Μακάριοι οι Όσιοι Πατέρες ημών,
σύγχρονοι όντες, ήσαν ο μεν εις από την Θηβαϊδα της Αιγύπτου, εξ ου και Αιγύπτιος
επονομάζεται, ο δε έτερος από την Αλεξάνδρειαν, εξ ου και Αλεξανδρεύς αποκαλείται.
Ο δε Αιγύπτιος λέγεται και Μέγας, καθό πρώτος και μεγαλύτερος κατά την ηλικίαν.
Ο μεν λοιπόν Αιγύπτιος Μακάριος εγεννήθη περί το έτος τα΄ (301), επειδή δε
ηγάπησε την αρετήν εκ νεαράς ηλικίας, εφάνη άμεμπτος και ακατηγόρητος εις όλην
του την ζωήν. Ότε δε ήτο ετών είκοσιν ή κατ’ άλλους τριάκοντα ανεχώρησεν από
τον κόσμον.
Τόσην δε υπομονήν έδειξεν εις τους κόπους της ασκήσεως ο αοίδιμος, ώστε εις ολίγους χρόνους ηξιώθη να λάβη το χάρισμα της διακρίσεως και την κατά των δαιμόνων εξουσίαν και δύναμιν, να προλέγη τα μέλλοντα και να ποιή θαύματα· νέος έτι ων, εκαλείτο παιδαριογέρων· ήτο δε μαθητής, ως λέγουσι τινές, Αντωνίου του Μεγάλου. Μετά δε πολλάς παρακλήσεις του Αρχιερέως, όστις δεν υπέφερε να βλέπη τον λύχνον κρυπτόμενον υπό τον μόδιον, έλαβε και το της ιερωσύνης αξίωμα, ων τότε ετών τεσσαράκοντα. Είχε δε ο Όσιος δύο μαθητάς, εκ των οποίων ο εις διέμενε μετ’ αυτού, προς περιποίησιν των ασθενών, τους οποίους έφερον προς τον Όσιον καθημερινώς δια να θεραπεύωνται, ο δε έτερος διέμενεν εις έτερον κελλίον μακράν ευρισκόμενον. Βλέπων δε ο Όσιος τον υποτακτικόν αυτού Ιωάννην λαμβάνοντα αργύρια εκ των ασθενών, προείπεν εις αυτόν, ότι θέλει λάβει παρά Κυρίου οργήν και παιδείαν, αν δεν διορθωθή· επραγματοποιήθη δε όντως η πρόρρησις αυτού, καθότι ο αδελφός εκείνος, επειδή δεν διωρθώθη, κατέστηλεπρός. Έφερον δε ποτε προς αυτόν νέον τινά, όστις είχε μίαν λεγεώνα δαιμόνων και δεν εχόρταινε και άλλοτε μεν εχώνευε, ώσπερ να ήτο πυρ εις τον στόμαχόν του, το οποίον διέλυε το φαγητόν, άλλοτε δε πάλιν εξήμεσεν αυτό εκ του στόματος δυσώδες και όταν δεν είχεν άρτον να φάγη, έτρωγε τα κόπρανα αυτού ο ταλαίπωρος. Η δε μήτηρ του νέου, πίπτουσα εις τους πόδας του Οσίου μετά θερμών δακρύων, εδέετο να θεραπεύση τον υιόν αυτής ως συμπαθέστατος. Όθεν προσηύξατο ο Άγιος ημέρας επτά και τότε τον άδωκε της μητρός του τεθεραπευμένον και σώφρονα και δεν έτρωγεν, ειμή μόνον τρεις λίτρας άρτου ημερησίως. Ημέραν τινά εφόνευσαν άνθρωπόν τινα κρυφίως και μη γινώσκοντες τον φονέα, είχον ως ένοχον άλλον αθώον, τον οποίον θέλοντες να παραδώσουν εις την δικαιοσύνην δια να τιμωρηθή, κατέφυγεν εις το κελλίον του Μακαρίου, δια να μη τον συλλάβουν. Αλλ’ οι στρατιώται έδραμον και εκεί και τον έδεσαν. Εκείνος δε εφώναζεν ομνύων μετά δακρύων ότι είναι αθώος. O δε Όσιος τον ελυπήθη και επήγεν εις τον τάφον του φονευθέντος, μεθ’ όλων εκείνων των ανθρώπων και εγονάτισεν εις προσευχήν λέγων προς τους παρεστώτας· «Ήδη θέλει φανερώσει ημίν ο Κύριος, εάν είναι ένοχος ούτος ο άνθρωπος». Εφώναξε δε τότε του νεκρού μετά πίστεως λέγων· «Ορκίζω σε εις τον Δεσπότην Χριστόν, ίνα είπης ημίν την αλήθειαν, εάν σε εφόνευσεν ούτος, τον οποίον κατηγόρησαν». Ο δε νεκρός, ω του θαύματος! ώσπερ κοιμώμενος απεκρίθη και λέγει αυτώ· «Ουχί, Πάτερ τίμιε, δεν έπταισεν ούτος, αλλ’ έτερος με εφόνευσε». Ταύτα οι παρεστώτες ακούσαντες έφριξαν και παρεκάλεσαν τον Άγιον να τον ερωτήση πάλιν, τις τον εφόνευσε. Λέγει αυτοίς ο πάνσοφος· «Φθάνει ότι σας εβεβαίωσα πως ο άνθρωπος αυτός δεν πρέπει να τιμωρηθή ως αθώος. Αλλά εγώ δεν είμαι κριτής να τιμωρήσω τον πταίσαντα». Διηγείται ο Όσιος Παλλάδιος δια τον Αιγύπτιον τούτον Μακάριον, ότι ακόλαστος τις, ζητών να ελκύση εις σατανικόν έρωτα κόρην τινά σώφρονα και μη δυνηθείς, εποίησεν αυτήν με διαβολικάς μαγείας να φαίνεται εις τους ανθρώπους ως φορβάς. Οι δε γονείς απελθόντες είπον προς τον Μακάριον· «Αύτη η φορβάς, την οποίαν προσηγάγομεν εις την αγιωσύνην σου, ήτο θυγάτηρ ημών και με τας μαντείας ανθρώπου τινός μετεμορφώθη εις τοιούτον σχήμα. Όθεν παρακαλούμεν σε να ποιήσης προς Κύριον δέησιν, όπως την μετατρέψη εις την προτέραν μορφήν». Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Όσον δι’ εμέ, την βλέπω γυναίκα και όχι φορβάδα, ως λέγετε· αυτή δε η μετασχημάτισις δεν είναι εις το σώμα της, αλλά μόνον εις τους οφθαλμούς σας από συνεργείαν του δαίμονος». Ταύτα ειπών, έλαβε την κόρην εις το κελλίον του και ποιήσας ευχήν, την έχρισεν άγιον έλαιον, έκτοτε δε εφαίνετο πάλιν εις τους ορώντας ως ήτο γυνή κατά φύσιν, επειδή δια της δεήσεως του Μακαρίου ηφανίσθη η μαντεία. Άλλοτε πάλιν του έφεραν ετέραν κόρην, ήτις είχε δεινήν ασθένειαν, εκ της οποίας είχε σαπίσει όλη η σαρξ αυτής και εξήρχετο δυσωδία ανείκαστος. Ο δε Μακάριος είπεν εις αυτήν· «Έχε υπομονήν, θύγατερ, καθότι δι’ όφελος της ψυχής σου έδωκεν ο Θεός τοιαύτην ασθένειαν» Προσευχηθείς δε δι’ αυτήν ημέρας επτά και αλείψας και αυτήν άγιον έλαιον, την εθεράπευσε τελείως και πάντες εξέστησαν. Ημέραν τινά μετέβησαν εις το θέρος ο Αββάς Σισώης και ο Μακάριος μεθ’ ετέρων πέντε Μοναχών και εθέριζον το πρωϊ με την δρόσον, γυνή δε τις ακολουθούσα συνήθροιζε τους εναπομένοντας στάχεις. Έκλαιε δε αύτη πικρώς στενάζουσα. Ο δε Όσιος ηρώτησε τον κύριον του αγρού, τι είχεν εκείνη και εθλίβετο, ο δε είπεν εις αυτόν, ότι ήτο χήρα και έδωκεν εις άνθρωπος εις τον άνδρα της, ότε έζη, μίαν παρακαταθήκην πολύτιμον να του την φυλάξη· αποθανών όμως ο ανήρ αυτής αιφνιδίως δεν είπεν εις αυτήν τίποτε περί της υποθέσεως ταύτης. Όθεν εκείνος την ενεκάλεσεν εις το δικαστήριον και επειδή ήτο πτωχή εζήτει να πάρη αιχμάλωτον αυτήν και τα τέκνα αυτής. Ταύτα ακούσας ο Μακάριος συνεπόνεσε την τάλαιναν χήραν και απελθών εις τον τάφον του ανδρός αυτής, ηρώτησεν αυτόν που έκρυψε την παρακαταθήκην και εκείνος, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ ! απεκρίθη ότι κάτωθεν των προσποδίων του στρώματος έσκαψε και την έκρυψεν. Ο δε Όσιος το είπεν εις την γυναίκα, ήτις ευρούσα την παρακαταθήκην, την έδωκε του δικαιούχου και έμεινεν ανενόχλητος. Ήτο δε εις την νηστείαν και εγκράτειαν τόσον υπομονητικός ο Όσιος, ώστε έκαμεν είκοσιν έτη, κατά τα οποία ούτε άρτον, ούτε ύδωρ, ουδέ τον ύπνον ενεπλήσθη. Αλλ’ ήσθιε με το ζύγιον τον άρτον εις ωρισμένας ουγγίας καθ’ ημέραν, το δε ύδωρ τρία ποτήρια. Και ακουμβών εις τον τοίχον ελάμβανεν ύπνον ολίγον δια να μη βλάπτη τον νουν αυτού από την πολλήν αγρυπνίαν και υπέρμετρον κακοπάθειαν. Όταν δε ήρχοντο οι αδελφοί να ίδουν αυτόν, εκάθητο μετ’ αυτών εις την τράπεζαν, εσθίων και πίνων, ίνα φύγη την υπόκρισιν, όταν δε εκείνοι ανεχώρουν έκαμνε τόσας ημέρας να πίη ύδωρ όσα ποτήρια έπιε μετά των ξένων ύδωρ ή οίνον, δια να παιδεύη την σάρκα αυτού, καθότι και αύτη μόνη η θεωρία του σώματός του εμαρτύρει την άκραν εγκράτειαν, την οποίαν μετεχειρίζετο. Ημέραν τινά μετέβη ο Όσιος Μακάριος προς επίσκεψιν του Μεγάλου Αντωνίου και κρούσας την θύραν, ηρώτησεν αυτόν έσωθεν ο Αντώνιος τις ήτο και τι εζήτει. Ο δε είπεν, ότι ήτο ο πατριώτης αυτού Μακάριος και ήλθε να ομιλήσωσι· θέλων δε ο Μέγας Αντώνιος να δοκιμάση την υπομονήν του, έκλεισε την θύραν καλλίτερον, αυτός όμως δεν εσκανδαλίσθη, αλλ’ έστεκεν υπομένων ώραν πολλήν με πραότητα. Όθεν ιδών την θαυμασίαν υπομονήν αυτού, ήνοιξε την θύραν και τον υπεδέχθη αγαλλιώμενος λέγων· «Πολύς καιρός είναι όπου, ακούων την καλήν σου φήμην, είχον μέγαν πόθον να σε ίδω και ας έχη δόξαν ο Κύριος, όστις επλήρωσε την επιθυμίαν μου». Αφού λοιπόν ησπάσθησαν αλλήλους εν Κυρίω, έθεσε τράπεζαν και εφιλεύθησαν, μετά δε την ευχαριστίαν έλαβε βάϊα και έπλεκεν ο Αντώνιος, δια να μη κάθηται αργός, συνομιλούντες προς ψυχικήν ωφέλειαν· ο δε Μακάριος του εζήτησε να κάμη και αυτός ολίγον εργόχειρον. Και βλέπων ο Μέγας Αντώνιος ότι ο Μακάριος έκαμε την σειράν ωραιοτάτην, ησπάσθη τας χείρας αυτού λέγων· «Πολλής καλωσύνης και αρετής γέμουσιν αύται αι ευλογημέναι χείρες». Μετά ταύτα επέστρεψε και πάλιν εις το κελλίον αυτού ο Μακάριος και τόσον εδίδετο εις την θεωρητικήν, ώστε ο νους και η ψυχή αυτού ήσαν περισσότερον καιρόν εις τον ουρανόν παρά εις την γην. Όθεν δια να προσέχη εις τον Θεόν περισσότερον είχε διανοίξει κάτωθεν του κελλίου αυτού υπόγειον στοάν μήκους ημίσεος σταδίου, με στροφάς, ως κοχλίαν, εις δε το άκρον αυτής έσκαψε δια των χειρών αυτού εν σπήλαιον· και ότε ήρχοντο πολλοί άνθρωποι και τον ηνώχλουν, διέβαινε κρυφίως εκ της στοάς και εκρύπτετο εντός του σπηλαίου· όθεν ουδείς ηδύνατο να τον εύρη. Άλλοτε επήγεν εορτήν τινα εις το όρος της Νιτρίας εις το Μοναστήριον του Αββά Παμβώ· οι δε Μοναχοί παρεκάλεσαν αυτόν να διδάξη αυτούς προς ψυχικήν ωφέλειαν· ο δε ως ταπεινόφρων απεκρίθη λέγων· «Εγώ ακόμη δεν είμαι Μοναχός, όμως είδον άλλους τινάς και δι’ αυτούς να σας είπω ολίγα τινά προς νουθεσίαν». Ήρχισε δε λέγων τα εξής: «Καθεζόμενος ποτέ εις την κέλλαν μου με επολέμει ο λογισμός λέγων· «Έγειραι και ύπαγε εις την έρημον». Εγώ δε φοβούμενος μήπως και ήτο λογισμός του δαίμονος δια να ταράξη την ησυχίαν μου, αντεπολέμουν τούτον επί πέντε έτη και βλέπων ότι ο λογισμός μου εστερεούτο, εγνώρισα ότι ήτο εκ Θεού και υπακούσας περιεπάτησα οδόν πολλήν εις την έρημον και εύρον λίμνην, εις την οποίαν ερχόμενα τα θηρία και έτερα ζώα έπινον ύδωρ. Μεταξύ δε των θηρίων είδον και δύο άνδρας τριχώδεις και πολλά εδειλίασα, νομίσας ότι ήσαν δαιμόνια. Οι δε ιδόντες με έντρομον μου ωμίλησαν λέγοντες· «Μη φοβείσαι, διότι και ημείς άνθρωποι είμεθα». Όθεν αναθαρρήσας τους επλησίασα και τους ηρώτησα πόθεν ήσαν και πως επορεύοντο και μου είπον· «Ημείς, αδελφέ, διεμένομεν εις εν Μοναστήριον και λαβόντες από τον Ηγούμενον και τους λοιπούς αδελφούς συγχώρησιν προς αναχώρησιν, ήλθομεν εις ταύτην την έρημον και έχομεν ήδη τεσσαράκοντα έτη ησυχάζοντες. Ο εις εξ ημών είναι από την Λιβύην και ο έτερος από την Αίγυπτον, μας έκαμε δε την χάριν ο Κύριος να μη έχωμεν καύσιν το θέρος, ούτε να αισθανώμεθα τον χειμώνα ψύχος». Δια ταύτην την αιτίαν αδελφοί, σας είπον ότι δεν είμαι ακόμη Μοναχός. Άλλοτε πάλιν, ερχόμενος ο Όσιος από την Σκήτην, ενυκτώθη καθ’ οδόν. Όθεν εισήλθεν εις ένα τάφον των ειδωλολατρών να κοιμηθή και έβαλε κεφαλήν αποθαμένου τινός ως προσκέφαλον. Οι δε δαίμονες εφθόνησαν, διότι δεν εφοβείτο και εδοκίμασαν να τον κάμουν να δειλιάση· όθεν έλεγεν ο εις δήθεν προς γυναίκα τινά, ήτις ήτο τεθαμμένη εις τον τάφον· «Έγειραι, γύναι, να υπάγωμεν εις το λουτρόν να εργασθώμεν». Και ο έτερος δαίμων απεκρίνατο εκ του κρανίου λέγων· «Εις ξένος Αββάς με έχει προσκέφαλον και δεν δύναμαι να εξέλθω». Παρ’ όλα ταύτα δεν εφοβήθη ο Όσιος, αλλ’ έλεγεν· «Εάν δύνασαι να εγερθής, ύπαγε». Τότε οι δαίμονες καταισχυθέντες έφυγαν λέγοντες· Μας ενίκησες, Μακάριε. Ήλθε ποτε αιρετικός τις εις τον Άγιον, όστις εφιλονείκει ότι δεν είναι ανάστασις νεκρών· όθεν ο Μέγας Μακάριος ανέστησεν ένα νεκρόν, δια να πείση και πληροφορήση αυτόν. Έλεγε δε ο Όσιος, ότι είναι δύο τάγματα των δαιμόνων· και το μεν εν τάγμα πολεμεί τους ανθρώπους εις διάφορα πάθη θυμού και επιθυμίας, το δε έτερον τάγμα, το οποίον ονομάζεται αρχικόν, πολεμεί τους ανθρώπους και τους ρίπτει εις διαφόρους αιρέσεις, βλασφημίας και πλάνας, τούτο δε το αρχικόν τάγμα των δαιμόνων αποστέλλει ο αρχηγός αυτών σατανάς εις τους μάγους και εις τους αιρεσιάρχας. Μίαν φοράν είδεν ο Άγιος ούτος τον διάβολον έχοντα τας μηχανάς και τα εργαλεία αυτού εντός ληκύθου (ήτοι δοχείου ελαίου), και εκάθητο εκεί εις την ησυχίαν, έχων σχήμα ενδεδυμένου ανθρώπου με ιμάτιον λινόν, το οποίον είχεν οπάς πολλάς και εις εκάστην οπήν εκρέματο εν μικρόν κολοκύνθιον. Ηρώτησε δε αυτόν ο Όσιος που πηγαίνει και τι κρατεί εις τα δοχεία, εκείνος δε απεκρίθη· «Εις τους Μοναχούς υπάγω τους διαμένοντας εις το κάτω λαγκάδι και κρατώ διάφορα ποτά, ίνα πίη έκαστος εξ αυτών ό,τι ορέγεται». Ταύτα ειπών ο δαίμων εξηφανίσθη, ο δε Όσιος έμεινεν εις τον τόπον αυτόν ευχόμενος να ίδη το αποβησόμενον· όταν δε εκείνος επέστρεφε, τον ηρώτησε τι έκαμεν εις το Μοναστήριον, ο δε είπεν εις αυτόν, ότι ένα μόνον ενίκησεν, οι δε επίλοιποι τον επολέμησαν ανδρείως· λέγει αυτώ ο Όσιος· «Ορκίζω σε εις τον Δεσπότην Χριστόν, να μου είπης το όνομα του Μοναχού, τον οποίον κατέλαβες». Και ο δαίμων είπε· «Θεόπεμπτος ονομάζεται». Ταύτα ακούσας ο Όσιος μετέβη εις την προρρηθείσαν Μονήν και πάντες οι αδελφοί εδέχθησαν αυτόν μετ’ ευλαβείας. Ο δε Όσιος ηρώτησεν εις ποίον κελλίον ευρίσκετο ο Θεόπεμπτος και μεταβάς εις αυτόν τον εξήτασε πνευματικώ τω τρόπω, πως επορεύετο εις τα ψυχικά. Ο δε απεκρίθη· «καλά με την δύναμιν του Θεού, Πάτερ», συσταλείς να είπη εις τον όσιον την αλήθειαν. Ο δε σοφώτατος Μακάριος, γνωρίζων ότι ησχύνετο να ομολογήση την αμαρτίαν αυτού, ως ιατρός πρακτικός με τρόπον επιδέξιον του είπεν· «Εγώ ο τάλας ευρίσκομαι τόσα έτη εις την έρημον και έχω τοσούτον περίφημον όνομα και πάλιν δεν δύναμαι να φύγω τους αισχρούς και ρυπαρούς λογισμούς, αλλά μοι δίδουν τόσην ενόχλησιν, ώστε εάν δεν μοι βοηθήση ο Κύριος κινδυνεύω να με νικήσωσιν». Από τους λόγους τούτους λαβών θάρρος ο Θεόπεμπτος ωμολόγησε την αλήθειαν, λέγων· «Το όμοιον παθαίνω και εγώ, Πάτερ τίμιε, και κινδυνεύω εις θάνατον». Τότε ο ιατρός του ερμηνεύει τι να πράξη και πόσον να νηστεύη, και πως να προσεύχηται δια να νικά τον πειράζοντα και διορθώσας αυτόν ως έπρεπεν, επέστρεψεν εις την κέλλαν αυτού. Και μεθ’ ημέρας τινάς είδε πάλιν τον άνωθεν δαίμονα επιστρέφοντα από την Μονήν με τα κολοκύνθια, ερωτήσας δε αυτόν πως διήλθε μετά των Μοναχών, απεκρίνατο λέγων· «Κακά και ανάποδα, καθότι πάντες με αντιμάχονται και μάλιστα ο Θεόπεμπτος, τον οποίον είχον δια φίλον μου και δεν ηξεύρω τι έπαθε και έγινε προς με των άλλων σκληρότερος». Ούτως ελύτρωσε του κινδύνου τον Θεόπεμπτον ο πολύς την γνώσιν και την αρετήν Μακάριος. Επιστρέφων δε ποτε εξ Αιγύπτου και ερχόμενος εις το κελλίον του, εύρε τους κλέπτας, οίτινες του επήραν ό,τι και αν είχε. Και ότε έφθασε, τα εφόρτωναν εις τον όνον, ο δε Όσιος προσεποιήθη ότι δεν ήσαν ιδικά του πράγματα. όθεν όχι μόνον δεν τους εκακολόγησεν, αλλά και τους εβοήθησε να φορτώσουν λέγων· «Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι. Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλετο». Ταύτα δε ειπών υπέμεινε ατάραχα την του πράγματος στέρησιν. Ουχί δε μόνον όταν του επήραν εκείνο το ολίγον, όπερ είχεν, εμακροθύμησεν, αλλά και πρότερον, όταν ήτο νεώτερος εις εν Κοινόβιον, υπέμεινεν μίαν δεινήν συκοφαντίαν, την οποίαν του είπον ψευδώς και δεν επροφασίσθη, αλλά δι’ αγάπην Θεού εσιώπησε και ύστερον, όταν εγνωρίσθη η αλήθεια, εθαυμαστώθη περισσότερον. Η υπόθεσις δε αύτη εγένετο ούτω, καθώς ο ίδιος την διηγήθη μετά ταύτα λέγων· «Όταν ήμην εις το Μοναστήριον αρχάριος, ήθελον να με χειροτονήσουν χωρίς να θέλω Διάκονον. Εγώ δε κρίνων τον εαυτόν μου ανάξιον, έφυγον από την Λαύραν εις τόπον απόκρυφον και εκεί με υπηρέτει εις λαϊκός, όστις έπαιρνε τας σπυρίδας, τας οποίας εργοχείρουν και μου έφερε την τροφήν μου. Έτυχε δε εις εκείνα τα μέρη μία παρθένος, ήτις ήμαρτε με άλλον τινά και έμεινεν έγκυος η τάλαινα. Ερωτήσαντες δε αυτήν οι γονείς της, την συνεβούλευσεν ο διάβολος να είπη ότι εγώ την εβίασα. Οι δε γονείς της έδραμον προς με θυμωμένοι και αρπάσαντές με ως θήρες άγριοι μου εκρέμασαν εις όλον το σώμα αγγεία πήλινα δια καταφρόνησιν και δέροντές με ανηλεώς με εθεάτρισαν και κατήσχυναν εις εκείνα τα μέρη φωνάζοντες· «Ούτος ο Μοναχός εδυνάστευσε την κόρην μας». Ύβριζον δε και τον κοσμικόν εκείνον, όστις με υπηρέτει και του έλεγον· «Ιδού τι διέπραξεν ο ενάρετος Μοναχός, τον οποίον εφήμιζες τόσον και μας έλεγες ψευδώς, ότι ήτο άγιος άνθρωπος. Αλλά ήξευρε ότι δεν τον αφήνομεν, έως να μείνη τις εγγυητής, να πληρώση όλα τα έξοδα, τα οποία μέλλουν να γίνουν έως να τραφή το βρέφος, όπερ θα γεννηθή εξ αυτής και διότι έφθειρε την παρθενίαν της». Τότε εγώ έκαμα νεύμα εις εκείνον τον κοσμικόν, να γίνη εγγυητής μου χωρίς δισταγμόν. Όστις εδέχθη και με επήρεν ημίθνητον από τας χείρας αυτών και φθάνων εις το κελλίον μου επλεονέκτουν εις το εργόχειρον λέγων· «Δούλευε, ταπεινέ Μακάριε, να θρέψης την γυναίκα και εαυτόν». Και ούτω δουλεύων νυχθημερόν έδιδα τας σπυρίδας του ανθρώπου και εζωοτρόφει εκείνην την τάλαιναν, έως ου ήλθεν η ώρα του τοκετού και οδυνωμένη ημέρας πολλάς δεν ηδύνατο η δυστυχής να γεννήση το βρέφος. Όθεν από τους πόνους εγνώρισε την αμαρτίαν της και ωμολόγησε προς τους παρεστώτας την αλήθειαν, λέγουσα· «Επειδή εσυκοφάνυησα ψευδώς τον ενάρετον εκείνον Μοναχόν, ότι με εδυνάστευσε, δι’ αυτό βασανίζομαι τώρα δικαίως η άδικος. Αλλά γνωρίσατε ότι με τον δείνα γείτονά μας ημάρτησα». Ταύτα ειπούσα εγέννησεν ανεμποδίστως. Οι δε παρεστώτες έδραμον προς με μετά δακρύων ζητούντες συγχώρησιν και με είχον έκτοτε εις πολλήν ευλάβειαν. Όθεν εγώ, δια να φύγω τον ανθρώπινον έπαινον, έφυγον εξ εκείνου του τόπου, ελθών εις ταύτην την έρημον». Ερωτώμενος ούτος ο Μέγας Μακάριος από τινας, με ποίον τρόπον δύναται να σωθή ο άνθρωπος ευκολώτερον, απεκρίθη· «Όστις φύγη από τον κόσμον εις τόπον ήσυχον και κλαίη τας αμαρτίας του, ευρίσκει την σωτηρίαν του». Επιστρέφων δε ποτε από τόπου τινός εις το κελλίον του ο Όσιος, τον συνήντησε με πολλήν ορμήν ο διάβολος και βαστάζων εν μέγα δρέπανον εδείκνυε πως ήθελε να τον θανατώση και κάμνων πολλάκις σχήμα ότι θα τον κόψη, δεν ηδύνατο ο αδύνατος. Όθεν ως δικαιολογούμενος έλεγε· «Πολλήν βίαν πάσχω από σε, Μακάριε, και ποτέ δεν κατορθώνω να σε νικήσω, με όλον ότι εγώ κάμνω περισσότερα από ό,τι κάμνεις συ εις τινάς αρετάς. Συ νηστεύεις τινάς ημέρας και εγώ δεν τρώγω τίποτε. Συ αγρυπνείς και εγώ δεν κοιμώμαι καθόλου. Μόνον εις μίαν αρετήν με νικάς, δια την οποίαν δεν έχω κατά σου δύναμιν». Λέγει αυτώ ο Όσιος· «Ποία είναι η αρετή αυτή;» Ο δε βιαζόμενος απεκρίθη· «Η ταπείνωσις». Και ταύτα ειπών εγένετο άφαντος. Άνθρωπός τις ενάρετος, το γένος Αιγύπτιος, είχεν υιόν παραλυτικόν, όστις ποσώς δεν εσάλευεν, αλλ’ εκείτετο ως λίθος ακίνητος. Όθεν λαβών αυτόν ο πατήρ του, τον επήγεν έξωθι της θύρας του κελλίου του Οσίου και αφήσας αυτόν εκεί ήσυχον ανεχώρησεν. Ο δε Όσιος εξήλθε και ιδών αυτόν, ηρώτησε τις τον έφερεν, εκείνος δε απεκρίθη ότι ο πατήρ του, ρίψας αυτόν εκεί, έφυγεν. Τότε του λέγει ο Όσιος· «Έγειρε και ύπαγε να τον φθάσης». Και παρευθύς, ω του θαύματος! εγερθείς ο πρώην ακίνητος, προσεκύνησε τον ιατρόν και επέστρεψεν εις τον οίκον του αγαλλόμενος. Λέγεται δε περίτου ουρανίου τούτου ανδρός, ότι τον περισσότερον χρόνον της ζωής του εσχόλαζε μάλλον εις την μετά του Θεού νοεράν ένωσιν παρά εις όλα τα υπό τον ουρανόν πράγματα του κόσμου. Με τοιαύτα λοιπόν θαυμαστά και θεάριστα έργα διαλάμψας ο φερώνυμος της μακαριότητος Μακάριος ο Μέγας και χρόνων ενενήκοντα ή κατ’ άλλους εξήκοντα γενόμενος, απήλθε προς Κύριον το 391 έτος. Υπό το όνομα τούτου σώζονται ν΄ (50) ομιλίαι· τινές δε λέγουσιν ότι ο Μέγας Αντώνιος συνέγραψεν αυτάς εις την συριακήν, ο δε Όσιος Μακάριος μετεγλώττισεν αυτάς εις το Ελληνικόν.
Τόσην δε υπομονήν έδειξεν εις τους κόπους της ασκήσεως ο αοίδιμος, ώστε εις ολίγους χρόνους ηξιώθη να λάβη το χάρισμα της διακρίσεως και την κατά των δαιμόνων εξουσίαν και δύναμιν, να προλέγη τα μέλλοντα και να ποιή θαύματα· νέος έτι ων, εκαλείτο παιδαριογέρων· ήτο δε μαθητής, ως λέγουσι τινές, Αντωνίου του Μεγάλου. Μετά δε πολλάς παρακλήσεις του Αρχιερέως, όστις δεν υπέφερε να βλέπη τον λύχνον κρυπτόμενον υπό τον μόδιον, έλαβε και το της ιερωσύνης αξίωμα, ων τότε ετών τεσσαράκοντα. Είχε δε ο Όσιος δύο μαθητάς, εκ των οποίων ο εις διέμενε μετ’ αυτού, προς περιποίησιν των ασθενών, τους οποίους έφερον προς τον Όσιον καθημερινώς δια να θεραπεύωνται, ο δε έτερος διέμενεν εις έτερον κελλίον μακράν ευρισκόμενον. Βλέπων δε ο Όσιος τον υποτακτικόν αυτού Ιωάννην λαμβάνοντα αργύρια εκ των ασθενών, προείπεν εις αυτόν, ότι θέλει λάβει παρά Κυρίου οργήν και παιδείαν, αν δεν διορθωθή· επραγματοποιήθη δε όντως η πρόρρησις αυτού, καθότι ο αδελφός εκείνος, επειδή δεν διωρθώθη, κατέστηλεπρός. Έφερον δε ποτε προς αυτόν νέον τινά, όστις είχε μίαν λεγεώνα δαιμόνων και δεν εχόρταινε και άλλοτε μεν εχώνευε, ώσπερ να ήτο πυρ εις τον στόμαχόν του, το οποίον διέλυε το φαγητόν, άλλοτε δε πάλιν εξήμεσεν αυτό εκ του στόματος δυσώδες και όταν δεν είχεν άρτον να φάγη, έτρωγε τα κόπρανα αυτού ο ταλαίπωρος. Η δε μήτηρ του νέου, πίπτουσα εις τους πόδας του Οσίου μετά θερμών δακρύων, εδέετο να θεραπεύση τον υιόν αυτής ως συμπαθέστατος. Όθεν προσηύξατο ο Άγιος ημέρας επτά και τότε τον άδωκε της μητρός του τεθεραπευμένον και σώφρονα και δεν έτρωγεν, ειμή μόνον τρεις λίτρας άρτου ημερησίως. Ημέραν τινά εφόνευσαν άνθρωπόν τινα κρυφίως και μη γινώσκοντες τον φονέα, είχον ως ένοχον άλλον αθώον, τον οποίον θέλοντες να παραδώσουν εις την δικαιοσύνην δια να τιμωρηθή, κατέφυγεν εις το κελλίον του Μακαρίου, δια να μη τον συλλάβουν. Αλλ’ οι στρατιώται έδραμον και εκεί και τον έδεσαν. Εκείνος δε εφώναζεν ομνύων μετά δακρύων ότι είναι αθώος. O δε Όσιος τον ελυπήθη και επήγεν εις τον τάφον του φονευθέντος, μεθ’ όλων εκείνων των ανθρώπων και εγονάτισεν εις προσευχήν λέγων προς τους παρεστώτας· «Ήδη θέλει φανερώσει ημίν ο Κύριος, εάν είναι ένοχος ούτος ο άνθρωπος». Εφώναξε δε τότε του νεκρού μετά πίστεως λέγων· «Ορκίζω σε εις τον Δεσπότην Χριστόν, ίνα είπης ημίν την αλήθειαν, εάν σε εφόνευσεν ούτος, τον οποίον κατηγόρησαν». Ο δε νεκρός, ω του θαύματος! ώσπερ κοιμώμενος απεκρίθη και λέγει αυτώ· «Ουχί, Πάτερ τίμιε, δεν έπταισεν ούτος, αλλ’ έτερος με εφόνευσε». Ταύτα οι παρεστώτες ακούσαντες έφριξαν και παρεκάλεσαν τον Άγιον να τον ερωτήση πάλιν, τις τον εφόνευσε. Λέγει αυτοίς ο πάνσοφος· «Φθάνει ότι σας εβεβαίωσα πως ο άνθρωπος αυτός δεν πρέπει να τιμωρηθή ως αθώος. Αλλά εγώ δεν είμαι κριτής να τιμωρήσω τον πταίσαντα». Διηγείται ο Όσιος Παλλάδιος δια τον Αιγύπτιον τούτον Μακάριον, ότι ακόλαστος τις, ζητών να ελκύση εις σατανικόν έρωτα κόρην τινά σώφρονα και μη δυνηθείς, εποίησεν αυτήν με διαβολικάς μαγείας να φαίνεται εις τους ανθρώπους ως φορβάς. Οι δε γονείς απελθόντες είπον προς τον Μακάριον· «Αύτη η φορβάς, την οποίαν προσηγάγομεν εις την αγιωσύνην σου, ήτο θυγάτηρ ημών και με τας μαντείας ανθρώπου τινός μετεμορφώθη εις τοιούτον σχήμα. Όθεν παρακαλούμεν σε να ποιήσης προς Κύριον δέησιν, όπως την μετατρέψη εις την προτέραν μορφήν». Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Όσον δι’ εμέ, την βλέπω γυναίκα και όχι φορβάδα, ως λέγετε· αυτή δε η μετασχημάτισις δεν είναι εις το σώμα της, αλλά μόνον εις τους οφθαλμούς σας από συνεργείαν του δαίμονος». Ταύτα ειπών, έλαβε την κόρην εις το κελλίον του και ποιήσας ευχήν, την έχρισεν άγιον έλαιον, έκτοτε δε εφαίνετο πάλιν εις τους ορώντας ως ήτο γυνή κατά φύσιν, επειδή δια της δεήσεως του Μακαρίου ηφανίσθη η μαντεία. Άλλοτε πάλιν του έφεραν ετέραν κόρην, ήτις είχε δεινήν ασθένειαν, εκ της οποίας είχε σαπίσει όλη η σαρξ αυτής και εξήρχετο δυσωδία ανείκαστος. Ο δε Μακάριος είπεν εις αυτήν· «Έχε υπομονήν, θύγατερ, καθότι δι’ όφελος της ψυχής σου έδωκεν ο Θεός τοιαύτην ασθένειαν» Προσευχηθείς δε δι’ αυτήν ημέρας επτά και αλείψας και αυτήν άγιον έλαιον, την εθεράπευσε τελείως και πάντες εξέστησαν. Ημέραν τινά μετέβησαν εις το θέρος ο Αββάς Σισώης και ο Μακάριος μεθ’ ετέρων πέντε Μοναχών και εθέριζον το πρωϊ με την δρόσον, γυνή δε τις ακολουθούσα συνήθροιζε τους εναπομένοντας στάχεις. Έκλαιε δε αύτη πικρώς στενάζουσα. Ο δε Όσιος ηρώτησε τον κύριον του αγρού, τι είχεν εκείνη και εθλίβετο, ο δε είπεν εις αυτόν, ότι ήτο χήρα και έδωκεν εις άνθρωπος εις τον άνδρα της, ότε έζη, μίαν παρακαταθήκην πολύτιμον να του την φυλάξη· αποθανών όμως ο ανήρ αυτής αιφνιδίως δεν είπεν εις αυτήν τίποτε περί της υποθέσεως ταύτης. Όθεν εκείνος την ενεκάλεσεν εις το δικαστήριον και επειδή ήτο πτωχή εζήτει να πάρη αιχμάλωτον αυτήν και τα τέκνα αυτής. Ταύτα ακούσας ο Μακάριος συνεπόνεσε την τάλαιναν χήραν και απελθών εις τον τάφον του ανδρός αυτής, ηρώτησεν αυτόν που έκρυψε την παρακαταθήκην και εκείνος, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ ! απεκρίθη ότι κάτωθεν των προσποδίων του στρώματος έσκαψε και την έκρυψεν. Ο δε Όσιος το είπεν εις την γυναίκα, ήτις ευρούσα την παρακαταθήκην, την έδωκε του δικαιούχου και έμεινεν ανενόχλητος. Ήτο δε εις την νηστείαν και εγκράτειαν τόσον υπομονητικός ο Όσιος, ώστε έκαμεν είκοσιν έτη, κατά τα οποία ούτε άρτον, ούτε ύδωρ, ουδέ τον ύπνον ενεπλήσθη. Αλλ’ ήσθιε με το ζύγιον τον άρτον εις ωρισμένας ουγγίας καθ’ ημέραν, το δε ύδωρ τρία ποτήρια. Και ακουμβών εις τον τοίχον ελάμβανεν ύπνον ολίγον δια να μη βλάπτη τον νουν αυτού από την πολλήν αγρυπνίαν και υπέρμετρον κακοπάθειαν. Όταν δε ήρχοντο οι αδελφοί να ίδουν αυτόν, εκάθητο μετ’ αυτών εις την τράπεζαν, εσθίων και πίνων, ίνα φύγη την υπόκρισιν, όταν δε εκείνοι ανεχώρουν έκαμνε τόσας ημέρας να πίη ύδωρ όσα ποτήρια έπιε μετά των ξένων ύδωρ ή οίνον, δια να παιδεύη την σάρκα αυτού, καθότι και αύτη μόνη η θεωρία του σώματός του εμαρτύρει την άκραν εγκράτειαν, την οποίαν μετεχειρίζετο. Ημέραν τινά μετέβη ο Όσιος Μακάριος προς επίσκεψιν του Μεγάλου Αντωνίου και κρούσας την θύραν, ηρώτησεν αυτόν έσωθεν ο Αντώνιος τις ήτο και τι εζήτει. Ο δε είπεν, ότι ήτο ο πατριώτης αυτού Μακάριος και ήλθε να ομιλήσωσι· θέλων δε ο Μέγας Αντώνιος να δοκιμάση την υπομονήν του, έκλεισε την θύραν καλλίτερον, αυτός όμως δεν εσκανδαλίσθη, αλλ’ έστεκεν υπομένων ώραν πολλήν με πραότητα. Όθεν ιδών την θαυμασίαν υπομονήν αυτού, ήνοιξε την θύραν και τον υπεδέχθη αγαλλιώμενος λέγων· «Πολύς καιρός είναι όπου, ακούων την καλήν σου φήμην, είχον μέγαν πόθον να σε ίδω και ας έχη δόξαν ο Κύριος, όστις επλήρωσε την επιθυμίαν μου». Αφού λοιπόν ησπάσθησαν αλλήλους εν Κυρίω, έθεσε τράπεζαν και εφιλεύθησαν, μετά δε την ευχαριστίαν έλαβε βάϊα και έπλεκεν ο Αντώνιος, δια να μη κάθηται αργός, συνομιλούντες προς ψυχικήν ωφέλειαν· ο δε Μακάριος του εζήτησε να κάμη και αυτός ολίγον εργόχειρον. Και βλέπων ο Μέγας Αντώνιος ότι ο Μακάριος έκαμε την σειράν ωραιοτάτην, ησπάσθη τας χείρας αυτού λέγων· «Πολλής καλωσύνης και αρετής γέμουσιν αύται αι ευλογημέναι χείρες». Μετά ταύτα επέστρεψε και πάλιν εις το κελλίον αυτού ο Μακάριος και τόσον εδίδετο εις την θεωρητικήν, ώστε ο νους και η ψυχή αυτού ήσαν περισσότερον καιρόν εις τον ουρανόν παρά εις την γην. Όθεν δια να προσέχη εις τον Θεόν περισσότερον είχε διανοίξει κάτωθεν του κελλίου αυτού υπόγειον στοάν μήκους ημίσεος σταδίου, με στροφάς, ως κοχλίαν, εις δε το άκρον αυτής έσκαψε δια των χειρών αυτού εν σπήλαιον· και ότε ήρχοντο πολλοί άνθρωποι και τον ηνώχλουν, διέβαινε κρυφίως εκ της στοάς και εκρύπτετο εντός του σπηλαίου· όθεν ουδείς ηδύνατο να τον εύρη. Άλλοτε επήγεν εορτήν τινα εις το όρος της Νιτρίας εις το Μοναστήριον του Αββά Παμβώ· οι δε Μοναχοί παρεκάλεσαν αυτόν να διδάξη αυτούς προς ψυχικήν ωφέλειαν· ο δε ως ταπεινόφρων απεκρίθη λέγων· «Εγώ ακόμη δεν είμαι Μοναχός, όμως είδον άλλους τινάς και δι’ αυτούς να σας είπω ολίγα τινά προς νουθεσίαν». Ήρχισε δε λέγων τα εξής: «Καθεζόμενος ποτέ εις την κέλλαν μου με επολέμει ο λογισμός λέγων· «Έγειραι και ύπαγε εις την έρημον». Εγώ δε φοβούμενος μήπως και ήτο λογισμός του δαίμονος δια να ταράξη την ησυχίαν μου, αντεπολέμουν τούτον επί πέντε έτη και βλέπων ότι ο λογισμός μου εστερεούτο, εγνώρισα ότι ήτο εκ Θεού και υπακούσας περιεπάτησα οδόν πολλήν εις την έρημον και εύρον λίμνην, εις την οποίαν ερχόμενα τα θηρία και έτερα ζώα έπινον ύδωρ. Μεταξύ δε των θηρίων είδον και δύο άνδρας τριχώδεις και πολλά εδειλίασα, νομίσας ότι ήσαν δαιμόνια. Οι δε ιδόντες με έντρομον μου ωμίλησαν λέγοντες· «Μη φοβείσαι, διότι και ημείς άνθρωποι είμεθα». Όθεν αναθαρρήσας τους επλησίασα και τους ηρώτησα πόθεν ήσαν και πως επορεύοντο και μου είπον· «Ημείς, αδελφέ, διεμένομεν εις εν Μοναστήριον και λαβόντες από τον Ηγούμενον και τους λοιπούς αδελφούς συγχώρησιν προς αναχώρησιν, ήλθομεν εις ταύτην την έρημον και έχομεν ήδη τεσσαράκοντα έτη ησυχάζοντες. Ο εις εξ ημών είναι από την Λιβύην και ο έτερος από την Αίγυπτον, μας έκαμε δε την χάριν ο Κύριος να μη έχωμεν καύσιν το θέρος, ούτε να αισθανώμεθα τον χειμώνα ψύχος». Δια ταύτην την αιτίαν αδελφοί, σας είπον ότι δεν είμαι ακόμη Μοναχός. Άλλοτε πάλιν, ερχόμενος ο Όσιος από την Σκήτην, ενυκτώθη καθ’ οδόν. Όθεν εισήλθεν εις ένα τάφον των ειδωλολατρών να κοιμηθή και έβαλε κεφαλήν αποθαμένου τινός ως προσκέφαλον. Οι δε δαίμονες εφθόνησαν, διότι δεν εφοβείτο και εδοκίμασαν να τον κάμουν να δειλιάση· όθεν έλεγεν ο εις δήθεν προς γυναίκα τινά, ήτις ήτο τεθαμμένη εις τον τάφον· «Έγειραι, γύναι, να υπάγωμεν εις το λουτρόν να εργασθώμεν». Και ο έτερος δαίμων απεκρίνατο εκ του κρανίου λέγων· «Εις ξένος Αββάς με έχει προσκέφαλον και δεν δύναμαι να εξέλθω». Παρ’ όλα ταύτα δεν εφοβήθη ο Όσιος, αλλ’ έλεγεν· «Εάν δύνασαι να εγερθής, ύπαγε». Τότε οι δαίμονες καταισχυθέντες έφυγαν λέγοντες· Μας ενίκησες, Μακάριε. Ήλθε ποτε αιρετικός τις εις τον Άγιον, όστις εφιλονείκει ότι δεν είναι ανάστασις νεκρών· όθεν ο Μέγας Μακάριος ανέστησεν ένα νεκρόν, δια να πείση και πληροφορήση αυτόν. Έλεγε δε ο Όσιος, ότι είναι δύο τάγματα των δαιμόνων· και το μεν εν τάγμα πολεμεί τους ανθρώπους εις διάφορα πάθη θυμού και επιθυμίας, το δε έτερον τάγμα, το οποίον ονομάζεται αρχικόν, πολεμεί τους ανθρώπους και τους ρίπτει εις διαφόρους αιρέσεις, βλασφημίας και πλάνας, τούτο δε το αρχικόν τάγμα των δαιμόνων αποστέλλει ο αρχηγός αυτών σατανάς εις τους μάγους και εις τους αιρεσιάρχας. Μίαν φοράν είδεν ο Άγιος ούτος τον διάβολον έχοντα τας μηχανάς και τα εργαλεία αυτού εντός ληκύθου (ήτοι δοχείου ελαίου), και εκάθητο εκεί εις την ησυχίαν, έχων σχήμα ενδεδυμένου ανθρώπου με ιμάτιον λινόν, το οποίον είχεν οπάς πολλάς και εις εκάστην οπήν εκρέματο εν μικρόν κολοκύνθιον. Ηρώτησε δε αυτόν ο Όσιος που πηγαίνει και τι κρατεί εις τα δοχεία, εκείνος δε απεκρίθη· «Εις τους Μοναχούς υπάγω τους διαμένοντας εις το κάτω λαγκάδι και κρατώ διάφορα ποτά, ίνα πίη έκαστος εξ αυτών ό,τι ορέγεται». Ταύτα ειπών ο δαίμων εξηφανίσθη, ο δε Όσιος έμεινεν εις τον τόπον αυτόν ευχόμενος να ίδη το αποβησόμενον· όταν δε εκείνος επέστρεφε, τον ηρώτησε τι έκαμεν εις το Μοναστήριον, ο δε είπεν εις αυτόν, ότι ένα μόνον ενίκησεν, οι δε επίλοιποι τον επολέμησαν ανδρείως· λέγει αυτώ ο Όσιος· «Ορκίζω σε εις τον Δεσπότην Χριστόν, να μου είπης το όνομα του Μοναχού, τον οποίον κατέλαβες». Και ο δαίμων είπε· «Θεόπεμπτος ονομάζεται». Ταύτα ακούσας ο Όσιος μετέβη εις την προρρηθείσαν Μονήν και πάντες οι αδελφοί εδέχθησαν αυτόν μετ’ ευλαβείας. Ο δε Όσιος ηρώτησεν εις ποίον κελλίον ευρίσκετο ο Θεόπεμπτος και μεταβάς εις αυτόν τον εξήτασε πνευματικώ τω τρόπω, πως επορεύετο εις τα ψυχικά. Ο δε απεκρίθη· «καλά με την δύναμιν του Θεού, Πάτερ», συσταλείς να είπη εις τον όσιον την αλήθειαν. Ο δε σοφώτατος Μακάριος, γνωρίζων ότι ησχύνετο να ομολογήση την αμαρτίαν αυτού, ως ιατρός πρακτικός με τρόπον επιδέξιον του είπεν· «Εγώ ο τάλας ευρίσκομαι τόσα έτη εις την έρημον και έχω τοσούτον περίφημον όνομα και πάλιν δεν δύναμαι να φύγω τους αισχρούς και ρυπαρούς λογισμούς, αλλά μοι δίδουν τόσην ενόχλησιν, ώστε εάν δεν μοι βοηθήση ο Κύριος κινδυνεύω να με νικήσωσιν». Από τους λόγους τούτους λαβών θάρρος ο Θεόπεμπτος ωμολόγησε την αλήθειαν, λέγων· «Το όμοιον παθαίνω και εγώ, Πάτερ τίμιε, και κινδυνεύω εις θάνατον». Τότε ο ιατρός του ερμηνεύει τι να πράξη και πόσον να νηστεύη, και πως να προσεύχηται δια να νικά τον πειράζοντα και διορθώσας αυτόν ως έπρεπεν, επέστρεψεν εις την κέλλαν αυτού. Και μεθ’ ημέρας τινάς είδε πάλιν τον άνωθεν δαίμονα επιστρέφοντα από την Μονήν με τα κολοκύνθια, ερωτήσας δε αυτόν πως διήλθε μετά των Μοναχών, απεκρίνατο λέγων· «Κακά και ανάποδα, καθότι πάντες με αντιμάχονται και μάλιστα ο Θεόπεμπτος, τον οποίον είχον δια φίλον μου και δεν ηξεύρω τι έπαθε και έγινε προς με των άλλων σκληρότερος». Ούτως ελύτρωσε του κινδύνου τον Θεόπεμπτον ο πολύς την γνώσιν και την αρετήν Μακάριος. Επιστρέφων δε ποτε εξ Αιγύπτου και ερχόμενος εις το κελλίον του, εύρε τους κλέπτας, οίτινες του επήραν ό,τι και αν είχε. Και ότε έφθασε, τα εφόρτωναν εις τον όνον, ο δε Όσιος προσεποιήθη ότι δεν ήσαν ιδικά του πράγματα. όθεν όχι μόνον δεν τους εκακολόγησεν, αλλά και τους εβοήθησε να φορτώσουν λέγων· «Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι. Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλετο». Ταύτα δε ειπών υπέμεινε ατάραχα την του πράγματος στέρησιν. Ουχί δε μόνον όταν του επήραν εκείνο το ολίγον, όπερ είχεν, εμακροθύμησεν, αλλά και πρότερον, όταν ήτο νεώτερος εις εν Κοινόβιον, υπέμεινεν μίαν δεινήν συκοφαντίαν, την οποίαν του είπον ψευδώς και δεν επροφασίσθη, αλλά δι’ αγάπην Θεού εσιώπησε και ύστερον, όταν εγνωρίσθη η αλήθεια, εθαυμαστώθη περισσότερον. Η υπόθεσις δε αύτη εγένετο ούτω, καθώς ο ίδιος την διηγήθη μετά ταύτα λέγων· «Όταν ήμην εις το Μοναστήριον αρχάριος, ήθελον να με χειροτονήσουν χωρίς να θέλω Διάκονον. Εγώ δε κρίνων τον εαυτόν μου ανάξιον, έφυγον από την Λαύραν εις τόπον απόκρυφον και εκεί με υπηρέτει εις λαϊκός, όστις έπαιρνε τας σπυρίδας, τας οποίας εργοχείρουν και μου έφερε την τροφήν μου. Έτυχε δε εις εκείνα τα μέρη μία παρθένος, ήτις ήμαρτε με άλλον τινά και έμεινεν έγκυος η τάλαινα. Ερωτήσαντες δε αυτήν οι γονείς της, την συνεβούλευσεν ο διάβολος να είπη ότι εγώ την εβίασα. Οι δε γονείς της έδραμον προς με θυμωμένοι και αρπάσαντές με ως θήρες άγριοι μου εκρέμασαν εις όλον το σώμα αγγεία πήλινα δια καταφρόνησιν και δέροντές με ανηλεώς με εθεάτρισαν και κατήσχυναν εις εκείνα τα μέρη φωνάζοντες· «Ούτος ο Μοναχός εδυνάστευσε την κόρην μας». Ύβριζον δε και τον κοσμικόν εκείνον, όστις με υπηρέτει και του έλεγον· «Ιδού τι διέπραξεν ο ενάρετος Μοναχός, τον οποίον εφήμιζες τόσον και μας έλεγες ψευδώς, ότι ήτο άγιος άνθρωπος. Αλλά ήξευρε ότι δεν τον αφήνομεν, έως να μείνη τις εγγυητής, να πληρώση όλα τα έξοδα, τα οποία μέλλουν να γίνουν έως να τραφή το βρέφος, όπερ θα γεννηθή εξ αυτής και διότι έφθειρε την παρθενίαν της». Τότε εγώ έκαμα νεύμα εις εκείνον τον κοσμικόν, να γίνη εγγυητής μου χωρίς δισταγμόν. Όστις εδέχθη και με επήρεν ημίθνητον από τας χείρας αυτών και φθάνων εις το κελλίον μου επλεονέκτουν εις το εργόχειρον λέγων· «Δούλευε, ταπεινέ Μακάριε, να θρέψης την γυναίκα και εαυτόν». Και ούτω δουλεύων νυχθημερόν έδιδα τας σπυρίδας του ανθρώπου και εζωοτρόφει εκείνην την τάλαιναν, έως ου ήλθεν η ώρα του τοκετού και οδυνωμένη ημέρας πολλάς δεν ηδύνατο η δυστυχής να γεννήση το βρέφος. Όθεν από τους πόνους εγνώρισε την αμαρτίαν της και ωμολόγησε προς τους παρεστώτας την αλήθειαν, λέγουσα· «Επειδή εσυκοφάνυησα ψευδώς τον ενάρετον εκείνον Μοναχόν, ότι με εδυνάστευσε, δι’ αυτό βασανίζομαι τώρα δικαίως η άδικος. Αλλά γνωρίσατε ότι με τον δείνα γείτονά μας ημάρτησα». Ταύτα ειπούσα εγέννησεν ανεμποδίστως. Οι δε παρεστώτες έδραμον προς με μετά δακρύων ζητούντες συγχώρησιν και με είχον έκτοτε εις πολλήν ευλάβειαν. Όθεν εγώ, δια να φύγω τον ανθρώπινον έπαινον, έφυγον εξ εκείνου του τόπου, ελθών εις ταύτην την έρημον». Ερωτώμενος ούτος ο Μέγας Μακάριος από τινας, με ποίον τρόπον δύναται να σωθή ο άνθρωπος ευκολώτερον, απεκρίθη· «Όστις φύγη από τον κόσμον εις τόπον ήσυχον και κλαίη τας αμαρτίας του, ευρίσκει την σωτηρίαν του». Επιστρέφων δε ποτε από τόπου τινός εις το κελλίον του ο Όσιος, τον συνήντησε με πολλήν ορμήν ο διάβολος και βαστάζων εν μέγα δρέπανον εδείκνυε πως ήθελε να τον θανατώση και κάμνων πολλάκις σχήμα ότι θα τον κόψη, δεν ηδύνατο ο αδύνατος. Όθεν ως δικαιολογούμενος έλεγε· «Πολλήν βίαν πάσχω από σε, Μακάριε, και ποτέ δεν κατορθώνω να σε νικήσω, με όλον ότι εγώ κάμνω περισσότερα από ό,τι κάμνεις συ εις τινάς αρετάς. Συ νηστεύεις τινάς ημέρας και εγώ δεν τρώγω τίποτε. Συ αγρυπνείς και εγώ δεν κοιμώμαι καθόλου. Μόνον εις μίαν αρετήν με νικάς, δια την οποίαν δεν έχω κατά σου δύναμιν». Λέγει αυτώ ο Όσιος· «Ποία είναι η αρετή αυτή;» Ο δε βιαζόμενος απεκρίθη· «Η ταπείνωσις». Και ταύτα ειπών εγένετο άφαντος. Άνθρωπός τις ενάρετος, το γένος Αιγύπτιος, είχεν υιόν παραλυτικόν, όστις ποσώς δεν εσάλευεν, αλλ’ εκείτετο ως λίθος ακίνητος. Όθεν λαβών αυτόν ο πατήρ του, τον επήγεν έξωθι της θύρας του κελλίου του Οσίου και αφήσας αυτόν εκεί ήσυχον ανεχώρησεν. Ο δε Όσιος εξήλθε και ιδών αυτόν, ηρώτησε τις τον έφερεν, εκείνος δε απεκρίθη ότι ο πατήρ του, ρίψας αυτόν εκεί, έφυγεν. Τότε του λέγει ο Όσιος· «Έγειρε και ύπαγε να τον φθάσης». Και παρευθύς, ω του θαύματος! εγερθείς ο πρώην ακίνητος, προσεκύνησε τον ιατρόν και επέστρεψεν εις τον οίκον του αγαλλόμενος. Λέγεται δε περίτου ουρανίου τούτου ανδρός, ότι τον περισσότερον χρόνον της ζωής του εσχόλαζε μάλλον εις την μετά του Θεού νοεράν ένωσιν παρά εις όλα τα υπό τον ουρανόν πράγματα του κόσμου. Με τοιαύτα λοιπόν θαυμαστά και θεάριστα έργα διαλάμψας ο φερώνυμος της μακαριότητος Μακάριος ο Μέγας και χρόνων ενενήκοντα ή κατ’ άλλους εξήκοντα γενόμενος, απήλθε προς Κύριον το 391 έτος. Υπό το όνομα τούτου σώζονται ν΄ (50) ομιλίαι· τινές δε λέγουσιν ότι ο Μέγας Αντώνιος συνέγραψεν αυτάς εις την συριακήν, ο δε Όσιος Μακάριος μετεγλώττισεν αυτάς εις το Ελληνικόν.
Μακάριος ο Όσιος ο Αλεξανδρεύς, όστις και πολιτικός επωνομάζετο,
επειδή περισσότερον από τον Αιγύπτιον διέτριβεν εις τας πόλεις και
συνανεστρέφετο με τους ανθρώπους, δια την των πολλών διόρθωσιν, εχρημάτισεν
Ιερεύς των λεγομένων κελλίων, μεταχειριζόμενος άκραν εγκράτειαν και υπομονήν·
όθεν και έλαβε την χάριν των θαυμάτων παρά Θεού. Ούτος ο Όσιος επήγε ποτε προς
τον Μέγαν Αντώνιον και ιδών εκεί βάϊα ωραία εζήτησεν από τον Άγιον να του δώση
μερικά. Ο δε θείος Αντώνιος του είπε· «Είναι γεγραμμένον εις την θείαν Γραφήν,
ότι να μη επιθυμήσης κανέν πράγμα του πλησίον σου». Και ευθύς ως είπε τον
λόγον, όλα εκείνα τα βάϊα κατεκάησαν ως από πυράν. Βλέπων ταύτα ο Μέγας
Αντώνιος, είπε προς αυτόν· «Ιδού επανεπαύθη το Πνεύμα το Άγιον επί σε και
θέλεις γίνει κληρονόμος των αγώνων μου». Μετά ταύτα απήντησεν αυτόν ο διάβολος,
όστις ιδών αυτόν πολλά κουρασμένον, του λέγει· «Ιδού όπου έλεβες την χάριν του
Αντωνίου· διατί δεν μεταχειρίζεσαι το αξίωμά σου, να ζητήσης με θάρρος από τον
Θεόν να σου στείλη φαγητόν και ποτόν και να σου δώση δύναμιν δια την
οδοιπορίαν;» Ο δε Άγιος του είπε· «Εις εμέ δύναμις
και δόξα είναι αυτός ο Κύριος· συ όμως δεν έχεις καμμίαν εξουσίαν να πειράζης
τους δούλους του Θεού». Φέρων δε πάλιν φαντασίαν εις τον Όσιον ο μιαρός, έδειξε
μίαν κάμηλον φορτωμένην πολλά χρειαζόμενα και ως να είχε χαθή εφέρετο εδώ και
εκεί εις την έρημον, ευθύς δε ως είδε τον Όσιον, επήγε και εγονάτισεν έμπροσθέν
του. Ο δε Όσιος εδόθη εις προσευχήν και η κάμηλος πάραυτα κατεποντίσθη εις την
γην. Άλλοτε του ενεθύμισεν η όρεξις σταφύλια νωπά, εκείνην δε την ώραν έτυχε να
του στείλη αδελφός τις ωραία σταφύλια και δια να βασανίση την όρεξιν, ευθύς τα
έστειλεν εις άλλον αδελφόν, όστις ήτο κλινήρης και επεθύμει σταφύλια, ο οποίος,
αφ’ ου τα είδεν, εχάρη μεν κατά πολλά, όμως χωρίς να απλώση τελείως εις αυτά
είπε και τα έστειλαν ευθύς εις άλλον, λέγων· «Τάχα
δεν τα ορέγεται αυτός;» Εκείνος πάλιν ο αδελφός, όστις τα έλαβε, παρ’ όλον ότι
ήτο υστερημένος από οπωρικά, τα έστειλεν εις άλλον αδελφόν. Επειδή λοιπόν
εκείνα τα σταφύλια έτυχον εις πολλούς αδελφούς απεσταλμένα και ουδείς τα
εμεταχειρίσθη, τέλος ο ύστερος, όστις τα εδέχθη, τα έστειλε πάλιν εις τον Άγιον
Μακάριον, ο οποίος γνωρίσας τα σταφύλια, εδόξασε τον Θεόν δια την τόσην
εγκράτειαν των αδελφών. Δια τούτο μήτε αυτός δεν εγεύθη από αυτά δια τελείαν
πληγήν του δαίμονος. Όθεν η άσκησις του θαυμασίου τούτου ήτο με τόνον μεγάλον,
επειδή, ει τι κατόρθωμα ήκουεν εις κανένα μεγάλον αγωνιστήν, ελάμβανε ζήλον
αγαθόν εις την ψυχήν του και κατά μίμησιν εκείνου έκαμνε και αυτός το ίδιον
κατόρθωμα. Ακούσας δε ότι οι Μοναχοί, οι ευρισκόμενοι εις τα Τάβεννα και δια
τούτο Ταβεννησιώται ονομαζόμενοι, όλην την μεγάλην Τεσσαρακοστήν δεν έτρωγον φαγητόν
ψηνόμενον δια του πυρός, τους εμιμήθη και αυτός και τα επτά έτη δεν έφαγε
φαγητόν μαγειρευμένον, εκτός λαχάνων ωμών και οσπρίων βρεκτών. Άλλην φοράν
ήκουσεν, ότι άλλος τις Όσιος έτρωγε μόνον μίαν λίτραν άρτου· όθεν εβίασε και
αυτός τον εαυτόν του και έτρωγεν εις τρία έτη 4 έως 5 ουγγίας άρτου. Ομοίως
έπινε και τόσον ολίγον ύδωρ όσον ήτο ανάλογον εις τόσον ολίγον άρτον, τον
οποίον έτρωγε. Δια να μη νικάται δε υπό της επιθυμίας να φάγη περισσότερον,
έβαλλε τεμάχια άρτου εις ένα αγγείον στενόν όσον να χωρή μόνον το χέρι του και
απ’ εκεί έβγαζεν όσον έπαιρνεν η φούκτα του. Έλεγε δε ούτος ο θείος Μακάριος
χαριεντιζόμενος, ότι «πολλάκις με ηνάγκασεν ο κακός τελώνης (ήτοι η πείνα της
κοιλίας) και έβαλα εις το αγγείον το χέρι και έπαιρνα πολλά τεμάχια άρτου, όμως
με το να ήτο στενόν το στόμα του αγγείου, δεν εχώρει να εβγάλω περισσότερον,
παρά μόνον όσον ήθελε πάρει η φούκτα». Εις ταύτην την διαγωγήν έκαμε τρία έτη.
Ακούσας ούτος ο θείος Μακάριος δια τους Ταβεννησιώτας, ότι έχουν πολιτείαν
υψηλήν και είναι εις τους αγώνας της ασκήσεως αμίμητοι, εξήλθεν εις σχήμα
εργάτου ανθρώπου κοσμικού και επεριπάτησεν ημέρας δέκα πέντε την έρημον και
ήλθεν εις την Θηβαϊδα, απ’ εκεί δε ήλθεν εις το Μοναστήριον των Ταβεννησιωτών
και εζήτει να ίδη τον Μέγαν Παχώμιον, ο οποίος ήτο Προεστώς τούτου του
Μοναστηρίου, έχων χάριν Θεού και πνεύμα προφητείας. Όμως τότε οικονομικώς δεν
του απεκάλυψεν ο Θεός δια τον Όσιον Μακάριον. Ιδών δε τον Μέγαν Παχώμιον, του
λέγει ο Όσιος Μακάριος· «Δέομαί σου, Πάτερ, δέξαι με εις την ποίμνην σου να
γίνω και εγώ Μοναχός». «Συ τώρα όπου εγήρασες, του είπεν ο Άγιος Παχώμιος,
ημπορείς να υποφέρης άσκησιν; Εδώ είναι αδελφοί από νεότητος συνηθισμένοι και
υπομένουν τους κόπους της ασκήσεως. Συ όμως εγήρασες και είσαι ασυνήθιστος και
μη υποφέρων τους κόπους της μοναχικής πολιτείας φεύγεις και μας κακολογείς».
Ταύτα είπεν ο Όσιος Παχώμιος, όμως τον εδέχθη δι’ ολίγας ημέρας, όταν δε
παρήλθον επτά ημέραι, έρχεται πάλιν ο Μακάριος και λέγει προς τον Παχώμιον· «Δέξαι
με, Αββά, και εάν δεν νηστεύω και δεν κοπιάζω ίσα με τους αδελφούς, δίωξόν με
από το Μοναστήριον». Με τούτον τον λόγον ο Όσιος Παχώμιος κατέπεισε τους
αδελφούς και εδέχθησαν τον Μακάριον, ήσαν δε πατέρες χίλιοι τετρακόσιοι.
Παρελθόντος δε ολίγου χρόνου ήλθεν η Μεγάλη Τεσσαρακοστή· ιδών δε ότι άλλοι μεν
από αυτούς έτρωγον το εσπέρας εκάστης ημέρας, άλλοι δε εις δύο ημέρας, άλλοι
εις τρεις και άλλοι εις πέντε, άλλοι δε, όλην την νύκτα ιστάμενοι εις την
προσευχήν, την δε ημέραν εργαζόμενοι, ταύτα, λέγω, βλέπων ο Όσιος εστάθη όρθιος
ο μεγαλόψυχος εις μίαν γωνίαν μιάς κέλλας και βρέξας φοινίκια, εδούλευεν έως ου
ετελείωσεν όλη η Τεσσαρακοστή με άκραν σιωπήν και έφθασε το Πάσχα· εις τας ημέρας δε ταύτας δεν έκλινε γόνυ, δεν
εκάθισε, δεν επλάγιασεν εις κλίνην, δεν έφαγε τελείως άρτον, ούτε έπιεν ύδωρ,
εκτός από φύλλα κραμβολαχάνου· αλλά και αυτά τα έτρωγεν εις μόνην την Κυριακήν
τόσον ολίγον, όσον μόνον δια να φανή εις τους άλλους ότι τρώγει. Βλέποντες οι
αδελφοί της Μονής τόσην υπέρ άνθρωπον άσκησιν εις τον Μακάριον εγόγγυσαν κατά
του ηγουμένου λέγοντες· «Πόθεν μας έφερες άνθρωπον άσαρκον και γινόμεθα ημείς
παίγνιον έμπροσθέν του; Λοιπόν, ή τον εκβάλλεις έξω ή όλοι αναχωρούμεν του
Μοναστηρίου». Ταύτα ακούσας ο Παχώμιος και εξετάσας, έμαθεν εκ των αδελφών την
πολιτείαν του Μακαρίου. Όθεν ποιήσας προσευχήν να του αποκαλύψη ο Κύριος ποίος
είναι, ήκουσεν ο Κύριος την δέησιν τού δούλου αυτού και του εφανέρωσεν ότι
αυτός είναι ο Μακάριος ο Αλεξανδρεύς. Τότε ο Παχώμιος έλαβεν εκ της χειρός τον
Όσιον Μακάριον και τον έφερεν εις το Άγιον Βήμα της Καθολικής Εκκλησίας,
ποιήσαντες δε τον εν Χριστώ ασπασμόν, του λέγει·
«Ελθέ, Πάτερ, συ είσαι ο Μακάριος και δεν μοι το εφανέρωσες; Εγώ προ πολλού
καιρού, ακούων τας αρετάς σου, επεθύμουν να σε ίδω. Μεγάλην χάριν γνωρίζω,
αδελφέ, εις την αγιωσύνην σου, διότι εδίδαξες τα τέκνα μου με το έργον σου, να
μη κενοδοξούν, ότι κάμνουν μεγάλην άσκησιν. Τώρα όμως, σε παρακαλώ, ύπαγε,
αδελφέ, εις το κελλίον σου και εύχου υπέρ ημών. Αρκετά μας διώρθωσας». Με την
παράκλησιν λοιπόν του Αγίου και των αδελφών, ανεχώρησεν ο Μακάριος. Άλλοτε
πάλιν δεν εισήλθεν ο Όσιος υποκάτω εις στέγην κελλίου επί είκοσιν ολόκληρα
ημερονύκτια, μόνον δια να νικήση τον ύπνον· όθεν δεν εκοιμήθη τελείως κατ’ αυτό
το διάστημα, αλλά την μεν ημέραν εκαίετο υπό το καύμα του ηλίου, την δε νύκτα
επάγωνεν από την ψυχρότητα. Και έλεγεν, ότι, αν δεν εισηρχόμην υποκάτω εις
στέγην και να κοιμηθώ, αφού παρήλθον αι είκοσιν ημέραι, ήθελον γίνει
φρενόληπτος. Όθεν όσον το κατ’ εμέ ενίκησα τον ύπνον· και όσον πάλιν εζήτει η
φύσις το απέδωκα. Ούτος εφιλονείκησε και ηγωνίσθη ποτέ να μη χωρίση τον νουν
αυτού από τον Θεόν επί πέντε ημέρας· και κλείσας την κέλλαν του και έξωθεν την
αυλήν, δια να μη δώση ουδενί ουδεμίαν απόκρισιν, εστάθη όρθιος αρχίζων από την
Δευτέραν της εβδομάδος ημέραν και λέγων νοερώς ταύτα· «Πρόσεχε τα υψηλά και
λείπε τελείως τα επίγεια χαμηλά. Έχεις εις τον ουρανόν Αγγέλους, Αρχαγγέλους,
τα Χερουβείμ, τα Σεραφείμ, πάσας τας Δυνάμεις των ουρανών, έχεις το άκρον
εφετόν, το άκρον επιθυμητόν, αυτόν τον Ύψιστον των απάντων Θεόν». Αφού δε
παρήλθον δύο ημέραι τοσούτον εξηρέθισε τον διάβολον, ώστε εκείνος έβαλε πυρ και
κατέκαυσε το ψαθίον επί του οποίου ίστατο ο Όσιος· ομοίως έκαυσε και ό,τι άλλο
είχεν εις το κελλίον του, ήθελε δε να καύση και τον Άγιον, αλλά βλέπων ο Όσιος
ότι τον εκύκλωσεν η φλοξ, εφοβήθη κατά πολύ και τοιουτοτρόπως έπαυσεν ο
λογισμός του από την θαυμασίαν εκείνην θεωρίαν· έλεγε δε ο Άγιος ότι, ως
ενόμιζε, τούτο ήτο οικονομία Θεού, δια να μη υπερηφανευθή. Μίαν φοράν ηνώχλησεν
ο λογισμός τον Όσιον δια να υπάγη εις την Ρώμην, ίνα ωφεληθή εκ των εκεί
ευρισκομένων και προς θεραπείαν των ασθενών, επειδή έλαβε χάριν παρά Κυρίου να
θεραπεύη πάσαν ασθένειαν και να διώκη δαιμόνια από τους ανθρώπους· αυτός δε
πεσών κατά γης, εξήπλωσε τους πόδας του και έλεγε· «Σύρατέ με, σεις δαίμονες,
διότι εγώ εκουσίως με τους πόδας μου εις άλλο μέρος δεν υπάγω». Επειδή δε πάλιν
ηνωχλείτο από τον λογισμόν, εφορτώνετο εις τον ώμον του κοφίνιον πλήρες άμμου
και μετέβαινεν από ενός σημείου εις έτερον και τοιουτοτρόπως ενίκησε τον
ενοχλούντα λογισμόν χάριτι του Χριστού. Μίαν φοράν ηνωχλήθη ο Όσιος από τον
δαίμονα της πορνείας· όθεν επήγεν εις την πανέρημον, και εμβήκεν εις ένα
βαλτώδη τόπον, εκεί δε έμεινε μήνας εξ· και τόσον πολλά κατεπλήγωσαν το σώμα
του οι εκεί ευρισκόμενοι μεγαλώτατοι κώνωπες, ως σφήκες, ώστε εγέμισαν από
πρήσματα και εξογκώματα όλα τα μέλη τού σώματός του. Όθεν, ότε μετά εξ μήνας
επέστρεψεν εις το κελλίον του, από άλλο τι δεν εγνωρίζετο ότι είναι ο Μακάριος
ειμή από μόνην την φωνήν, διότι ηλλοιώθη όλον του το πρόσωπον και το σώμα και
παρωμοίαζε με τους λεπρούς. Έσκαπτε δε ποτε ο Όσιος εν πηγάδιον και εκεί τον
εδάγκασεν εις τας χείρας μία ασπίς, της οποίας το δήγμα είναι θανατηφόρον. Ο δε
Όσιος συλλαβών αυτήν με τας δύο του χείρας από τα χείλη και τας σιαγόνας
έσχισεν αυτήν λέγων· «Επειδή ο Θεός δεν σε έστειλε, πως συ ετόλμησας να με
δαγκάσης»; Άλλην πάλιν φοράν εκάθητο ο Όσιος εις την αυλήν και ελάλει εις τους
παρεστώτας αδελφούς τα προς ωφέλειαν· τότε έρχεται μία λύκαινα, η οποία φέρουσα
μαζί της το μικρόν της, το οποίον ήτο τυφλόν, το έρριψεν έμπροσθεν εις τους
πόδας αυτού· ο δε Όσιος πτύσας εις τους τυφλούς οφθαλμούς του ζώου έκαμεν αυτό
να αναβλέψη. Η δε λύκαινα λαβούσα το γέννημά της ανεχώρησε και το πρωϊ μετά
σπουδής έφερεν εις τον Όσιον μεγάλον δέρμα ενός προβάτου· ο δε Άγιος είπε προς
αυτήν· «Εγώ τα εξ αδικίας πράγματα δεν δέχομαι». Τότε η λύκαινα κλίνασα την
κεφαλήν εξήλθεν έξω της αυλής. Μεταξύ δε των άλλων θαυμάτων εποίησε και ταύτα ο
Όσιος· προσήλθε ποτέ εις αυτόν Ιερεύς τις από την χώραν, όστις είχε την κεφαλήν
όλην φαγωμένην από καρκίνον. Και τόσον εφαγώθη, ώστε εφαίνετο μόνον το κόκκαλον
της κορυφής χωρίς δέρμα. Δια να τον ιατρεύση όμως ο Όσιος δεν ήθελε να τον
δεχθή τελείως, ειμή αφού πρώτον υποσχεθή ότι θέλει παραιτηθή αμέσως από την
Θείαν Λειτουργίαν των Αχράντων Μυστηρίων, διότι ήμαρτε και πορνεύσας
ελειτούργησεν. Όθεν δια τούτο του ήλθεν αύτη η φοβερά παίδευσις. Ο δε Ιερεύς
υπεσχέθη να απέχη από την ιεράν Λειτουργίαν και τον εδέχθη ο Μακάριος λέγων·
«Πιστεύεις ότι είναι Θεός, τον οποίον δεν λανθάνει κανέν πράγμα, ούτε φανερόν
ούτε κρυπτόν»; Απεκρίθη ο Ιερεύς το «ναι» μετά κατανύξεως· έπειτα του είπεν ο
Όσιος· «Μήπως και ηδυνήθης να εμπαίξης τον Θεόν»; Ο δε απεκρίθη· «ουχί, κύριέ
μου», και τρίτον του είπεν ότι «Αν γνωρίζης την αμαρτίαν σου, δια την οποίαν
παιδεύεσαι υπό του Θεού, φρόντισε να διορθωθής». Ο δε Άγιος έβαλε τας χείρας
του εις την κεφαλήν του ασθενούς Ιερέως και ευθύς έπαυσαν οι πόνοι, ήρχισε να
δένη το δέρμα και εις ολίγας ημέρας εφύτρωσαν και αι τρίχες και υγίαινεν εξ
ολοκλήρου δοξάζων τον Θεόν και ευχαριστών τον Όσιον. Αλλά και μίαν ευγενή
παρθένον, παράλυτον, ήτις ήλθεν εις αυτόν από της Θεσσαλονίκης, εποίησεν υγιά ο
Άγιος, αλείφων αυτήν έλαιον άγιον και προς ευχαριστίαν της ιατρείας της
έστειλεν εις τον Άγιον πλήθος καρπών γεννήματος. Και εν παιδίον, το οποίον ήτο
πρησμένον και εξέβαλεν ύδωρ από τα αισθητήρια, εθεράπευσεν ο Άγιος, αλείφων με
άγιον έλαιον και ραντίζων αυτό με αγίασμα. Όθεν εξήλθεν ο δαίμων και το
παρέδωκεν εις τον πατέρα του υγιές, παραγγείλας να μη φάγη κρέας ούτε να πίη
οίνον επί τεσσαράκοντα ημέρας. Τόσον δε πλήθος δαιμονιζομένων ιάτρευσεν ο Όσιος
ούτος, ώστε σχεδόν δεν έχει αριθμόν. Και ούτος δε ο Αλεξανδρεύς Μακάριος είδε
τον διάβολον, καθώς τον είδε δηλαδή και ο προρρηθείς Αιγύπτιος, και εβάσταζε τα
είδη και εργαλεία με τα οποία επλανούσε τους Μοναχούς. Εφανέρωσε δε ταύτα ο
μιαρός αινιγματωδώς με εν τρυπημένον φόρεμα όπερ εφόρει και με τινα κολοκύνθια
τα οποία εσήκωνεν. Ούτος ο Όσιος περιπατήσας ένα καιρόν μακρινήν οδόν, δια να
υπάγη εις το κηποταφείον του Ιαννή και Ιαμβρή των μάγων, οίτινες ήσαν εν καιρώ
του Φαραώ, δια να ιστορήση και τον τόπον και να βιάση το πλήθος των δαιμόνων,
οίτινες κατώκουν εκεί, να ομιλήσουν και χωρίς να θέλουν, και μη γνωρίζων την
οδόν έβαλε σημεία τα αστροθέσια, καθώς οι ναύται βάλλουν σημεία άστρα τινά και
ταξιδεύουν, και ούτω διεπέρασεν όλην εκείνην την έρημον. Λαβών δε και ένα
δεμάτι καλάμια, έστηνεν εις κάθε μίλιον ένα καλάμι δια σημείον να ευρίσκη εις
την επιστροφήν την οδόν. Περιπατήσας λοιπόν εν τη ερήμω ημέρας εννέα,
επλησίασεν εις το κηποταφείον. Φθάσασα δε η νυξ εκοιμήθη εκεί πλησίον. Ο δε
σατανάς, φθονήσας τον ερχομόν του Αγίου, επήρεν όλα τα καλάμια, τα οποία έβαλε
δια σημεία ο Μακάριος και κάμνων ένα δεματάκι το έθεσε πλησίον της κεφαλής του
όπου εκοιμάτο και ανεχώρησεν. Εξυπνήσας δε ο Όσιος εύρε τα ίδια καλάμια, τα
οποία έβαλεν εις την οδόν δια σημεία· γνωρίσας όμως την πονηρίαν του σατανά,
δεν εταράχθη. Τούτο δε ίσως εσυγχωρήθη παρά Θεού, δια να μη έχη την ελπίδα του
εις την από τα καλάμια οδηγίαν, αλλά εις τον Θεόν. Καθώς λοιπόν εμβήκεν εις το
κηποταφείον, εβγήκαν περί τους εβδομήκοντα δαίμονες, οι οποίοι έκαμνον διάφορα
σχήματα, άλλοι εφώναζον, άλλοι επηδούσαν και άλλοι έτριζον τους οδόντας με
πολύν θυμόν εναντίον του και άλλοι ως κόρακες πτερωτοί τον εκτυπούσαν εις το
πρόσωπον και του έλεγον· «Τι θέλεις εδώ, Μακάριε, πειρασμέ των καλογήρων; Μήπως
ημείς επήγαμεν και ηνωχλήσαμέν τινα από τους Μοναχούς; Φθάνει ότι μας επήρες
εκεί την έρημον, ήτις είναι κατοικία ιδική μας και όλους τους ιδικούς μας απ’
εκεί εδίωξες. Δεν έχομεν σχέσιν με σε. Τι καταπατείς εδώ τους τόπους μας; Είσαι
αναχωρητής; Κάθου εις την έρημον, αυτός ο τόπος είναι δι’ ημάς, συ δεν ημπορείς
να κατοικήσης εδώ ποτέ, τι ζητείς εις τούτο το κηποταφείον, εις το οποίον, αφ’
ότου έγινεν, έως σήμερον, ζωντανός άνθρωπος δεν εμβήκεν»; Αυτά και άλλα
περισσότερα κραυγαζόντων των δαιμόνων με μεγάλην ταραχήν, λέγει ο Όσιος
Μακάριος· «Θέλω να έμβω μόνον να ίδω και πάλιν αναχωρώ». Απεκρίθησαν οι
δαίμονες· «Αυτό θέλομεν και ημείς να μας υποσχεθής εις την συνείδησίν σου».
Υποσχεθείς δε ο Άγιος Μακάριος, έγιναν άφαντοι οι δαίμονες. Όθεν εμβαίνων ο
Άγιος εις εκείνην την θαυμασίαν φυτείαν των δένδρων, τον υπήντησεν ο διάβολος
με γυμνόν ξίφος, ο δε Άγιος Μακάριος του είπε· «Συ
έρχεσαι εναντίον μου με γυμνόν ξίφος και εγώ έρχομαι εναντίον σου εν ονόματι
Κυρίου Σαββαώθ και εν παρατάξει Θεού Ισραήλ». Εισελθών τότε ο Άγιος Μακάριος
εις το κηποταφείον, είδε πάντα τα εκεί ευρισκόμενα. Είδε φρέαρ, εις το οποίον
ήτο κάδος εκ χαλκού κρεμασμένος με σιδηράν άλυσον, ήτις εκ της πολυκαιρίας ήτο
διαβεβρωμένη. Αι ροδιαί και τα άλλα δένδρα είχον ξηρανθή από την θερμότητα του
ηλίου. Εκεί είδεν αφιερώματα πολλά από καθαρόν χρυσίον. Αφού δε τα ιστόρησεν
όλα, επέστρεψεν εις το κελλίον του, περιπατήσας είκοσιν ημέρας, όμως από την
έλλειψιν τροφής εγίνετο ως νεκρός, διότι ότι τροφάς είχε τας ετελείωσεν· εφάνη
δε εις αυτόν μία κόρη με καθαρόν και λευκότατον φόρεμα, η οποία εκράτει
ποτήριον με ύδωρ ψυχρότατον. Πλην έμεινε μακρόθεν έως εν στάδιον· τούτο δε
εγίνετο έως τρεις ημέρας· βλέπων δε αυτήν ο Όσιος Μακάριος προσκαλούσαν αυτόν
επεριπάτει να την φθάση δια να πίη, αλλά δεν ηδυνήθη και μόνον με την ελπίδα
πως είχε να πίη, παρήλθον αι τρεις ημέραι. Τότε δε εφάνησαν πλήθος πολύ
βουβάλων, εκ των οποίων εξέκοψε μία βουβάλα με το μοσχάρι της και ήλθον
απέναντι του Οσίου, είχε δε αύτη γάλα πολύ εις τους μαστούς της· ήκουσε δε και
φωνήν άνωθεν, ήτις του έλεγε· «Μακάριε, ύπαγε εις
την βουβάλαν και θήλασον». Ο δε Όσιος υπακούσας, επήγε και θηλάσας εξ αυτής
ανέλαβε δύναμιν, δεικνύων δε ο Κύριος τελείαν κηδεμονίαν εις τον δούλον του,
τον ηκολούθησεν εκείνη η βουβάλα έως ότου επήγεν εις το κελλίον του και το
θαυμασιώτερον ότι εις μεν τον Όσιον έδιδε τον μαστόν της, εις δε το ιδικόν της
μοσχάρι δεν το έδιδεν. Ούτος ο Όσιος Μακάριος είχε διάφορα κελλία. Ένα είχεν
εις την Σκήτην, εις την βαθυτάτην έρημον, δεύτερον κατά τον Λίβαν, τρίτον εις
τα λεγόμενα Κελλία και τέταρτον εις το όρος της Νιτρίας· και τα μεν δύο εξ
αυτών ήσαν χωρίς θύραν, εις τα οποία εκάθητο σκοτεινά την Τεσσαρακοστήν. Το
άλλο ήτο στενώτατον τόσον, ώστε δεν ημπορούσε να απλώση τους πόδας του. Το δε
τέταρτον ήτο πλατύτερον, εις το οποίον ηδύνατο όστις ήθελε να τον συναντήση.
Ήτο δε κατά το ανάστημα του σώματος ολίγον κυπτός, έχων σώμα μικρόν και κολοβόν·
είχεν ολίγας τρίχας εις τα χείλη και εις το άκρον του πώγωνος, επειδή δια την
υπερβολήν των ασκητικών κόπων ουδέ τρίχες εφύτρωσαν εις αυτόν. Εις τούτον τον
Μέγαν Μακάριον (λέγει ο Ηρακλείδης ο συγγραφεύς του βίου του) μίαν ημέραν
ανέφερα λέγων· «Ευρίσκομαι, Αββά, εις μεγάλην αμέλειαν και με συγχύζουν οι
λογισμοί και μου λέγουσι· «Συ εδώ δεν κατορθώνεις κανένα καλόν, τι κάθεσαι;
Φεύγε από τούτον τον τόπον». Τότε λέγει μοι ο Όσιος Μακάριος· «Όταν σου
έρχωνται οι τοιούτοι λογισμοί να αναχωρήσης, λέγε προς αυτούς, ότι «εγώ δια τον
Χριστόν μου μένω και φυλάττω τους τοίχους τούτους». Διηγήθη δε και τούτο ο
Μέγας Μακάριος· «Όταν ποτέ ελειτούργουν, προσήλθεν
δια να μεταλάβη ο Αββάς Μάρκος, Άγγελος δε Κυρίου του έδιδε την Αγίαν Κοινωνίαν
και εγώ έβλεπον μόνον τον αστράγαλον της χειρός εκείνου, όστις τον
εκοινωνούσεν». Με τοιαύτην λοιπόν πολιτείαν και θαύματα διαλάμψας και ούτος ο
θείος Μακάριος ανεπαύθη εν ειρήνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου