Φώτιος ο τρισμακάριος και ιερώνυμος Ιεράρχης, ο Μέγας και λαμπρότατος
της Εκκλησίας Πατήρ και Διδάσκαλος, ο Ομολογητής της πίστεως και Ισαπόστολος,
ήκμασε κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Μιχαήλ υιού Θεοφίλου, Βασιλείου του
Μακεδόνος και Λέοντος του υιού αυτού, των βασιλευσάντων κατά τα έτη 842- 912. Ο
λαμπρός ούτος φωστήρ εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει εν έτει 820. Ο πατήρ του
ωνομάζετο Σέργιος και ήτο σπαθάριος την αξίαν, ετύγχανε δε ανεψιός του Αγίου
Ταρασίου του πατριαρχεύσαντος κατά τα έτη 784-806 και προεδρεύσαντος της Αγίας
Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Η μήτηρ του εκαλείτο Ειρήνη, ταύτης δε ο αδελφός έλαβε
σύζυγον την αδελφήν της αυτοκρατείρας Θεοδώρας, Ειρήνην και αυτήν καλουμένην.
Οι γονείς του Αγίου, ευσεβείς και φιλομόναχοι τυγχάνοντες, εκοσμήθησαν με τον στέφανον του Μαρτυρίου, αθλούντες υπέρ της ευσεβείας κατά τους διωγμούς των αθέων εικονομάχων και δη του τελευταίου εικονομάχου αυτοκράτορος Θεοφίλου. Ο αοίδιμος Φώτιος πεπροικισμένος υπάρχων παρά του παντοκράτορος Θεού με το της σοφίας εξαίρετον χάρισμα και με πλήθος αρετών φυσικών και επικτήτων, επεδόθη ευθύς από της πρώτης του ηλικίας εις την μάθησιν των γραμμάτων και των επιστημών της εποχής του, σπουδάσας γραμματικήν, ποιητικήν, ρητορικήν, φιλοσοφίαν, ιατρικήν και πάσαν άλλην εξωτερικήν επιστήμην, τόσον ώστε όχι μόνον άλλος τοιούτος δεν ευρίσκετο κατά τον καιρόν εκείνον, αλλά και μεταξύ των παλαιών συνηριθμείτο, καθώς και αυτός ο Νικήτας ο Παφλαγών μαρτυρεί περί αυτού εν τω Βίω του Αγίου Ιγνατίου, καίτοι ήτο εχθρός του. Δια της αρετής του ταύτης και δια την λαμπρότητα του γένους του ετιμήθη υπό του αυτοκράτορος με τα πρώτα των βασιλικών αξιωμάτων, γενόμενος πρωτοσπαθάριος και πρωτοασηκρίτης, ήτοι πρώτος εξ απορρήτων του αυτοκράτορος Θεοφίλου και πρόεδρος της Συγκλήτου και της Βασιλικής Βουλής, καθώς ιστορεί ο Διάκονος Ιωάννης ο συγγράψας τον Βίον του Αγίου Ιωσήφ του Υμνογράφου. Τοιούτος ων ο θαυμάσιος Φώτιος και χηρεύοντος του Πατριαρχικού θρόνου επί τέσσαρας εβδομάδας από της αποχωρήσεως του μακαρίου Πατριάρχου Αγίου Ιγνατίου ψηφίζεται υφ’ όλου του Κλήρου, πλην πέντε μόνον, τον Δεκέμβριον του έτους ωνζ΄ (857) και εις ηλικίαν 37 ετώνΠατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως παρά την θέλησίν του, διατελών έτι εις τα βασιλικά αξιώματα. Αφού δε, ως είπομεν, εψηφίσθη κανονικώς, εχειροτονήθη υπό Γρηγορίου του Ασβεστά, Επισκόπου Συρακούσης, την πρώτην ημέραν Μοναχός, την δευτέραν Αναγνώστης, την τρίτην Υποδιάκονος, την τετάρτην Διάκονος και την Πέμπτην Πρεσβύτερος. Κατά δε την έκτην ημέραν, ήτις ήτο η κε΄ (25η) Δεκεμβρίου, κατά την οποίαν εορτάζομεν τα Γενέθλια του Κυρίου, εν έτει ωνζ΄ (857), ο Συρακούσης Γρηγόριος συμπαραστατούμενος υπό όλων των Επισκόπων, του Κλήρου και του λαού της Κωνσταντινουπόλεως και ενώπιον των βασιλέων Μιχαήλ και Θεοδώρας της Μητρός του βασιλέως εχειροτόνησεν αυτόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως. Η ανάδειξίς του εις το μέγα τούτο αξίωμα δεν ενεθουσίασε τον Άγιον, ως θα συνέβαινε δια πάντα άλλον, έστω και υπό ελαχίστης φιλοδοξίας νικώμενον. Η εγνωσμένη ταπεινοφροσύνη του Αγίου, η βαθεία αυτού γνώσις, η αναταραχή την οποίαν υφίστατο τότε η Εκκλησία από την εκθρόνισιν του προκατόχου Πατριάρχου Ιγνατίου, δεν επέτρεπον εις τον Μέγαν Φώτιον να αισθανθή και την ελαχίστην ματαιόφρονα ικανοποίησιν, τουναντίον εθλίβετο και ήσχαλε δι’ αυτήν. Τα αισθήματα ταύτα του Αγίου φανερώνει η προς τον τότε πανίσχυρον Βάρδαν επιστολή του Αγίου εις την οποίαν, μεταξύ άλλων, γράφει και τα εξής: «αγόμενος και ελκόμενος, και μάλλον αν προτιμήσας του βίου την τελευτήν»! Αληθώς άξιος θαυμασμού τυγχάνει ο Άγιος δια τα αισθήματά του ταύτα· επροτίμα αντί του οικουμενικού θρόνου την τελευτήν! Ανεβιβάσθη εις το ανώτατον της Εκκλησίας αξίωμα ωθούμενος και συρόμενος! Άδικος βεβαίως υπήρξεν η έξωσις του αοιδίμου Ιγνατίου, αλλά δυστυχώς τοιαύτα συμβαίνουν εις την Εκκλησίαν, όταν εις την πνευματικήν διοίκησιν επεμβαίνη η πολιτική εξουσία, ήτις ετάχθη προς διατήρησιν και όχι ανατροπήν των Ιερών Κανόνων περί Εκκλησιαστικής ευταξίας. Εις τι όμως έπταισεν ο Άγιος, αναγκασθείς εις διαδοχήν, αν ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ και ο Βάρδας παρενόμησαν εξώσαντες τον Ιγνάτιον; Πάντως, αν και εκεί έσφαλον, εφρόντισαν τουλάχιστον δια την εκλογήν αξίου ανδρός οίος ήτο ο Φώτιος, όστις και αυτός καλώς ποιών υπεχώρησε εις την βίαν της εκλογής προς ειρήνευσιν και δόξαν της Εκκλησίας. Ανελθών εις τον θρόνον ο Μέγας Φώτιος ειργάσθη δι΄όλων αυτού των δυνάμεων προς αποκατάστασιν της γαλήνης εν τη Εκκλησία και την αποσκοράκισιν των λυμαινομένων αυτήν καταλοίπων των παλαιών αιρέσεων Μανιχαίων, Εικονομάχων και άλλων, αλλά και των αναφυεισών τότε αιρέσεων των Λατίνων, ήτοι της εν τω Συμβόλω προσθήκης περί της και εκ του Υιού εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, της αγαμίας των Κληρικών, της καταλύσεως της ημισείας πρώτης εβδομάδος των Νηστειών, της του Σαββάτου νηστείας, της απαγορεύσεως εις τους Ιερείς της δι’ αγίου Μύρου χρίσεως των βαπτιζομένων, διότι, έλεγον μόνος ο Επίσκοπος και όχι οι Ιερείς πρέπει να μυρώνωσι τους βαπτισθέντας, ως ποιούσι και σήμερον οι Δυτικοί και πλείστων άλλων καινοτομιών των Λατίνων, τας οποίας γενναίως κατεπολέμησεν ο Ορθοδοξότατος Φώτιος, ως επίσης και τας επιδιώξεις του Πάπα περί υπαγωγής της Εκκλησίας της Βουλγαρίας υπό την δικαιοδοσίαν αυτού και την εν γένει υποταγήν της Ανατολικής Εκκλησίας εις τον Πάπαν. Εκ τούτων λαβών αφορμήν ο τότε Πάπας Νικόλαος μεγάλως εμίσησε τον Φώτιον και εκίνει πάντα λίθον εναντίον αυτού, κοπτόμενος δήθεν υπέρ του αποβεβλημένου Ιγνατίου. Αλλά και οι Ιγνατιανοί ου μικρόν πόλεμον ήγειραν κατά του μεγάλου της Ορθοδοξίας προμάχου, συκοφαντούντες και διαβάλλοντες αυτόν και ποικιλοτρόπως εκταράσσοντες την Εκκλησίαν του Θεού. Ήσαν δε εκ των Ανατολικών προεξάρχοντες της κατά του μακαρίου Φωτίου συκοφαντικής εκστρατείας ο παράφορος Μητροπολίτης Σμύρνης Μητροφάνης, ο Νεοκαισαρείας Στυλιανός, ο Θεοφάνης, ο Νικήτας Δαυϊδ ο Παφλαγών, ο Θεόγνωστος και άλλοι πλείστα όσα χαλκεύσαντες και κατατοξεύσαντες κατά του αμωμήτου Φωτίου. Τούτων ούτως εχόντων συγκαλείται Σύνοδος των Επισκόπων εν Κωνσταντινουπόλει εν έτει ωξα΄ (861) Πρώτη και Δευτέρα αποκληθείσα ή Πρωτοδευτέρα, διότι συνήλθεν αύτη εις δύο συνελεύσεις παρελθόντος αρκετού χρόνου μεταξύ πρώτης και δευτέρας. Επειδή δε τα κατά την πρώτην συνέλευσιν συζητηθέντα επεκυρώθησαν κατά την δευτέραν τοιαύτην, δια τούτο ωνομάσθη Πρώτη και Δευτέρα, συνεκροτήθη δε αύτη εκ τιη΄ (318) Επισκόπων εν τω Ναώ των Αγίων Αποστόλων. Η Σύνοδος αύτη τον μεν Ιγνάτιον καθείλεν, ως ταραξίαν, επεκύρωσε δε την εκλογήν του Φωτίου, συνέταξεν επίσης και ιζ΄ (17) Κανόνας περί Εκκλησιαστικής ευταξίας. Εις την Σύνοδον ταύτην παρίσταντο και οι αντιπρόσωποι του Πάπα Παύλος και Ευγένιος οι Επίσκοποι και Πέτρος ο Καρδινάλιος. Μαθών ο Πάπας Νικόλαος την υπό της Συνόδου δικαίωσιν του Φωτίου και την του Ιγνατίου καθαίρεσιν δια τα γενόμενα σκάνδαλα και την ταραχήν της Εκκλησίας, περισσότερον δε βλέπων διαλυόμενα τα όνειρά του περί καθυποτάξεως της Ανατολικής Εκκλησίας εις τας αλλαζονικάς και κακόφρονας αξιώσεις της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, εθεώρησεν ως κύριον εμπόδιον δια την πραγματοποίησιν των σκοπών του τον Μέγαν Φώτιον. Όθεν εξαπέλυσε σφοδρότατον εναντίον του πόλεμον, ζητών την δια παντός τρόπου απομάκρυνσίν του από τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως. Όθεν αλαζονικώτατα φερόμενος ο των μέχρι τότε Παπών απάντων αλαζονικώτερος Νικόλαος, θεωρών εαυτόν υπέρτερον και αυτών των Συνόδων, ετόλμησε να κηρύξη άκυρα τα πρακτικά της εν Κωνσταντινουπόλει συνελθούσης Αγίας Πρώτης και Δευτέρας Συνόδου, τα οποία απέστειλε προς αυτόν ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ. Ουχί δε μόνον εις τούτο το ολίσθημα υπέπεσεν ο Πάπας Νικόλαος, αλλ’ άπαξ και παρεσύρθη από τον τυφώνα της επάρσεως και αλαζονείας αυτού απετόλμησε και ετέραν αξιοθρήνητον πράξιν. Συγκαλέσας εν Ρώμη εν έτει ωξγ΄ (863) Σύνοδον των Δυτικών Επισκόπων επιχειρεί θρασυτάτην επέμβασιν εις τα της εσωτερικής διοικήσεως της Ανατολικής Εκκλησίας πράγματα, καθαιρέσας αδίκως και παρανόμως τον καθαρώτερον αδάμαντος Φώτιον. Αλλά και ετέραν αρπαγήν επιχειρεί, την απόσπασιν των υποκειμένων εις τον Οικουμενικόν θρόνον επαρχιών. Πέμψας Επισκόπους εις Βουλγαρίαν, την οποίαν τότε νεωστί είχον οι Βυζαντινοί οδηγήσει εις την Ορθοδοξίαν, εδίδασκεν εις τους Βουλγάρους τας κακοδοξίας της Ρώμης και μάλιστα την εν τω Συμβόλω προσθήκην, εις εν τέλος αποβλέπων, εις το πώς να αποσπάση την Βουλγαρίαν από τον Οικουμενικόν θρόνον και να υπαγάγη αυτήν εις τον θρόνον της Ρώμης. Εκ τούτου μεγάλα σκάνδαλα και ταραχαί ηγέρθησαν και εις την Βουλγαρίαν. Εις τας αθέσμους και υπερφιάλους ταύτας ενεργείας του Πάπα Νικολάου δεν ήτο δυνατόν να μη απαντήση η Ανατολική Εκκλησία. Συγκαλεί όθεν ο Αγιώτατος Φώτιος Σύνοδον εν Κωνσταντινουπόλει εκ πάσης της Ανατολικής Εκκλησίας, ήτις συνελθούσα εν έτει ωξζ΄ (867) καθαιρεί τον Πάπαν Νικόλαον και αναθεματίζει απάσας τας κακοδόξους παπικάς καινοτομίας και μάλιστα την απαρχήν των κακών, ήτοι την εν τω Συμβόλω ασεβεστάτην προσθήκην περί της και εκ του Υιού εκπορεύσεως του Παναγίου Πνεύματος. Τούτο το αθάνατον της Ορθοδοξίας τρόπαιον κατά της παπικής αιρέσεως και τυραννίας πρώτος έστησεν ο Ιερώτατος Φώτιος, συντρίψας ούτω άπαξ δια παντός το κατά της Αγίας Ορθοδοξίας επηρμένον κέρας των Παπών της Ρώμης. Δια τούτο και οι Λατίνοι αείποτε μαίνονται ασπόνδως κατά του Μεγάλου της Ορθοδοξίας προμάχου, του Ιερωτάτου Φωτίου. Τα επακόλουθα της διαμάχης αυτής μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, προκληθέντα αφ’ ενός μεν από τας κακοδοξίας της Δυτικής Εκκλησίας, εις αιρέσεις αποληξάσας, αφ’ ετέρου δε από τας εωσφορικάς αξιώσεις των Παπών και μάλιστα του τότε Πάπα Νικολάου, υπήρξαν πικρότατα. Αδύνατον είναι να περιγράψη τις εις τον μικρόν τούτον χώρον τα συνεπεία της διαμάχης ταύτης διαδραματισθέντα πικρά γεγονότα κατά τε την εποχήν εκείνην, αλλά και κατά το διαρρεύσαν έκτοτε και μέχρι της σήμερον υπερχιλιετές διάστημα. Και ναι μεν ο διαρραγείς τότε άρραφος από άνωθεν έως κάτω χιτών του Κυρίου συνερράφη προσκαίρως μετ’ ολίγον, αλλά και πάλιν επί του Πατριάρχου Μιχαήλ του Κηρουλαρίου, εν έτει ανδ΄ (1054), διερράγη οριστικώς και παραμένει έκτοτε εσχισμένος έως σήμερον. Ας όψεται όμως ο αίτιος! Η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία εκπληροί πάντοτε την εντολήν του Κυρίου, εκκόψασα τα ανιάτως νοσήσαντα μέλη αυτής, και διατηρούσα άχραντον και αμίαντον την διδασκαλίαν των Αγίων Αποστόλων, τον δε παρά ταύτην έτερα διδάσκοντα, καν Άγγελος τυγχάνη εξ ουρανού, εις ανάθεμα τούτον καθυποβάλλει μετά του ουρανοβάμονος Παύλου. Της υγιούς ταύτης διδασκαλίας και ο θείος Φώτιος υπεραμυνόμενος έπραξε παν ό,τι το συμφέρον της Αγίας Ορθοδοξίας επέβαλλεν. Εις τοιαύτην κατάστασιν ευρίσκοντο τα εκκλησιαστικά πράγματα και τοιούτους αγώνας υπέρ της Αγίας Ορθοδοξίας διεξήγαγεν ο ένδοξος μαχητής Φώτιος, ότε νέαι δοκιμασίαι προσετέθησαν εις τε τον αήττητον Φώτιον και εις την Αγίαν του Θεού Εκκλησίαν. Κατά το αυτό έτος ωξζ΄ (867) Βασίλειος ο Μακεδών, συμβασιλεύς τότε ων φονεύσας τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ τον Μέθυσον εγένετο μόνος κύριος του θρόνου. Ο Βασίλειος ήτο δραστήριος ανήρ, και παιδείας ικανής μέτοχος, έχων και πολλάς άλλας βασιλικάς αρετάς, αλλ’ ήτο οξύς προς οργήν και εκδικητικός. Τούτον συμφώνως υπό του λαού αναγορευθέντα αυτοκράτορα έστεψεν ο Ιερός Φώτιος. Αλλ’ επειδή μετ’ ολίγον ο νέος αυτοκράτωρ εζήτησεν ίνα κοινωνήση των αχράντων Μυστηρίων, δεν επέτρεψεν εις αυτόν ο Άγιος, επειδή προ ολίγου ακόμη είχε διαπράξει τον φόνον και είχε τας χείρας σταζούσας ακόμη από το αίμα του φονευθέντος βασιλέως! Ο Άγιος δεν ήτο δυνατόν να υποχωρήση εις τοιαύτην ασέβειαν. Αγανακτήσας δια τούτο ο Βασίλειος καταβιβάζει από της πατριαρχείας τον διαυγέστατον της οικουμένης φωστήρα, ήδη δέκα έτη πατριαρχεύοντα, και ενέκλεισεν αυτόν εις την εν Κωνσταντινουπόλει Μονήν της Αγίας Σκέπης ως παρανόμως δήθεν πατριαρχεύσαντα ζώντος έτι του Ιγνατίου. Εθρήνησεν η Εκκλησία και έκλαυσεν η Πόλις δια την νέαν και άδικον ταύτην καταδρομήν κατά του Αγίου, εθρήνουν όμως οι πιστοί περισσότερον και έκλαιον δια την ζημίαν της Ορθοδοξίας στερηθείσης του γενναίου προμάχου αυτής, εχαίροντο δε οι παπικοί και οι άλλοι εχθροί του Αγίου. Προχωρών δε έτι περαιτέρω ο νέος αυτοκράτωρ, αφού ενέκλεισε τον Άγιον εις την Μονήν της Αγίας Σκέπης, έστειλε και έφεραν από την Μυτιλήνην, όπου ήτο εξόριστος, τον πρώην Πατριάρχην Ιγνάτιον, απέδωσε μάλιστα εις αυτόν προς κατοίκησιν και το εις Μαγγάνους πατρικόν αυτού παλάτιον. Παρευθύς τότε ο αυτοκράτωρ Βασίλειος πράττει πράγμα και της εαυτού Βασιλείας και πάσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανάξιον, δια το οποίον και αυτός πολύ ύστερον μετενόησεν. Αποστέλλει προς τον Πάπαν Νικόλαον πρέσβεις, αναθέτων εις αυτόν ίνα κρίνη την μεταξύ των δύο Πατριαρχών Φωτίου και Ιγνατίου υφισταμένην διαφοράν. Αλλά τον μεν Νικόλαον εύρον οι πρέσβεις αποθανόντα, ο δε τούτου διάδοχος Ανδριανός, αρπάσας την ευκαιρίαν, επικυροί τα πρότερον υπό Νικολάου κατά Φωτίου πραχθέντα, αφορίζει δε και αυτός τον Φώτιον, συγχρόνως δε κηρύττει άκυρον την επί Φωτίου εν έτει ωξζ΄ (867) κατά του Πάπα Νικολάου γενομένην Σύνοδον· αποστέλλει δε και αντιπροσώπους αυτού προς τον αυτοκράτορα Βασίλειον, παραγγέλων όπως συγκροτηθή εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος Οικουμενική, ήτις να επικυρώση πάντα τα κατά του Φωτίου και κατά της Ορθοδοξίας πραχθέντα εν Ρώμη. Πράγματι οι παπικοί επέτυχον και η Σύνοδος συνεκροτήθη κατά μήνα Οκτώβριον του έτους ωξθ΄ (869), είναι αύτη η υπό των Λατίνων αριθμουμένη και κηρυττομένη ως ογδόη Οικουμενική, παρά πάντων δε των Ορθοδόξων ψευδοογδόη και ψευδοοικουμενική και βιαία και παράνομος λογιζομένη και μηδόλως μετά των ιερών Συνόδων αριθμουμένη. Και ο λόγος δικαιότατος· διότι, καθώς λέγει ο ιερός Δοσίθεος, «Σύνοδος αγία και κανονική ουτ’ έστι ούτε λέγεται συνέλευσις Αρχιερέων κατά προσταγήν της εξουσίας συναθροισθέντων, ουχ ίνα κρίνωσι κατά τους Θείους Κανόνας, αλλ’ ίνα μόνον υπογράψωσι τα παρ’ άλλων αυθαιρέτως ήδη κεκριμένα», και τοιαύτη εγένετο εκείνη η κατά του αμωμήτου Φωτίου συνέλευσις. Οι του Πάπα τοποτηρηταί έφερον πρόγραμμα, Λίβελλον καλούμενον (προδικαστικήν απόφασιν), του Πάπα Αδριανού, δια του οποίου εκυρούτο μεν η υπό του Νικολάου πρώτον και υπ’ αυτού του Αδριανού ύστερον εν Ρώμη κατά του Φωτίου γενομένη Σύνοδος, καταναθεματίζετο δε ο τε ιερός Φώτιος και μετ’ αυτού η εν Κωνσταντινουπόλει συγκροτηθείσα Σύνοδος, η καθελούσα τον Νικόλαον και πάσας τας Δυτικάς καινοτομίας! Τούτο το πρόγραμμα κρατούντες οι Παπικοί τοποτηρηταί έμπροσθεν των θυρών της συνελεύσεως προσέφερον προς έκαστον των προσερχομένων, και όσοι υπέγραφον εκ των προτέρων, εκείνοι μόνον εγίνοντο δεκτοί εις την συνέλευσιν. Φανερόν δε, ότι και εισήλθον και υπέγραψαν πολλοί, οι μεν υπό φόβου, οι δε δια χαμερπή κολακείαν προς τους ισχυρούς της εποχής, άλλοι δε και προς θεραπείαν των ιδίων αυτών παθών. Εις ταύτην και υπό τοιούτων Επισκόπων συσταθείσαν Σύνοδον καλείται ίνα δικασθή ο φάρος της δικαιοσύνης, ο εις μηδέν πταίσας Φώτιος. Αλλά και εις την κρίσιμον ταύτην στιγμήν ουδεμία ενέργεια ευγενούς συμπεριφοράς ετηρήθη, αλλ’ εσύρθη ο δίκαιος δίκην κακούργου υπό μαινομένου όχλου. Αδύνατον είναι, ως και προηγουμένως είπομεν, να περιγράψωμεν ενταύθα τα κατά μέρος συμβάντα και μόνον ολίγα τινά εκ των πολλών σταχυολογούμεν, ίνα τον άνδρα παραστήσωμεν. Κατά την πέμπτην συνεδρίασιν της Συνόδου και κατόπιν προηγηθείσης αποφάσεως αυτής, ληφθείσης κατ’ αίτησιν των παπικών προς περισσοτέραν του Αγίου εξουθένωσιν, μαινόμενοι λαϊκοί μεταβάντες εις την φυλακήν ήρπασαν τον Άγιον και ωδήγησαν ενώπιον της Συνόδου «ίνα δέξηται προδηλοτέραν την κατάκρισιν» και ετοποθέτησαν εις τον έσχατον τόπον. Πλήρεις τότε επάρσεως, καταφρονητικώς χλευάζοντες και ασυστόλως ψευδόμενοι οι τοποτηρηταί και αντιπρόσωποι του Πάπα ανεφώνησαν· «Ούτος εστιν ο Φώτιος, δι’ ον η αγία των Ρωμαίων Εκκλησία εν επτά έτεσι και πλέον υπέμεινε πόνους πολλούς ομοίως δε και οι Ανατολικοί θρόνοι και η Κωνσταντινουπόλεως Εκκλησία(!!) ανάστατος γέγονεν»; Ερωτώμενος δε ο Άγιος ίνα απαντήση εις τας κατ’ αυτού κατηγορίας εσιώπα μεγαλοφρόνως· επειδή δε και πάλιν επιμόνως ηρωτάτο, είπε· «Της φωνής του σιγώντος ο Θεός ακούει». Αλλά και πάλιν οι τοποτηρηταί του Πάπα απήτουν απειλητικώς να απολογηθή. Ο θείος Φώτιος τότε λέγει προς αυτούς· «Ουδ’ ο Ιησούς σιωπώ απέφυγε την καταδίκην». Και πάλιν υπό των αυτών προτρεπόμενος να απολογηθή, άλλως θέλει καταδικασθή, απήντησε· «Τα εμά δικαιώματα ουκ εισιν εν τω κόσμω τούτω». Έδωσαν τότε οι τοποτηρηταί εις τον Άγιον προθεσμίαν απολογίας χωρίς βεβαίως να την ζητήση εκείνος, πληρωθείσης δε και ταύτης προσήγαγον και πάλιν τον Άγιον μετά του Συρακουσών Γρηγορίου εις την εβδόμην συνέλευσιν. Ασθενής δε ων και καταβεβλημένος ο Άγιος εστηρίζετο εις μικράν βακτηρίαν. Οι δε του Πάπα τοποτηρηταί το κακεντρεχές αυτών φρόνημα επιδεικνύοντες προσέταξαν αποτόμως να αφαιρέσωσιν από τας χείρας του την βακτηρίαν, ως αναξίου δήθεν να φέρη αυτήν! Ερωτηθέντες δε ο τε θείος Φώτιος και ο Συρακούσης Γρηγόριος εάν δέχωνται να υπογράψωσι λίβελλον κατά των Συνόδων, αίτινες είχον καταδικάσει τας κακοδοξίας των Λατίνων και τας αυθαιρεσίας του Πάπα Νικολάου, απεκρίθησαν αμφότεροι· «Ο Θεός φυλάξαι τον βασιλέα ημών… Τοις τοποτηρηταίς απολογίαν ου παρέχομεν· και μετανοησάτωσαν αυτοί εφ’ οις επλημμέλησαν». Εκ της αξιοπρεπούς ταύτης απαντήσεως εξοργισθέντες οι παπικοί απετόλμησαν αυτοί οι όντως αλλότριοι της θείας Χάριτος να εκσφενδονήσωσι κατά του Αγίου δεκάκις το αποτρόπαιον ανάθεμα! Επέβαλον ποινήν την οποίαν με πόνον ψυχής αλλά και πολλής της προσοχής και συνέσεως χρησιμοποιεί η Εκκλησία εναντίον των αιρετικών και μόνον! Απετόλμησαν δε το ανοσιούργημα τούτο εντός αυτού τούτου του περιλαλήτου Ναού της Αγίας Σοφίας, του σεμνώματος της Ορθοδοξίας, της έδρας των Χρυσοστόμων, των Γρηγορίων και των Φωτίων, εντός της ιδίας έδρας του μακαριωτάτου Φωτίου, του ορθοδοξοτάτου και κανονικωτάτου κυριάρχου του Ναού, προσήγαγον δε τούτον δι’ αξέστων και εμπαθών λαϊκών, βιαίως συρόντων αυτόν ως κοινόν κατάδικον! Ω! τις να ακούση και να μη φρίξη δια το ανίερον τούτο κακούργημα; Αλλά δεν ήτο και το μόνον. Ευθύς αμέσως προσκομίσαντες εις το μέσον τα πρακτικά της εν έτει ωξζ΄ (867) συστάσης Συνόδου έθεσαν εις αυτά πυρ και τα κατέκαυσαν! Ταύτα δε και άλλα τοιαύτα πράξαντες υπέγραψαν τέλος τα πρακτικά της ψευδοσυνόδου ταύτης, ως ιστορεί Νικήτας ο Παφλαγών, ο φίλα προς τον Ιγνάτιον προσκείμενος και εχθρός του θείου Φωτίου λέγων· «ου ψιλώ τω μέλανι τα χειρόγραφα ποιούμενοι, αλλά (το φρικωδέστατον) και εν αυτώ του Σωτήρος τω αίματι βάπτοντες τον κάλαμον!» (σελ. 896). Εθρήνουν οι ευσεβείς Χριστιανοί δια την τοιαύτην πρωτάκουστον εξουθένωσιν και προδοσίαν της Αγιωτάτης Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, υπό των ιδίων αυτής αρχόντων Εκκλησιαστικών και πολιτικών! Δεν παρήλθον όμως πολλαί ημέραι, αφ’ ης έλαβε χώραν η αποτρόπαιος αύτη αποδοχή του παπικού φρυάγματος και συνειδότες πάντες το σφάλμα εις το οποίον παρέσυρεν αυτούς ο κατά του θείου Φωτίου άμετρος φθόνος και η παπική ραδιουργία, ήνοιξαν τους οφθαλμούς αυτών (Ο θείος Φώτιος εις τον ιδ΄ λόγον των «Αμφιλοχίων» εις το – Τι εστι το «διηνοίχθησαν αυτών οι οφθαλμοί»· και πως η παράβασις ισχύν έσχε διανοίγειν οφθαλμούς (Γενέσ. γ:7) – λέγει μεταξύ άλλων και τα εξής: «Μετά την αμαρτίαν ως τα πολλά η επίγνωσις του αμαρτήματος γίνεται, και το μέγεθος του τολμήματος τότε μάλλον επιγινώσκεται· του γαρ επιπροσθούντος πάθους και κινούντος οίστρου προς την αμαρτίαν μετά την έκθεσμον πράξιν πεπαυμένου τε και ηρεμούντος, τότε δη τότε ώσπερ διακύψας της πολλής εκείνης αχλύος και ανανήψας εφορά τα πεπραγμένα, και εις οίαν κατάστασιν εξ οίας μετηνέχθη συναίσθησιν μάλλον λαμβάνει και το συνειδός τιτρώσκον αυτόν και διεγείρον έχων, διαβλέπει τρανώς α του πάθους επιπροσθούντος ουχ ομοίως έβλεπε») και απήτουν την αποκήρυξιν των γενομένων. Αλλά και αυτοί οι την Σύνοδον απαρτίσαντες χαύνοι Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας, προσελθόντες ύστερον εις τον αυτοκράτορα Βασίλειον, εξέφραζον την θλίψιν των και ωδύροντο ότι κακώς υπέταξαν την εξουσίαν της Ανατολικής Εκκλησίας εις τας αλαζονικάς αξιώσεις του Πάπα και θερμώς παρεκάλουν αυτόν να αφαιρέση τα πρακτικά της Συνόδου από τους τοποτηρητάς του Πάπα. Κατανοήσαςο αυτοκράτωρ το του παραπτώματος μέγεθος και μετανοήσας δια τας προς τους παπικούς παραχωρήσεις, προσέταξε και αφηρέθησαν απ’ αυτών τα πρακτικά, κατακαμφθείς όμως από τας οχλήσεις των τοποτηρητών απέδωκε και πάλιν αυτά, πλην με βεβαρημένην πλέον συνείδησιν και χωρίς καμμίαν εκδήλωσιν τιμής αφήκεν αυτούς να αναχωρήσωσι προς την Ρώμην, φέροντες εις τον Πάπαν τα τρόπαια της νίκης, τα προαναφερθέντα δηλαδή πρακτικά της ψευδοογδόης εκείνης Συνόδου. Αλλ’ όμως η θεία δίκη δεν αφήκεν αυτούς να χαρώσιν άχρι τέλους επί τω κατορθώματι αυτών, διότι πλέοντες προς την Ρώμην ενέπεσαν εις Σλαύους πειρατάς, οίτινες γυμνώσαντες αυτούς ήρπασαν συν τοις άλλοις και τον κώδικα των πρακτικών. Ούτως ουδέ εις χάρτην καν γεγραμμένην ηξιώθη να απολαύση την φαντασθείσαν νίκην ο Πάπας Αδριανός. Ο δε θείος Φώτιος μετά την άνομον κατάκρισιν αυτού ωδηγήθη εις την Μονήν της Αγίας Σκέπης, όπου και περεδόθη «εις χείρας ανθρώπων αμαρτωλών» και ποικιλοτρόπως εβασανίζετο φυλασσόμενος υπό λόχου στρατιωτών, απαγορευθείσης και πάσης επικοινωνίας μετά συγγενών και γνωστών και εις καθημερινάς ανακρίσεις υποβαλλόμενος. Το δε χειρότερον ότι και αυτά τα βιβλία του αφηρέθησαν, αλλά και σφοδρώς ασθενήσαντος εκ των ταλαιπωριών, ουδέ ιατρού καν είσοδος επετράπη. Ταύτα δε πάντα μετά θαυμαστής καρτερίας υπέμεινεν ο Άγιος μηδόλως λυπούμενος ή στενοχωρούμενος. Τούτων δε γενομένων σεισμός μέγας έσεισεν εκ θεμελίων την Κωνσταντινούπολιν και ζημίαι πολλαί εγένοντο, ώστε εις φόβον ενέβαλε πάντας, ότι δια τας κατά του Αγίου καταδρομάς εμίσησεν ο Θεός την Πόλιν. Παρέμεινε δε ο Άγιος φυλακισμένος και βασανιζόμενος επί τρία έτη, ότε κατανοήσας πλέον ο αυτοκράτωρ Βασίλειος την προσγενομένην αδικίαν όχι μόνον απηλευθέρωσεν αυτόν, αλλά και εγκαταστήσας μετά πάσης τιμής εις το εν Μαγναύρα βασιλικόν Παλάτιον ενεπιστεύθη εις αυτόν την ανατροφήν των υιών και διαδόχων αυτού Λέοντος και Κωνσταντίνου. Ο δε ταπεινόφρων Φώτιος έσπευσε να διαλλαγή και μετά του Πατριάρχου Ιγνατίου, αμφότεροι δε οι Αγιώτατοι ούτοι Πατριάρχαι, παρά τας διαφοράς αι οποίαι τους εχώρισαν, προσέπεσον εις τους πόδας αλλήλων και κατασπαζόμενοι αλλήλους εζήτουν απ’ αλλήλων συγχώρησιν. Παρείχε δε ο ανεξίκακος Φώτιος πάσαν συνδρομήν εις τον γηραιόν Ιγνάτιον δια την επίλυσιν πολυπλόκων εκκλησιαστικών ζητημάτων και την ειρήνευσιν της Εκκλησίας. Ασθενήσαντος δε του αοιδίμου Ιγνατίου και εν γήρα καλώ ευρισκομένου καθημερινώς επεσκέπτετο και εθεράπευε και ανεκούφιζεν αυτόν δια γλυκυτάτων παρηγορητικών λόγων μέχρι της μακαρίας εκείνου τελευτής. Κατά το διάστημα τούτο και προ του θανάτου του Αγίου Ιγνατίου, αποθανόντος του Πάπα Αδριανού, ο τούτου διάδοχος Ιωάννης ο Η΄ έγραψε και άπαξ και δις προς τον ιερόν Ιγνάτιον, παραγγέλων όπως παραχωρήση εις τον θρόνον της Ρώμης την Βουλγαρίαν, ως εδογμάτισεν η Παπική Καθέδρα, και πρώτος «ο Ισάγγελος Πάπας Νικόλαος»!!! Αλλ’ ο μακάριος Ιγνάτιος μόλις απεκρίθη συντόμως και καλώς, ότι «τούτον ου δίκαιον». Τελευταίον αγανακτήσας ο Ιωάννης απέστειλεν εις την Κωνσταντινούπολιν πληρεξουσίους πρέσβεις (λεγάτους), δια των οποίων παρήγγελλεν απειλητικώς ότι εάν δεν παραδώσωσιν οι Ανατολικοί την Βουλγαρίαν, θέλουσιν αφορίσει τον Ιγνάτιον. Αλλ’ επέπρωτο πριν ή φθάσωσιν εις Κωνσταντινούπολιν ούτοι οι του Πάπα τοποτηρηταί, να έχη ήδη απέλθει προς Κύριον και ο θείος Ιγνάτιος βίον όσιον διαγαγών, και κοσμήσας θαυμαστώς τον θρόνον τον Πατριαρχικόν, καν άλλως εφάνη κατ’ αρχής μικρόψυχος προς εκδίκησιν κατά του θείου Φωτίου, και προς την Παπικήν δεσποτείαν αναξίως εαυτού υποχωρήσας άχρι καιρού, αλλ’ ύστερον μετανοήσας αποκατέστησε τα πράγματα εις την εμπρέπουσαν θέσιν. Κατά δε την τρίτην ημέραν από του θανάτου του μακαρίου Ιγνατίου, ήτοι την 26ην Οκτωβρίου του έτους ωοη΄ (878), η Αγία του Θεού Εκκλησία ομόψηφος και ομογνώμων εγκαθιδρύει και πάλιν τον λαμπρότατον της Οικουμένης φωστήρα, τον ιερώτατον Φώτιον επί του Πατριαρχικού θρόνου. Αναλαβών ήδη το δεύτερον την διοίκησιν της Εκκλησίας ο θείος Φώτιος ζωηρόν επέδειξεν ενδιαφέρον δια την αληθινήν αποκατάστασιν της ειρήνης της Εκκλησίας, αρθείσης ήδη εκ μέσου της αμειλίκτου αλαζονείας του Πάπα Νικολάου. Τη προτροπή λοιπόν του θείου Φωτίου αποστέλλει ο αυτοκράτωρ πρέσβεις προς τον Πάπαν Ιωάννην, και ο Φώτιος ομοίως, καλούντες αυτόν δια τοποτηρητών εις Σύνοδον, την οποίαν μετ’ ολίγον έμελλον ίνα συγκροτήσωσιν εν Κωνσταντινουπόλει. Δέχεται τους πρέσβεις ο Ιωάννης, συμφωνεί με την γνώμην του αυτοκράτορος, διότι μεγάλην είχε την ανάγκην αυτού δια τινας περιστάσεις, αίτινες ηκολούθουν τότε εις την Δυτικήν Εκκλησίαν και γράφει προς τον αυτοκράτορα ότι αποδέχεται τον θαυμασιώτατον και ευλαβέστατον Φώτιον ως νόμιμον Πατριάρχην καθό ομοφώνως παρά πάντων των Ανατολικών αναγορευθέντα. Εις την επιστολήν του ταύτην προσθέτει ο Ιωάννης μεταξύ άλλων και τα εξής: «μηδείς προφασιζέσθω τας κατ’ αυτού γενομένας αδίκους Συνόδους· μηδείς τας των προ ημών μακαρίων Αρχιερέων Νικολάου τε φημί και Αδριανού καταψηφίσεις αιτιάσθω· ου γαρ απεδέχθησαν (ίσως απεδείχθησαν) παρ’ αυτών τα κατά του Αγιωτάτου Φωτίου τυρευθέντα… Πάντα γαρ πέπαυται και εξωστράκισται· πάντα τα κατ’ αυτού ηκύρωται και ηχρείωται». Έστειλε δε και τοποτηρητάς αυτού ο Πάπας Ιωάννης τον Αγκώνος Παύλον, τον Οστίας Ευγένιον, και Πέτρον τον Πρεσβύτερον. Συγκροτείται λοιπόν η επί Φωτίου (παρά τινων Ογδόη καλουμένη) αγία και Οικουμενική Σύνοδος, εν τω Ναώ της Αγίας Σοφίας, εις την οποίαν παρευρέθησαν Επίσκοποι τπγ΄ (383) από πάσης της Καθολικής Εκκλησίας, συνελθόντες κατά το έτος ωοθ΄ (879). Εις ταύτην την Σύνοδον επικυρούνται μεν αι προλαβούσαι επτά αγιώταται και Οικουμενικαί Σύνοδοι, και τούτων οι θεόπνευστοι Κανόνες άπαντες εις τους οποίους υπάρχουσι καταδεδικασμέναι και αι παρεισφρήσασαι καινοτομίαι της Δυτικής Εκκλησίας. Αναθεματίζεται δε ιδίως πάσα δυσσεβής εν τω Αγίω Συμβόλω προσθήκη. Αναθεματίζεται προσέτι και η κατά του Φωτίου εν Κωνσταντινουπόλει ψευδογδόη Σύνοδος· ιδίως αναγιγνώσκεται του Πάπα Ιωάννου κοινωνική Επιστολή, υπογεγραμμένη υπ’ αυτού και άλλων 16 Επισκόπων, 7 Πρεσβυτέρων και 2 Διακόνων, δια της οποίας και αυτός ούτος ο Ιωάννης ανεκήρυττεν άκυρον και ανύπαρκτον την προρρηθείσαν κατά του Φωτίου Σύνοδον. Και ούτως υπό πάσης της Οικουμένης εκείνης Συνόδου επικυρούται κανονικός και νομιμώτατος Πατριάρχης ο αγιώτατος Φώτιος. Περί δε του ζητήματος των Βουλγάρων, το οποίον πάλιν ανέφερον οι του Πάπα τοποτηρηταί, ώρισεν η αγία Σύνοδος ότι τούτο ανήκει εις την εξουσίαν του αυτοκράτορος, υπό του οποίου την πολιτικήν διοίκησιν ανήκεν η Βουλγαρία. Ούτω της Συνόδου τελεσθείσης υπέγραψαν μετά πάντων των άλλων και οι του Πάπα τοποτηρηταί τα πρακτικά, και λαβόντες ίσα τούτων αντίγραφα επικυρωμένα, απήλθον εις την Ρώμην. Ο δε Πάπας Ιωάννης δυσηρεστήθη δια μόνα τα περί της Βουλγαρίας εψηφισμένα, προς την οποίαν κυρίως απέβλεπεν εξ αρχής η Παπική αδηφαγία. Και γράφει μεν ραδιουργών προς τον άρχοντα των Βουλγάρων ο Πάπας Ιωάννης και εις Κωνσταντινούπολιν, μεμφόμενος την μη παραχώρησιν της Βουλγαρίας. Επειδή δε πανταχόθεν απετύγχανε, καταδικάζει αυθαδώς τον Φώτιον, και στέλλει πρέσβυν τοποτηρητήν τον Μαρτίνον εις Κωνσταντινούπολιν, ίνα μεταβάλη την γνώμην των Ανατολικών· αλλά τούτον φυλακίσας ο αυτοκράτωρ, εδίωξε τέλος ως ταραξίαν, προς δε τους διαδόχους του εν τω μεταξύ αποθανόντος Πάπα Ιωάννου Αδριανόν Γ΄ και τον εφεξής Στέφανον τον ΣΤ΄, θορυβούντας και μαινομένους κατά του Φωτίου, γράφει σφοδράν Επιστολήν ο αυτοκράτωρ, δια της οποίας έστειλλεν εις τ’ Ανάθεμα τας ανόμους και τυραννικάς αξιώσεις της Παπικής αυλής. Μετά δε ταύτα απέθανεν ο Αυτοκράτωρ Βασίλειος τω ωπστ΄ (886) και γίνεται τούτου διάδοχος ο υιός αυτού Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός επονομαζόμενος και δικαίως εγκωμιαζόμενος δια την πολλήν και μεγάλην σοφίαν αυτού και την προς τα γράμματα και νομικά προστασίαν, χάριν των οποίων εξέδωκε το έτος 904 τα Βασιλικά εις Βιβλία 60. Αλλ’ ο σοφός ούτος αυτοκράτωρ εφάνη κατά δυστυχίαν πολλάκις άσοφος και δούλος των ιδίων αυτού παθών. Προς ταύτα δε πολλάκις ο Φώτιος ανθιστάμενος, δυσηρέστει τον αυτοκράτορα· όθεν και διέβαλλον αυτόν ευκολώτερον προς τον βασιλέα άνθρωποι συκοφάνται και φθονεροί, συκοφαντούντες παντοιοτρόπως την αρχαίαν και αθώαν φιλίαν, την οποίαν είχεν ο Άγιος προς τον Σανταβαρηνόν Θεόδωρον, τον οποίον από μακρού εμίσει ο βασιλεύς Λέων, διότι εθεώρει αυτόν υπεύθυνον διαβολής προς τον πατέρα του Βασίλειον, ότι ο Λέων επεβουλεύθη την ζωήν του πατρός του, συνεπεία της οποίας ολίγου δειν θα ετυφλούτο, εάν δεν έσωζεν αυτόν από της τυφλώσεως ο θείος Φώτιος. Ένεκα της κατηγορίας ταύτης ο Λέων είχεν εξωρισθή υπό του πατρός του. τοιαύτας λοιπόν αλόγους αιτίας αρπάσας ο φιλύποπτος αυτοκράτωρ Λέων, έχων δε και κατά νουν να αναβιβάση εις τον Πατριαρχικόν θρόνον τον αδελφόν αυτού Στέφανον, όστις από χρόνων εγκαταλείψας τα βασίλεια εγένετο Μοναχός και διήγε ζωήν οσίαν, έπραξεν έργον ανόσιον και άδικον φανείς αγνώμων προς τον ίδιον αυτού διδάσκαλον και σωτήρα, αλλά και της οικουμένης απάσης πατέρα και λαμπρόν φωστήρα, τον οποίον άνευ ουδεμιάς εξετάσεως, άνευ κρίσεως, κατεβίβασεν από του θρόνου εν έτει ωπστ΄ (886), εννέα ήδη έτη πατριαρχεύσαντα κατά την δευτέραν αυτού πατριαρχείαν και ως κακούργον απέστειλεν έγκλειστον εις το Μοναστήριον των Αρμενιανών, εις το οποίον και διήγαγε μέχρι τέλους της ενδόξου ζωής αυτού. Καταβιβασθέντος του θείου Φωτίου από του Πατριαρχικού θρόνου, ανεβιβάσθη πράγματι εις αυτόν ο πορφυρογέννητος Στέφανος ευσεβής και ενάρετος κατά τα άλλα. Ο δε αυτοκράτωρ Λέων δεν ηρκέσθη εις μόνην την άνομον και άδικον εκθρόνισιν του Αγίου, αλλά πισθείς αφ’ ενός εις τας των συκοφαντών διαβολάς, αφ’ ετέρου προσπαθών όπως αποκτήση κατηγόρους κατά του Αγίου τους ιδίους αυτού φίλους, ίνα στηρίξη κατ’ αυτού κατηγορίαν, παρέστησεν ενώπιόν του τον θείον Φώτιον και τον πολλά και άλλοτε παθόντα Θεόδωρον τον Σανταβαρηνόν. Εξεβίαζε δε ο αυτοκράτωρ τον Θεόδωρον να ψευδομαρτυρήση κατά του Αγίου, απειλών αυτόν, αν δεν πράξη τούτο, να τον βασανίση. Επίεζε και τον Άγιον να ομολογήση δήθεν παραβάσεις αλλ’ απελπισθείς από τας θαρραλέας αμφοτέρων αποκρίσεις, τον μεν Θεόδωρον τον Σανταβαρηνόν ετύφλωσεν εξορύξας τους οφθαλμούς αυτού και απέστειλεν εξόριστον εις Αθήνας, τον δε Άγιον ενέκλεισε και πάλιν εις την Μονήν των Αρμενιανών. Εις την Μονήν ταύτην παρέμεινεν έγκλειστος ο Άγιος επί πέντε ολόκληρα έτη ήτοι μέχρι της μακαρίας τελευτής αυτού, ως είπομεν ανωτέρω. Απερίγραπτοι τυγχάνουσιν αι δοκιμασίαι ας υπέστη, κατά τα τελευταία ταύτα έτη της ζωής του, ποικιλοτρόπως πάσχων και μηδεμιάς τυγχάνων ανθρωπίνης παρηγορίας, εστερημένος και αυτών των προσφιλεστέρων πνευματικών του τέκνων. Όσον όμως κατά το σώμα εδοκιμάζετο τοσούτον κατά το πνεύμα έχαιρε και ηυφραίνετο και καθημερινώς ανύψωνεν εαυτόν εις θείας αναβάσεις και ουρανίους θεωρίας. Ούτως εν ειρήνη ψυχής αγωνιζόμενος και ως χρυσός εν χωνευτηρίω δοκιμασθείς εις τε την ακλινή τήρησιν των πατροπαραδότων δογμάτων της αληθείας και την εις τους ποικίλους πειρασμούς υπομονήν, αποκαμών δε σωματικώς από τας ποικίλας στερήσεις, εκλήθη παρά του Κυρίου της δόξης ίνα απολαύση την εις ουρανούς ητοιμασμένην αυτώ κατοικίαν. Απήλθε λοιπόν προς ον επόθησε Κύριον, και υπέρ ου ολοψύχως ηγωνίσθη καθ’ άπαντα τον βίον αυτού, κατά το έτος 891, Φεβρουαρίου 6ην, ότε και την μνήμην αυτού γεραίρει η Μήτηρ ημών Αγία Ορθόδοξος Ανατολική του Χριστού Εκκλησία και προσετέθη εις τους μακαρίους Πατέρας ημών, μεθ’ ων υπέρ της ειρηνικής αυτής καταστάσεως και ακριβείας αδιαλείπτως πρεσβεύει προς Κύριον. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Οι γονείς του Αγίου, ευσεβείς και φιλομόναχοι τυγχάνοντες, εκοσμήθησαν με τον στέφανον του Μαρτυρίου, αθλούντες υπέρ της ευσεβείας κατά τους διωγμούς των αθέων εικονομάχων και δη του τελευταίου εικονομάχου αυτοκράτορος Θεοφίλου. Ο αοίδιμος Φώτιος πεπροικισμένος υπάρχων παρά του παντοκράτορος Θεού με το της σοφίας εξαίρετον χάρισμα και με πλήθος αρετών φυσικών και επικτήτων, επεδόθη ευθύς από της πρώτης του ηλικίας εις την μάθησιν των γραμμάτων και των επιστημών της εποχής του, σπουδάσας γραμματικήν, ποιητικήν, ρητορικήν, φιλοσοφίαν, ιατρικήν και πάσαν άλλην εξωτερικήν επιστήμην, τόσον ώστε όχι μόνον άλλος τοιούτος δεν ευρίσκετο κατά τον καιρόν εκείνον, αλλά και μεταξύ των παλαιών συνηριθμείτο, καθώς και αυτός ο Νικήτας ο Παφλαγών μαρτυρεί περί αυτού εν τω Βίω του Αγίου Ιγνατίου, καίτοι ήτο εχθρός του. Δια της αρετής του ταύτης και δια την λαμπρότητα του γένους του ετιμήθη υπό του αυτοκράτορος με τα πρώτα των βασιλικών αξιωμάτων, γενόμενος πρωτοσπαθάριος και πρωτοασηκρίτης, ήτοι πρώτος εξ απορρήτων του αυτοκράτορος Θεοφίλου και πρόεδρος της Συγκλήτου και της Βασιλικής Βουλής, καθώς ιστορεί ο Διάκονος Ιωάννης ο συγγράψας τον Βίον του Αγίου Ιωσήφ του Υμνογράφου. Τοιούτος ων ο θαυμάσιος Φώτιος και χηρεύοντος του Πατριαρχικού θρόνου επί τέσσαρας εβδομάδας από της αποχωρήσεως του μακαρίου Πατριάρχου Αγίου Ιγνατίου ψηφίζεται υφ’ όλου του Κλήρου, πλην πέντε μόνον, τον Δεκέμβριον του έτους ωνζ΄ (857) και εις ηλικίαν 37 ετώνΠατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως παρά την θέλησίν του, διατελών έτι εις τα βασιλικά αξιώματα. Αφού δε, ως είπομεν, εψηφίσθη κανονικώς, εχειροτονήθη υπό Γρηγορίου του Ασβεστά, Επισκόπου Συρακούσης, την πρώτην ημέραν Μοναχός, την δευτέραν Αναγνώστης, την τρίτην Υποδιάκονος, την τετάρτην Διάκονος και την Πέμπτην Πρεσβύτερος. Κατά δε την έκτην ημέραν, ήτις ήτο η κε΄ (25η) Δεκεμβρίου, κατά την οποίαν εορτάζομεν τα Γενέθλια του Κυρίου, εν έτει ωνζ΄ (857), ο Συρακούσης Γρηγόριος συμπαραστατούμενος υπό όλων των Επισκόπων, του Κλήρου και του λαού της Κωνσταντινουπόλεως και ενώπιον των βασιλέων Μιχαήλ και Θεοδώρας της Μητρός του βασιλέως εχειροτόνησεν αυτόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως. Η ανάδειξίς του εις το μέγα τούτο αξίωμα δεν ενεθουσίασε τον Άγιον, ως θα συνέβαινε δια πάντα άλλον, έστω και υπό ελαχίστης φιλοδοξίας νικώμενον. Η εγνωσμένη ταπεινοφροσύνη του Αγίου, η βαθεία αυτού γνώσις, η αναταραχή την οποίαν υφίστατο τότε η Εκκλησία από την εκθρόνισιν του προκατόχου Πατριάρχου Ιγνατίου, δεν επέτρεπον εις τον Μέγαν Φώτιον να αισθανθή και την ελαχίστην ματαιόφρονα ικανοποίησιν, τουναντίον εθλίβετο και ήσχαλε δι’ αυτήν. Τα αισθήματα ταύτα του Αγίου φανερώνει η προς τον τότε πανίσχυρον Βάρδαν επιστολή του Αγίου εις την οποίαν, μεταξύ άλλων, γράφει και τα εξής: «αγόμενος και ελκόμενος, και μάλλον αν προτιμήσας του βίου την τελευτήν»! Αληθώς άξιος θαυμασμού τυγχάνει ο Άγιος δια τα αισθήματά του ταύτα· επροτίμα αντί του οικουμενικού θρόνου την τελευτήν! Ανεβιβάσθη εις το ανώτατον της Εκκλησίας αξίωμα ωθούμενος και συρόμενος! Άδικος βεβαίως υπήρξεν η έξωσις του αοιδίμου Ιγνατίου, αλλά δυστυχώς τοιαύτα συμβαίνουν εις την Εκκλησίαν, όταν εις την πνευματικήν διοίκησιν επεμβαίνη η πολιτική εξουσία, ήτις ετάχθη προς διατήρησιν και όχι ανατροπήν των Ιερών Κανόνων περί Εκκλησιαστικής ευταξίας. Εις τι όμως έπταισεν ο Άγιος, αναγκασθείς εις διαδοχήν, αν ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ και ο Βάρδας παρενόμησαν εξώσαντες τον Ιγνάτιον; Πάντως, αν και εκεί έσφαλον, εφρόντισαν τουλάχιστον δια την εκλογήν αξίου ανδρός οίος ήτο ο Φώτιος, όστις και αυτός καλώς ποιών υπεχώρησε εις την βίαν της εκλογής προς ειρήνευσιν και δόξαν της Εκκλησίας. Ανελθών εις τον θρόνον ο Μέγας Φώτιος ειργάσθη δι΄όλων αυτού των δυνάμεων προς αποκατάστασιν της γαλήνης εν τη Εκκλησία και την αποσκοράκισιν των λυμαινομένων αυτήν καταλοίπων των παλαιών αιρέσεων Μανιχαίων, Εικονομάχων και άλλων, αλλά και των αναφυεισών τότε αιρέσεων των Λατίνων, ήτοι της εν τω Συμβόλω προσθήκης περί της και εκ του Υιού εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, της αγαμίας των Κληρικών, της καταλύσεως της ημισείας πρώτης εβδομάδος των Νηστειών, της του Σαββάτου νηστείας, της απαγορεύσεως εις τους Ιερείς της δι’ αγίου Μύρου χρίσεως των βαπτιζομένων, διότι, έλεγον μόνος ο Επίσκοπος και όχι οι Ιερείς πρέπει να μυρώνωσι τους βαπτισθέντας, ως ποιούσι και σήμερον οι Δυτικοί και πλείστων άλλων καινοτομιών των Λατίνων, τας οποίας γενναίως κατεπολέμησεν ο Ορθοδοξότατος Φώτιος, ως επίσης και τας επιδιώξεις του Πάπα περί υπαγωγής της Εκκλησίας της Βουλγαρίας υπό την δικαιοδοσίαν αυτού και την εν γένει υποταγήν της Ανατολικής Εκκλησίας εις τον Πάπαν. Εκ τούτων λαβών αφορμήν ο τότε Πάπας Νικόλαος μεγάλως εμίσησε τον Φώτιον και εκίνει πάντα λίθον εναντίον αυτού, κοπτόμενος δήθεν υπέρ του αποβεβλημένου Ιγνατίου. Αλλά και οι Ιγνατιανοί ου μικρόν πόλεμον ήγειραν κατά του μεγάλου της Ορθοδοξίας προμάχου, συκοφαντούντες και διαβάλλοντες αυτόν και ποικιλοτρόπως εκταράσσοντες την Εκκλησίαν του Θεού. Ήσαν δε εκ των Ανατολικών προεξάρχοντες της κατά του μακαρίου Φωτίου συκοφαντικής εκστρατείας ο παράφορος Μητροπολίτης Σμύρνης Μητροφάνης, ο Νεοκαισαρείας Στυλιανός, ο Θεοφάνης, ο Νικήτας Δαυϊδ ο Παφλαγών, ο Θεόγνωστος και άλλοι πλείστα όσα χαλκεύσαντες και κατατοξεύσαντες κατά του αμωμήτου Φωτίου. Τούτων ούτως εχόντων συγκαλείται Σύνοδος των Επισκόπων εν Κωνσταντινουπόλει εν έτει ωξα΄ (861) Πρώτη και Δευτέρα αποκληθείσα ή Πρωτοδευτέρα, διότι συνήλθεν αύτη εις δύο συνελεύσεις παρελθόντος αρκετού χρόνου μεταξύ πρώτης και δευτέρας. Επειδή δε τα κατά την πρώτην συνέλευσιν συζητηθέντα επεκυρώθησαν κατά την δευτέραν τοιαύτην, δια τούτο ωνομάσθη Πρώτη και Δευτέρα, συνεκροτήθη δε αύτη εκ τιη΄ (318) Επισκόπων εν τω Ναώ των Αγίων Αποστόλων. Η Σύνοδος αύτη τον μεν Ιγνάτιον καθείλεν, ως ταραξίαν, επεκύρωσε δε την εκλογήν του Φωτίου, συνέταξεν επίσης και ιζ΄ (17) Κανόνας περί Εκκλησιαστικής ευταξίας. Εις την Σύνοδον ταύτην παρίσταντο και οι αντιπρόσωποι του Πάπα Παύλος και Ευγένιος οι Επίσκοποι και Πέτρος ο Καρδινάλιος. Μαθών ο Πάπας Νικόλαος την υπό της Συνόδου δικαίωσιν του Φωτίου και την του Ιγνατίου καθαίρεσιν δια τα γενόμενα σκάνδαλα και την ταραχήν της Εκκλησίας, περισσότερον δε βλέπων διαλυόμενα τα όνειρά του περί καθυποτάξεως της Ανατολικής Εκκλησίας εις τας αλλαζονικάς και κακόφρονας αξιώσεις της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, εθεώρησεν ως κύριον εμπόδιον δια την πραγματοποίησιν των σκοπών του τον Μέγαν Φώτιον. Όθεν εξαπέλυσε σφοδρότατον εναντίον του πόλεμον, ζητών την δια παντός τρόπου απομάκρυνσίν του από τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως. Όθεν αλαζονικώτατα φερόμενος ο των μέχρι τότε Παπών απάντων αλαζονικώτερος Νικόλαος, θεωρών εαυτόν υπέρτερον και αυτών των Συνόδων, ετόλμησε να κηρύξη άκυρα τα πρακτικά της εν Κωνσταντινουπόλει συνελθούσης Αγίας Πρώτης και Δευτέρας Συνόδου, τα οποία απέστειλε προς αυτόν ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ. Ουχί δε μόνον εις τούτο το ολίσθημα υπέπεσεν ο Πάπας Νικόλαος, αλλ’ άπαξ και παρεσύρθη από τον τυφώνα της επάρσεως και αλαζονείας αυτού απετόλμησε και ετέραν αξιοθρήνητον πράξιν. Συγκαλέσας εν Ρώμη εν έτει ωξγ΄ (863) Σύνοδον των Δυτικών Επισκόπων επιχειρεί θρασυτάτην επέμβασιν εις τα της εσωτερικής διοικήσεως της Ανατολικής Εκκλησίας πράγματα, καθαιρέσας αδίκως και παρανόμως τον καθαρώτερον αδάμαντος Φώτιον. Αλλά και ετέραν αρπαγήν επιχειρεί, την απόσπασιν των υποκειμένων εις τον Οικουμενικόν θρόνον επαρχιών. Πέμψας Επισκόπους εις Βουλγαρίαν, την οποίαν τότε νεωστί είχον οι Βυζαντινοί οδηγήσει εις την Ορθοδοξίαν, εδίδασκεν εις τους Βουλγάρους τας κακοδοξίας της Ρώμης και μάλιστα την εν τω Συμβόλω προσθήκην, εις εν τέλος αποβλέπων, εις το πώς να αποσπάση την Βουλγαρίαν από τον Οικουμενικόν θρόνον και να υπαγάγη αυτήν εις τον θρόνον της Ρώμης. Εκ τούτου μεγάλα σκάνδαλα και ταραχαί ηγέρθησαν και εις την Βουλγαρίαν. Εις τας αθέσμους και υπερφιάλους ταύτας ενεργείας του Πάπα Νικολάου δεν ήτο δυνατόν να μη απαντήση η Ανατολική Εκκλησία. Συγκαλεί όθεν ο Αγιώτατος Φώτιος Σύνοδον εν Κωνσταντινουπόλει εκ πάσης της Ανατολικής Εκκλησίας, ήτις συνελθούσα εν έτει ωξζ΄ (867) καθαιρεί τον Πάπαν Νικόλαον και αναθεματίζει απάσας τας κακοδόξους παπικάς καινοτομίας και μάλιστα την απαρχήν των κακών, ήτοι την εν τω Συμβόλω ασεβεστάτην προσθήκην περί της και εκ του Υιού εκπορεύσεως του Παναγίου Πνεύματος. Τούτο το αθάνατον της Ορθοδοξίας τρόπαιον κατά της παπικής αιρέσεως και τυραννίας πρώτος έστησεν ο Ιερώτατος Φώτιος, συντρίψας ούτω άπαξ δια παντός το κατά της Αγίας Ορθοδοξίας επηρμένον κέρας των Παπών της Ρώμης. Δια τούτο και οι Λατίνοι αείποτε μαίνονται ασπόνδως κατά του Μεγάλου της Ορθοδοξίας προμάχου, του Ιερωτάτου Φωτίου. Τα επακόλουθα της διαμάχης αυτής μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, προκληθέντα αφ’ ενός μεν από τας κακοδοξίας της Δυτικής Εκκλησίας, εις αιρέσεις αποληξάσας, αφ’ ετέρου δε από τας εωσφορικάς αξιώσεις των Παπών και μάλιστα του τότε Πάπα Νικολάου, υπήρξαν πικρότατα. Αδύνατον είναι να περιγράψη τις εις τον μικρόν τούτον χώρον τα συνεπεία της διαμάχης ταύτης διαδραματισθέντα πικρά γεγονότα κατά τε την εποχήν εκείνην, αλλά και κατά το διαρρεύσαν έκτοτε και μέχρι της σήμερον υπερχιλιετές διάστημα. Και ναι μεν ο διαρραγείς τότε άρραφος από άνωθεν έως κάτω χιτών του Κυρίου συνερράφη προσκαίρως μετ’ ολίγον, αλλά και πάλιν επί του Πατριάρχου Μιχαήλ του Κηρουλαρίου, εν έτει ανδ΄ (1054), διερράγη οριστικώς και παραμένει έκτοτε εσχισμένος έως σήμερον. Ας όψεται όμως ο αίτιος! Η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία εκπληροί πάντοτε την εντολήν του Κυρίου, εκκόψασα τα ανιάτως νοσήσαντα μέλη αυτής, και διατηρούσα άχραντον και αμίαντον την διδασκαλίαν των Αγίων Αποστόλων, τον δε παρά ταύτην έτερα διδάσκοντα, καν Άγγελος τυγχάνη εξ ουρανού, εις ανάθεμα τούτον καθυποβάλλει μετά του ουρανοβάμονος Παύλου. Της υγιούς ταύτης διδασκαλίας και ο θείος Φώτιος υπεραμυνόμενος έπραξε παν ό,τι το συμφέρον της Αγίας Ορθοδοξίας επέβαλλεν. Εις τοιαύτην κατάστασιν ευρίσκοντο τα εκκλησιαστικά πράγματα και τοιούτους αγώνας υπέρ της Αγίας Ορθοδοξίας διεξήγαγεν ο ένδοξος μαχητής Φώτιος, ότε νέαι δοκιμασίαι προσετέθησαν εις τε τον αήττητον Φώτιον και εις την Αγίαν του Θεού Εκκλησίαν. Κατά το αυτό έτος ωξζ΄ (867) Βασίλειος ο Μακεδών, συμβασιλεύς τότε ων φονεύσας τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ τον Μέθυσον εγένετο μόνος κύριος του θρόνου. Ο Βασίλειος ήτο δραστήριος ανήρ, και παιδείας ικανής μέτοχος, έχων και πολλάς άλλας βασιλικάς αρετάς, αλλ’ ήτο οξύς προς οργήν και εκδικητικός. Τούτον συμφώνως υπό του λαού αναγορευθέντα αυτοκράτορα έστεψεν ο Ιερός Φώτιος. Αλλ’ επειδή μετ’ ολίγον ο νέος αυτοκράτωρ εζήτησεν ίνα κοινωνήση των αχράντων Μυστηρίων, δεν επέτρεψεν εις αυτόν ο Άγιος, επειδή προ ολίγου ακόμη είχε διαπράξει τον φόνον και είχε τας χείρας σταζούσας ακόμη από το αίμα του φονευθέντος βασιλέως! Ο Άγιος δεν ήτο δυνατόν να υποχωρήση εις τοιαύτην ασέβειαν. Αγανακτήσας δια τούτο ο Βασίλειος καταβιβάζει από της πατριαρχείας τον διαυγέστατον της οικουμένης φωστήρα, ήδη δέκα έτη πατριαρχεύοντα, και ενέκλεισεν αυτόν εις την εν Κωνσταντινουπόλει Μονήν της Αγίας Σκέπης ως παρανόμως δήθεν πατριαρχεύσαντα ζώντος έτι του Ιγνατίου. Εθρήνησεν η Εκκλησία και έκλαυσεν η Πόλις δια την νέαν και άδικον ταύτην καταδρομήν κατά του Αγίου, εθρήνουν όμως οι πιστοί περισσότερον και έκλαιον δια την ζημίαν της Ορθοδοξίας στερηθείσης του γενναίου προμάχου αυτής, εχαίροντο δε οι παπικοί και οι άλλοι εχθροί του Αγίου. Προχωρών δε έτι περαιτέρω ο νέος αυτοκράτωρ, αφού ενέκλεισε τον Άγιον εις την Μονήν της Αγίας Σκέπης, έστειλε και έφεραν από την Μυτιλήνην, όπου ήτο εξόριστος, τον πρώην Πατριάρχην Ιγνάτιον, απέδωσε μάλιστα εις αυτόν προς κατοίκησιν και το εις Μαγγάνους πατρικόν αυτού παλάτιον. Παρευθύς τότε ο αυτοκράτωρ Βασίλειος πράττει πράγμα και της εαυτού Βασιλείας και πάσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανάξιον, δια το οποίον και αυτός πολύ ύστερον μετενόησεν. Αποστέλλει προς τον Πάπαν Νικόλαον πρέσβεις, αναθέτων εις αυτόν ίνα κρίνη την μεταξύ των δύο Πατριαρχών Φωτίου και Ιγνατίου υφισταμένην διαφοράν. Αλλά τον μεν Νικόλαον εύρον οι πρέσβεις αποθανόντα, ο δε τούτου διάδοχος Ανδριανός, αρπάσας την ευκαιρίαν, επικυροί τα πρότερον υπό Νικολάου κατά Φωτίου πραχθέντα, αφορίζει δε και αυτός τον Φώτιον, συγχρόνως δε κηρύττει άκυρον την επί Φωτίου εν έτει ωξζ΄ (867) κατά του Πάπα Νικολάου γενομένην Σύνοδον· αποστέλλει δε και αντιπροσώπους αυτού προς τον αυτοκράτορα Βασίλειον, παραγγέλων όπως συγκροτηθή εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος Οικουμενική, ήτις να επικυρώση πάντα τα κατά του Φωτίου και κατά της Ορθοδοξίας πραχθέντα εν Ρώμη. Πράγματι οι παπικοί επέτυχον και η Σύνοδος συνεκροτήθη κατά μήνα Οκτώβριον του έτους ωξθ΄ (869), είναι αύτη η υπό των Λατίνων αριθμουμένη και κηρυττομένη ως ογδόη Οικουμενική, παρά πάντων δε των Ορθοδόξων ψευδοογδόη και ψευδοοικουμενική και βιαία και παράνομος λογιζομένη και μηδόλως μετά των ιερών Συνόδων αριθμουμένη. Και ο λόγος δικαιότατος· διότι, καθώς λέγει ο ιερός Δοσίθεος, «Σύνοδος αγία και κανονική ουτ’ έστι ούτε λέγεται συνέλευσις Αρχιερέων κατά προσταγήν της εξουσίας συναθροισθέντων, ουχ ίνα κρίνωσι κατά τους Θείους Κανόνας, αλλ’ ίνα μόνον υπογράψωσι τα παρ’ άλλων αυθαιρέτως ήδη κεκριμένα», και τοιαύτη εγένετο εκείνη η κατά του αμωμήτου Φωτίου συνέλευσις. Οι του Πάπα τοποτηρηταί έφερον πρόγραμμα, Λίβελλον καλούμενον (προδικαστικήν απόφασιν), του Πάπα Αδριανού, δια του οποίου εκυρούτο μεν η υπό του Νικολάου πρώτον και υπ’ αυτού του Αδριανού ύστερον εν Ρώμη κατά του Φωτίου γενομένη Σύνοδος, καταναθεματίζετο δε ο τε ιερός Φώτιος και μετ’ αυτού η εν Κωνσταντινουπόλει συγκροτηθείσα Σύνοδος, η καθελούσα τον Νικόλαον και πάσας τας Δυτικάς καινοτομίας! Τούτο το πρόγραμμα κρατούντες οι Παπικοί τοποτηρηταί έμπροσθεν των θυρών της συνελεύσεως προσέφερον προς έκαστον των προσερχομένων, και όσοι υπέγραφον εκ των προτέρων, εκείνοι μόνον εγίνοντο δεκτοί εις την συνέλευσιν. Φανερόν δε, ότι και εισήλθον και υπέγραψαν πολλοί, οι μεν υπό φόβου, οι δε δια χαμερπή κολακείαν προς τους ισχυρούς της εποχής, άλλοι δε και προς θεραπείαν των ιδίων αυτών παθών. Εις ταύτην και υπό τοιούτων Επισκόπων συσταθείσαν Σύνοδον καλείται ίνα δικασθή ο φάρος της δικαιοσύνης, ο εις μηδέν πταίσας Φώτιος. Αλλά και εις την κρίσιμον ταύτην στιγμήν ουδεμία ενέργεια ευγενούς συμπεριφοράς ετηρήθη, αλλ’ εσύρθη ο δίκαιος δίκην κακούργου υπό μαινομένου όχλου. Αδύνατον είναι, ως και προηγουμένως είπομεν, να περιγράψωμεν ενταύθα τα κατά μέρος συμβάντα και μόνον ολίγα τινά εκ των πολλών σταχυολογούμεν, ίνα τον άνδρα παραστήσωμεν. Κατά την πέμπτην συνεδρίασιν της Συνόδου και κατόπιν προηγηθείσης αποφάσεως αυτής, ληφθείσης κατ’ αίτησιν των παπικών προς περισσοτέραν του Αγίου εξουθένωσιν, μαινόμενοι λαϊκοί μεταβάντες εις την φυλακήν ήρπασαν τον Άγιον και ωδήγησαν ενώπιον της Συνόδου «ίνα δέξηται προδηλοτέραν την κατάκρισιν» και ετοποθέτησαν εις τον έσχατον τόπον. Πλήρεις τότε επάρσεως, καταφρονητικώς χλευάζοντες και ασυστόλως ψευδόμενοι οι τοποτηρηταί και αντιπρόσωποι του Πάπα ανεφώνησαν· «Ούτος εστιν ο Φώτιος, δι’ ον η αγία των Ρωμαίων Εκκλησία εν επτά έτεσι και πλέον υπέμεινε πόνους πολλούς ομοίως δε και οι Ανατολικοί θρόνοι και η Κωνσταντινουπόλεως Εκκλησία(!!) ανάστατος γέγονεν»; Ερωτώμενος δε ο Άγιος ίνα απαντήση εις τας κατ’ αυτού κατηγορίας εσιώπα μεγαλοφρόνως· επειδή δε και πάλιν επιμόνως ηρωτάτο, είπε· «Της φωνής του σιγώντος ο Θεός ακούει». Αλλά και πάλιν οι τοποτηρηταί του Πάπα απήτουν απειλητικώς να απολογηθή. Ο θείος Φώτιος τότε λέγει προς αυτούς· «Ουδ’ ο Ιησούς σιωπώ απέφυγε την καταδίκην». Και πάλιν υπό των αυτών προτρεπόμενος να απολογηθή, άλλως θέλει καταδικασθή, απήντησε· «Τα εμά δικαιώματα ουκ εισιν εν τω κόσμω τούτω». Έδωσαν τότε οι τοποτηρηταί εις τον Άγιον προθεσμίαν απολογίας χωρίς βεβαίως να την ζητήση εκείνος, πληρωθείσης δε και ταύτης προσήγαγον και πάλιν τον Άγιον μετά του Συρακουσών Γρηγορίου εις την εβδόμην συνέλευσιν. Ασθενής δε ων και καταβεβλημένος ο Άγιος εστηρίζετο εις μικράν βακτηρίαν. Οι δε του Πάπα τοποτηρηταί το κακεντρεχές αυτών φρόνημα επιδεικνύοντες προσέταξαν αποτόμως να αφαιρέσωσιν από τας χείρας του την βακτηρίαν, ως αναξίου δήθεν να φέρη αυτήν! Ερωτηθέντες δε ο τε θείος Φώτιος και ο Συρακούσης Γρηγόριος εάν δέχωνται να υπογράψωσι λίβελλον κατά των Συνόδων, αίτινες είχον καταδικάσει τας κακοδοξίας των Λατίνων και τας αυθαιρεσίας του Πάπα Νικολάου, απεκρίθησαν αμφότεροι· «Ο Θεός φυλάξαι τον βασιλέα ημών… Τοις τοποτηρηταίς απολογίαν ου παρέχομεν· και μετανοησάτωσαν αυτοί εφ’ οις επλημμέλησαν». Εκ της αξιοπρεπούς ταύτης απαντήσεως εξοργισθέντες οι παπικοί απετόλμησαν αυτοί οι όντως αλλότριοι της θείας Χάριτος να εκσφενδονήσωσι κατά του Αγίου δεκάκις το αποτρόπαιον ανάθεμα! Επέβαλον ποινήν την οποίαν με πόνον ψυχής αλλά και πολλής της προσοχής και συνέσεως χρησιμοποιεί η Εκκλησία εναντίον των αιρετικών και μόνον! Απετόλμησαν δε το ανοσιούργημα τούτο εντός αυτού τούτου του περιλαλήτου Ναού της Αγίας Σοφίας, του σεμνώματος της Ορθοδοξίας, της έδρας των Χρυσοστόμων, των Γρηγορίων και των Φωτίων, εντός της ιδίας έδρας του μακαριωτάτου Φωτίου, του ορθοδοξοτάτου και κανονικωτάτου κυριάρχου του Ναού, προσήγαγον δε τούτον δι’ αξέστων και εμπαθών λαϊκών, βιαίως συρόντων αυτόν ως κοινόν κατάδικον! Ω! τις να ακούση και να μη φρίξη δια το ανίερον τούτο κακούργημα; Αλλά δεν ήτο και το μόνον. Ευθύς αμέσως προσκομίσαντες εις το μέσον τα πρακτικά της εν έτει ωξζ΄ (867) συστάσης Συνόδου έθεσαν εις αυτά πυρ και τα κατέκαυσαν! Ταύτα δε και άλλα τοιαύτα πράξαντες υπέγραψαν τέλος τα πρακτικά της ψευδοσυνόδου ταύτης, ως ιστορεί Νικήτας ο Παφλαγών, ο φίλα προς τον Ιγνάτιον προσκείμενος και εχθρός του θείου Φωτίου λέγων· «ου ψιλώ τω μέλανι τα χειρόγραφα ποιούμενοι, αλλά (το φρικωδέστατον) και εν αυτώ του Σωτήρος τω αίματι βάπτοντες τον κάλαμον!» (σελ. 896). Εθρήνουν οι ευσεβείς Χριστιανοί δια την τοιαύτην πρωτάκουστον εξουθένωσιν και προδοσίαν της Αγιωτάτης Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, υπό των ιδίων αυτής αρχόντων Εκκλησιαστικών και πολιτικών! Δεν παρήλθον όμως πολλαί ημέραι, αφ’ ης έλαβε χώραν η αποτρόπαιος αύτη αποδοχή του παπικού φρυάγματος και συνειδότες πάντες το σφάλμα εις το οποίον παρέσυρεν αυτούς ο κατά του θείου Φωτίου άμετρος φθόνος και η παπική ραδιουργία, ήνοιξαν τους οφθαλμούς αυτών (Ο θείος Φώτιος εις τον ιδ΄ λόγον των «Αμφιλοχίων» εις το – Τι εστι το «διηνοίχθησαν αυτών οι οφθαλμοί»· και πως η παράβασις ισχύν έσχε διανοίγειν οφθαλμούς (Γενέσ. γ:7) – λέγει μεταξύ άλλων και τα εξής: «Μετά την αμαρτίαν ως τα πολλά η επίγνωσις του αμαρτήματος γίνεται, και το μέγεθος του τολμήματος τότε μάλλον επιγινώσκεται· του γαρ επιπροσθούντος πάθους και κινούντος οίστρου προς την αμαρτίαν μετά την έκθεσμον πράξιν πεπαυμένου τε και ηρεμούντος, τότε δη τότε ώσπερ διακύψας της πολλής εκείνης αχλύος και ανανήψας εφορά τα πεπραγμένα, και εις οίαν κατάστασιν εξ οίας μετηνέχθη συναίσθησιν μάλλον λαμβάνει και το συνειδός τιτρώσκον αυτόν και διεγείρον έχων, διαβλέπει τρανώς α του πάθους επιπροσθούντος ουχ ομοίως έβλεπε») και απήτουν την αποκήρυξιν των γενομένων. Αλλά και αυτοί οι την Σύνοδον απαρτίσαντες χαύνοι Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας, προσελθόντες ύστερον εις τον αυτοκράτορα Βασίλειον, εξέφραζον την θλίψιν των και ωδύροντο ότι κακώς υπέταξαν την εξουσίαν της Ανατολικής Εκκλησίας εις τας αλαζονικάς αξιώσεις του Πάπα και θερμώς παρεκάλουν αυτόν να αφαιρέση τα πρακτικά της Συνόδου από τους τοποτηρητάς του Πάπα. Κατανοήσαςο αυτοκράτωρ το του παραπτώματος μέγεθος και μετανοήσας δια τας προς τους παπικούς παραχωρήσεις, προσέταξε και αφηρέθησαν απ’ αυτών τα πρακτικά, κατακαμφθείς όμως από τας οχλήσεις των τοποτηρητών απέδωκε και πάλιν αυτά, πλην με βεβαρημένην πλέον συνείδησιν και χωρίς καμμίαν εκδήλωσιν τιμής αφήκεν αυτούς να αναχωρήσωσι προς την Ρώμην, φέροντες εις τον Πάπαν τα τρόπαια της νίκης, τα προαναφερθέντα δηλαδή πρακτικά της ψευδοογδόης εκείνης Συνόδου. Αλλ’ όμως η θεία δίκη δεν αφήκεν αυτούς να χαρώσιν άχρι τέλους επί τω κατορθώματι αυτών, διότι πλέοντες προς την Ρώμην ενέπεσαν εις Σλαύους πειρατάς, οίτινες γυμνώσαντες αυτούς ήρπασαν συν τοις άλλοις και τον κώδικα των πρακτικών. Ούτως ουδέ εις χάρτην καν γεγραμμένην ηξιώθη να απολαύση την φαντασθείσαν νίκην ο Πάπας Αδριανός. Ο δε θείος Φώτιος μετά την άνομον κατάκρισιν αυτού ωδηγήθη εις την Μονήν της Αγίας Σκέπης, όπου και περεδόθη «εις χείρας ανθρώπων αμαρτωλών» και ποικιλοτρόπως εβασανίζετο φυλασσόμενος υπό λόχου στρατιωτών, απαγορευθείσης και πάσης επικοινωνίας μετά συγγενών και γνωστών και εις καθημερινάς ανακρίσεις υποβαλλόμενος. Το δε χειρότερον ότι και αυτά τα βιβλία του αφηρέθησαν, αλλά και σφοδρώς ασθενήσαντος εκ των ταλαιπωριών, ουδέ ιατρού καν είσοδος επετράπη. Ταύτα δε πάντα μετά θαυμαστής καρτερίας υπέμεινεν ο Άγιος μηδόλως λυπούμενος ή στενοχωρούμενος. Τούτων δε γενομένων σεισμός μέγας έσεισεν εκ θεμελίων την Κωνσταντινούπολιν και ζημίαι πολλαί εγένοντο, ώστε εις φόβον ενέβαλε πάντας, ότι δια τας κατά του Αγίου καταδρομάς εμίσησεν ο Θεός την Πόλιν. Παρέμεινε δε ο Άγιος φυλακισμένος και βασανιζόμενος επί τρία έτη, ότε κατανοήσας πλέον ο αυτοκράτωρ Βασίλειος την προσγενομένην αδικίαν όχι μόνον απηλευθέρωσεν αυτόν, αλλά και εγκαταστήσας μετά πάσης τιμής εις το εν Μαγναύρα βασιλικόν Παλάτιον ενεπιστεύθη εις αυτόν την ανατροφήν των υιών και διαδόχων αυτού Λέοντος και Κωνσταντίνου. Ο δε ταπεινόφρων Φώτιος έσπευσε να διαλλαγή και μετά του Πατριάρχου Ιγνατίου, αμφότεροι δε οι Αγιώτατοι ούτοι Πατριάρχαι, παρά τας διαφοράς αι οποίαι τους εχώρισαν, προσέπεσον εις τους πόδας αλλήλων και κατασπαζόμενοι αλλήλους εζήτουν απ’ αλλήλων συγχώρησιν. Παρείχε δε ο ανεξίκακος Φώτιος πάσαν συνδρομήν εις τον γηραιόν Ιγνάτιον δια την επίλυσιν πολυπλόκων εκκλησιαστικών ζητημάτων και την ειρήνευσιν της Εκκλησίας. Ασθενήσαντος δε του αοιδίμου Ιγνατίου και εν γήρα καλώ ευρισκομένου καθημερινώς επεσκέπτετο και εθεράπευε και ανεκούφιζεν αυτόν δια γλυκυτάτων παρηγορητικών λόγων μέχρι της μακαρίας εκείνου τελευτής. Κατά το διάστημα τούτο και προ του θανάτου του Αγίου Ιγνατίου, αποθανόντος του Πάπα Αδριανού, ο τούτου διάδοχος Ιωάννης ο Η΄ έγραψε και άπαξ και δις προς τον ιερόν Ιγνάτιον, παραγγέλων όπως παραχωρήση εις τον θρόνον της Ρώμης την Βουλγαρίαν, ως εδογμάτισεν η Παπική Καθέδρα, και πρώτος «ο Ισάγγελος Πάπας Νικόλαος»!!! Αλλ’ ο μακάριος Ιγνάτιος μόλις απεκρίθη συντόμως και καλώς, ότι «τούτον ου δίκαιον». Τελευταίον αγανακτήσας ο Ιωάννης απέστειλεν εις την Κωνσταντινούπολιν πληρεξουσίους πρέσβεις (λεγάτους), δια των οποίων παρήγγελλεν απειλητικώς ότι εάν δεν παραδώσωσιν οι Ανατολικοί την Βουλγαρίαν, θέλουσιν αφορίσει τον Ιγνάτιον. Αλλ’ επέπρωτο πριν ή φθάσωσιν εις Κωνσταντινούπολιν ούτοι οι του Πάπα τοποτηρηταί, να έχη ήδη απέλθει προς Κύριον και ο θείος Ιγνάτιος βίον όσιον διαγαγών, και κοσμήσας θαυμαστώς τον θρόνον τον Πατριαρχικόν, καν άλλως εφάνη κατ’ αρχής μικρόψυχος προς εκδίκησιν κατά του θείου Φωτίου, και προς την Παπικήν δεσποτείαν αναξίως εαυτού υποχωρήσας άχρι καιρού, αλλ’ ύστερον μετανοήσας αποκατέστησε τα πράγματα εις την εμπρέπουσαν θέσιν. Κατά δε την τρίτην ημέραν από του θανάτου του μακαρίου Ιγνατίου, ήτοι την 26ην Οκτωβρίου του έτους ωοη΄ (878), η Αγία του Θεού Εκκλησία ομόψηφος και ομογνώμων εγκαθιδρύει και πάλιν τον λαμπρότατον της Οικουμένης φωστήρα, τον ιερώτατον Φώτιον επί του Πατριαρχικού θρόνου. Αναλαβών ήδη το δεύτερον την διοίκησιν της Εκκλησίας ο θείος Φώτιος ζωηρόν επέδειξεν ενδιαφέρον δια την αληθινήν αποκατάστασιν της ειρήνης της Εκκλησίας, αρθείσης ήδη εκ μέσου της αμειλίκτου αλαζονείας του Πάπα Νικολάου. Τη προτροπή λοιπόν του θείου Φωτίου αποστέλλει ο αυτοκράτωρ πρέσβεις προς τον Πάπαν Ιωάννην, και ο Φώτιος ομοίως, καλούντες αυτόν δια τοποτηρητών εις Σύνοδον, την οποίαν μετ’ ολίγον έμελλον ίνα συγκροτήσωσιν εν Κωνσταντινουπόλει. Δέχεται τους πρέσβεις ο Ιωάννης, συμφωνεί με την γνώμην του αυτοκράτορος, διότι μεγάλην είχε την ανάγκην αυτού δια τινας περιστάσεις, αίτινες ηκολούθουν τότε εις την Δυτικήν Εκκλησίαν και γράφει προς τον αυτοκράτορα ότι αποδέχεται τον θαυμασιώτατον και ευλαβέστατον Φώτιον ως νόμιμον Πατριάρχην καθό ομοφώνως παρά πάντων των Ανατολικών αναγορευθέντα. Εις την επιστολήν του ταύτην προσθέτει ο Ιωάννης μεταξύ άλλων και τα εξής: «μηδείς προφασιζέσθω τας κατ’ αυτού γενομένας αδίκους Συνόδους· μηδείς τας των προ ημών μακαρίων Αρχιερέων Νικολάου τε φημί και Αδριανού καταψηφίσεις αιτιάσθω· ου γαρ απεδέχθησαν (ίσως απεδείχθησαν) παρ’ αυτών τα κατά του Αγιωτάτου Φωτίου τυρευθέντα… Πάντα γαρ πέπαυται και εξωστράκισται· πάντα τα κατ’ αυτού ηκύρωται και ηχρείωται». Έστειλε δε και τοποτηρητάς αυτού ο Πάπας Ιωάννης τον Αγκώνος Παύλον, τον Οστίας Ευγένιον, και Πέτρον τον Πρεσβύτερον. Συγκροτείται λοιπόν η επί Φωτίου (παρά τινων Ογδόη καλουμένη) αγία και Οικουμενική Σύνοδος, εν τω Ναώ της Αγίας Σοφίας, εις την οποίαν παρευρέθησαν Επίσκοποι τπγ΄ (383) από πάσης της Καθολικής Εκκλησίας, συνελθόντες κατά το έτος ωοθ΄ (879). Εις ταύτην την Σύνοδον επικυρούνται μεν αι προλαβούσαι επτά αγιώταται και Οικουμενικαί Σύνοδοι, και τούτων οι θεόπνευστοι Κανόνες άπαντες εις τους οποίους υπάρχουσι καταδεδικασμέναι και αι παρεισφρήσασαι καινοτομίαι της Δυτικής Εκκλησίας. Αναθεματίζεται δε ιδίως πάσα δυσσεβής εν τω Αγίω Συμβόλω προσθήκη. Αναθεματίζεται προσέτι και η κατά του Φωτίου εν Κωνσταντινουπόλει ψευδογδόη Σύνοδος· ιδίως αναγιγνώσκεται του Πάπα Ιωάννου κοινωνική Επιστολή, υπογεγραμμένη υπ’ αυτού και άλλων 16 Επισκόπων, 7 Πρεσβυτέρων και 2 Διακόνων, δια της οποίας και αυτός ούτος ο Ιωάννης ανεκήρυττεν άκυρον και ανύπαρκτον την προρρηθείσαν κατά του Φωτίου Σύνοδον. Και ούτως υπό πάσης της Οικουμένης εκείνης Συνόδου επικυρούται κανονικός και νομιμώτατος Πατριάρχης ο αγιώτατος Φώτιος. Περί δε του ζητήματος των Βουλγάρων, το οποίον πάλιν ανέφερον οι του Πάπα τοποτηρηταί, ώρισεν η αγία Σύνοδος ότι τούτο ανήκει εις την εξουσίαν του αυτοκράτορος, υπό του οποίου την πολιτικήν διοίκησιν ανήκεν η Βουλγαρία. Ούτω της Συνόδου τελεσθείσης υπέγραψαν μετά πάντων των άλλων και οι του Πάπα τοποτηρηταί τα πρακτικά, και λαβόντες ίσα τούτων αντίγραφα επικυρωμένα, απήλθον εις την Ρώμην. Ο δε Πάπας Ιωάννης δυσηρεστήθη δια μόνα τα περί της Βουλγαρίας εψηφισμένα, προς την οποίαν κυρίως απέβλεπεν εξ αρχής η Παπική αδηφαγία. Και γράφει μεν ραδιουργών προς τον άρχοντα των Βουλγάρων ο Πάπας Ιωάννης και εις Κωνσταντινούπολιν, μεμφόμενος την μη παραχώρησιν της Βουλγαρίας. Επειδή δε πανταχόθεν απετύγχανε, καταδικάζει αυθαδώς τον Φώτιον, και στέλλει πρέσβυν τοποτηρητήν τον Μαρτίνον εις Κωνσταντινούπολιν, ίνα μεταβάλη την γνώμην των Ανατολικών· αλλά τούτον φυλακίσας ο αυτοκράτωρ, εδίωξε τέλος ως ταραξίαν, προς δε τους διαδόχους του εν τω μεταξύ αποθανόντος Πάπα Ιωάννου Αδριανόν Γ΄ και τον εφεξής Στέφανον τον ΣΤ΄, θορυβούντας και μαινομένους κατά του Φωτίου, γράφει σφοδράν Επιστολήν ο αυτοκράτωρ, δια της οποίας έστειλλεν εις τ’ Ανάθεμα τας ανόμους και τυραννικάς αξιώσεις της Παπικής αυλής. Μετά δε ταύτα απέθανεν ο Αυτοκράτωρ Βασίλειος τω ωπστ΄ (886) και γίνεται τούτου διάδοχος ο υιός αυτού Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός επονομαζόμενος και δικαίως εγκωμιαζόμενος δια την πολλήν και μεγάλην σοφίαν αυτού και την προς τα γράμματα και νομικά προστασίαν, χάριν των οποίων εξέδωκε το έτος 904 τα Βασιλικά εις Βιβλία 60. Αλλ’ ο σοφός ούτος αυτοκράτωρ εφάνη κατά δυστυχίαν πολλάκις άσοφος και δούλος των ιδίων αυτού παθών. Προς ταύτα δε πολλάκις ο Φώτιος ανθιστάμενος, δυσηρέστει τον αυτοκράτορα· όθεν και διέβαλλον αυτόν ευκολώτερον προς τον βασιλέα άνθρωποι συκοφάνται και φθονεροί, συκοφαντούντες παντοιοτρόπως την αρχαίαν και αθώαν φιλίαν, την οποίαν είχεν ο Άγιος προς τον Σανταβαρηνόν Θεόδωρον, τον οποίον από μακρού εμίσει ο βασιλεύς Λέων, διότι εθεώρει αυτόν υπεύθυνον διαβολής προς τον πατέρα του Βασίλειον, ότι ο Λέων επεβουλεύθη την ζωήν του πατρός του, συνεπεία της οποίας ολίγου δειν θα ετυφλούτο, εάν δεν έσωζεν αυτόν από της τυφλώσεως ο θείος Φώτιος. Ένεκα της κατηγορίας ταύτης ο Λέων είχεν εξωρισθή υπό του πατρός του. τοιαύτας λοιπόν αλόγους αιτίας αρπάσας ο φιλύποπτος αυτοκράτωρ Λέων, έχων δε και κατά νουν να αναβιβάση εις τον Πατριαρχικόν θρόνον τον αδελφόν αυτού Στέφανον, όστις από χρόνων εγκαταλείψας τα βασίλεια εγένετο Μοναχός και διήγε ζωήν οσίαν, έπραξεν έργον ανόσιον και άδικον φανείς αγνώμων προς τον ίδιον αυτού διδάσκαλον και σωτήρα, αλλά και της οικουμένης απάσης πατέρα και λαμπρόν φωστήρα, τον οποίον άνευ ουδεμιάς εξετάσεως, άνευ κρίσεως, κατεβίβασεν από του θρόνου εν έτει ωπστ΄ (886), εννέα ήδη έτη πατριαρχεύσαντα κατά την δευτέραν αυτού πατριαρχείαν και ως κακούργον απέστειλεν έγκλειστον εις το Μοναστήριον των Αρμενιανών, εις το οποίον και διήγαγε μέχρι τέλους της ενδόξου ζωής αυτού. Καταβιβασθέντος του θείου Φωτίου από του Πατριαρχικού θρόνου, ανεβιβάσθη πράγματι εις αυτόν ο πορφυρογέννητος Στέφανος ευσεβής και ενάρετος κατά τα άλλα. Ο δε αυτοκράτωρ Λέων δεν ηρκέσθη εις μόνην την άνομον και άδικον εκθρόνισιν του Αγίου, αλλά πισθείς αφ’ ενός εις τας των συκοφαντών διαβολάς, αφ’ ετέρου προσπαθών όπως αποκτήση κατηγόρους κατά του Αγίου τους ιδίους αυτού φίλους, ίνα στηρίξη κατ’ αυτού κατηγορίαν, παρέστησεν ενώπιόν του τον θείον Φώτιον και τον πολλά και άλλοτε παθόντα Θεόδωρον τον Σανταβαρηνόν. Εξεβίαζε δε ο αυτοκράτωρ τον Θεόδωρον να ψευδομαρτυρήση κατά του Αγίου, απειλών αυτόν, αν δεν πράξη τούτο, να τον βασανίση. Επίεζε και τον Άγιον να ομολογήση δήθεν παραβάσεις αλλ’ απελπισθείς από τας θαρραλέας αμφοτέρων αποκρίσεις, τον μεν Θεόδωρον τον Σανταβαρηνόν ετύφλωσεν εξορύξας τους οφθαλμούς αυτού και απέστειλεν εξόριστον εις Αθήνας, τον δε Άγιον ενέκλεισε και πάλιν εις την Μονήν των Αρμενιανών. Εις την Μονήν ταύτην παρέμεινεν έγκλειστος ο Άγιος επί πέντε ολόκληρα έτη ήτοι μέχρι της μακαρίας τελευτής αυτού, ως είπομεν ανωτέρω. Απερίγραπτοι τυγχάνουσιν αι δοκιμασίαι ας υπέστη, κατά τα τελευταία ταύτα έτη της ζωής του, ποικιλοτρόπως πάσχων και μηδεμιάς τυγχάνων ανθρωπίνης παρηγορίας, εστερημένος και αυτών των προσφιλεστέρων πνευματικών του τέκνων. Όσον όμως κατά το σώμα εδοκιμάζετο τοσούτον κατά το πνεύμα έχαιρε και ηυφραίνετο και καθημερινώς ανύψωνεν εαυτόν εις θείας αναβάσεις και ουρανίους θεωρίας. Ούτως εν ειρήνη ψυχής αγωνιζόμενος και ως χρυσός εν χωνευτηρίω δοκιμασθείς εις τε την ακλινή τήρησιν των πατροπαραδότων δογμάτων της αληθείας και την εις τους ποικίλους πειρασμούς υπομονήν, αποκαμών δε σωματικώς από τας ποικίλας στερήσεις, εκλήθη παρά του Κυρίου της δόξης ίνα απολαύση την εις ουρανούς ητοιμασμένην αυτώ κατοικίαν. Απήλθε λοιπόν προς ον επόθησε Κύριον, και υπέρ ου ολοψύχως ηγωνίσθη καθ’ άπαντα τον βίον αυτού, κατά το έτος 891, Φεβρουαρίου 6ην, ότε και την μνήμην αυτού γεραίρει η Μήτηρ ημών Αγία Ορθόδοξος Ανατολική του Χριστού Εκκλησία και προσετέθη εις τους μακαρίους Πατέρας ημών, μεθ’ ων υπέρ της ειρηνικής αυτής καταστάσεως και ακριβείας αδιαλείπτως πρεσβεύει προς Κύριον. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου