
Αγίου από τον κόπον του τρία νομίσματα προς ευχαριστίαν της χάριτος. Ας είπωμεν
δε και άλλο τι γλυκύ και παράδοξον δια τέλος και σφραγίδα των άλλων, τα οποία
ετέλεσε μετά θάνατον. Καιρόν τινα
ένεκεν της ανομβρίας δεν είχεν η Λαύρα ύδωρ, καθώς και ανωτέρω είπομεν. Εκ
τούτου δε εστενοχωρούντο πολύ οι Μοναχοί και εσκέπτοντο να κτίσουν οικοδομήν
επάνω της πέτρας να σκάψουν δε και κάτωθεν αυτής λάκκον βαθύτατον, ως φρέαρ,
δια να συνάγωνται εκεί τα όμβρια ύδατα. Εμίσθωσαν λοιπόν προς τούτο δύο καλούς
τεχνίτας Μάμαντα και Αυξέντιον καλουμένους και έκτισαν όλην την οικοδομήν επάνω
εις την πέτραν, κάτωθεν της οποίας έκειτο του Σάββα το μακάριον λείψανον.
Έπειτα επελέκησαν μέρος της πέτρας δια να κάμουν δεξαμενήν, εις την οποίαν θα
συνεκεντρούντο τα ύδατα της βροχής. Τότε έγινεν αιφνιδίως ραγδαία και μεγάλη
βροχή τόσον, ώστε ενεπλήσθη ύδατος η οικοδομουμένη δεξαμενή και θραυσθείσα
παρεσύρθη εις τον κρημνόν. Και ο μεν Μάμας μετά βίας ηδυνήθη να σωθή εκ του
κινδύνου, ο δε Αυξέντιος, όστις ήτο και νεώτερος, παρεσύρθη υπό των υδάτων και
ερρίφθη ομού με τους λίθους της οικοδομής εις τον κρημνόν, όστις ήτο βάθους
δέκα οργυιών. Έκλαιε δε ο Μάμας την του νέου απώλειαν, νομίζων, ότι απέθανεν από
την πλημμύραν των υδάτων και τα κτυπήματα των λίθων. Αφού όμως έπαυσεν η βροχή,
ευρέθη ο νέος Αυξέντιος κάτωθεν των καταπεσόντων λίθων, ω των θαυμασίων σου,
παντοκράτωρ και παντοδύναμε Δέσποτα! Όλως υγιής, χωρίς να έχη ουδόλως
παραμικράν πληγήν εις το σώμα του, διότι ο Άγιος με την δύναμιν της μεγίστης
παρρησίας αυτού προς τον Κύριον ημπόδιζε τους λίθους και διεκώλυε τα ύδατα να
μη τον εγγίσουν. Εξελθών λοιπόν υγιής και χαίρων, εκήρυττε πανταχού την
μεγίστην ταύτην θαυματουργίαν, την οποίαν ετέλεσεν εις αυτόν ο τρισόλβιος
Σάββας, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός Θεού, ω πρέπει
πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των
αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου